Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. ν. Belvestico Trading Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 838

(2006) 1 ΑΑΔ 838

[*838]8 Σεπτεμβρίου, 2006

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

v.

BELVESTICO TRADING LTD,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11964)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση για καταβολή χρημάτων σε τρίτα πρόσωπα από πιστωτικό τρεχούμενο τραπεζικό λογαριασμό στη βάση ουχί αυθεντικών (unauthenticated) οδηγιών ― Παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της τράπεζας με την καταβολή μεγάλου χρηματικού ποσού σε μετρητά σε τρίτο πρόσωπο ενεργώντας έξω από τα πλαίσια και κατά παράβαση των επίμαχων οδηγιών ― Κατά πόσο υπήρχε συντρέχουσα ευθύνη από μέρους της τράπεζας για παράβαση σύμβασης και, παράλληλα για αστικό αδίκημα ― Κατά πόσο η τράπεζα απαλλασσόταν των συμβατικών της υποχρεώσεων λόγω συμβατικών ρήτρων εξαίρεσης ή περιορισμού ευθύνης.

Αστικά αδικήματα ― Αμέλεια ― Τράπεζα κρίθηκε εκ προστήσεως υπεύθυνη έναντι δικαιούχων τραπεζικού λογαριασμού για την αμέλεια που επέδειξαν υπάλληλοί της οι οποίοι με τις ενέργειές  τους επέτρεψαν σε τρίτο πρόσωπο να αποσύρει μεγάλο χρηματικό ποσό χωρίς τις απαιτούμενες προς τούτο οδηγίες.

Η εφεσίβλητη-ενάγουσα (η εφεσίβλητη) υπεράκτια εταιρεία αξίωσε με αγωγή της από την εφεσείουσα-εναγόμενη τράπεζα (η εφεσείουσα) το ποσό των $146.000 Αμερικής, πλέον τόκους προς 9% ετησίως επί του ποσού των $141.000 Αμερικής, από 4/10/1996 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα και ΦΠΑ. Το ποσό των $146.000 Αμερικής περιλάμβανε ποσό $5.000 Αμερικής το οποίο αντιπροσώπευε δαπάνες τις οποίες η εφεσίβλητη ισχυριζόταν ότι υπέστη για να έλθουν και διαμείνουν οι Διευθυντές της στην Κύπρο λόγω της επίμαχης διαφοράς μεταξύ της εφεσίβλητης και της εφεσείουσας.

[*839]Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης, η εφεσίβλητη λειτουργούσε τον υπ’ αρ. 024-33-006562 τραπεζικό λογαριασμό σε κατάστημα της εφεσείουσας στη Λεμεσό. Ο εν λόγω λογαριασμός ήταν πιστωτικός, ήταν τρεχούμενος και ήταν σε δολάρια Αμερικής. Κατά τον ουσιώδη χρόνο εξουσιοδοτημένοι να διαχειρίζονται τον εν λόγω λογαριασμό ήταν οι μέτοχοι και διευθυντές της εφεσίβλητης ΜΕ1 και ΜΕ2 ή οποιοσδήποτε εξ αυτών. Διευθυντής του καταστήματος της εφεσείουσας ήταν ο ΜΥ1. Η ΜΥ2 ήταν μέλος του προσωπικού. Η σχέση των διαδίκων ήταν συμβατική. Η εφεσίβλητη εξουσιοδότησε την εφεσείουσα να ενεργεί σε σχέση με τον πιο πάνω λογαριασμό αφού λάβει ουχί αυθεντικές (unauthenticated), οδηγίες είτε τηλεφωνικώς, είτε με τέλεξ, είτε με φαξ, οι οποίες φαίνονται ότι είχαν δοθεί ή σκόπευαν να φαίνονται ότι είχαν δοθεί από την εφεσίβλητη. Εξουσιοδοτημένοι κατά τον ουσιώδη χρόνο να δίδουν οδηγίες εκ μέρους της εφεσίβλητης ήταν οι ΜΕ1 και ΜΕ2 ή οποιοσδήποτε από αυτούς. Τις πλείστες περιπτώσεις οι οδηγίες της εφεσίβλητης για πληρωμή από τον πιο πάνω λογαριασμό δίδονταν στην εφεσείουσα με fax τα οποία αποστέλλοντο στο κατάστημα από τον ΜΕ2, από τη Μόσχα και αφορούσαν την απ’ ευθείας μεταφορά χρημάτων από τον πιο πάνω λογαριασμό της εφεσίβλητης στο λογαριασμό των πελατών τους. Στις 4/10/96 η εφεσείουσα ενεργώντας αποκλειστικά με βάση οδηγίες οι οποίες περιέχονται σε fax ημερομηνίας 3/10/96, κατέβαλε σε κάποιο Oleg Kousmine, το ποσό των $141.000 σε μετρητά. Δεν προηγήθηκε οποιαδήποτε επικοινωνία του καταστήματος με τους ΜΕ1 και/ή ΜΕ2, ούτε και ζητήθηκε από το πρόσωπο στο οποίο καταβλήθηκαν τα χρήματα να παρουσιάσει πληρεξούσιο που να το εξουσιοδοτεί να παραλάβει τα χρήματα. Στο επίμαχο fax ο αριθμός «4» που αποτελεί μέρος του φερόμενου σαν αριθμός διαβατηρίου του Oleg Kousmine είναι γραμμένος στο χέρι, με πέννα. Τον έχει γράψει υπάλληλος των εναγομένων, μέλος του προσωπικού του καταστήματος. Για πρώτη φορά δίδοντο οδηγίες με fax για απευθείας πληρωμή μετρητών από τον επίδικο λογαριασμό σε τρίτο πρόσωπο. Ήταν επίσης η πρώτη φορά που οι οδηγίες αφορούσαν πληρωμή ενός τόσο μεγάλου ποσού σε μετρητά. Όταν οι ΜΕ1 και ΜΕ2 πληροφορήθηκαν για το γεγονός της προαναφερθείσας πληρωμής υποστήριξαν ότι η υπογραφή του ΜΕ2 στο επίμαχο fax δεν τέθηκε από τον ΜΕ2 και ότι οι επίμαχες οδηγίες δεν ήταν δικές τους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα είχε παραβεί τις συμβατικές της υποχρεώσεις έναντι της εφεσίβλητης, με την έννοια ότι δεν είχε επιδείξει, ως είχε συμβατική υποχρέωση, τη δέουσα λογική φροντίδα, προσοχή και επιδεξιότητα, η οποία θα έπρεπε, υπό τις περιστάσεις, να επιδειχθεί από ένα λογικό τραπεζίτη, με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη να απολέσει και/ή υποστεί ζημιά ύψους $141.000. Διαζευκτικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι ενέργειες και/ή παραλείψεις [*840]των υπαλλήλων της εφεσίβλητης, ΜΥ1 και ΜΥ2, συνιστούσαν αμέλεια η οποία, εφόσον έλαβε χώρα στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων τους, καθιστούσε την εφεσείουσα εκ προστήσεως υπεύθυνη έναντι της εφεσίβλητης για τη ζημιά, ύψους $141.000, που της προκλήθηκε. Συνακόλουθα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης για $141.000 πλέον νόμιμο τόκο, έξοδα και ΦΠΑ.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αναπόδεικτη την αξίωση της εφεσίβλητης για $5.000. Απέρριψε, επίσης, την αξίωση της για τόκους 9% ετησίως επί του ποσού των $141.000, από 4/10/96 μέχρι εξοφλήσεως.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

1.  Η μη αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του ΜΕ4, εμπειρογνώμονα σε θέματα γραφολογίας, σε σχέση με την υπογραφή του ΜΕ2 στο επίμαχο fax, αποτελούσε «ανασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων». Αν το Δικαστήριο την είχε αποδεχθεί, θα έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υπογραφή αυτή ανήκε στον ΜΕ2, ο οποίος είχε στην κατοχή του, όλα τα πρωτότυπα των οδηγιών προς την εφεσείουσα. Σε τέτοια περίπτωση η όλη υπόθεση της εφεσίβλητης θα είχε ανατραπεί.

2.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της μαρτυρίας του ΜΕ2, κατέληξε σε εύρημα ότι ο ΜΥ1 έδωσε στον ΜΕ1 φωτοαντίγραφο του γνήσιου φαξ 363/96, Τεκμ. 3(μ), όταν ο τελευταίος τον επισκέφθηκε στο γραφείο του με τον ΜΕ2. Και τούτο διότι, αν εγινόταν αυτό, το πιο πάνω φωτοαντίγραφο θα έπρεπε να φέρει τη σφραγίδα παραλαβής του από την εφεσείουσα. Όμως, το φωτοαντίγραφο του γνήσιου φαξ 363/96, Τεκ. 3(μ), που περιλαμβάνεται στη δέσμη εγγράφων, που σύμφωνα με το ΜΕ2 του παραδόθηκε από το ΜΥ1, περιλαμβάνεται μεν φωτοαντίγραφο του γνήσιου φαξ 363/96, Τεκμ. 3(μ), αλλά χωρίς αυτό να φέρει οποιαδήποτε σφραγίδα της εφεσείουσας. Αντίθετα το ίδιο γνήσιο φαξ 363/96, Τεκ. 3(μ) που παραδόθηκε στον ανακριτή της αστυνομίας ΜΕ3, «φέρει δύο σφραγίδες, η μια που έχει σχέση με την ημερομηνία λήψης της στις 30/8/1996 και η άλλη σφραγίδα της ίδιας της τράπεζας ως επίσης και διάφορες άλλες χειρόγραφες σημειώσεις».

3.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι ρήτρες απαλλαγής (excemption clauses), που περιέχονται στο Τεκ. 4κ, δεν απάλλασσαν την εφεσείουσα, τόσο με βάση το δίκαιο των συμβάσεων όσο και με βάση το δίκαιο των αστικών αδικημάτων, από οποιαδή[*841]ποτε ευθύνη για αποζημίωση της εφεσίβλητης.

4.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το εδικαιούτο να δώσει θεραπεία στην εφεσίβλητη με βάση και τις δύο αξιώσεις της.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ενόψει των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, και δοθέντος ότι η πρωτότυπη υπογραφή του ΜΕ2 ουδέποτε τέθηκε στη διάθεση του ΜΕ4 για τους σκοπούς της γραφολογικής εξέτασης στην οποία είχε προβεί, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο εύρημα ότι «η υπογραφή στο επίμαχο φαξ είναι μεν φωτοτυπία της γνήσιας υπογραφής του ΜΕ2, πλην όμως η πηγή προέλευσης της είναι άγνωστη», είναι ορθή.

2.  Το γεγονός ότι τόσο ο ΜΥ1 όσο και η ΜΥ2 χαρακτήρισαν το ζήτημα της ύπαρξης ή μη σφραγίδας ως επουσιώδες, σε συνάρτηση με την απουσία από το εδώλιο του μάρτυρα του υπαλλήλου της εφεσείουσας που παρέλαβε το Τεκ. 3(μ), αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο το φωτοαντίγραφο αυτού του τεκμηρίου, που δόθηκε από το ΜΥ1 στο ΜΕ2, όπως ήταν η μαρτυρία του ΜΕ2, να λήφθηκε πριν τη σφράγισή του.

3.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι συγκεκριμένες ρήτρες απαλλαγής (excemption clauses) δεν απάλλασσαν την εφεσείουσα, προκύπτει από την ερμηνεία που αυτό έδωσε στις εν λόγω ρήτρες, με οδηγό τα ακόλουθα σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση:

(α) Παραμένει άγνωστο κατά πόσο οι επίμαχες οδηγίες δόθηκαν στην εφεσείουσα σύμφωνα με τις πρόνοιες που διέπουν τις συμβατικές σχέσεις των διαδίκων, βάσει των οποίων διαμορφώθηκε και η τραπεζική πρακτική η οποία ακολουθείτο αναφορικά με τη λειτουργία του λογαριασμού της εφεσίβλητης.

(β)          Η εφεσείουσα συνειδητά επέλεξε να ενεργήσει έξω από τα πλαίσια και κατά παράβαση των επίμαχων οδηγιών.

(γ)          Η εφεσείουσα συνειδητά επέλεξε να επέμβει στο περιεχόμενο των επίμαχων οδηγιών τοποθετώντας με το χέρι στον αριθμό διαβατηρίου του φερόμενου σαν παραλήπτη των χρημάτων, τον αριθμό «4», με πέννα.

(δ)          Η εφεσείουσα δεν ζήτησε να ελέγξει ούτε και ήλεγξε το αεροπορικό εισιτήριο του προσώπου στο οποίο τελικά καταβλήθηκαν [*842]τα χρήματα, επιλέγοντας έτσι συνειδητά να παρακάμψει την επί του προκειμένου σχετική προϋπόθεση.

4.  Η εφεσίβλητη βάσισε την αξίωσή της στη θέση ότι η εφεσείουσα παρέβηκε τις συμβατικές της υποχρεώσεις λόγω πράξεων ή παραλείψεών της που συνιστούσαν αμέλεια της έναντι της εφεσίβλητης, αμέλεια για την οποία η εφεσείουσα δεν απαλλασσόταν από τις συμβατικές ρήτρες απαλλαγής. Παράλληλα, η εφεσίβλητη βάσισε την αξίωσή της και στο αστικό αδίκημα της αμέλειας. Πέτυχε σε όλα τα σημεία. Αν το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κρίνει ότι η εφεσείουσα  δεν υπείχε συμβατική ευθύνη έναντι της εφεσίβλητης για το λόγο ότι, αν και αμελής, απαλλασσόταν από τις συμβατικές ρήτρες απαλλαγής, ασφαλώς δεν θα μπορούσε να της αποδώσει ευθύνη στη βάση του αστικού αδικήματος της αμέλειας. Κατ’ εφαρμογή του αποσπάσματος από την υπόθεση Henderson ν. Merett Syndicates Ltd [1995] 2AC 145 στο οποίο παραπέμπει ο δικηγόρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Henderson ν. Merett Syndicates Ltd [1995] 2AC 145,

Central Trust Co. v. Refuse [1986] 31 D.L.R. (4th) 481.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπ. Αρ. 2563/97), ημερ. 15/1/04.

Δ. Αραούζος, για την Εφεσείουσα.

Σ. Πατσαλίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την υπ’ αρ. 2563/1997 αγωγή ενώπιον του Ε.Δ. Λεμεσού, η εφεσίβλητη (ενάγουσα) υπεράκτια εταιρεία αξίωσε από την εφεσείουσα (εναγομένη) Τράπεζα το ποσό των [*843]$146.000 Αμερικής, πλέον τόκους προς 9% ετησίως επί του ποσού των $141.000 Αμερικής, από 4.10.1996 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα και ΦΠΑ. Το ποσό των $146.000 Αμερικής περιλάμβανε ποσό $5.000 Αμερικής το οποίο αντιπροσώπευε δαπάνες τις οποίες η εφεσίβλητη ισχυριζόταν ότι υπέστη για να έλθουν και διαμείνουν οι Διευθυντές της στην Κύπρο, περί το τέλος Οκτωβρίου 1996, λόγω της επίμαχης διαφοράς μεταξύ της εφεσίβλητης και της εφεσείουσας.

Σύμφωνα με την έκθεση απαιτήσεως, η εφεσίβλητη ήταν πελάτις της εφεσείουσας και διατηρούσε σε αυτή τραπεζικό λογαριασμό από τις 30.11.1993. Ο λογαριασμός ετηρείτο σε υποκατάστημα της εφεσείουσας στη Λεμεσό, ήταν πιστωτικός, σε δολάρια Αμερικής, και έφερε τον αριθμό 024-33-006562. Με το άνοιγμα του λογαριασμού η εφεσίβλητη εξουσιοδότησε γραπτώς την εφεσείουσα όπως “διεξάγουν πληρωμές επί του ρηθέντος λογαριασμού δυνάμει οδηγιών τηλεφωνικώς δεδομένων, ή μέσω τηλετύπου (telex), η τηλεφωνομηνύματος (fax faxsimile) νοουμένου ότι αι προμνησθείσαι οδηγίαι θα εφαίνοντο ότι προήρχοντο εκ των εναγόντων”. Κατά τη διάρκεια λειτουργίας του λογαριασμού, συγκεκριμένα κατά την περίοδο 30.11.1993 έως 30.10.1996, οι σχέσεις της εφεσίβλητης με την εφεσείουσα είχαν “....καθοριστεί συμβατικά και/ή ρυθμιζόμεναι δι’ εγγράφου ρητής ή εξυπακουόμενης σύμβασης και/ή αι εν γένει σχέσεις των ερυθμίζοντο διά ρητών και/ή εξυπακουομένων όρων αντιστοίχου συμβάσεως”, από δε την εφεσίβλητη αναμενόταν “ότι αι ενέργειαι των τραπεζικών εργασιών θα διεξήγοντο επιμελώς, διά της δεούσης φροντίδος και επιβλέψεως και ή επιτηρήσεως ή δυνάμει παραδεδεγμένης ή αποδεκτής τραπεζικής πρακτικής και πάντοτε άνευ δόλου ή συμπαιγνίας ή απάτης”. Στις 4.10.1996 η εφεσείουσα, κατά παράβαση της συμφωνίας της με την εφεσίβλητη, “δυνάμει πλαστού εγγράφου (τηλεφωτομηνύματος) υπό ημερομηνία 3.10.96, παρέδωσαν εις μετρητά ποσόν εκ δολαρίων Αμερικής $141.000 εις άγνωστον αλλοδαπόν εκ Ρωσσίας, ακούοντος εις το όνομα Kousmine Oleg, όστις ήτο και είναι άγνωστος προς τους ενάγοντας και/ή επέτρεψαν εις αυτόν να αποσύρη εις μετρητά το προμησθέν ποσόν”, με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη να υποστεί ανάλογη ζημιά. Διαζευκτικά, η εφεσίβλητη υπέστη την εν λόγω ζημιά “λόγω αμελείας των Εναγομένων, των υπηρετών ή αντιπροσώπων αυτών και/ή δόλου, ή απάτης ή συμπαιγνίας αυτών, διαπραχθέντος ή διαπραχθεισών εν Λεμεσώ κατά ή περί την 3ην και 4ην Οκτωβρίου, 1996” σύμφωνα με τις σχετικές λεπτομέρειες.

Με την υπεράσπιση η εφεσείουσα παραδέχθηκε ότι πράγματι, από τις 30.11.1993, η εφεσίβλητη διατηρούσε σε υποκατάστημά της στη Λεμεσό το συγκεκριμένο λογαριασμό. Ισχυρίστηκε, όμως, ότι είχε [*844]εξουσιοδοτηθεί γραπτώς από την εφεσίβλητη “να ενεργούν σε σχέση με τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους (των εναγόντων) αφού λάβουν ανεπιβεβαίωτες/αγνώστου αυθεντικότητας (unauthenticated) οδηγίες είτε τηλεφωνικώς είτε με τέλεξ ή τηλεφωνομήνυμα, οι οποίες θα φαίνονταν ή είχαν σκοπό να παρουσιαστούν ότι είχαν δοθεί από τους ενάγοντες.”. Επιπρόσθετα, η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η εφεσίβλητη ανέλαβε την αμετάκλητη υποχρέωση να μην αμφισβητήσει ποτέ τις ενέργειες της εφεσείουσας τις οποίες και θα “επικυρώνουν /ή αναγνωρίζουν ακόμη και στην περίπτωση που τέτοιες οδηγίες δεν θα είχαν δοθεί στην πραγματικότητα από τους ενάγοντες ή άλλους εκπροσώπους τους.”. Παράλληλα, η εφεσίβλητη, πάντοτε σύμφωνα με την υπεράσπιση, αποποιήθηκε οποιουδήποτε δικαιώματος το οποίο, ενδεχομένως, να είχε εναντίον της εφεσείουσας “οι οποίοι είτε ορθά ή λανθασμένα λόγω των ενεργειών τους με βάση τις εκάστοτε οδηγίες των εναγόντων θα προκαλούσαν ζημιά στους ενάγοντες” και, κατ΄ επέκταση, η εφεσίβλητη “εμποδίζονται και/ή έχουν παραιτηθεί από οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα” εναντίον της εφεσείουσας εφόσον, μάλιστα, αυτή ενεργούσε πάντοτε με καλή πίστη. Περαιτέρω, η εφεσείουσα παραδέχθηκε ότι, στις 4.10.1996, κατέβαλε σε κάποιον Kousmine Oleg το ποσό των $141.000 Αμερικής δυνάμει οδηγιών που περιείχοντο σε fax ημερομηνίας 30.11.1996, ισχυρίστηκε, όμως, ότι οι εν λόγω οδηγίες αποστάλησαν στο υποκατάστημά της από την εφεσίβλητη ή από υπηρέτες και/ή αντιπροσώπους και/ή από εξουσιοδοτημένα από αυτή πρόσωπα, στη βάση οδηγιών της εφεσίβλητης. Το εν λόγω fax “παρουσιαζόταν και/ή φαινόταν ότι προέρχεται από τους ενάγοντες και/ή ήταν παρόμοιο με άλλα τηλεφωμηνύματα τα οποία απέστελλαν κατά καιρούς οι ενάγοντες”. Καταληκτικά, η εφεσείουσα αρνήθηκε και απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης για αμέλεια, δόλο, απάτη ή συμπαιγνία. Ισχυρίστηκε ότι, αντίθετα, καθ΄όλο τον ουσιώδη χρόνο, ενεργούσε με καλή πίστη και, επιπλέον, επέδειξε εύλογη φροντίδα, προσοχή και επιμέλεια στην εκπλήρωση των συμβατικών και των άλλων καθηκόντων της όταν έκαμνε πληρωμές από το λογαριασμό της εφεσίβλητης.

Κατά την ακρόαση έδωσαν μαρτυρία για μεν την εφεσίβλητη επτά μάρτυρες, για δε την εφεσείουσα δύο μάρτυρες. Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού πρώτα παρέθεσε τα παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα από τις δύο πλευρές γεγονότα, προχώρησε στην αξιολόγηση της εκατέρωθεν μαρτυρίας αναφορικά με τα αμφισβητούμενα γεγονότα, στη βάση δε της μαρτυρίας που, για τους λόγους που εξήγησε, αποδέχθηκε ως αληθινή, προέβη σε ανάλογα ευρήματα.

Τα παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα από τις δύο πλευρές γεγο[*845]νότα ήταν, σύμφωνα με το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, τα εξής:

“Οι ενάγοντες είναι και κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν, υπεράκτια εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο. Μέτοχοι και διευθυντές της εταιρείας κατά τον ίδιο χρόνο ήταν και είναι οι Andrei Ganine και Andrei Vorobief, ΜΕ1 και ΜΕ2 αντίστοιχα. Διευθυντής της εταιρείας κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν επίσης και κάποιος Vorobiev Erochine. Οι εναγόμενοι είναι εμπορική τράπεζα με κύκλο εργασιών ανά το παγκύπριο.

Οι ενάγοντες ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο, πελάτες των εναγομένων. Συγκεκριμένα, οι ενάγοντες άνοιξαν και από τις 30.11.93, λειτουργούσαν τον υπ’ αρ. 024-33-006562, τραπεζικό λογαριασμό στο κατάστημα που οι εναγόμενοι διατηρούσαν στην περιοχή των δικαστηρίων Λεμεσού (το κατάστημα). Ο εν λόγω λογαριασμός ήταν πιστωτικός, ήταν τρεχούμενος και ήσαν σε δολάρια Αμερικής. Στα αρχικά στάδια λειτουργίας του λογαριασμού, εξουσιοδοτημένοι να διαχειρίζονται τον εν λόγω λογαριασμό ήταν ο ΜΕ1, ο ΜΕ2 και ο V. Erochine ή οποιοσδήποτε από αυτούς. (Τεκ. 4(α) ). Κατά τον ουσιώδη χρόνο όμως, εξουσιοδοτημένοι να διαχειρίζονται τον εν λόγω λογαριασμό ήταν μόνο οι ΜΕ1 και ΜΕ2 ή οποιοσδήποτε από τους δύο. (Τεκ. 4(ζ)).

Διευθυντής του καταστήματος κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν ο Γ. Πολεμιδιώτης, ΜΥ1. Μεταξύ του προσωπικού των εναγομένων οι οποίοι εργάζοντο στο εν λόγω κατάστημα κατά τον ίδιο χρόνο ήταν η Ελίζα Κωνσταντινίδου, ΜΥ2, κάποιος Κώστας Ευστρατίου Κωνσταντινίδης, όπως και κάποιος Άγγελος Νικολαΐδης.

Η σχέση των διαδίκων ήταν συμβατική και οι όροι της σχετικής σύμβασης περιέχονται σε έγγραφα που αποτελούν μέρος της δέσμης εγγράφων Τεκ. 4. Σε σχέση με τους τραπεζικούς λογαριασμούς των εναγόντων, περιλαμβανομένου και του πιο πάνω λογαριασμού, οι εναγόμενοι εξουσιοδοτήθηκαν από τους ενάγοντες (Βλ. Τεκ. 4(k)), να ενεργούν αφού λάβουν ουχί αυθεντικές (unauthenticated), οδηγίες είτε τηλεφωνικώς, είτε με τέλεξ, είτε με φαξ, οι οποίες φαίνονται ότι είχαν δοθεί ή σκόπευαν να φαίνονται ότι είχαν δοθεί, από τους ενάγοντες. Εξουσιοδοτημένοι κατά τον ουσιώδη χρόνο να δίνουν οδηγίες εκ μέρους των εναγόντων ήταν οι ΜΕ1 και ΜΕ2, ή οποιοσδήποτε από αυτούς.

[*846]

Από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του πιο πάνω λογαριασμού μέχρι και τις 3.10.96, οι εναγόμενοι, ενεργώντας δυνάμει των όρων της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, εκτέλεσαν αριθμό οδηγιών των εναγόντων και προέβησαν σε αριθμό πληρωμών από τον πιο πάνω λογαριασμό των εναγόντων. Σχετικά είναι τα faxes της δέσμης εγγράφων Τεκ.3, το fax Τεκ.8, το fax Τεκ. 13, η επιστολή Τεκ. 19 και τα faxes 20, 21 και 22. Όλα τα εμβάσματα που κατά καιρούς διενεργήθηκαν στον πιο πάνω λογαριασμό των εναγόντων, ήλθαν από το εξωτερικό.

Καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του λογαριασμού και μέχρι τις 3.10.96, η τραπεζική πρακτική που ακολουθείτο από τους εναγόμενους και συγκεκριμένα από το κατάστημα, αναφορικά με τη λειτουργία του πιο πάνω λογαριασμού των εναγόντων, ήταν η εξής. Με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις όπου οι οδηγίες για πληρωμή δόθηκαν στο κατάστημα από τους ΜΕ1 και/ή ΜΕ2 προσωπικά κατά τη διάρκεια επισκέψεων τους στο κατάστημα και εξουσιοδοτούσαν την απ΄ ευθείας πληρωμή μετρητών, οι οδηγίες των εναγόντων για πληρωμή από τον πιο πάνω λογαριασμό, δίδονταν στους εναγόμενους, με fax τα οποία αποστέλλοντο στο κατάστημα, από τον ΜΕ2, από τη Μόσχα και αφορούσαν την απ΄ ευθείας μεταφορά χρημάτων από τον πιο πάνω λογαριασμό των εναγόντων στο λογαριασμό των πελατών τους. Σύμφωνα με την ίδια πρακτική, οι καταστάσεις λογαριασμού που ετοιμάζοντο κατά καιρούς από τους εναγόμενους, αποστέλλοντο στα ελεγκτικά γραφεία Αντώνη Ασσιώτη, λογιστών-ελεγκτών της εταιρείας, ενώ επιβεβαίωση της εκτέλεσης των εκάστοτε οδηγιών των εναγόντων από τους εναγόμενους, γινόταν, οσάκις οι ενάγοντες ζητούσαν τέτοια επιβεβαίωση. Τα εκάστοτε faxes με τις οδηγίες των εναγόντων, σφραγίζοντο, σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθείτο από το κατάστημα, με την σφραγίδα παραλαβής του καταστήματος στην οποία, μεταξύ άλλων, αναγραφόταν η ημερομηνία παραλαβής του fax, δεν ήταν όμως άγνωστες οι περιπτώσεις όπου η συγκεκριμένη πρακτική δεν ακολουθήθηκε.

Κατά τη διάρκεια της εδώ παραμονής τους, οι ΜΕ1 και ΜΕ2, συνήθιζαν να επισκέπτονται τον ΜΥ1 στο γραφείο του.

Στις 4.10.96 οι εναγόμενοι ενεργώντας αποκλειστικά με βάση οδηγίες οι οποίες περιέχονται στο επίμαχο fax, κατέβαλαν σε κάποιον Oleg Kousmine, το ποσό των $141.000 σε μετρητά. Η πληρωμή έγινε απ’ ευθείας στο εν λόγω πρόσωπο το οποίο επισκέφθηκε το κατάστημα στις 4.10.96. Έχω ήδη παραθέσει αυ[*847]τούσιο το περιεχόμενο του εν λόγω fax, πιο πάνω, γι’ αυτό θεωρώ περιττό να το επαναλάβω. Το εν λόγω fax φέρει ημερομηνία 3.10.96, δηλαδή την προηγούμενη της καταβολής των χρημάτων ημερομηνία. Προτού γίνει η πληρωμή δεν υπήρξε οποιασδήποτε μορφής επικοινωνία του καταστήματος με τους ΜΕ1 και/ή ΜΕ2 ούτε και οποιοσδήποτε υπάλληλος στο κατάστημα επεδίωξε να έχει τέτοια επικοινωνία με τους ΜΕ1 και/ή ΜΕ2, ούτε και ζητήθηκε από το πρόσωπο στο οποίο καταβλήθηκαν τα χρήματα, να παρουσιάσει πληρεξούσιο (power of attorney) που να τον εξουσιοδοτεί να παραλάβει τα χρήματα ούτε και το εν λόγω πρόσωπο παρουσίασε τέτοιο έγγραφο. Στο επίμαχο fax ο αριθμός «4» που αποτελεί μέρος του φερόμενου σαν αριθμός διαβατηρίου του Oleg Kousmine είναι γραμμένος στο χέρι, με πέννα. Τον έχει γράψει υπάλληλος των εναγομένων, μέλος του προσωπικού του καταστήματος. Στο επίμαχο fax δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε αριθμό συσκευής του fax που ενδεχομένως να χρησιμοποιήθηκε για την αποστολή του, ούτε και το εν λόγω έγγραφο έχει σφραγισθεί με την σφραγίδα παραλαβής του καταστήματος με την οποία σφραγίζονται τα faxes που παραλαμβάνονται από το κατάστημα. Επίσης επί του επίμαχου fax παρατηρείται συνεχές κενό το οποίο τέμνει το κείμενο με κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω, με αποτέλεσμα στα επηρεαζόμενα σημεία το κείμενο να μην είναι ευανάγνωστο.

Μεταξύ των υπαλλήλων των εναγομένων στο κατάστημα, στην κατοχή των οποίων περιήλθε το επίμαχο fax στις 4.10.96, ήταν και ο Κώστας Κωνσταντινίδης, ο οποίος ήταν και το πρόσωπο που γνωστοποίησε την ύπαρξη του επίμαχου fax στους Γ. Πολεμιδιώτη (ΜΥ1) και Ελίζα Κωνσταντινίδου (ΜΥ2).

Για πρώτη φορά δίδοντο οδηγίες με fax γι΄ απευθείας πληρωμή μετρητών από το λογαριασμό των εναγόντων σε τρίτο πρόσωπο. Ήταν επίσης η πρώτη φορά που οι οδηγίες αφορούσαν πληρωμή ενός τόσο μεγάλου ποσού σε μετρητά. Για την πληρωμή του επίμαχου ποσού απαιτήθηκε το σύνολο σχεδόν των αποθεμάτων του λογαριασμού. Συγκεκριμένα, το υπόλοιπο που παρουσίαζε ο λογαριασμός των εναγόντων στις 4.10.96, αμέσως μετά την καταβολή του επίμαχου ποσού, ανήρχετο σε USD 4972.10 πιστωτικό (Βλ. σελ. 2 της κατάστασης λογαριασμού για το 1996, Τεκ.5).

Στις 4.11.96 οι ΜΕ1 και ΜΕ2 επισκέφθηκαν τον ΜΥ1 στο γραφείο του, στο κατάστημα, όπου ζήτησαν και ενημερώθηκαν από τον ΜΥ1 αναφορικά με την κατάσταση του λογαριασμού [*848]τους. Όταν πληροφορήθηκαν για το γεγονός της πληρωμής του ποσού των $141.000, στον Oleg Kousmine, οι ΜΕ1 και ΜΕ2 αντέδρασαν. Ακολούθησε συζήτηση μεταξύ του ΜΥ1 από την μια και των ΜΕ1 και ΜΕ2 από την άλλη, κατά τη διάρκεια της οποίας οι ΜΕ1 και ΜΕ2 υποστήριζαν ότι η υπογραφή του ΜΕ2 στο επίμαχο fax δεν τέθηκε από τον ΜΕ2 και ότι οι επίμαχες οδηγίες δεν ήταν δικές τους. Μετά το πέρας της συζήτησης, οι ΜΕ1 και ΜΕ2 απεχώρησαν αφού ο ΜΥ1 τους εφοδίασε με κάποια έγγραφα μεταξύ των οποίων και το Τεκ. 9.

Αναφορικά με την επίμαχη συναλλαγή εκδόθηκε από το κατάστημα το έντυπο Τεκ.9. Με βάση την τραπεζική πρακτική που ακολουθείτο κατά τον εν λόγω χρόνο στις περιπτώσεις πώλησης από την τράπεζα ξένου συναλλάγματος, ο έλεγχος από την τράπεζα του διαβατηρίου του προσώπου στο οποίο θα καταβαλλόταν το ξένο συνάλλαγμα, όπως και του εισιτηρίου με το οποίο το εν λόγω πρόσωπο θα ταξίδευε στο εξωτερικό, ήταν επιβεβλημένος.

Στις 7.11.96 οι ΜΕ1 και ΜΕ2 απέστειλαν στα Κεντρικά Γραφεία των εναγομένων στη Λευκωσία την επιστολή Τεκ. 7. Στις 12.11.96, οι εναγόμενοι απέστειλαν στους ενάγοντες, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, την επιστολή Τεκ. 12. Η υπόθεση καταγγέλθηκε στην Αστυνομία, η δε διερεύνηση της ανέλαβε ο ΜΕ3.

Οι ενάγοντες, προτού εγείρουν την παρούσα αγωγή, γνωστοποίησαν στον Γενικό Εισαγγελέα, δυνάμει του σχετικού Νόμου, την πρόθεση τους να προχωρήσουν σε καταχώρηση αγωγής εναντίον των εναγομένων για αποζημιώσεις, μεταξύ άλλων και για δόλο και απάτη. Ο Γενικός Εισαγγελέας αναγνώρισε λήψη της εν λόγω επιστολής. Σχετικά είναι τα Τεκ. 1 και 2.

Για όλα τα πιο πάνω γεγονότα κάμνω ανάλογα ευρήματα.”

Όσον αφορά τα αμφισβητούμενα από τις δύο πλευρές γεγονότα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφερόμενο στη μαρτυρία του ΜΕ4 Λοχία 790 Ελευθέριου Χριστοδούλου, εμπειρογνώμονα σε θέματα γραφολογίας, την αποδέχθηκε με μια επιφύλαξη. Ο ΜΕ4 είχε καταθέσει, μεταξύ άλλων, ότι “η αμφισβητούμενη υπογραφή η οποία υπάρχει στο κάτω αριστερό μέρος του fax 387/96, (το επίμαχο fax), ταυτίζεται απόλυτα με την υπογραφή δείγμα στο fax 363/96 γεγονός που αποδεικνύει ότι και οι δύο υπογραφές προέρχονται από την ίδια πρωτότυπη υπογραφή.”. Στο σημείο αυτό το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΕ4. Είπε, συναφώς, τα ακόλουθα:

[*849]

“Δοθέντος ότι η πρωτότυπη υπογραφή του ΜΕ2, η οποία αποτελεί, σύμφωνα με το ΜΕ4, την κοινή πηγή προέλευσης της φωτοτυπημένης υπογραφής του ΜΕ2 στο γνήσιο fax Τεκ. 3(μ) όπως και της φερόμενης σαν υπογραφής του ΜΕ2 στο επίμαχο fax, ουδέποτε τέθηκε στη διάθεση του ΜΕ4 για τους σκοπούς της γραφολογικής εξέτασης στην οποία έχει προβεί, θεωρώ τη θέση του ΜΕ4 αναφορικά με την πηγή προέλευσης της υπογραφής στο επίμαχο fax, ανασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων.”

Όσον αφορά, και πάλι, τα αμφισβητούμενα από τις δύο πλευρές γεγονότα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφερόμενο στη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2, αφενός, και στη μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2, αφετέρου, είπε τα ακόλουθα:

“Στρέφομαι τώρα στην υπόλοιπη μαρτυρία και συγκεκριμένα σε αυτή του ΜΕ1 και ΜΕ2, όπως και σε αυτή των ΜΥ1 και ΜΥ2. Εξέτασα την εν λόγω μαρτυρία με μεγάλη προσοχή και παρακολούθησα τους εν λόγω μάρτυρες ενώ κατάθεταν. Δεν έχω καμιά δυσκολία να δεχθώ την εκδοχή των μαρτύρων των εναγόντων και να απορρίψω αυτή των μαρτύρων της Υπεράσπισης. Οι ΜΥ1 και ΜΥ2 μου έδωσαν την εντύπωση προσώπων τα οποία απέφευγαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις η δε μαρτυρία τους δεν ήταν καθόλου πειστική. Έχω αναφερθεί σε κάποια έκταση, στη μαρτυρία τόσο του ΜΥ1 όσο και του ΜΥ2 και έχω παραθέσει αποσπάσματα από την αντεξέταση του ΜΥ1. Τόσο στη μαρτυρία του ΜΥ1 όσο και σε αυτή της ΜΥ2, είναι έκδηλα διάχυτη η προσπάθεια τους να αποφύγουν τυχόν εμπλοκή τους σε επιλήψιμες ενέργειες με απρόβλεπτες ενδεχομένως για την επαγγελματική τους σταδιοδρομία συνέπειες και παράλληλα να βοηθήσουν τους εργοδότες τους. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι οι εν λόγω δυο μάρτυρες δεν κατέθεσαν όλη την αλήθεια.

Χαρακτηριστικό της εικόνας που η μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2 παρουσιάζει, είναι και το γεγονός ότι, ενώ αρχικά και οι δύο επέμεναν στη θέση ότι στις 4.10.96, ζήτησαν και αφού τους παρουσιάσθηκε το αεροπορικό εισιτήριο του προσώπου στο οποίο καταβλήθηκαν τα χρήματα, το ήλεγξαν και ικανοποιήθηκαν με τα όσα είδαν, όταν στην αντεξέταση βρέθηκαν αντιμέτωποι με το γεγονός ότι το εν λόγω εισιτήριο είχε παραμείνει στα αζήτητα με αποτέλεσμα να επιστραφεί στην εκδότρια εταιρεία για σκοπούς εξαργύρωσης και συνεπώς ήταν αδύνατο να είχαν ελέγξει το εν λόγω εισιτήριο, ο μεν ΜΥ1 διαφοροποίησε [*850]την μέχρι τότε άκαμπτη θέση του που τον ήθελε να είναι σίγουρος πέρα από κάθε αμφιβολία ότι είδε και ήλεγξε το εισιτήριο, υιοθετώντας τον ισχυρισμό «πιστεύω ότι το είδα», η δε ΜΥ2 ενώ φραστικά συνέχισε να επιμένει στην αρχική θέση της, με τη συμπεριφορά της στο εδώλιο του μάρτυρα έκδηλα έδειχνε τον προβληματισμό και την ταραχή της ως προς τα πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στις 4.10.96 στο κατάστημα. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι κατά την εν λόγω ημερομηνία και οι δυο μάρτυρες Υπεράσπισης δεν είδαν ούτε και ήλεγξαν το αεροπορικό εισιτήριο του προσώπου στο οποίο καταβλήθηκαν τα χρήματα, όπως δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι και οι δύο απέκρυψαν από το δικαστήριο τις πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες ο αριθμός του εισιτηρίου περιήλθε σε γνώση τους, όπως και τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν το συγκεκριμένο θέμα. Πέραν όμως τούτου, ενώ στην κατάθεση του στην αστυνομία ο ΜΥ1, ανέφερε ότι μεταξύ των εγγράφων που στις 4.10.96 είχε ζητήσει, προτού δώσει το πράσινο φως για τη διεκπεραίωση της επίμαχης συναλλαγής, να ελέγξει και όπως ισχυρίζεται ήλεγξε, ήταν και το αεροπορικό εισιτήριο του Oleg Kousmine, στην κύρια εξέταση του, δεν συμπεριέλαβε το εν λόγω εισιτήριο στα εν λόγω έγγραφα. Αντεξεταζόμενος απέδωσε τη συγκεκριμένη παράλειψη στο ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, το εισιτήριο του προσώπου στο οποίο καταβάλλεται το ξένο συνάλλαγμα, συνιστά «θέμα δευτερεύουσας σημασίας». Αδυνατώ πράγματι να αντιληφθώ την εν λόγω θέση του ΜΥ1, ενόψει μάλιστα της τραπεζικής πρακτικής που ακολουθείτο κατά τον εν λόγω χρόνο, σύμφωνα με την οποία, η παρουσίαση του εισιτηρίου στην τράπεζα για έλεγχο, συνιστούσε βασική προϋπόθεση για σκοπούς έκδοσης ξένου συναλλάγματος. Επίσης η ΜΥ2, ενώ αρχικά ισχυρίστηκε ότι είχε ιδίαν γνώση του περιεχομένου της ενημέρωσης, που όπως ισχυρίζεται έκαμε ο συνάδελφος της Κώστας Κωνσταντινίδης στον προϊστάμενο της ΜΥ1 σχετικά με το επίμαχο fax και το περιεχόμενο του, όταν της ζητήθηκε να αναφερθεί σε λεπτομέρειες της εν λόγω ενημέρωσης, παραδέχθηκε ότι αυτή δεν έγινε στην παρουσία της. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι και οι εν λόγω πτυχές της μαρτυρίας των ΜΥ1 και ΜΥ2, εντάσσονται στα πλαίσια της γενικότερης προσπάθειας τους να αποφύγουν τις οποιεσδήποτε ευθύνες που ενδεχομένως να συνεπάγεται για τους ίδιους και την καριέρα τους, η παράλειψη τους να βεβαιωθούν για την ύπαρξη τέτοιου εισιτηρίου.

Από την άλλη, οι ΜΕ1 και ΜΕ2, ήταν θετικοί και σαφείς στις απαντήσεις τους, η δε μαρτυρία τους αληθής, ειλικρινής και πειστική. Δεν παραβλέπω το γεγονός ότι η μαρτυρία των εν λόγω δύο [*851]μαρτύρων παρουσιάζει κάποιες διαφορές σε μερικά σημεία. Όμως οι εν λόγω διαφορές είναι δευτερευούσας σημασίας και όχι ουσιαστικές. Εν πάση περιπτώσει δεν είναι τέτοιας φύσης που να πλήττει την αξιοπιστία τους. Εξ άλλου από την αρχή οι ΜΕ1 και ΜΕ2 ήταν έτοιμοι να δεχθούν και γεγονότα, τα οποία στην εξέλιξη των πραγμάτων, ενδεχομένως να μη βοηθούσαν την υπόθεση τους, όπως π.χ. το γεγονός ότι η υπογραφή του ΜΕ2 στο επίμαχο fax δεν ήταν πλαστογραφημένη.

Δεν διαφεύγει της προσοχής μου, ότι ο κ. Αραούζος, κάμνοντας εκτενή αναφορά στη μαρτυρία, κάλεσε το δικαστήριο να κάμει δεκτή τη θέση των εναγομένων, σύμφωνα με την οποία, οι επίμαχες οδηγίες είναι προϊόν ενεργειών των ΜΕ1 και/ή ΜΕ2, ή τουλάχιστον τρίτων προσώπων, με τη συγκατάθεση όμως και/ή τη γνώσει των εν λόγω μαρτύρων και κατ’ επέκταση των εναγόντων, (βλ. υπό στοιχείο (3) πιο πάνω, εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου υπεράσπισης, σελ. 38). Η εν λόγω θέση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Πέραν και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εν λόγω θέση δεν τεκμηριώνεται από την ενώπιον μου αποδεκτή μαρτυρία, με αποτέλεσμα το θέμα να μη ξεφεύγει από τη σφαίρα της εικασίας, η απουσία από το εδώλιο του μάρτυρα του υπαλλήλου κατά τον ουσιώδη χρόνο στο κατάστημα των εναγομένων, Κώστα Κωνσταντινίδη, ο οποίος φέρεται να έχει, σύμφωνα με τους εναγόμενους, παραλάβει το επίμαχο fax, μεταξύ άλλων, αφήνει την θέση των εναγομένων σύμφωνα με την οποία οι επίμαχες οδηγίες στάληκαν στο κατάστημα και παρελήφθηκαν από υπάλληλο του καταστήματος, ατεκμηρίωτη και κατ’ επέκταση μετέωρη. Σαν αποτέλεσμα η εν λόγω θέση των εναγομένων δεν γίνεται δεκτή και απορρίπτεται.

Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω, δέχομαι τη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2, στον βαθμό και την έκταση βέβαια που αυτή συνιστά αποδεκτή μαρτυρία, και κάμνω ανάλογα ευρήματα. Ειδικότερα βρίσκω, ότι μεταξύ των εγγράφων με τα οποία ο ΜΥ1 εφοδίασε τον ΜΕ2, όταν ο δεύτερος μαζί με τον ΜΕ1 επισκέφθηκαν τον πρώτο στο γραφείο του μετά την επίμαχη πληρωμή, ήταν και αντίγραφο του επίμαχου fax, αντίγραφο του εντύπου C όπως και αντίγραφο του fax με αριθμό αναφοράς 363/96. Βρίσκω επίσης ότι τα εν λόγω έγγραφα, μαζί με άλλα έγγραφα, παραδόθηκαν από τον ΜΕ2 στον ανακριτή της υπόθεσης, ΜΕ3. Βρίσκω επίσης ότι οι επίμαχες οδηγίες συνιστούν οδηγίες προσώπου/ων, άγνωστου/ων στους ΜΕ1 και ΜΕ2 και κατ΄ επέκταση στους ενάγοντες, η ταυτότητα των οποίων δεν έχει αποκαλυφθεί στο δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, οι επίμαχες οδηγίες [*852]δεν αποτελούν προϊόν ενεργειών των ΜΕ1 και/ή ΜΕ2 και γενικότερα των εναγόντων, ούτε και οι ΜΕ1 και/ή ΜΕ2 και γενικότερα οι ενάγοντες, γνώριζαν για την ύπαρξη των εν λόγω οδηγιών. Βρίσκω επίσης ότι οι ΜΕ1 και/ή ΜΕ2, στις 4.11.96, προτού αποχωρήσουν από το γραφείο του ΜΥ1, είχαν την ευκαιρία να εξετάσουν και να συγκρίνουν και όντως εξέτασαν και σύγκριναν, την υπογραφή στο επίμαχο fax, με τη γνήσια υπογραφή του ΜΥ2 σε άλλα faxes περιλαμβανομένου και του fax Τεκ. 3(μ). Παρόμοιας φύση σύγκριση, οι ΜΕ1 και ΜΕ2, έκαμαν και σε αργότερο στάδιο και συγκεκριμένα στα γραφεία συνεργατών τους στη Λευκωσία όπως και στα γραφεία των εναγόντων στη Μόσχα, μετά την επιστροφή του ΜΕ2 στη Ρωσία. Βρίσκω επίσης ότι η υπογραφή στο επίμαχο fax είναι με φωτοτυπία γνήσιας υπογραφής του ΜΕ2, πλην όμως η πηγή προέλευση της είναι άγνωστη. Υπενθυμίζω ότι η επί του προκειμένου πτυχή της μαρτυρίας του ΜΕ3, γραφολόγου της αστυνομίας, έχει κριθεί σαν ανασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων, ενώ η αντίστοιχη των ΜΕ1 και ΜΕ2, κρίνεται, ενόψει του γεγονότος ότι κανένας από τους εν λόγω δύο μάρτυρες δεν είναι εμπειρογνώμονας – γραφολόγος, επίσης σαν ανασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Βρίσκω επίσης ότι το κατάστημα και κατ΄ επέκταση οι εναγόμενοι δεν επιβεβαίωσαν ούτε και γνωστοποίησαν το γεγονός της επίμαχης συναλλαγής στους ΜΕ1 και/ή ΜΕ2 ή στους εδώ ελεγκτές των εναγόντων και κατ΄ επέκταση στους ενάγοντες, οι οποίοι, για πρώτη φορά πληροφορήθηκαν λεπτομέρειες του εν λόγω γεγονότος, στις 4.11.96, κατά την επίσκεψη των ΜΕ1 και ΜΕ2 στο γραφείο του ΜΥ1. Βρίσκω επίσης ότι οι ΜΕ1 και ΜΕ2 σχεδίαζαν ούτως ή άλλως, να επισκεφθούν την Κύπρο τέλος Οκτωβρίου 1996 και να παραμείνουν στην Κύπρο για κάποιο χρονικό διάστημα.”

Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη νομική πτυχή της υπόθεσης, σε συνάρτηση, κυρίως, με την επιχειρηματολογία του δικηγόρου της εφεσείουσας, έκρινε, στηριζόμενο πάντοτε στα ευρήματά του, ότι η εφεσείουσα είχε παραβεί τις συμβατικές της υποχρεώσεις έναντι της εφεσίβλητης, με την έννοια ότι δεν είχε επιδείξει, ως είχε συμβατική υποχρέωση, τη δέουσα λογική φροντίδα, προσοχή και επιδεξιότητα, η οποία θα έπρεπε, υπό τις περιστάσεις, να επιδειχθεί από ένα λογικό τραπεζίτη, με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη να απολέσει και ή υποστεί ζημιά ύψους $141.000. Διαζευκτικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι ενέργειες και ή παραλείψεις των υπαλλήλων της εφεσίβλητης, ΜΥ1 και ΜΥ2, συνιστούσαν αμέλεια η οποία, εφόσον έλαβε χώρα στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων τους, καθιστούσε την εφεσείουσα εκ [*853]προστήσεως υπεύθυνη έναντι της εφεσίβλητης για τη ζημιά, ύψους $141.000, που της προκλήθηκε. Συνακόλουθα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης για $141.000 πλέον νόμιμο τόκο, έξοδα και ΦΠΑ.

Όσον αφορά την αξίωση της εφεσίβλητης για $5.000, έξοδα έλευσης και παραμονής των ΜΕ1 και ΜΕ2 στην Κύπρο, περί το τέλος Οκτωβρίου 1996, το πρωτόδικο Δικαστήριο την απέρριψε ως αναπόδεικτη. Απέρριψε, επίσης, την αξίωσή της για τόκους 9% ετησίως επί του ποσού των $141.000, από 4.10.1996 μέχρι εξοφλήσεως.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, δοθέντος ότι η πρωτότυπη υπογραφή του ΜΕ2 ουδέποτε τέθηκε στη διάθεση του ΜΕ4 για τους σκοπούς της γραφολογικής εξέτασης στην οποία είχε προβεί, η θέση του ΜΕ4 ότι η φωτοτυπημένη υπογραφή του ΜΕ2 στο γνήσιο φαξ 363/96, Τεκ. 3(μ), και η φωτοτυπημένη υπογραφή του στο επίμαχο φαξ 387/96, Τεκ. 6 ή 17, είχαν κοινή πηγή προέλευσης την πρωτότυπη υπογραφή του ΜΕ2, ήταν “ανασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων”. Σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να είχε αποδεχθεί τη μαρτυρία του ΜΕ4, ανεξάρτητα του ότι αυτός δεν είχε στη διάθεσή του την πρωτότυπη υπογραφή του ΜΕ2. Αν την είχε αποδεχθεί, θα έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υπογραφή στο επίμαχο φαξ 387/96, Τεκ. 6 ή 17, τέθηκε από κάποιο πρόσωπο που είχε στην κατοχή του το πρωτότυπο του γνήσιου φαξ 363/96, Τεκ. 3(μ), το πρόσωπο δε αυτό δεν ήταν άλλο από το ΜΕ2 ο οποίος είχε στην κατοχή του, στη Μόσχα, όλα τα πρωτότυπα των οδηγιών προς την εφεσείουσα. Σε τέτοια περίπτωση η όλη υπόθεση της εφεσίβλητης θα είχε ανατραπεί.

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι η θέση του ΜΕ4 ότι “και οι δύο υπογραφές προέρχονται από την ίδια πρωτότυπη υπογραφή”, είχε την έννοια ότι το πρόσωπο που χρησιμοποίησε την υπογραφή του ΜΕ2 για να παράξει το επίμαχο φαξ 387/96, Τεκ. 6 ή 17, είχε στη διάθεσή του το πρωτότυπο του γνήσιου φαξ 363/96, Τεκ. 3(μ), ήταν δε γι΄ αυτό το λόγο που οι υπογραφές στο επίμαχο φαξ 387/96, Τεκ. 6 ή 17, αφενός, και στο γνήσιο φαξ 363/96, Τεκ. 3(μ), αφετέρου, ταυτίζονταν απόλυτα, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, δοθέντος ότι η πρωτότυπη υπογραφή του ΜΕ2 ουδέποτε τέθηκε στη διάθεση του ΜΕ4 για τους σκοπούς της γραφολογικής εξέτασης στην οποία είχε προβεί, ήταν [*854]ανασφαλές το υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Η υπογραφή του ΜΕ2 στο επίμαχο φαξ 387/96, Τεκ. 6 ή 17, μπορούσε να προέρχεται όχι μόνο από το πρωτότυπο του γνησίου φαξ 363/96, Τεκ. 3(μ), αλλά και από φωτοαντίγραφο του γνήσιου φαξ 363/96, Τεκ. 3(μ) το οποίο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν στα χέρια της εφεσείουσας. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι “η υπογραφή στο επίμαχο fax είναι μεν φωτοτυπία της γνήσιας υπογραφής του ΜΕ2, πλην όμως η πηγή προέλευσης της είναι άγνωστη”.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΕ2 ως αξιόπιστη, κατέληξε στο εύρημα ότι, όταν μαζί με το ΜΕ1 επισκέφθηκε το ΜΥ1, στο γραφείο του, αυτός του έδωσε, μεταξύ άλλων εγγράφων, και φωτοαντίγραφο του γνήσιου φαξ 363/96, Τεκ. 3(μ). Και τούτο διότι, αν είχε δοθεί από το ΜΥ1 φωτοαντίγραφο του γνήσιου φάξ 363/96, Τεκ. 3(μ), στο ΜΕ2, αυτό θα έπρεπε να φέρει και τη σφραγίδα παραλαβής του από την εφεσείουσα. Όμως, το φωτοαντίγραφο του γνήσιου φαξ 363/96, Τεκ. 3(μ), που περιλαμβάνεται στη δέσμη εγγράφων, Τεκ. 16, που σύμφωνα με το ΜΕ2 του παραδόθηκε από το ΜΥ1, περιλαμβάνεται μεν φωτοαντίγραφο του γνήσιου φαξ 363/96, Τεκ. 3(μ), αλλά χωρίς αυτό να φέρει οποιαδήποτε σφραγίδα της εφεσείουσας. Αντίθετα, στη δέσμη εγγράφων, Τεκ. 17, που παραδόθηκε στον ανακριτή της αστυνομίας ΜΕ3 από την εφεσείουσα, το ίδιο γνήσιο φαξ 363/96, Τεκ. 3(μ), “φέρει δύο σφραγίδες, η μια που έχει σχέση με την ημερομηνία λήψης της στις 30.8.1996 και η άλλη σφραγίδα της ίδιας της τράπεζας ως επίσης και διάφορες άλλες χειρόγραφες σημειώσεις”.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το Τεκ. 3(μ), που αποτελεί μέρος του Τεκ. 17, αν και λήφθηκε από την εφεσείουσα στις 29.8.1996, φέρει σφραγίδα ότι λήφθηκε (received) στις 30.8.1996. Φέρει, επίσης, σφραγίδα της εφεσείουσας (στρογγυλή) χωρίς ημερομηνία. Το φωτοαντίγραφο του Τεκ. 3(μ), που αποτελεί μέρος του Τεκ. 16, δεν έχει οποιαδήποτε ένδειξη ως προς το πότε λήφθηκε από την εφεσείουσα. Ούτε φέρει οποιαδήποτε σφραγίδα της εφεσείουσας. Το γεγονός ότι τόσο ο ΜΥ1 όσο και η ΜΥ2 χαρακτήρισαν το ζήτημα της ύπαρξης ή μη σφραγίδας ως επουσιώδες, όπως άλλωστε συνέβη και με το αναμφισβήτητα γνήσιο φαξ 389/96, Τεκ. 8, το οποίο δεν φέρει οποιαδήποτε σφραγίδα της εφεσείουσας, σε συνάρτηση με την απουσία από το εδώλιο του μάρτυρα του υπαλλήλου της εφεσείουσας που παρέλαβε το Τεκ. 3(μ), αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο το φωτοαντίγραφο αυτού του τεκμηρίου, που δόθηκε από το ΜΥ1 στο ΜΕ2, όπως ήταν η μαρτυρία του ΜΕ2, να λήφθηκε πριν τη σφράγισή του.

[*855]

Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι ρήτρες απαλλαγής (excemption clauses), που περιέχονται στο Τεκ. 4κ, δεν απάλλασσαν την εφεσείουσα, τόσο με βάση το δίκαιο των συμβάσεων όσο και με βάση το δίκαιο των αστικών αδικημάτων, από οποιαδήποτε ευθύνη για αποζημίωση της εφεσίβλητης.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Το Τεκ. 4κ έχει ως εξής:

“…………………………..

Date: 30.11.93

Dear Sirs,

Re: Instructions be telephone, telex or facsimile

In consideration of your agreeing to accept my/our application to act on unauthenticated instructions and/or orders whether by telephone or telex or facsimile which appear and/or are purported to have been given by me/us or on behalf of me/us or on behalf of me/us in relation to my/our account/s and/or credit facilities and/or any other transactions between myself/ourselves and yourselves.

With this document we the undersigned irrevocably declare that:

(a)                                             I/we shall not, at any time, dispute your actions which were acted upon my/our instructions as mentioned hereinabove and which I/we shall ratify even if such instructions were not given by me/us or on behalf of me/is.

(b)                                             We shall indemnify you and keep you indemnified for any demand, claim or action brought against you or for any expense, losses, charges in damages that you may suffer as a result of your agreeing to act as referred to above and/or in consequence of your not following the instructions given to you as aforesaid.

(c)                                             I/we expressly waive and demand, claim or right we may have or will have against you as a result or by reason or your acting upon my/our instructions whether rightfully or wrongfully and/or by reason of your not following my/our aforesaid instructions.

[*856](d)                                  I/we shall accept any debit or any of my/our account with any sum which shall become payable by me/us as a result of our instructions given as aforesaid and I/we expressly authorize you to proceed with such debit.

............................................................”

Το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η πιο πάνω ρήτρες απαλλαγής δεν απάλλασσαν την εφεσείουσα, είναι ορθό και το υιοθετούμε. Έχει ως εξής:

“Επανερχόμενος στην υπό στοιχείο 9 εισήγηση/θέση του κ. Αραούζου παρατηρώ τα εξής:

1.  Παραμένει άγνωστο κατά πόσο οι επίμαχες οδηγίες δόθηκαν στους εναγόμενους σύμφωνα με τις πρόνοιες που διέπουν τις συμβατικές σχέσεις των διαδίκων, βάση των οποίων διαμορφώθηκε και η τραπεζική πρακτική η οποία ακολουθείτο αναφορικά με τη λειτουργία του λογαριασμού των εναγόντων. Υπενθυμίζω ότι η απουσία του κατά τον ουσιώδη χρόνο υπαλλήλου των εναγομένων, στο κατάστημα, Κώστα Ε. Κωνσταντινίδη από το εδώλιο του μάρτυρα, μεταξύ άλλων, στέρησε το δικαστήριο από το υλικό που ενδεχομένως να μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν πραγματικό υπόβαθρο για σκοπούς εδραίωσης της θέσης των εναγομένων, σύμφωνα με την οποία οι επίμαχες οδηγίες όντως δόθηκαν στους εναγόμενους σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθείτο μέχρι τότε αναφορικά με τις οδηγίες που δίνοντο με fax. Συγκεκριμένα έχει παραμείνει άγνωστο στο δικαστήριο κατά πόσο το επίμαχο fax όντως στάληκε στο κατάστημα όπως άγνωστες παραμένουν οι συνθήκες που περιβάλλουν την παραλαβή του και κατ’ επέκταση τα σχετικά με τις εν λόγω συνθήκες γεγονότα.

2.  Οι εναγόμενοι συνειδητά επέλεξαν να ενεργήσουν έξω από τα πλαίσια και κατά παράβαση των επίμαχων οδηγιών. Υπενθυμίζω ότι, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τις επίμαχες οδηγίες η πληρωμή των χρημάτων στον παραλήπτη τελούσε υπό την προϋπόθεση παρουσίασης εκ μέρους του τελευταίου ανεξάρτητης γραπτής εξουσιοδότησης παραλαβής των χρημάτων, οι εναγόμενοι επέλεξαν, να δώσουν στις επίμαχες οδηγίες αυθαίρετη ερμηνεία και έτσι να τις παρακάμψουν και ουσιαστικά να τις αγνοήσουν.

3.  Οι εναγόμενοι συνειδητά επέλεξαν να επέμβουν στο περιεχόμενο των επίμαχων οδηγιών τοποθετώντας με το χέρι στον αριθμό διαβατηρίου του φερόμενου σαν παραλήπτη των χρημάτων, τον αριθμό «4», με πέννα. Έχω ήδη αναφερθεί πιο πάνω στις συνθήκες που περιβάλλουν την συγκεκριμένη ενέργεια και έχω σχολιάσει τις συνέπειες της για την υπόθεση των εναγομένων και έτσι θεωρώ περιττό να προσθέσω οτιδήποτε περισσότερο. Περιορίζομαι απλά να υιοθετήσω και να επαναλάβω και για σκοπούς της συγκεκριμένης εισήγησης/θέσης της Υπεράσπισης, τα όσα σχετικά έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω.*

4.  Οι εναγόμενοι δεν ζήτησαν να ελέγξουν ούτε και ήλεγξαν το αεροπορικό εισιτήριο του προσώπου στο οποίο τελικά καταβλήθηκαν τα χρήματα, επιλέγοντας έτσι συνειδητά να παρακάμψουν την επί του προκειμένου σχετική προϋπόθεση.

Ερμηνεύοντας τις συγκεκριμένες ρήτρες απαλλαγής (excemption clauses) με οδηγό τις πιο πάνω αρχές, βρίσκω ότι, για τους λόγους που αναφέρονται στις αμέσως πιο πάνω υπό στοιχεία 1, 2, 3 και 4 παραγράφους, οι εν λόγω ρήτρες δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση. Κατά συνέπεια η υπό στοιχείο 9 εισήγηση/θέση του κ. Αραούζου δεν γίνεται δεκτή και απορρίπτεται.”

[*858]

Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, από τη στιγμή που η σχέση των διαδίκων ήταν συμβατική, έκρινε ότι η εφεσίβλητη δεν όφειλε να επιλέξει, στο στάδιο της ακρόασης και ή έστω στο τελευταίο της στάδιο, ήτοι κατά τις αγορεύσεις, ποια από τις δύο διαζευκτικές αξιώσεις, ήτοι εκείνη της παράβασης συμβάσεως ή εκείνη της αμέλειας, επιθυμούσε να προωθήσει. Το δε Δικαστήριο δεν εδικαιούτο να δώσει θεραπεία στην εφεσίβλητη με βάση και τις δύο αξιώσεις.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε τη θέση ότι το κοινοδίκαιο δεν αρνείται την ύπαρξη συντρέχουσας ευθύνης για παράβαση συμβάσεως και, παράλληλα, για αστικό αδίκημα, στηριζόμενο στην απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Henderson v. Merett Syndicates Ltd [1995] 2 AC 145, όπου ο Λόρδος Goff, θέτοντας το ζήτημα ως θέμα αρχής, είπε τα εξής:

“It is difficult to see why concurrent remedies in tort and contract, if available against the Medical Profession, should not also be available against members of other professions, whatever form the relevant damage may take” ………………………” The common Law is not antipathetic to concurrent liability and that there is no sound basis for a rule which automatically restricts the claimant to either a tortuous or contractual remedy.”

Σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσείουσας, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στην υπόθεση Henderson για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αξίωση για παράβαση συμβάσεως και, παράλληλα, για αμέλεια είναι επιτρεπτή. Αγνόησε, όμως, εισηγήθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, “ότι η διαζευκτική αξίωση έχει περιορισμούς και δεν μπορεί να εφαρμόζεται, όπως είπε ο Δικαστής Lord Goff of Chieveley στη σελίδα 191 της υπόθεσης Henderson αναφερόμενος στην Καναδέζικη υπόθεση Central Trust Co. v. Refuse [1986] 31 D.L.R. (4th) 481, στις περιπτώσεις όπου κάτι τέτοιο θα επέτρεπε στον Ενάγοντα να παραγκωνίσει συμβατικές ρήτρες εξαίρεσης ή περιορισμού της ευθύνης. Όπως αυτό θα συνέβαινε στην περίπτωση μας. Συγκεκριμένα ο Δικαστής Lord Goff of Chieveley υιοθέτησε το εξής απόσπασμα από την Καναδέζικη απόφαση:

«….A concurrent or alternative liability in tort will not be admitted if its effect would be to permit the plaintiff to circumvent or escape a contractual exclusion or limitation of liability of the act or omission that would constitute the tort. Subject to this qualification, where concurrent liability in tort and contract exists [*859]the plaintiff has the right to assert the cause of action that appears to be the most advantageous to him in respect of any particular legal consequence…»”

Τέτοιες ρήτρες εξαίρεσης ή περιορισμού της ευθύνης, υπήρχαν, κατέληξε ο δικηγόρος της εφεσείουσας, στη σχέση μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Στην προκείμενη περίπτωση, η εφεσίβλητη δεν βάσισε την αξίωσή της έναντι της εφεσείουσας στο αστικό αδίκημα της αμέλειας κατά τρόπο που θα της επέτρεπε να παραγκωνίσει ή αποφύγει την οποιαδήποτε συμβατική ρήτρα απαλλαγής της εφεσείουσας από την πράξη ή την παράλειψη που θα συνιστούσε το αστικό αδίκημα της αμέλειας. Η εφεσίβλητη βάσισε την αξίωσή της στη θέση ότι η εφεσείουσα παρέβηκε τις συμβατικές της υποχρεώσεις λόγω πράξεων ή παραλείψεών της που συνιστούσαν αμέλεια της έναντι της εφεσίβλητης, αμέλεια για την οποία η εφεσείουσα δεν απαλλασσόταν από τις συμβατικές ρήτρες απαλλαγής. Παράλληλα, η εφεσίβλητη βάσισε την αξίωσή της και στο αστικό αδίκημα της αμέλειας. Πέτυχε σε όλα τα σημεία. Αν το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κρίνει ότι η εφεσείουσα δεν υπείχε συμβατική ευθύνη έναντι της εφεσίβλητης για το λόγο ότι, αν και αμελής, απαλλασσόταν από τις συμβατικές ρήτρες απαλλαγής, ασφαλώς δεν θα μπορούσε να της αποδώσει ευθύνη στη βάση του αστικού αδικήματος της αμέλειας. Κατ’ εφαρμογή του αποσπάσματος από την υπόθεση Henderson στο οποίο παραπέμπει ο δικηγόρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο