Πανταζής Σάββας και Άλλη ν. Ευαγόρα Θεμιστοκλέους (2006) 1 ΑΑΔ 898

(2006) 1 ΑΑΔ 898

[*898]8 Σεπτεμβρίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

1.            ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ,

2.            ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΕΥΑΓΟΡΑ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11997)

 

Αμέλεια ― Βάρος αποδείξεως ― Res ipsa loquitur ― Μετακίνηση βάρους αποδείξεως στον εναγόμενο ― Εναγόμενος οδηγώντας εκσκαφέα εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και ανέκοψε την πορεία αυτοκινήτου, τραυματίζοντας τον ενάγοντα ο οποίος επέβαινε του αυτοκινήτου ― Εναγόμενος απέτυχε να αποσείσει το βάρος αποδείξεως ότι δεν επέδειξε αμέλεια ― Αποτυχία υπεράσπισης αναπόφευκτου ατυχήματος (inevitable accident) ― Απόδοση αποκλειστικής ευθύνης για την πρόκληση του ατυχήματος στον εναγόμενο ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε ένα συγκεκριμένο εύρημα αναφορικά με ουσιώδες θέμα της διαδικασίας όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό ― Τα πρωτόδικα Δικαστήρια έχουν υποχρέωση να εξετάζουν και να αξιολογούν το σύνολο της μαρτυρίας και να προβαίνουν σε διαπιστώσεις επί όλων των επιδίκων θεμάτων.

Στις 10/1/1995 στη διασταύρωση της λεωφόρου Μακαρίου και Μάρκου Δράκου στον κύριο δρόμο Πάφου – Λεμεσού, σημειώθηκε τροχαίο ατύχημα, όταν ο εκσκαφέας του εφεσείοντος ανέκοψε την πορεία κυβερνητικού αυτοκινήτου, στο οποίο επέβαινε ο εφεσίβλητος. Ο εκσκαφέας παρέσυρε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου προς τα πίσω για μια απόσταση 7.50 μέτρων. Συνέπεια του ατυχήματος ήταν ο τραυματισμός του εφεσίβλητου, ο οποίος και καταχώρησε αγωγή διεκδικώ[*899]ντας αποζημιώσεις.

Ο εφεσείων στην έκθεση υπεράσπισής του προέβαλε την υπεράσπιση του αναπόφευκτου ατυχήματος (inevitable accident). Στη μαρτυρία του στο Δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι χρησιμοποίησε τα φρένα του αλλά αυτά δεν λειτούργησαν. Προ του κινδύνου, όπως είπε, να παρασύρει τους υπαλλήλους της ΑΤΗΚ, που εργάζονταν γύρω από φρεάτιο της ΑΤΗΚ στο κέντρο της διασταύρωσης, αναγκάσθηκε να στρίψει δεξιά στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας με αποτέλεσμα τη βίαιη σύγκρουσή του με το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο εφεσίβλητος.

Μαρτυρία έδωσαν, πέραν της πιο πάνω μαρτυρίας, οι κληθέντες από τον εφεσείοντα μάρτυρες-εμπειρογνώμονές του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και των μαρτύρων του και αιτιολόγησε την απόφασή του γιατί κατέληξε στα ευρήματα αξιοπιστίας.

Αντίθετα, απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος και των δύο εμπειρογνωμόνων του, ως αναξιόπιστη και κατέληξε φυσιολογικά στην απόφασή του ότι αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος, έφερε ο εφεσείων.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης στην ουσία προσβάλλουν τα ευρήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας και ιδιαίτερα την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντος και των δύο μαρτύρων των ειδικών εμπειρογνωμόνων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο εφεσείων και οι μάρτυρές του αναμφίβολα απέδειξαν εκ πρώτης όψεως αμέλεια εκ μέρους του εφεσείοντος κατά την οδήγηση του οχήματός του. Τούτο συνίσταται στο γεγονός ότι ο εφεσείων οδήγησε τον εκσκαφέα στην δεξιά πλευρά του δρόμου ανακόπτοντας την πορεία που νόμιμα ακολουθούσε το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο εφεσίβλητος. Κατά συνέπεια το βάρος της απόδειξης ισχυρισμού για αναπόφευκτο ατύχημα μετατίθεται στον εφεσείοντα.

2.  Με την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντος και των εμπειρογνωμόνων του ήταν δεδομένο πλέον ότι η υπεράσπιση του εφεσείοντος για αναπόφευκτο ατύχημα (inevitable accident) είχε αποτύχει και κατά συνέπεια ο εφεσίβλητος εδικαιούτο απόφαση υπέρ του.

3.  Οι επί μέρους ισχυρισμοί του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο δεν [*900]έλαβε υπόψη θέμα αγωνίας της στιγμής ή ότι προέβη σε ευρήματα δεχόμενο μέρος της μαρτυρίας των μαρτύρων του εφεσείοντος, κρίνονται αβάσιμοι, μη δυνάμενοι να ανατρέψουν το τελικό αποτέλεσμα της απόφασης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Theodoulou v. Pelopidha (1981) 1 C.L.R. 230,

Kasinos Constructions Limited v. Christodoulides (1987) 1 C.L.R. 6,

Παυλή κ.ά. ν. Αβραάμ (2000) 1 (Α) Α.Α.Δ. 220,

Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713,

Star Fiberglass Ltd v. Elneda Trading Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 875,

Χειμώνα ν. Γεωργίου κ.ά. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 108,

Σιεηττάνη ν. Γεωργίου (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1337,

Γεωργιάδης ν. Κόκος Κουσπής & Σία Αλουμίνια Λτδ (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 735.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπ. Αρ. 30/97), ημερ. 19/2/04.

Ι. Λοΐζίδου, για τους Εφεσείοντες-Εναγομένους 1.

Α. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η επίδικη διαφορά δημιουργήθηκε από τροχαίο ατύχημα που συνέβηκε στις 10.1.1995 στη διασταύρωση της λεωφόρου Μακαρίου και Μάρκου Δράκου στον κύριο δρόμο Πάφου-Λεμεσού.

[*901]

Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα έχουν, σε συντομία, ως εξής:-

Στο κέντρο της διασταύρωσης είχε ανοιχθεί φρεάτιο της ΑΤΗΚ και υπήρχαν 3-4 υπάλληλοι της που εργάζονταν γύρω απ’ αυτό.  Το ανοικτό φρεάτιο σηματοδοτείτο με 4-5 κώνους (κούκους). Ένεκα τούτου το ήμισυ του δρόμου από Λεμεσό προς Πάφο ήταν κλειστό.  Ελεύθερο ήταν μόνο το αριστερό μέρος του δρόμου σε σχέση με πορεία από Πάφο προς Λεμεσό.

Ο εφεσείων οδηγούσε το βαρύ όχημα, εκσκαφέα, με αριθμούς εγγραφής JF556 με κατεύθυνση προς Πάφο.  Ο εφεσίβλητος, ενάγοντας στην αγωγή, ήταν επιβάτης στο πίσω κάθισμα του κυβερνητικού αυτοκινήτου με αριθμούς εγγραφής DBA944, το οποίο κατευθυνόταν προς Λεμεσό, δηλαδή από την αντίθετη κατεύθυνση που ακολουθούσε ο εκσκαφέας.  Το κυβερνητικό αυτοκίνητο οδηγείτο από τον Ανδρέα Χρυσάνθου, υπάλληλο του Τμήματος Υδάτων, μάρτυρα υπεράσπισης στην αγωγή.

Όταν ο εφεσείων οδηγώντας τον εκσκαφέα έφθασε στη διασταύρωση αντελήφθη ότι η πορεία του ανακόπτετο από το ανοικτό φρεάτιο της ΑΤΗΚ. Έτσι αναγκάσθηκε να οδηγήσει τον εκσκαφέα στη δεξιά πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία του κυβερνητικού αυτοκινήτου, στο οποίο επέβαινε ο εφεσίβλητος, και το οποίο οδηγείτο κανονικά στην αριστερά πλευρά, και να συγκρουσθεί με αυτό. Ο εκσκαφέας παρέσυρε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου προς τα πίσω για μια απόσταση 7.50 μέτρων. Συνέπεια του ατυχήματος ήταν ο τραυματισμός του εφεσίβλητου, ο οποίος και καταχώρησε αγωγή διεκδικώντας αποζημιώσεις.

Ο εφεσείων στην Έκθεση Υπεράσπισης του στην αγωγή προβάλλει την υπεράσπιση του αναπόφευκτου ατυχήματος (inevitable accident). Στις λεπτομέρειες στην Έκθεση Υπεράσπισης αναφέρει:-

«(γ) Ο Εναγόμενος μόλις αντελήφθηκε το πιο πάνω συνεργείο και σταθμευμένο αυτοκίνητο εχρησιμοποίησε αμέσως τα φρένα του εκσκαφέα του για να σταματήσει.

  (δ) Λόγω βλάβης που υπέστησαν τα φρένα εκείνη την στιγμή δεν κατόρθωσε να σταματήσει τον εκσκαφέα και στην προσπάθεια του να αποφύγει και να μην συγκρουσθεί επί των πεζών που ήταν στα αριστερά του άνω δρόμου και επί των άλλων εργατών που εργαζόντουσαν μέσα στο δρόμο και να [*902]προξενήσει θανάτους έστρεψε τον εκσκαφέα του αριστερά με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί με το εξ’ αντιθέτου ερχόμενο αυτοκίνητο DBA 944.»

Ο εφεσείων έδωσε μαρτυρία στο Δικαστήριο και ισχυρίστηκε ότι χρησιμοποίησε τα φρένα του εκσκαφέα αλλά αυτά δεν λειτούργησαν. Προ του κινδύνου, όπως είπε, να παρασύρει τους υπαλλήλους της ΑΤΗΚ αναγκάσθηκε να στρίψει δεξιά στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας με αποτέλεσμα τη βίαιη σύγκρουση του με το κυβερνητικό αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο εφεσίβλητος.

Ο ενάγων και οι μάρτυρες του αναμφίβολα απέδειξαν εκ πρώτης όψεως αμέλεια εκ μέρους του εφεσείοντα κατά την οδήγηση του οχήματός του. Τούτο συνίσταται στο γεγονός ότι ο εφεσείων οδήγησε τον εκσκαφέα στην δεξιά πλευρά του δρόμου ανακόπτοντας την πορεία που νόμιμα ακολουθούσε το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο εφεσίβλητος. Κατά συνέπεια το βάρος της απόδειξης ισχυρισμού για αναπόφευκτο ατύχημα μετατίθεται στον εφεσείοντα.

Στην υπόθεση Theodoulou v. Pelopidha (1981) 1 C.L.R. 230 έχει αποφασισθεί ότι η αρχή της μετακίνησης του βάρους της απόδειξης στους ώμους της άλλης πλευράς τυγχάνει εφαρμογής και στις αγωγές για αμέλεια. Στη σελίδα 234 έχουν λεχθεί τα εξής:-

«No doubt in an action based on negligence, if the facts proved by the plaintiff raise a prima fasie case of negligence against the defendant the burden of proof is then cast upon him to establish facts negativing his liability, and one way in which he can do this is by proving inevitable accident, which is where a person in doing an act which he lawfully may do, causes damage without either negligence or intention on his part.»

(Βλέπε επίσης, Kasinos Constructions Limited v. Christodoulides (1987) 1 C.L.R. 6, και Παυλή κ.ά. ν. Αβραάμ (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 220).

Πέραν της πιο πάνω μαρτυρίας που έδωσε ο εφεσείων κατέθεσαν επίσης οι κληθέντες από αυτόν μάρτυρες-εμπειρογνώμονες του. Ο μάρτυρας Γιάννης Θεοχάρους πρακτικός μηχανικός βαρέων οχημάτων κατέθεσε ότι εξέτασε τον εκσκαφέα και ιδιαίτερα τα φρένα του. Τα κιβώτια, ανέφερε, ήταν γεμάτα υγρό, δηλαδή δεν υπήρχε εμφανής διαρροή. Η έλλειψη του υγρού καθιστά τα φρένα αναποτελεσματικά. Κατέθεσε ότι τα «πετσιά» των φρένων του ενός τροχού [*903]ήταν σπασμένα και γι’ αυτό το λόγο δεν ήταν αποτελεσματικά τα φρένα. Με σαφήνεια όμως κατέθεσε ότι ήταν δυνατό να σταματήσει ο εκσκαφέας με τη χρήση του χειρόφρενου.  Αντίθετη ήταν η μαρτυρία του άλλου εμπειρογνώμονα που εκάλεσε ο εφεσείων, του Περικλή Περικλέους, μηχανολόγου-μηχανικού.  Κατέθεσε ότι ο εκσκαφέας δεν μπορεί να σταματήσει με τη χρήση του χειρόφρενου. Επίσης κατέθεσε ότι έστω και αν υπάρχει διαρροή του υγρού των φρένων όταν «πατήσεις» τα φρένα 2-3 φορές ο εκσκαφέας σταματά.

Τα πιο πάνω κατατεθέντα από τον εμπειρογνώμονα Περικλέους διαπίστωσε στην πράξη αμέσως μετά το δυστύχημα ο μάρτυρας του εφεσίβλητου Χρ. Παναγιώτου, υπάλληλος της Ηλεκτρομηχανολογικής Υπηρεσίας. Κατέθεσε ότι αμέσως μετά το ατύχημα, προέβη, επί τόπου, σε δοκιμαστική κλήση των φρένων και αυτά, ενώ με την πρώτη και δεύτερη προσπάθεια πατώντας το πατίδι δεν λειτούργησαν κανονικά, την τρίτη τα φρένα ανταποκρίθηκαν. Το γεγονός αυτό το απέδωσε σε κακή συντήρηση του εκσκαφέα. Το γεγονός αυτό το παραδέχτηκε και ο εφεσείων αναφέροντας στην κατάθεση του ενώπιον του Δικαστηρίου ότι τα φρένα του εκσκαφέα «έπιαναν λίγο».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και των μαρτύρων του χαρακτηρίζοντας τους ως ειλικρινείς και αξιόπιστους, δίδοντας τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στα ευρήματα αξιοπιστίας.

Αντίθετα απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία αυτή του εφεσείοντα και των δύο εμπειρογνωμόνων του. Αναφέρει στην απόφαση του το Δικαστήριο:-

«Ο Εναγόμενος αρ. 1 και οι δύο εμπειρογνώμονες μάρτυρες του δεν με εντυπωσίασαν καθόλου με την παράσταση τους στο Δικαστήριο και μου έδωσαν την εντύπωση ότι απέφυγαν να πουν την αλήθεια σε ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης και ότι αποκλειστικός σκοπός και του εναγομένου και των ειδικών μαρτύρων του, ήταν να απαλλαγεί ο εναγόμενος αρ. 1 από κάθε ευθύνη για το υπό εκδίκαση δυστύχημα.»

Το Δικαστήριο σε δύο σελίδες δίδει τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και των δύο εμπειρογνωμόνων του. Είναι χαρακτηριστική η ακόλουθη περικοπή από την απόφαση του:-

[*904]«Ο Εναγόμενος οδηγούσε τον φορτωτήρα του προς Πάφο, διότι κάτι χάλασε, όπως είπε, αλλά απέφυγε να συγκεκριμενοποιήσει τί ήταν που χάλασε και ούτε ρωτήθηκε βέβαια γι’ αυτή την αναφορά. Επίσης ο Εναγόμενος αρ. 1 ισχυρίστηκε ότι σ’ αυτού του είδους τα μηχανήματα όταν γίνει χρήση των φρένων αποδεσμεύονται οι τροχοί και αν αποτύχουν τα φρένα τότε η ταχύτητα του αναπτύσσεται. Αυτός ο ισχυρισμός δεν τεκμηριώθηκε από επιστημονική μαρτυρία.

Ο εναγόμενος αρ. 1 κάλεσε τον δεύτερο ειδικό εμπειρογνώμονα Περικλέους για να αντικρούσει τον πρώτο ειδικό Θεοχάρους, ο οποίος πιεζόμενος κατά την αντεξέταση απεκάλυψε ότι το συγκεκριμένο μηχάνημα διέθετε χειρόφρενο με την χρήση του οποίου θα σταματούσε το μηχάνημα. Ο ειδικός Περικλέους επίμονα ισχυρίσθη ότι το εν λόγω χειρόφρενο είναι για στάθμευση μόνο (parking break) και δεν έχει την δυνατότητα να ακινητοποιήσει το συγκεκριμένο όχημα, έστω και αν κινείται με ελάχιστη ταχύτητα. Και τούτο δεν είναι το μοναδικό θέμα στο οποίο διαφώνησαν. Ο ειδικός Θεοχάρους απέκλεισε την δυνατότητα ακινητοποίησης του οχήματος με επανειλημμένη χρήση του φρένου, όταν υπάρχει διαρροή, έστω και μικρή, ενώ ο ειδικός Περικλέους ανέφερε και αυτός πιεζόμενος κατά την αντεξέταση ότι «όταν υπάρχει μικρή διαρροή υγρού και χρησιμοποιηθεί το πατίδι του φρένου δύο με τρεις φορές, τότε το συγκεκριμένο όχημα θα ακινητοποιηθεί. Η εντύπωση που απεκόμισα από τους δύο ειδικούς μάρτυρες του εναγομένου αρ. 1, είναι ότι στόχος τους ήταν να βοηθήσουν την υπόθεση του εναγομένου και όχι να βοηθήσουν το Δικαστήριο να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα πάνω στα επίδικα θέματα. Ο ειδικός Περικλέους ούτε καν εξέτασε τον συγκεκριμένο φορτωτήρα, λέγοντας μάλιστα ότι θα ήταν πιο ορθό αν τον εξέταζε. Από την άλλη είναι ολοφάνερο ότι η ενέργεια του εναγόμενου αρ. 1 να φέρει μαρτυρία αντίθετη από εκείνη που παρουσίασε, εξουδετερώνει οποιαδήποτε αξιοπιστία θα είχε η κάθε μαρτυρία ξεχωριστά. Η ενέργεια αυτή της πλευράς του εναγομένου ήταν μία απελπισμένη προσπάθεια να εξουδετερώσει την δική του μαρτυρία (του ειδικού Γιάννη Θεοχάρους) που έβλαπτε την υπόθεση του. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να προσδώσει οποιαδήποτε αξία σ’ αυτή την μαρτυρία.»

Το Δικαστήριο απορρίπτοντας την θέση του εφεσείοντα και των εμπειρογνωμόνων του, κατέληξε φυσιολογικά, στην απόφαση του ότι ο εφεσείων ήταν ο αποκλειστικά υπεύθυνος του ατυχήματος.

Με τρεις λόγους έφεσης προσβάλλει ο εφεσείων την απόφαση [*905]του Δικαστηρίου ως λανθασμένη. Και οι τρεις λόγοι είναι συναφείς μεταξύ τους. Στην ουσία προσβάλλουν τα ευρήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας και ιδιαίτερα την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα και των δύο μαρτύρων του ειδικών εμπειρογνωμόνων.

Είναι διαχρονική θέση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι, σε συμπεράσματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Τα συμπεράσματα των πρωτόδικων Δικαστηρίων δεν είναι ανατρέψιμα αν είναι δικαίως επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία και ήταν αδύνατο να λεχθεί ότι ήταν λανθασμένα. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713, Star Fiberglass Ltd. v. Elneda Trading Ltd. (1992) 1 Α.Α.Δ. 875, Χειμώνα ν. Γεωργίου κ.ά. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 108, Σιεηττάνη ν. Γεωργίου (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1337 και Γεωργιάδης ν. Κόκος Κουσπής & Σία Αλουμίνια Λτδ. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 735).

Έχει λεχθεί επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι σε μοναδική θέση να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων αφού δια ζώσης δίνουν μαρτυρία ενώπιον του, βλέπει και ακούει τους μάρτυρες και εκτιμά τις αντιδράσεις τους.

Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο δίδει στην απόφαση του επαρκείς λόγους για την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα και για την αποδοχή της εκδοχής των μαρτύρων του εφεσιβλήτου.  Η κρίση του δεν περιορίζεται μόνο στη γενική εντύπωση που απεκόμισε από το σύνολο της μαρτυρίας αλλά βασίζεται και σε αντικειμενικά δεδομένα τα οποία ανέφερε στην απόφαση του. Τα συμπεράσματα του δεν είναι ανατρέψιμα γιατί ήσαν εύλογα και επιτρεπτά και αδύνατο να λεχθεί ότι είναι εσφαλμένα. Είναι σύμφωνα με την ενώπιον του μαρτυρία και δεν αντιστρατεύονται την κοινή λογική.

Με την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα και των εμπειρογνωμόνων του ήταν δεδομένο πλέον ότι η υπεράσπιση του εφεσείοντα για αναπόφευκτο ατύχημα (inevitable accident) είχε αποτύχει και κατά συνέπεια ο εφεσίβλητος εδικαιούτο απόφασης υπέρ του.

Οι επί μέρους ισχυρισμοί του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψη θέμα αγωνίας της στιγμής ή ότι προέβη σε ευρήματα δεχόμενο μέρος της μαρτυρίας των μαρτύρων του εφεσείοντα κρί[*906]νονται αβάσιμοι, μη δυνάμενοι να ανατρέψουν το τελικό αποτέλεσμα της απόφασης. Στην Παυλή κ.ά. (πιο πάνω) έχουν λεχθεί τα εξής τα οποία ταιριάζουν και στην παρούσα υπόθεση:-

«Με τα πιο πάνω γεγονότα κλίνουμε προς την άποψη ότι, με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων (balance of probabilities), μπορεί, καταλλήλως, να εξαχθεί το συμπέρασμα από το Δικαστήριο ότι ο εναγόμενος-εφεσίβλητος ήταν εκ πρώτης όψεως αμελής και ότι το βάρος της απόδειξης μετακινήθηκε σ’ αυτόν για να εξηγήσει ότι ο θάνατος της αποβιώσασας δεν ήταν το αποτέλεσμα της δικής του αμέλειας. Κάτω από συνθήκες πολύ καλής ορατότητας και κατά τη διάρκεια της ημέρας, που του επέτρεπαν την κάλυψη της απόστασης μέχρι το σημείο της σύγκρουσης, κτύπησε την αποβιώσασα χωρίς καμιά προσπάθεια αποφυγής της, όπως προκύπτει από τα δεδομένα που υπήρχαν. Και εφόσον ο εναγόμενος-εφεσίβλητος απέτυχε να δώσει εξηγήσεις και να αποσείσει το βάρος το οποίο μετακινήθηκε σ’ αυτόν ευρίσκουμε ότι οι εφεσείοντες δικαιούνται σε απόφαση εναντίον του.»

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο