(2006) 1 ΑΑΔ 714
[*714]27 Ιουλίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
2. ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
3. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
v.
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12049)
Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Επαρχιακό Δικαστήριο ― Κατά τόπον δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστηρίου ― Έλλειψη δικαιοδοσίας ― Το Δικαστήριο δεν πρέπει να απορρίπτει την υπόθεση αλλά μόνο να αναστέλλει τη διαδικασία ― Δ.33, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Αναστολή διαδικασίας αγωγής ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας ― Κατά πόσο υπήρχε δυνατότητα αναβίωσης της ανασταλείσας διαδικασίας οπόταν και η περίπτωση καταχώρησης νέας αγωγής στο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο να θεωρηθεί ότι συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Ανώτατο Δικαστήριο ― Αίτηση για παραπομπή αγωγής από ένα Δικαστήριο σε άλλο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 61 του περί Δικαστηρίων Νόμου ― Εφαρμοστέες αρχές σε σχέση με τη δικαιοδοσία.
Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου σε σχέση με τη σκοπιμότητα της πρόνοιας της Δ.33, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για αναστολή της διαδικασίας, ενόψει της ισχύουσας νομικής θέσης (απόφαση πλειοψηφίας στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 87).
Στις 31/1/02 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αφού ήγειρε αυτεπάγγελτα το θέμα της κατά τόπο αρμοδιότητάς του, διέταξε, στη [*715]βάση της Δ.33, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αναστολή της διαδικασίας αγωγής, αφού έκρινε ότι δεν ήταν το κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκασή της. Το κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο ήταν το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας και η αγωγή θα έπρεπε να είχε καταχωριστεί σ’ αυτό.
Στις 25/5/04 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε αίτηση για άδεια του Δικαστηρίου για διακοπή και/ή απόσυρση της αγωγής με βάση τη Δ.15, θ.θ.1-4. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η έλλειψη δικαιοδοσίας δεν του επέτρεπε να επιληφθεί οποιουδήποτε περαιτέρω διαβήματος στην αγωγή.
Οι εφεσείοντες-ενάγοντες-αιτητές παραπονούνται με την έφεσή τους, ότι με αυτό τον τρόπο η αγωγή τους παραμένει εκκρεμής επ’ άπειρον στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, κάτι που κατά την εισήγησή τους, τους εμποδίζει να καταχωρήσουν νέα αγωγή στο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, αφού τούτο θα θεωρηθεί ως κατάχρηση της διαδικασίας, εν όψει της εκκρεμότητας του ιδίου θέματος στην ανασταλείσα διαδικασία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στο Άρθρο 61 του περί Δικαστηρίων Νόμου (στη βάση του οποίου το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να παραπέμψει οποιαδήποτε αγωγή «...εξ οιουδήποτε δικαστηρίου εις οιονδήποτε άλλο δικαστήριον αρμοδίας δικαιοδοσίας.....» αλλά και στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 87, (στην οποία, κατά πλειοψηφία αποφασίστηκε ότι η παραπομπή από ένα Δικαστήριο σε άλλο πρέπει να γίνεται από ένα αρμόδιο σε άλλο αρμόδιο δικαστήριο και όχι από αναρμόδιο δικαστήριο σε αρμόδιο), εξέφρασε δυσκολία να διαγνώσει τη σκοπιμότητα της πρόνοιας της Δ.33, θ.10 για αναστολή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Αφ’ ης στιγμής το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχε αρμοδιότητα και ανέστειλε τη διαδικασία, τόσο λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας όσο και λόγω της αναστολής της διαδικασίας, δεν θα μπορούσε να επιληφθεί περαιτέρω διαβημάτων στην αγωγή και ορθά απέρριψε το αίτημα για διακοπή.
2. Η διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αφού διεκόπη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας δεν μπορεί ποτέ να αναβιώσει όπως στις συνήθεις περιπτώσεις αναστολής. Ως εκ τούτου οι εφεσείοντες-ενάγοντες-αιτητές θα μπορούν να καταχωρήσουν νέα αγωγή στο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, χωρίς αυ[*716]τό να θεωρηθεί ως κατάχρηση της διαδικασίας, αφού στην ουσία η διακοπή της διαδικασίας της αγωγής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ισοδυναμεί με διακοπή/απόρριψη της αγωγής.
Η έφεση απορρίφθηκε. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μιχαήλ κ.ά. ν. Γιάννη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2052,
Ελληνική Τράπεζα Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 87.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ. Αρ. 13563/96), ημερ. 24/4/04.
Χρ. Κληρίδης με Ξ. Ξενοφώντος, για τους Εφεσείοντες
Α. Ταλιαδώρος με Γ. Χρυσοστομίδου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Στις 31.1.02 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αφού ήγειρε αυτεπάγγελτα το θέμα της κατά τόπο αρμοδιότητάς του, αποφάσισε τα ακόλουθα:
«Η αγωγή θα έπρεπε να καταχωριστεί στο κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας. Ως αποτέλεσμα η διαδικασία αναστέλλεται κι η υπόθεση θα πρέπει, με βάση τις πρόνοιες του περί Δικαστηρίων Νόμου, αν παραπεμφθεί στο αρμόδιο, ως άνω δικαστήριο. Δίδονται οδηγίες στον Πρωτοκολλητή να μεριμνήσει σχετικά.»
Η αναστολή της διαδικασίας έγινε με βάση τη Δ.33, θ.10, η οποία προνοεί τα ακόλουθα:
“Where on the trial of any action it appears to the Court before which such action is being tried that it should have been instituted [*717]in another Court, the Court trying the action shall not dismiss it but shall stay the proceedings therein and order the plaintiff to pay the defendant’ s costs.”
Στις 5.3.02 καταχωρήθηκε αίτηση για άδεια του Δικαστηρίου για διακοπή και/ή απόσυρση της αγωγής με βάση τη Δ.15, θθ. 1-4 και τελικά εκδόθηκε στην αίτηση αυτή από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας απορριπτική απόφαση στις 25.5.04. Η Δικαστής, αφού ανέλυσε λεπτομερώς τη νομολογία, κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν εδικαιούτο να χειριστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο πλέον την αγωγή εν όψει της προηγηθείσας απόφασης αναφορικά με την αναρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Θεώρησε δηλαδή ότι η έλλειψη δικαιοδοσίας δεν της επέτρεπε να επιληφθεί οποιουδήποτε περαιτέρω διαβήματος στην αγωγή.
Παραπονούνται με την έφεσή τους οι εφεσείοντες-ενάγοντες-αιτητές ότι με αυτό τον τρόπο η αγωγή τους έχει «εγκλωβιστεί», όπως αναφέρουν, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, παραμένουσα εκεί εκκρεμής επ΄άπειρον, κάτι που κατά την εισήγησή τους, τους εμποδίζει να καταχωρήσουν νέα αγωγή στο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, αφού τούτο θα θεωρηθεί ως κατάχρηση της διαδικασίας, εν όψει της εκκρεμότητας του ιδίου θέματος στην ανασταλείσα διαδικασία.
Όπως αναφέρεται στο Halsbury’ s Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 37, §438, στην περίπτωση αναστολής της διαδικασίας, είτε υπό αίρεση είτε απόλυτης, η αγωγή εξακολουθεί να υφίσταται και θεωρείται ως εκκρεμούσα και δυνητικά η αναστολή μπορεί να αρθεί. Γεννάται έτσι λογικά το ακόλουθο ερώτημα: αφού στην περίπτωση που κρίνεται ότι δεν υπάρχει αρμοδιότητα ουδέποτε μπορεί να αναβιώσει η διαδικασία, ποιος ο σκοπός της πρόνοιας της Δ.33, θ.10 για αναστολή της διαδικασίας και όχι για απόρριψη της αγωγής; (Δέστε και Μιχαήλ κ.ά. ν. Γιαννή (1998) 1 Α.Α.Δ. 2052). Μια απάντηση στο ερώτημα προκύπτει ευθέως από το λεκτικό της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην απόφαση του στις 31.1.02, το οποίο παραθέσαμε πιο πάνω, όπου αναφέρεται ότι «η υπόθεση θα πρέπει, με βάση τις πρόνοιες του περί Δικαστηρίων Νόμου, να παραπεμφθεί στο αρμόδιο, ως άνω Δικαστήριο».
Η σχετική πρόνοια του περί Δικαστηρίων Νόμου είναι το άρθρο 61 που διαλαμβάνει τα πιο κάτω:
«61. Οιαδήποτε αγωγή δύναται καθ’ οιανδήποτε στιγμήν και εις οιονδήποτε στάδιον ταύτης και κατόπιν αιτήσεως ή άνευ τοιαύ[*718]της οιουδήποτε των διαδίκων να παραπεμφθή υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξ οιουδήποτε δικαστηρίου εις οιονδήποτε άλλο δικαστήριον αρμοδίας δικαιοδοσίας και τοιαύτη αγωγή δύναται να παραπεμφθή είτε εξ ολοκλήρου είτε σχετικώς προς εν μόνον μέρος ταύτης ή της εν αυτή διαδικασίας το οποίο είναι ανάγκη να παραπεμφθή εις τούτο.»
Όμως στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 87, αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία (Πικής, Παπαδόπουλος, Χατζητσαγγάρης, Νικήτας, Αρτέμης, Κωνσταντινίδης, ΔΔ.) ότι η παραπομπή από ένα Δικαστήριο σε άλλο πρέπει να γίνεται από ένα αρμόδιο σε άλλο αρμόδιο δικαστήριο και όχι από αναρμόδιο δικαστήριο σε αρμόδιο. Με τη θέση αυτή διαφώνησε ο Κούρρης, Δ., ο οποίος στην απόφασή του έκρινε ότι δεν εδικαιολογείτο τέτοια ερμηνεία και ότι αντίθετα, θα έπρεπε να ερμηνευθεί το άρθρο ως δίδοντας τη δυνατότητα να μεταφέρεται η εκκρεμούσα υπόθεση από αναρμόδιο σε αρμόδιο Δικαστήριο, ούτως ώστε να κερδίζεται χρόνος και έξοδα. Θα μπορούσαμε εδώ εμείς να προσθέσουμε ότι το σοβαρότερο πλεονέκτημα σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν η αποφυγή τυχόν παραγραφής της αιτίας της αγωγής σε περίπτωση που απορριπτόταν η αγωγή από το αναρμόδιο δικαστήριο, κάτι που θα στερούσε τον ενάγοντα του δικαιώματος να προωθήσει τις θέσεις του και να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Εν πάση όμως περιπτώσει, το θέμα δεν εγείρεται ενώπιόν μας και, εκτός εάν η πιο πάνω απόφαση ανατραπεί στο μέλλον, αφού εγερθεί θέμα απόκλισης στην κατάλληλη περίπτωση, αυτή είναι η ισχύουσα νομική θέση. Δυσκολευόμαστε εν τούτοις να διαγνώσουμε τη σκοπιμότητα της πρόνοιας της Δ.33, θ.10 για αναστολή, αν η θέση αυτή της νομολογίας είναι ορθή.
Η θέση του δικηγόρου των εφεσειόντων-εναγόντων-αιτητών, ότι παρά την αναστολή δεν εμποδίζεται από του να πάρει οποιαδήποτε μέτρα για διακοπή της διαδικασίας, την οποία βάσισε σε σχετικό απόσπασμα από το Halsbury’ s Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 37, §437, όπως ορθά επεσήμανε στην πρωτόδικη απόφαση το Δικαστήριο, αφορά περιπτώσεις όπου η αναστολή της διαδικασίας δεν σχετίζεται με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου για την εκδίκαση της υπόθεσης. Κρίνουμε ότι, αφ΄ης στιγμής το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχε αρμοδιότητα και ανέστειλε τη διαδικασία, τόσο λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας όσο και λόγω της αναστολής της διαδικασίας, δεν θα μπορούσε να επιληφθεί περαιτέρω διαβημάτων στην αγωγή και ορθά απέρριψε το αίτημα για διακοπή.
Παραμένει όμως η μη ικανοποιητική κατάσταση που δημιουργείται και το ερώτημα του κατά πόσο οι εφεσείοντες-ενάγοντες θα [*719]μπορούσαν κάτω από αυτές τις συνθήκες να καταχωρήσουν νέα αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας.
Έχουμε ήδη παρατηρήσει πως η διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αφού διεκόπη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας δεν μπορεί ποτέ να αναβιώσει όπως στις συνήθεις περιπτώσεις αναστολής. Στο Halsbury’ s Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 37, §438 στην υποσημείωση 4, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα ακόλουθα:
“In some cases, . . . , the restrictions or conditions imposed by the order to stay have the effect of bringing the entire proceedings to an end, in which event the stay will operate as a dismissal; and it may thereafter be necessary to examine closely the form of the order to determine whether the stay was intended to be permanent in the sense that no proper grounds can be adduced for its removal.”
Σε μετάφραση:
«Σε μερικές περιπτώσεις, . . ., οι περιορισμοί ή οι όροι που τίθενται με το διάταγμα αναστολής έχουν το αποτέλεσμα να οδηγήσουν την όλη διαδικασία σε τέλος, και σε τέτοια περίπτωση η αναστολή θα ισοδυναμεί με απόρριψη. και δυνατόν μετά να είναι αναγκαίο να εξετασθεί λεπτομερώς η μορφή της διαταγής για να αποφασισθεί κατά πόσο η αναστολή προοριζόταν να είναι μόνιμη, με την έννοια ότι κανένας λόγος δεν μπορούσε να δοθεί για άρση της».
Στην παρούσα περίπτωση είναι προφανές ότι στην ουσία πρόκειται για μόνιμη αναστολή, αφού για κανένα λόγο δεν μπορεί να αναβιώσει η διαδικασία.
Ως εκ τούτου κρίνουμε πως οι εφεσείοντες-ενάγοντες-αιτητές θα μπορούν να καταχωρήσουν νέα αγωγή στο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατάχρηση της διαδικασίας, αφού στην ουσία η διακοπή της διαδικασίας της αγωγής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ισοδυναμεί με διακοπή/απόρριψη της αγωγής.
Εν κατακλείδι η έφεση απορρίπτεται. Εν όψει όμως του πρωτότυπου θέματος που εγειρόταν στην έφεση και εν όψει της τελικής κατάληξής μας, δεν εκδίδουμε διαταγή για έξοδα.
[*720]Η έφεση απορρίπτεται.�Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο