Stasis A. N. Estates Ltd ν. G. M. P. Katsambas Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 860

(2006) 1 ΑΑΔ 860

[*860]8 Σεπτεμβρίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

A. N. STASIS ESTATES LTD.,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

G. M. P. KATSAMBAS LTD.,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12005)

 

Τόκος ― Επιδίκαση νόμιμου τόκου επί ποσού δικαστικής απόφασης ― Ο περί Δικαστηρίων Νόμος (Ν.14/60), όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 102(Ι)/96 ― Διακριτική ευχέρεια για επιδίκαση τόκου προς 8% επί του συνόλου του επιδικασθέντος ποσού από την έναρξη της ισχύος του Νόμου 102(Ι)/96, δηλαδή από 29/11/1996 μέχρι εξοφλήσεως ― Εσφαλμένη επιδίκαση τόκου από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής ― Διαταγή για ανάλογη τροποποίηση της πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Καθορισμός επιδίκων θεμάτων ― Το Δικαστήριο δεν εξετάζει θέματα τα οποία δεν προσδιορίζονται από τη δικογραφία.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Διατυπώσεις, συναγωγή συμπερασμάτων και κατάληξη σε ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων, είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Αντιφάσεις ― Οι μικροαντιφάσεις στη μαρτυρία δεν κλονίζουν την αξιοπιστία μάρτυρος.

Στις 5/1/1989 η ενάγουσα-εφεσίβλητη (η εφεσίβλητη) και η εναγόμενη-εφεσείουσα (η εφεσείουσα) υπέγραψαν συμφωνητικό έγγραφο και εγγυητικό συμβόλαιο εργολαβίας με το οποίο η εφεσίβλητη ανέλαβε την ανέγερση ενός ξενοδοχείου για την εφεσείουσα, έναντι του συνολικού ποσού των £777.000 πλέον £8.000 για αυξήσεις εργατικών.

[*861]Στις 6/7/1990 η εφεσείουσα τερμάτισε την συμφωνία της 5/1/1989. Η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας για αποζημιώσεις πέραν των £251.000. Η εφεσείουσα στην έκθεση υπεράσπισής της αρνήθηκε την απαίτηση της εφεσίβλητης και με ανταπαίτηση αξίωσε απόφαση για το ποσό των £411.500.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Γ. Κατσαμπά, διευθυντή της εφεσίβλητης, του Κ. Θεοδοσίου, εργοδηγού και αρχιεπιστάτη της εφεσίβλητης και του Στ. Οικονόμου, αρχιτέκτονα του έργου. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο Στ. Οικονόμου, Μ. Ε. 7, ενήργησε μετά τις 6/7/90 (όταν βασικά ετοίμασε τα Τεκ. 12 και 14) ως οιωνεί διαιτητής, δηλαδή, αντικειμενικά και αμερόληπτα και αντικειμενική και αμερόληπτη ήταν και η μαρτυρία του στο Δικαστήριο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης για το ποσό των £95.950, πλέον τόκους και απέρριψε την ανταπαίτηση της εφεσείουσας.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση προσβάλλοντας ως εσφαλμένα τα δύο βασικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου. Πρώτον, ότι η εφεσίβλητη δεν υπείχε καμιά ευθύνη για την παρουσιασθείσα καθυστέρηση στην αποπεράτωση του έργου, αντίθετα ακεραία την ευθύνη για τούτο είχε η εφεσείουσα. Και δεύτερο, ότι η εφεσείουσα παράτυπα και αντισυμβατικά τερμάτισε το συμβόλαιο εργολαβίας στις 6/7/1990 και ότι ήταν υπόλογη για αθέτηση συμφωνίας. Η εφεσείουσα παραπονείται επίσης για:

1.  Τη μη αφαίρεση από το επιδικασθέν ποσό, του ποσού των £2.537,80 σεντ όπως έπρεπε να γίνει σύμφωνα με τη μαρτυρία του αρχιτέκτονα του έργου που το Δικαστήριο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη.

2.  Τη μη αφαίρεση και άλλων ποσών που αντιστοιχούν με παραλείψεις, κατά την εκτέλεση του έργου, που υπέπεσε η εφεσίβλητη.

3.  Τη μη αφαίρεση ποσού £40.000 από το επιδικασθέν ποσό των £44.950 που πληρώθηκε από την ίδια στο Μ.Υ.3 για εργασία που η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να εκτελέσει.

4.  Την κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη επιδίκαση τόκων επί των επιδικασθέντων ποσών στην απουσία σχετικής πρόνοιας στο συμβόλαιο εργολαβίας και στην απουσία αποδεκτής μαρτυρίας που να δικαιολογεί τέτοια επιδίκαση τόκου.

5.  Την κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη έκδοση απόφασης υπέρ της εφεσί[*862]βλητης, αφού δεν απέδειξε ότι κατείχε ετήσια άδεια εργολάβου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τους λόγους έφεσης που αναφέρονται πιο πάνω, με εξαίρεση τους λόγους των παραγράφων 1) και 4), με αποτέλεσμα το συνολικό ποσό της επίδικης απόφασης να μειωθεί κατά £2.537,80 σεντ και να φέρει τόκο προς 8% ετησίως από 29/11/1996 μέχρι εξοφλήσεως.

Οι αρχές στη βάση των οποίων το Ανώτατο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε, αποδεχόμενο μερικώς την έφεση, αναφέρονται στις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.

Η εφεσίβλητη καταχώρησε αντέφεση προβάλλοντας λόγους που θα εσυζητούντο στην περίπτωση που το Εφετείο θα ανέτρεπε την πρωτόδικη απόφαση όσον αφορά το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 14, που το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως έγκυρο εύρημά του και στηρίχθηκε σ’ αυτό.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αντέφεση αφού υιοθέτησε την πρωτόδικη απόφαση και τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως εύλογα, συμπεριλαμβανομένου και του Τεκμηρίου 14.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς ως ανωτέρω με επιδίκαση του ήμισυ των εξόδων υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας. Η αντέφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Star Fiberglass Ltd v. Elneda Trading Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 875,

Χειμώνα ν. Γεωργίου κ.ά. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 108,

Κουκούνη κ.ά. v. A.N. Stasis Estates Co. Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 489.

Έφεση.

Έφεση από τους�εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπ.�Αρ. 1374/90), ημερ. 30/1/04.

Ν. Παπαευσταθίου με Κ. Καλαβά, για τους Εφεσείοντες-Εναγόμενους.

Χρ. Γεωργιάδης, για τους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες.

[*863]

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η ενάγουσα-εφεσίβλητη είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με κύρια δραστηριότητα τις εργολαβικές οικοδομικές εργασίες. Η εναγομένη-εφεσείουσα είναι επίσης εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ασχολούμενη κυρίως με την ανάπτυξη γης και με ξενοδοχειακές επιχειρήσεις.

Στις 5.1.1989 υπέγραψαν συμφωνητικό έγγραφο και εγγυητικό συμβόλαιο εργολαβίας με το οποίο η εφεσίβλητη ανέλαβε την ανέγερση ενός ξενοδοχείου έναντι του συνολικού ποσού των £777.000 πλέον £8.000 για αυξήσεις εργατικών.

Στις 6.7.1990 η εφεσείουσα, κατόπιν διαφωνιών που προέκυψαν, τερμάτισαν την συμφωνία της 5.1.1989. Η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας με την οποία απαιτούσε αποζημιώσεις πέραν των £251.000,=. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνετο ποσό £21.000 για τη μη πληρωμή μέρους ενός πιστοποιητικού πληρωμής και ποσό £30.000 που η εφεσείουσα άσκησε το δικαίωμα της και εισέπραξε από τράπεζα δυνάμει τραπεζικής εγγύησης που παρεχώρησε η εφεσίβλητη. Η εφεσείουσα στην Έκθεση Υπεράσπισης της αρνήθηκε την απαίτηση της εφεσίβλητης και με Ανταπαίτηση της αξίωσε απόφαση για το ποσό των £411.500.

Σε μια μακρά ακροαματική διαδικασία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τη μαρτυρία εικοσιενός μαρτύρων, οκτώ για την εφεσίβλητη και δεκατριών για την εφεσείουσα, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας για το ποσό των £95.950, πλέον τόκους και απέρριψε την ανταπαίτηση της εφεσείουσας-εναγομένης.

Το Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε, δέχθηκε ως αληθή όλη τη μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσίβλητη και ιδιαίτερα αυτή του Μ.Ε.7 Σταύρου Οικονόμου, αρχιτέκτονα του επίδικου έργου. Αντίθετα, απέρριψε σχεδόν στην ολότητα της τη μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσείουσα και ιδιαίτερα την κύρια μαρτυρία του Μ.Υ.13 Ανδρέα Στασή, διευθυντή και κύριου μετόχου της εφεσείουσας εταιρείας. Το Δικαστήριο κατέληξε σε δύο βασικά συμπεράσματα. Πρώτον, ότι η εφεσίβλητη δεν υπείχε καμιά ευθύνη για την παρουσιασθείσα καθυστέρηση στην αποπεράτωση του [*864]έργου, αντίθετα ακεραία την ευθύνη για τούτο είχε η εφεσείουσα. Και δεύτερο, ότι η εφεσείουσα παράτυπα και αντισυμβατικά τερμάτισε το συμβόλαιο εργολαβίας στις 6.7.1990 και ότι ήταν υπόλογη για αθέτηση συμφωνίας.

Η εφεσείουσα, με δεκατρείς λόγους έφεσης, επιζητεί την ανατροπή της επίδικης απόφασης. Οκτώ από τους λόγους έφεσης είναι συναφείς μεταξύ τους και θα εξετασθούν μαζί. Όλοι προσβάλλουν ουσιαστικά τα πιο πάνω αναφερθέντα δύο συμπεράσματα του Δικαστηρίου. Εισηγούνται ότι το Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη το περιεχόμενο των τεκμηρίων που κατατέθηκαν ενώπιον του και να καταλήξει στη δικαίωση της εφεσείουσας, παραγνωρίζοντας παντελώς την προφορική μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσίβλητη και ιδιαίτερα τη μαρτυρία του αρχιτέκτονα του έργου Μ.Ε.8 Σταύρου Οικονόμου. Χωρίς να το ζητά ευθέως, η εφεσείουσα μας καλεί να ανατρέψουμε τα ευρήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας.

Είναι γνωστές οι νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα.  Έχει πολλάκις λεχθεί ότι σε ευρήματα αξιοπιστίας, η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Τα συμπεράσματα των Δικαστηρίων δεν είναι ανατρέψιμα αν είναι δικαίως επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία και αν είναι αδύνατο να λεχθεί ότι ήσαν εσφαλμένα. (Βλέπε: Star Fiberglass Ltd. V. Elneda Trading Ltd. (1992) 1 Α.Α.Δ. 875 και Χειμώνα ν. Γεωργίου κ.ά. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 108).

Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Γεώργιου Κατσαμπά, διευθυντή της εφεσίβλητης, του Κώστα Θεοδοσίου, εργοδηγού και αρχιεπιστάτη της εφεσίβλητης και του Σταύρου Οικονόμου, αρχιτέκτονα του έργου. Το Δικαστήριο αναλύει με κάθε λεπτομέρεια τη μαρτυρία των πιο πάνω μαρτύρων, ιδιαίτερα αυτή του Σταύρου Οικονόμου, και καταγράφει τα συμπεράσματα του.  Έχουμε μελετήσει προσεκτικά όσα το Δικαστήριο καταγράφει και καταλήγουμε και εμείς στα ίδια συμπεράσματα όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα συμπεράσματα αυτά συνάδουν με την ενώπιον του παρουσιασθείσα μαρτυρία και ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα. Αναφέρει, μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο στην απόφαση του τα εξής:-

«Παρακολούθησα με πολλή προσοχή τη μακρά μαρτυρία του Μ.Ε.7. Ο Μ.Ε.7, που είναι άνθρωπος ηλικιωμένος με πείρα αρχιτέκτονος πέραν του μισού αιώνος, έδωσε στο Δικαστήριο πολύ καλή εντύπωση ως μάρτυρας της αλήθειας και ως άνθρωπος [*865]που ήλθε στο Δικαστήριο για να βοηθήσει στην ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης στην υπόθεση αυτή. Είναι προφανές ότι ο μάρτυρας ενήργησε ως αντιπρόσωπος των εργοδοτών, των εναγομένων δηλαδή, μέχρι τη λύση του συμβολαίου στις 6.7.90, αλλά ότι μετά τη λύση του συμβολαίου ενήργησε εντελώς αμερόληπτα και αντικειμενικά, ουσιαστικά ως διαιτητής, όπως ο ίδιος αντιλαμβανόταν το καθήκον του. Το γεγονός ότι σε κάποιο στάδιο οι σχέσεις του μάρτυρα με τους εναγομένους διασαλεύτηκαν, όταν ο μάρτυρας ζήτησε την αμοιβή του, όπως είπε, δεν θεωρώ ότι επηρεάζει αρνητικά την αξιοπιστία του μάρτυρα αυτού.

Όσον αφορά τη μαρτυρία του ως εμπειρογνώμονα θεωρώ ότι έδωσε στο Δικαστήριο επαρκή στοιχεία με βάση τα οποία το Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα και επομένως οι υπολογισμοί και τα συμπεράσματα του μάρτυρα δεν είναι αυθαίρετα, ούτε αδικαιολόγητα αλλά μπορούν να ελεγχθούν από το Δικαστήριο. Συναφώς αναφέρομαι στα λεπτομερή Τεκ. 12 και 14 που βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά επίσης και στις εξηγήσεις και αιτιολογία που έδωσε ο μάρτυρας αναφορικά με όλα τα αμφισβητούμενα θέματα, όπως είναι το ζήτημα της έκπτωσης για την επιπλέον εργασία, το ζήτημα των καθυστερήσεων και πού οφείλονταν και το ζήτημα της ευθύνης για το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε μεταξύ των διαδίκων πριν τη λύση του συμβολαίου. Χωρίς ενδοιασμό εκτιμώ ότι μπορώ να βασιστώ στη μαρτυρία του κ. Οικονόμου τόσο ως αξιόπιστη, όσο και ως αιτιολογημένη και τεκμηριωμένη μαρτυρία εμπειρογνώμονα και αποδέχομαι τη μαρτυρία που έδωσε στο Δικαστήριο ως αληθινή με μια επιφύλαξη. Όπως σημείωσα, ο κ. Οικονόμου αισθανόταν και ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των εναγομένων μέχρι και τη λύση του συμβολαίου στις 6.7.90. Μέχρι τότε προάσπιζε τα συμφέροντα των εναγομένων. Είναι φανερό ότι στα πρακτικά συνεδριάσεων οι παρατηρήσεις του αντικατόπτριζαν μόνο τις θέσεις των εναγομένων και όχι των εναγόντων. Ακόμα και λύοντας το συμβόλαιο, με υπαιτιότητα των εναγόντων, ενήργησε ως αντιπρόσωπος των εναγομένων. Είναι μόνο μετά τις 6.7.90 (όταν βασικά ετοίμασε τα Τεκ. 12 και 14) που ο Μ.Ε.7 ενήργησε πλέον ως οιωνεί διαιτητής, δηλαδή, αντικειμενικά και αμερόληπτα και βέβαια αντικειμενική και αμερόληπτη ήταν και η μαρτυρία του στο Δικαστήριο. Με βάση τα προαναφερόμενα δέχομαι τη μαρτυρία του κ. Οικονόμου, απόλυτα, για την περίοδο μετά τις 6.7.90, όμως για την περίοδο πριν τις 6.7.90 (καταλογισμός ευθυνών για καθυστέρηση και για τη λύση του συμβολαίου), προτιμώ και δέχομαι τη μαρτυρία των Μ.Ε.1 κ. Κατσαμπά και Μ.Ε.6 κ. Θεοδοσίου.  Θεωρώ ότι αυτός ο διαχω[*866]ρισμός δικαιολογείται πλήρως και από τη μαρτυρία του ίδιου του κ. Οικονόμου ενώπιον του Δικαστηρίου.»

Τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των κυρίως μαρτύρων της εφεσίβλητης είναι εύλογα και συμβατά με τη μαρτυρία και δεν είναι δυνατό να ανατραπούν.

Έχουμε μελετήσει όλους τους συναφείς λόγους έφεσης (λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4, 7, 8, 11 και 13) που προσβάλλουν τα δύο κύρια συμπεράσματα του Δικαστηρίου, όπως τα έχουμε περιγράψει πιο πάνω.  Έχουμε επίσης μελετήσει το περιεχόμενο του γραπτού περιγράμματος του ευπαίδευτου δικηγόρου της εφεσείουσας. Δεν έχουμε πεισθεί ότι το Δικαστήριο υπέπεσε σε οποιοδήποτε λάθος είτε κατά την αξιολόγηση της ενώπιον του παρουσιασθείσας μαρτυρίας είτε στην καταληκτική του απόφαση με βάση τα τελικά του συμπεράσματα. Κατά συνέπεια οι πιο πάνω λόγοι έφεσης είναι ανεδαφικοί και απορρίπτονται.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν αφαίρεσε από το επιδικασθέν ποσό των £44.950 το ποσό των £2.537,80 σεντ όπως έπρεπε να γίνει σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σταύρου Οικονόμου που αποδέχθηκε. Στο περίγραμμα του δικηγόρου της εφεσίβλητης γίνεται αποδοχή αφαίρεσης του ποσού αυτού και έτσι το ποσό της απόφασης του Δικαστηρίου θα μειωθεί κατά £2.537,80 σεντ.

Η εφεσείουσα περαιτέρω παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν αφαίρεσε, λανθασμένα, και άλλα ποσά που αντιστοιχούν σε παραλείψεις, κατά την εκτέλεση του έργου, που υπέπεσε η εφεσίβλητη.

Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή της εφεσείουσας. Όλες οι αφαιρέσεις ποσών που απαιτεί η εφεσείουσα με το λόγο αυτό της έφεσης βασίζονται στη μαρτυρία του Μ.Υ.5 Ηλίκκου Κυριάκου, τον οποίο το Δικαστήριο έκρινε ως αναξιόπιστο αφού σχολίασε σε πολλές σελίδες της απόφασης του τη μαρτυρία του.  Αναφέρει τα εξής το Δικαστήριο στην απόφαση του:-

«Εν όψει των αντιφάσεων στις οποίες περιέπεσε ο Μ.Υ.5, της εντυπώσεως που έδωσε ότι ήταν «δασκαλεμένος» από του εναγομένους, ιδιαίτερα στο στάδιο της επανεξετάσεως, το ότι βάσισε τους υπολογισμούς του σε στοιχεία και σχέδια που έδωσε ο κ. Στασής και στα οποία δεν μπορούσε με πειστικότητα να παραπέμψει το Δικαστήριο, του γεγονότος ότι αρνήθηκε ότι είχε οποιεσδήποτε διαφορές με τους ενάγοντες, αλλά και γενικά της [*867]φτωχής εντύπωσης που έδωσε ως μη αντικειμενικός και αμερόληπτος μάρτυρας, θεωρώ τη μαρτυρία του Μ.Υ.5 ως αναξιόπιστη στην ολότητα της και την απορρίπτω.»

Με τον έκτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν αφαίρεσε, λανθασμένα, ποσό £40.000 από το επιδικασθέν ποσό των £44.950 που πληρώθηκε από την ίδια στο Μ.Υ.3 Πολύκαρπο Δημητρίου, γνωστόν ως Πόλος, για εργασία που η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να εκτελέσει.

Παρατηρούμε ότι, πέραν του γεγονότος ότι το Δικαστήριο έκρινε το μάρτυρα αυτό αναξιόπιστο, όπως και τους άλλους μάρτυρες της εφεσείουσας, δεν υπάρχει άλλη αποδεκτή μαρτυρία που να αποδεικνύει τους ισχυρισμούς της. Ο αρχιτέκτονας του έργου μάρτυρας Σταύρος Οικονόμου δεν αντεξετάσθηκε καθόλου επί του θέματος αυτού. Το Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει τα εξής:-

«Από του Φεβρουαρίου του 1990 και αργότερα στη συμπλήρωση των εργασιών κατασκευής του ξενοδοχείου βοηθούσε και η ομάδα του κ. Πολύκαρπου Δημητρίου άλλως Πόλου, ο οποίος πληρώθηκε την πρώτη βδομάδα εξ ημισείας από τους διαδίκους και στη συνέχεια από τους εναγομένους. Δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε αξιόπιστη μαρτυρία για συμφωνία πληρωμής του κ. Πόλου από τους διαδίκους ή από τους ενάγοντες ως προς οποιοδήποτε ποσοστό, ούτε υπάρχει αξιόπιστη μαρτυρία ότι η ομάδα Πόλου εξετέλεσε εργασίες τις οποίες είχαν συμβατική υποχρέωση οι ενάγοντες να εκτελέσουν ή ότι πιστώθηκαν οι ενάγοντες για τέτοια εργασία.  Επομένως το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να ληφθεί ουσιαστικά υπόψη από το Δικαστήριο, δεδομένου ότι δεν είναι ούτε και δικογραφημένο.»

Συμφωνούμε με την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου.  Πέραν των άλλων στην Έκθεση Υπεράσπισης της η εφεσείουσα δεν προβάλλει τέτοιο ισχυρισμό.

Με τον ένατο λόγο έφεσης η εφεσείουσα παραπονείται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο επεδίκασε τόκους επί των επιδικασθέντων ποσών γιατί τέτοια πρόνοια δεν υπάρχει στο συμβόλαιο εργολαβίας και ούτε υπήρχε αποδεκτή μαρτυρία που να δικαιολογεί τέτοια επιδίκαση τόκου.

Το Δικαστήριο δεν δικαιολογεί την επιδίκαση τόκου στην απόφαση του. Απλώς στην τελική του απόφαση για τα ποσά που επιδικάζει υπέρ της εφεσίβλητης προσθέτει τους τόκους με αλλαγή επι[*868]τοκίου κατά χρονική περίοδο, όπως οι τραπεζικοί μάρτυρες του ανέφεραν. Την μαρτυρία των μαρτύρων αυτών, πέραν του επιτοκίου που ίσχυε σε διάφορους χρόνους, την απέρριψε ως εξ ακοής μαρτυρία και ιδιαίτερα τη μαρτυρία που αναφέρεται σε πιστώσεις που οι τραπεζικοί οργανισμοί τους παραχώρησαν στην εφεσίβλητη. Προς τούτο παραθέτουμε το μόνο απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου που αναφέρεται στον τόκο:-

«Αφού βρήκα ότι οι εναγόμενοι ευθύνονται εξ’ ολοκλήρου για την αθέτηση της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας θα πρέπει να αποφασίσω σε τί δικαιούνται οι ενάγοντες. Οι ενάγοντες δικαιούνται να τοποθετηθούν στη θέση που θα βρίσκονταν αν οι εναγόμενοι δεν αθετούσαν τη συμφωνία, μη πληρώνοντας το υπόλοιπο του διατακτικού 16 – Τεκ. 9, λύοντας το συμβόλαιο στις 6.7.90, για το λανθασμένο λόγο που επικαλέσθηκαν και στη συνέχεια αποσύροντας την εγγύηση των £30.000 χωρίς να έχουν τέτοιο δικαίωμα εφόσον εκείνη βρίσκονταν εν αδίκω. Οι ενάγοντες δικαιούνται, συνεπώς, στο υπόλοιπο του διατακτικού 16 – Τεκ. 9 – δηλαδή, σε ποσό £21.000 με τόκο 9% ετησίως από 7.6.90 μέχρι 31.12.96, τόκο 8 ½% ετησίως από 1.1.97 μέχρι 31.12.2000 και τόκο 7% ετησίως από 1.1.2001 μέχρις εξοφλήσεως, λαμβάνοντας υπόψη το ευνοϊκότερο, για τους εναγόμενους, επιτόκιο σύμφωνα με τη μαρτυρία των μαρτύρων των εναγόντων την οποία δέχθηκα. Επίσης οι ενάγοντες δικαιούνται σε ποσό £30.000, το ποσό της εγγυήσεως που αντισυμβατικά εισέπραξαν οι εναγόμενοι και το οποίο δεν δικαιούντο, με τόκο από 24.7.90 και επιτόκια όπως προαναφέρεται, μέχρις εξοφλήσεως. Περιπλέον οι ενάγοντες δικαιούνται σε ποσό £44.950 σύμφωνα με το Τεκ. 14, με τόκο όπως προαναφέρεται, από 6.7.90 μέχρις εξοφλήσεως.»

Είναι ορθή η εισήγηση της εφεσείουσας ότι το συμβόλαιο εργολαβίας δεν προβλέπει τόκους σε περίπτωση αθέτησης της σύμβασης.

Σύμφωνα όμως με τον περί Δικαστηρίων Νόμο, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 102(Ι)/96, δίδεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να επιδικάσει τόκο προς 8% από την ημέρα καταχώρησης της αγωγής.

Στην υπόθεση Κουκούνη κ.ά. ν. A. N. Stasis Estates Co. Ltd. (2006) 1 Α.Α.Δ. 489, αναφέρονται τα εξής που αποτελούν απάντηση και στην παρούσα υπόθεση:-

«Αναφορικά με τον καθορισμό του τόκου θα πρέπει να σημειωθεί ότι αρχικά η επιδίκαση τόκου ρυθμιζόταν με το άρθρο 33(1) [*869]του περί Δικαστηρίων Νόμου (αρ. 14/60) σύμφωνα με το οποίο ο τόκος οριζόταν σε 4% ετησίως από της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης μέχρι της τελικής αποπληρωμής του χρέους.

Σε υποθέσεις αγωγών για αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες ή πρόκληση θανάτου, το Δικαστήριο είχε τη διακριτική ευχέρεια (σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 58 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 5 του Νόμου 156/85) να επιδικάσει τόκο 6% πάνω σε ολόκληρο ή μέρος της χρονικής περιόδου κατά την οποία δημιουργήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης.  Το πιο πάνω επιτόκιο του 6% αυξήθηκε σε 8% από τις 29/11/96 σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 102(Ι)/96.

Η περιορισμένη επιδίκαση τόκου 8% μόνο σε υποθέσεις αστικών αδικημάτων επεκτάθηκε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 4 του περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) Νόμου (αρ. 102(Ι)/96), σε όλα τα αγώγιμα δικαιώματα. Έτσι μετά το 1996 κάθε απόφαση θα φέρει τόκο 8% ετησίως από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής.  Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες του άρθρου 33(2) του Νόμου 14/60 το Δικαστήριο μπορεί όταν συντρέχουν λόγοι να επιδικάσει τόκο,

“(α) Σε ολόκληρο το επιδικαζόμενο με την απόφαση ποσό, για μέρος μόνο της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας καταχώρισης της αγωγής και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης

ή

(β) σε μέρος του επιδικαζόμενου με την απόφαση ποσού, για ολόκληρη ή μέρος μόνο της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας καταχώρισης της αγωγής και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης.”

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση στην επιδίκαση του τόκου ήταν εσφαλμένη.  Το Δικαστήριο είχε τη διακριτική ευχέρεια να επιδικάσει τόκο 8% από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 33(2) του Νόμου 14/60 και η επιδίκαση τόκου προς 4.5% και 4% κρίνεται λανθασμένη.»

Κατά συνέπεια και σύμφωνα με τον περί Δικαστηρίων Νόμο αρ. 14/60 (όπως τροποποιήθηκε) οι ενάγοντες εφεσίβλητοι δικαιούνται τόκο προς 8% επί του συνόλου του επιδικασθέντος ποσού από την έναρξη της ισχύος του Νόμου 102(Ι)/96 δηλαδή από την 29.11.1996 μέχρι εξοφλήσεως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δίδει καμιά αι[*870]τιολογία γιατί ο τόκος, όπως αποφάσισε, θα αρχίζει από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Και τούτο παρά το γεγονός ότι αξιολόγησε τη μαρτυρία των τραπεζικών υπαλλήλων σχετικά με την δανειοδότηση της εφεσίβλητης, ως εξ ακοής μαρτυρία.

Ο λόγος αυτός της έφεσης ευσταθεί μερικώς και διαφοροποιείται ανάλογα η επιδίκαση του τόκου.

Με τον δέκατο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης, αφού δεν απέδειξε ότι είναι κάτοχος ετήσιας άδειας εργολάβου.

Το Δικαστήριο στην απόφαση του ανέφερε τα εξής ως προς το θέμα που εγείρει αυτός ο λόγος έφεσης:-

«Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγομένων, στην τελική του αγόρευση, έθεσε και θέμα παρανομίας των εναγόντων καθότι αυτοί δεν είχαν την αναγκαία άδεια για την εργολαβία που ανέλαβαν. Είναι θεμελιωμένο όμως ότι ζήτημα παρανομίας πρέπει να δικογραφείται και να αποδεικνύεται από το διάδικο που το ισχυρίζεται. Στην προκείμενη περίπτωση, ζήτημα παρανομίας των εναγόντων δεν ηγέρθηκε στο δικόγραφο των εναγομένων, δεν αποτέλεσε επίδικο θέμα, δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία και επομένως το Δικαστήριο δεν μπορεί να το λάβει υπόψη.»

Συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του Δικαστηρίου. Πράγματι η εφεσείουσα όχι μόνο στην Έκθεση Υπεράσπισης της δεν έχει εγείρει το θέμα αλλά ούτε και κατά τη μακρά ακροαματική διαδικασία έθιξε με οποιοδήποτε τρόπο θέμα μη κατοχής της σχετικής άδειας εργολήπτου. Έτσι το θέμα αυτό δεν ήταν επίδικο. Η εφεσείουσα, αντίθετα, στην Έκθεση Υπεράσπισης της παραδέχεται την πρώτη παράγραφο της Έκθεσης Απαίτησης στην οποία αναφέρεται ότι η εφεσίβλητη δραστηριοποιείται στην ανάληψη εργολαβικών οικοδομικών εργασιών. Στο Chitty on Contracts, 27 ed., vol. 1, par. 16-173, p. 884 αναφέρεται:-

«Presumption of legality. The party alleging the illegality of the contract bears the legal burden of proving this fact.»

Σε μετάφραση:-

«Τεκμήριο νομιμότητος: Ο διάδικος που ισχυρίζεται παρανομία της σύμβασης φέρει το νομικό βάρος απόδειξης του γεγονότος.»

[*871]

Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται.

Με τον δωδέκατο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο αποδέχθηκε φωτογραφίες (Τεκμ. 25 και 26) τις οποίες παρουσίασε ο δικηγόρος της εφεσίβλητης κατά την αντεξέταση της μάρτυρος υπεράσπισης 11, Νίκης Στυλιανού.

Το Δικαστήριο σε ενδιάμεση απόφαση του κατά την ακροαματική διαδικασία αποδέχθηκε ως Τεκμήρια τις δύο φωτογραφίες ασκώντας διακριτική εξουσία για την ορθή διεξαγωγή της δίκης γιατί η μάρτυς στην οποία επιδείχθηκαν οι φωτογραφίες τις είχε ήδη σχολιάσει. Το Δικαστήριο κατέληξε να δεχθεί ως Τεκμήρια τις φωτογραφίες στο στάδιο εκείνο. Όπως αναφέρει επί λέξει «στο παρόν στάδιο».

Το θέμα, είμαστε της γνώμης, ότι είναι ακαδημαϊκό για το λόγο ότι το Δικαστήριο στην τελική του απόφαση δεν έλαβε υπόψη καθόλου τις φωτογραφίες τις οποίες αγνόησε. Αναλύοντας και σχολιάζοντας τη μαρτυρία της Μ.Υ.11 Νίκης Στυλιανού, αγνόησε εντελώς τις φωτογραφίες τις οποίες φαίνεται ότι δεν έλαβε καθόλου υπόψη για να καταλήξει στα ευρήματα αξιοπιστίας της μάρτυρος. Το Δικαστήριο για πολλούς λόγους που αναφέρει (όχι όμως τις φωτογραφίες) απέρριψε τη μαρτυρία της ως αναξιόπιστη.

Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι ως εκ τούτου ανεδαφικός και απορρίπτεται.

Η εφεσίβλητη κατέθεσε δύο λόγους αντέφεσης. Οι λόγοι αντέφεσης προβάλλονται από την εφεσίβλητη στην περίπτωση που το Εφετείο ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση όσον αφορά το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 14 που το Δικαστήριο θεώρησε ως έγκυρο εύρημα του και στηρίχτηκε σ’ αυτό.

Στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου της εφεσίβλητης αναφέρονται επί λέξει τα εξής:-

«Η αντέφεση έχει εγερθεί για την περίπτωση που θα ανατραπεί η υιοθέτηση από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ΑΠ45 του περιεχομένου του Τ14 ως ευρήματος του Δικαστηρίου.

Σε τέτοια περίπτωση οι εφεσίβλητοι υποβάλλουν πως πρέπει να εκδοθεί απόφαση του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αναφορικά με [*872]την ερμηνεία και τις επιπτώσεις των δηλώσεων των διαδίκων ημερ. 31.10.02 και/ή του άρθρου 14(α) του Τ2, πάνω στη δεσμευτικότητα και νομική σημασία του Τ14 ότι δηλαδή το περιεχόμενο του είναι δεσμευτικό και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση για τους παρακάτω δύο λόγους.»

Έχουμε ήδη υιοθετήσει την πρωτόδικη απόφαση και τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως εύλογα συμπεριλαμβανομένου και του Τεκμηρίου 14. Κατά συνέπεια παρέλκει η εξέταση των λόγων αντέφεσης γιατί δεν θα προσθέσει οτιδήποτε και θα κατέληγε μόνο σε ακαδημαϊκή θεώρηση.

Καταλήγουμε ότι η έφεση γίνεται δεκτή εν μέρει. Το συνολικό ποσό της επίδικης απόφασης μειώνεται κατά £2.537,80 σεντ και θα φέρει τόκο προς 8% ετησίως από 29.11.1996 μέχρι εξοφλήσεως.

Η αντέφεση απορρίπτεται.

Έχοντας υπόψη την πιο πάνω κατάληξη, θεωρούμε ως ορθό και δίκαιο να επιδικάσουμε το ήμισυ των εξόδων υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς ως ανωτέρω με επιδίκαση του ήμισυ των εξόδων υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας. Η αντέφεση απορρίπτεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο