Παναγιώτης Μαστρής Λτδ ν. Επιπλώσεις Λάσκο Λτδ (2006) 1 ΑΑΔ 728

(2006) 1 ΑΑΔ 728

[*728]27 Ιουλίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΣΤΡΗΣ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΕΠΙΠΛΩΣΕΙΣ ΛΑΣΚΟ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11507)

 

Απόδειξη ― Αγωγή για υπόλοιπο λογαριασμού ― Οι λογαριασμοί εμπορευομένου δεν αποτελούν αφ’ εαυτών απόδειξη των γεγονότων που καταγράφουν.

Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως ― Θέμα απόσεισης αποδεικτικού βάρους μπορεί να εγερθεί μόνο όπου αποδεικνύονται γεγονότα τα οποία τείνουν να υποστηρίξουν την απαίτηση.

Απόδειξη ― Εξ ακοής μαρτυρία ― Το Δικαστήριο έχει καθήκον να την απορρίψει έστω και αν κατατέθηκε χωρίς ένσταση από τον αντίδικο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση των εφεσειόντων-εναγόντων για ποσό £765,15 το οποίο, καθώς ισχυρίζοντο, αποτελούσε υπόλοιπο λογαριασμού για ξυλεία που πώλησαν και παρέδωσαν στους εφεσίβλητους-εναγομένους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε με λεπτομέρεια τη μαρτυρία που είχε προσαχθεί τόσο από πλευράς εφεσειόντων-εναγόντων όσο και από πλευράς εφεσιβλήτων-εναγομένων, και αφού παρατήρησε ότι η αξίωση των εφεσειόντων-εναγόντων αφορούσε κατάσταση λογαριασμού η οποία βασιζόταν σε τρεις χρεώσεις που έγιναν με βάση τρία τιμολόγια, έκρινε ότι, επειδή δεν κλήθηκε το πρόσωπο που εξέδωσε τα τιμολόγια για να δώσει, μαρτυρία εν σχέσει με την αλήθεια του περιεχομένου τους, η μαρτυρία ήταν εξ ακοής. Επίσης παρατήρησε ότι «η όλη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον του δικαστηρίου για θεμελίωση της αξίωσης των Εναγόντων αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία και ως τέτοια μη αποδεκτή μαρτυρία. Κατά συνέπεια η σύνδεση της κατάστασης λογαριασμού με τα τιμολόγια (χρεώσεις) παρέμεινε μετέωρη.»

[*729]Οι εφεσείοντες-ενάγοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Μεταξύ άλλων, υπέβαλαν ότι τα τιμολόγια έγιναν δεκτά ως μαρτυρία χωρίς να προβληθεί ένσταση και ότι υπήρχε άλλη μαρτυρία που υποστήριζε την ύπαρξη του υπολοίπου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο παρατήρησε και επεσήμανε πως η απαίτηση των εφεσειόντων-εναγόντων βασιζόταν σε υπόλοιπο κατάστασης λογαριασμού και όχι στα εκδοθέντα τιμολόγια, και ότι τα τιμολόγια αποτελούσαν μαρτυρία, που αν ήταν αποδεκτή, θα έτεινε να αποδείξει την απαίτηση. Όμως, η παράδοση και χρέωση των εμπορευμάτων θα μπορούσε να αποδειχθεί και με άλλη, άμεση προφορική μαρτυρία, χωρίς αναφορά στα τιμολόγια.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα τιμολόγια, στην παρούσα περίπτωση, συνιστούσαν εξ ακοής μαρτυρία, αφού κατατέθηκαν χωρίς να κλητευθεί το πρόσωπο που τα εξέδωσε. Το γεγονός ότι αυτά κατατέθηκαν χωρίς ένσταση δεν καθιστούσε το περιεχόμενο τους αποδεκτή μαρτυρία και έτσι, ως μη αποδεκτή, το Δικαστήριο στο τέλος θα είχε καθήκον να την απορρίψει.

2.  Οι λογαριασμοί εμπορευομένου δεν αποτελούν αφεαυτών απόδειξη των γεγονότων που καταγράφουν. Τα γεγονότα που απεικονίζουν πρέπει να αποδειχθούν. Θέμα απόσεισης αποδεικτικού βάρους μπορεί να εγερθεί μόνο όπου αποδεικνύονται γεγονότα τα οποία τείνουν να υποστηρίξουν την απαίτηση.

3.  Υπήρχε και άλλη σχετική μαρτυρία την οποία απέτυχε να αξιολογήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, και η οποία έτεινε να αποδείξει την παράδοση των εμπορευμάτων στους εφεσίβλητους-εναγόμενους. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι όλη η μαρτυρία ήταν μαρτυρία εξ ακοής, ήταν λανθασμένο.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων-εναγόντων. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα της υπόθεσης.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χαραλάμπους κ.ά. ν. Ν. Ηλιάδης & Yιοί Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 529,

[*730]A. L. Mantovani & Sons Ltd v. Christis Travel & Tourism Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 156.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του�Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπ.�Αρ. 3207/00), ημερ. 19/9/02.

Δ. Μιχαηλίδης, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Ιωάννου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η απαίτηση των εφεσειόντων-εναγόντων πρωτοδίκως ήταν για ποσό £765,15 ως υπόλοιπο λογαριασμού, με νόμιμο τόκο και έξοδα. Ηταν ο ισχυρισμός και η εκδοχή των εφεσειόντων-εναγόντων, οι οποίοι ασχολούνται με την εμπορία υλικών οικοδομής και ξυλείας, ότι γύρω στον Απρίλιο του 1991 ο λογαριασμός τους με τους εφεσίβλητους-εναγόμενους, που ήταν πελάτες τους, παρουσίαζε το πιο πάνω ποσό ως οφειλόμενο υπόλοιπο το οποίο οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι αρνούνταν να πληρώσουν.

Οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι δεν αμφισβήτησαν τις συναλλαγές που είχαν με τους εφεσείοντες-ενάγοντες, οι οποίοι τους προμήθευαν ξυλεία, αλλά ισχυρίστηκαν ότι, όταν το 1998-1999 διέκοψαν τη συνεργασία τους, ζήτησαν κατάσταση λογαριασμού και εξόφλησαν το υπόλοιπο και είχαν στην κατοχή τους κατάσταση των εφεσειόντων-εναγόντων που έδειχνε μηδέν οφειλόμενο υπόλοιπο. Οι ενάγοντες δέχθηκαν ότι τούτο ήταν γεγονός, αλλά ισχυρίστηκαν ότι αυτό αφορούσε τον τρεχούμενο συνηθισμένο λογαριασμό των εφεσιβλήτων-εναγομένων. Όμως, όπως προέβαλαν, κατόπιν παράκλησης των εφεσιβλήτων-εναγομένων, είχαν ανοίξει ξεχωριστό λογαριασμό γι’ αυτούς, με σκοπό να καταχωρούνται οι αγορές που θα έκαμναν για μια ειδική περίπτωση, δηλαδή τη δημιουργία έκθεσης κουζίνας στη Ξυλοτύμπου. Οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι αρνήθηκαν ότι υπήρχε δεύτερος λογαριασμός και επέμεναν ότι ένας ήταν ο λογαριασμός στον οποίο χρεώνονταν όλες οι αγορές τους και ο οποίος είχε εξοφληθεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε με λεπτομέρεια τη [*731]μαρτυρία που δόθηκε, τόσο εκ μέρους των τριών μαρτύρων των εφεσειόντων-εναγόντων όσο και εκείνη των τριών μαρτύρων των εφεσιβλήτων-εναγομένων και αφού παρατήρησε ότι η αξίωση των εφεσειόντων-εναγόντων αφορούσε κατάσταση λογαριασμού, η οποία βασιζόταν σε τρεις χρεώσεις που έγιναν με βάση τρία τιμολόγια (τεκμήρια 1, 2 και 3), έκρινε ότι, επειδή δεν κλήθηκε το πρόσωπο που εξέδωσε τα τιμολόγια για να δώσει μαρτυρία εν σχέσει με την αλήθεια του περιεχομένου τους, η μαρτυρία ήταν εξ ακοής.  Επίσης παρατήρησε ότι «η όλη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον του δικαστηρίου για θεμελίωση της αξίωσης των Εναγόντων αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία και ως τέτοια μη αποδεκτή μαρτυρία. Κατά συνέπεια η σύνδεση της κατάστασης λογαριασμού με τα τιμολόγια (χρεώσεις) παρέμεινε μετέωρη.»

Μετά από αναφορά στην απόφαση Λ. Χαραλάμπους και Άλλος ν. Ν. Ηλιάδης & Υιοί Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 529 η πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε ως ακολούθως:

«Έχοντας υπόψη την πιο πάνω κατάληξη ως επίσης και την άρνηση που υπάρχει στην Έκθεση Υπεράσπισης και στην προφορική μαρτυρία από μέρους των Εναγομένων σε σχέση με την ύπαρξη τόσο των τιμολογίων όσο και της κατάστασης λογαριασμού, οποιαδήποτε περαιτέρω ενασχόληση με τη μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων τόσο της πλευράς των Εναγόντων όσο και της πλευράς των Εναγομένων δεν θα εξυπηρετούσε κανένα σκοπό.»

Στην πιο πάνω υπόθεση αποφασίστηκε ότι, η παράλειψη ουσιαστικής αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιωδών στοιχείων της μαρτυρίας οδηγεί στην επανεκδίκαση της υπόθεσης, νοουμένου ότι κατά τα άλλα υπάρχει μαρτυρία που να θεμελιώνει την αξίωση του ενάγοντα. Στην περίπτωση εκείνη κρίθηκε ότι δεν υπήρχε τέτοια μαρτυρία και κατά συνέπεια η αξίωση έπρεπε να απορριφθεί.

Είναι προφανώς με βάση αυτή την αρχή που το πρωτόδικο Δικαστήριο, μια και εν πάση περιπτώσει θεώρησε ότι δεν υπήρχε αποδεκτή μαρτυρία για να αποδειχθεί η απαίτηση των εφεσειόντων-εναγόντων έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος να ασχοληθεί με αξιολόγηση της μαρτυρίας γενικά και να καταλήξει σε οποιαδήποτε ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων.

Οι εφεσείοντες-ενάγοντες αμφισβητούν την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Μεταξύ άλλων υποβάλλουν [*732]ότι τα τιμολόγια έγιναν δεκτά ως μαρτυρία χωρίς να προβληθεί ένσταση και ότι υπήρχε άλλη μαρτυρία που υποστήριζε την ύπαρξη του υπολοίπου.

Παρατηρούμε και επισημαίνουμε ξανά πως η απαίτηση των εφεσειόντων-εναγόντων βασιζόταν σε υπόλοιπο κατάστασης λογαριασμού και όχι στα εκδοθέντα τιμολόγια. Η παρουσίαση των τιμολογίων ήταν μαρτυρία, που, αν ήταν αποδεκτή, θα έτεινε να αποδείξει την απαίτηση. Όμως, η παράδοση και χρέωση των εμπορευμάτων θα μπορούσε να αποδειχθεί και με άλλη, άμεση προφορική μαρτυρία, χωρίς αναφορά στα τιμολόγια. Περαιτέρω παρατηρούμε πως, αν πράγματι τα τιμολόγια αυτά καθ’ εαυτά αποτελούσαν εξ ακοής μαρτυρία, διότι δεν κλήθηκε να καταθέσει το πρόσωπο που τα συνέταξε και είχε προσωπική γνώση του περιεχομένου τους, το γεγονός ότι κατατέθηκαν χωρίς ένσταση δεν καθιστούσε το περιεχόμενό τους αποδεκτή μαρτυρία και έτσι, ως μη αποδεκτή, το Δικαστήριο στο τέλος θα είχε καθήκον να την απορρίψει.

Στην παρούσα περίπτωση κρίνουμε ότι πράγματι τα τιμολόγια, αφού κατατέθηκαν χωρίς να κλητευθεί το πρόσωπο που τα εξέδωσε, συνιστούσαν εξ ακοής μαρτυρία.

Στην υπόθεση A.L. Mantovani & Sons Ltd v. Christis Travel & Tourism Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 156 αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στη σελίδα 159:

«Οι λογαριασμοί εμπορευομένου δεν αποτελούν αφεαυτών απόδειξη των γεγονότων που καταγράφουν. Τα γεγονότα που απεικονίζουν πρέπει να αποδειχθούν. ...................................Στην απουσία παραδεκτής μαρτυρίας που να στοιχειοθετεί γεγονότα που θα μπορούσαν να προσμετρήσουν ως αποδεικτικά της υπόθεσης, δεν εγείρεται ζήτημα βάρους απόδειξης. Τέτοιο θέμα μπορεί να εγερθεί μόνο όπου αποδεικνύονται γεγονότα που τείνουν να υποστηρίξουν την απαίτηση

(Η υπογράμμιση είναι δική μας.)

Η κατάληξη του Δικαστηρίου στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω ότι «η όλη μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου για θεμελίωση της αξίωσης των εναγόντων αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία» είναι γενική, αόριστη και αναιτιολόγητη. Παρατηρούμε πως υπήρχε άλλη σχετική μαρτυρία την οποία απέτυχε να αξιολογήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην κατάθεσή του ο ΜΕ1 ανέφερε ότι τα εμπορεύματα που αναγράφονται στα τιμολόγια παραδόθη[*733]καν στους εναγομένους και περαιτέρω η ΜΕ3 κατέθεσε ότι, όταν προσπάθησε να εισπράξει το υπόλοιπο από αυτό το λογαριασμό της λέχθηκε εκ μέρους των εφεσιβλήτων-εναγομένων ότι δεν όφειλαν και δεν θα πλήρωναν, αφού, κατά τον ισχυρισμό τους, τα υλικά αυτά που αφορούσαν στην έκθεση κουζίνας στην Ξυλοτύμπου θα τους τα χάριζαν οι εφεσείοντες-ενάγοντες. Η μαρτυρία αυτή έτεινε να αποδείξει την παράδοση των εμπορευμάτων στους εφεσίβλητους-εναγόμενους και σε συνάρτηση με τη μαρτυρία ότι ελέγχθηκαν οι τιμές που χρεώθηκαν και με το ότι ήταν παραδεκτό ότι παραδόθηκαν υλικά για την έκθεση κουζίνας και η αμφισβήτηση ήταν ότι η αξία όλων των υλικών περιεχόταν στον τρεχούμενο λογαριασμό που εξοφλήθηκε, καθιστούσε λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι όλη η μαρτυρία ήταν μαρτυρία εξ ακοής.

Κατά συνέπεια, θεωρούμε ότι υπήρχε αποδεκτή μαρτυρία που έτεινε να υποστηρίξει την απαίτηση. Η πρωτόδικος Δικαστής όφειλε συνεπώς να αξιολογήσει τη μαρτυρία αυτή και να καταλήξει σε συμπέρασμα για την παράδοση ή όχι των συγκεκριμένων εμπορευμάτων και την αξία τους. Ακολούθως, θα έπρεπε να προχωρήσει και να αξιολογήσει και το υπόλοιπο της μαρτυρίας, αν δηλαδή υπήρχαν δύο λογαριασμοί εκ των οποίων ο ένας δεν εξοφλήθηκε ή ένας που είχε εξοφληθεί από τους εφεσίβλητους-εναγόμενους.

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων-εναγόντων. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα της υπόθεσης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων-εναγόντων. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα της υπόθεσης.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο