Pilavas Land Developments Ltd ν. Γεώργιου Κόκκινου και Άλλου (2006) 1 ΑΑΔ 964

(2006) 1 ΑΑΔ 964

[*964]28 Σεπτεμβρίου, 2006

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

PILAVAS LAND DEVELOPMENTS LTD,

Εφεσείοντες,

v.

1. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ,

2. ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΚΟΥΛΛΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11701)

 

Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει τη μαρτυρία και στη συνέχεια να προβεί σε ευρήματα επί των αμφισβητούμενων γεγονότων έτσι ώστε η απόφαση να περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση επί όλων των επιδίκων θεμάτων ― Οδήγησε σε επιτυχία της έφεσης και σε διαταγή για επανεκδίκαση.

Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι) με αγωγή τους αξίωναν αποζημιώσεις για παράνομο και αντισυμβατικό τερματισμό συμφωνίας η οποία υπεγράφη στις 7/1/1997 μεταξύ των ιδίων και των εφεσειόντων-εναγομένων (οι εφεσείοντες). Η εν λόγω συμφωνία, πενταετούς διάρκειας, προνοούσε, μεταξύ άλλων, πως οι εφεσίβλητοι αναλάμβαναν εργολαβικά την εκσκαφή, φόρτωση και μεταφορά πρώτης ύλης (πέτρας) από το χώρο του λατομείου των εφεσειόντων στο χώρο της σκυροθραυστικής τους μονάδας και τοποθέτησή της εντός της αβάτζης τροφοδοσίας.

Κατά τη συζήτηση της έφεσης οι συνήγοροι δήλωσαν ότι το ποσό των αποζημιώσεων συμφωνείται σε £51.000,00, υπό την προϋπόθεση ότι η ζημιά καλύπτεται από την έκθεση απαίτησης.

Στην έκθεση απαίτησης, οι εφεσίβλητοι, υποστήριξαν πως, ο διευθυντής των εφεσειόντων Μ. Σιακόλας, απείλησε τον εφεσίβλητο 1 πως εάν δεν υπέγραφε επιστολή ημερομηνίας 27/3/1999 – Τεκμήριο 3, για τερματισμό της συμφωνίας, με ταυτόχρονη δήλωση ότι δεν είχαν απαίτηση εναντίον τους και ούτε οι εφεσείοντες τους όφειλαν οποιοδήποτε ποσό, θα συνεχιζόταν η κράτηση του εφεσίβλητου 1, η οποία έγι[*965]νε μετά από ψευδή καταγγελία εναντίον του από τους εφεσείοντες, με σκοπό να τερματίσουν την πιο πάνω συμφωνία.

Στην έκθεση υπεράσπισης, οι εφεσείοντες, απέρριψαν τις θέσεις των εφεσιβλήτων και υποστήριξαν πως ενώ ο εφεσίβλητος 1 τελούσε υπό κράτηση για παρατυπίες και/ή κλοπή στις εργασίες τους, πρότεινε στον Μ. Σιακόλα να αποσύρει τις καταγγελίες εναντίον του, να επιστρέψει τα οφειλόμενα σ’ αυτούς ποσά, και να τερματίσουν φιλικά τη συνεργασία τους. Μετά από συμβουλή του δικηγόρου τους, για ανθρωπιστικούς λόγους, αποδέχτηκαν, ζήτησαν όμως όπως ο εφεσίβλητος 1 επιβεβαιώσει και γραπτώς τον τερματισμό της συνεργασίας, με την επιστολή ημερομηνίας 27/3/1999, την οποία συνέταξε ο δικηγόρος τους. Σ’ ό,τι αφορά τον εφεσίβλητο 2, αυτός, πολύ πριν από τον τερματισμό της συμφωνίας, είχε αποχωρήσει τόσο από τη συμφωνία, καθώς ο ίδιος τους πληροφόρησε, όσο και από τις εργασίες του λατομείου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, παρά τη διαπίστωση ότι περιείχε υπερβολές και ανακρίβειες και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τερματισμός της συμφωνίας - Τεκμήριο 1 προήλθε από τους εφεσείοντες κατά τρόπο παράνομο και αντισυμβατικό. Επιδίκασε στους εφεσίβλητους ποσό £102.000,00 ως αποζημιώσεις. Ανταπαίτηση των εφεσειόντων, σε σχέση με το ποσό των £50.000,00 που αυτοί αξίωναν ως υπερπληρωμές, απορρίφθηκε. Για το ποσό των £15.000,00 που οι εφεσείοντες κατέβαλαν ως εγγυητές και δεν το αρνούντο οι εφεσίβλητοι, εκδόθηκε απόφαση.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας λόγους οι οποίοι εξετάστηκαν σε δύο ενότητες. Στην πρώτη, περιλαμβάνονται οι λόγοι που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου τόσο σε σχέση με τις συνθήκες υπογραφής του Τεκμηρίου 3 όσο και σε σχέση με τον τερματισμό της συμφωνίας και τη νομιμότητά του. Στη δεύτερη, περιλαμβάνονται οι λόγοι σε σχέση με την ορθότητα της επιδίκασης των αποζημιώσεων, υπό το φως, βέβαια, του περιορισμού που επήλθε μετά τη δήλωση των συνηγόρων. Ο λόγος που αφορά στην απόρριψη της ανταπαίτησης, κατά την συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, αποσύρθηκε.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ως όφειλε τη μαρτυρία και στη συνέχεια να προβεί σε διαπιστώσεις επί όλων των αμφισβητούμενων γεγονότων, ώστε να περιέχει η δικαστική απόφαση την απαραίτητη δικαστική κρίση επί των επιδίκων θεμάτων.

2.  Ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ. Σιακόλα ήταν πλημ[*966]μελής, για τους λόγους που προβάλλουν οι εφεσείοντες. Αναφορικά με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες υπεγράφη το Τεκμήριο 3, οι αντιφάσεις και τα κενά που διαπιστώνει το Δικαστήριο στη μαρτυρία του Μ. Σιακόλα, ενδεχόμενα να μην υπήρχαν, εάν αυτή αξιολογείτο ορθά, υπό το φως όσων και ο εφεσίβλητος 2 κατέθεσε.

3.  Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι η ζημιά δεν καλύπτεται από την έκθεση απαίτησης δεν ευσταθεί.

4.  Το ρήγμα που δημιουργήθηκε στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδηγεί σε παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και στην έκδοση διατάγματος επανεκδίκασης της αγωγής, σ’ ό,τι αφορά τη συμφωνία – Τεκμήριο 1 – και τα του τερματισμού της. Οι αποζημιώσεις έχουν, ήδη, συμφωνηθεί με τις δηλώσεις των συνηγόρων στο ποσό των £51.000,00.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Τα έξοδα της πρώτης δίκης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δεύτερης.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552,

Χαραλάμπους ν. Σάββα (1996) 1 Α.Α.Δ. 576.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ.�Αρ. 7498/99), ημερ. 7/5/03.

Π. Σπανός, για τους Εφεσείοντες.

Α. Ευτυχίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με απόφαση ημερομηνίας 7/5/2003, στην Αγωγή Αρ. 7498/99, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έκρινε ότι σύμβαση μεταξύ εφεσειόντων - («εναγομένων») - και εφεσιβλήτων («εναγόντων») τερματίστηκε εκ μέρους των εφεσειό[*967]ντων παράνομα και αντισυμβατικά. Επιδίκασε στους εφεσίβλητους ποσό £102.000,00 ως αποζημιώσεις. Ανταπαίτηση των εφεσειόντων, σε σχέση με το ποσό των £50.000,00 που αυτοί αξίωναν ως υπερπληρωμές, απορρίφθηκε. Για το ποσό των £15.000,00, που οι εφεσείοντες κατέβαλαν ως εγγυητές και δεν το αρνούντο οι εφεσίβλητοι, εκδόθηκε απόφαση.

Είναι κοινό έδαφος ότι εφεσείοντες και εφεσίβλητοι υπέγραψαν στις 7/1/1997 συμφωνία, με την οποία οι εφεσίβλητοι αναλάμβαναν εργολαβικά την εκσκαφή, φόρτωση και μεταφορά πρώτης ύλης (πέτρας) από το χώρο του λατομείου των εφεσειόντων στο χώρο της σκυροθραυστικής τους μονάδας και τοποθέτησή της εντός της αβάτζης τροφοδοσίας. Η εν λόγω συμφωνία προέβλεπε και άλλες επί μέρους υποχρεώσεις των εφεσιβλήτων, σε σχέση με τις ποσότητες της πέτρας που θα τοποθετούσαν στο χώρο της αβάτζης. Η διάρκεια της συμφωνίας ήταν πενταετής, δηλαδή μέχρι 7/1/2002, και οι εφεσείοντες θα πλήρωναν στους εφεσίβλητους για όλες τις εργασίες που περιλάμβανε η συμφωνία 30 σεντ ανά τόνο πωλούμενου προϊόντος.

Από το στάδιο αυτό, θα πρέπει να πούμε ότι, κατά την ενώπιόν μας συζήτηση της υπόθεσης, οι συνήγοροι δήλωσαν ότι το ποσό των αποζημιώσεων συμφωνείται σε £51.000,00, υπό την προϋπόθεση ότι η ζημιά καλύπτεται από την Έκθεση Απαίτησης.

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, οι εφεσείοντες, με σκοπό να τερματίσουν την πιο πάνω συμφωνία, κατάγγειλαν ψευδώς τον εφεσίβλητο 1 ως τον υπεύθυνο για παρατηρηθέν έλλειμμα άμμου, αξίας £12.000,00, με αποτέλεσμα αυτός να συλληφθεί και εναντίον του να εκδοθεί διάταγμα πενθήμερης κράτησης. Ενώ τελούσε υπό κράτηση για σκοπούς διερεύνησης της υπόθεσης, ο διευθυντής των εφεσειόντων Μενέλαος Σιακόλας τον απείλησε ότι, εάν δεν υπέγραφε επιστολή για τερματισμό της συμφωνίας, με ταυτόχρονη δήλωση ότι δεν είχαν απαίτηση εναντίον τους και ούτε οι εφεσείοντες τους όφειλαν οποιοδήποτε ποσό, θα συνεχιζόταν η κράτησή του και η υπόθεση θα προχωρούσε. Κάτω από την ψυχολογική πίεση της κράτησής του και την πιο πάνω απειλή, αναγκάστηκε να υπογράψει την επιστολή ημερομηνίας 27/3/1999 - Τεκμήριο 3.

Ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι ότι υπέστησαν ζημιές, τις οποίες εξειδικεύουν και υπολογίζουν προς 30 σεντ τον τόνο, στη βάση των ημερήσιων εκσκαφών φορτώσεων και μεταφορών. Τις αξιώνουν, όμως, σύμφωνα με το Τεκμήριο 1, το οποίο προβλέπει ότι η αμοιβή τους είναι επί του πωλούμενου προϊόντος και όχι των εκσκαφών.

[*968]

Οι εφεσείοντες, με την Υπεράσπισή τους, απορρίπτουν τις θέσεις των εφεσιβλήτων, αναφέρουν δε, μεταξύ άλλων, ότι, όταν αντελήφθησαν παρατυπίες και/ή κλοπή στις εργασίες τους, κατάγγειλαν την υπόθεση στην Αστυνομία, η οποία προχώρησε στη σύλληψη του εφεσίβλητου 1. Ενώ αυτός τελούσε υπό κράτηση, πρότεινε στο Μενέλαο Σιακόλα να αποσύρουν τις καταγγελίες εναντίον του, να επιστρέψει τα οφειλόμενα σ’ αυτούς ποσά, και να τερματίσουν φιλικά τη συνεργασία τους. Μετά από συμβουλή του δικηγόρου τους, για ανθρωπιστικούς λόγους, αποδέχτηκαν, ζήτησαν όμως όπως ο εφεσίβλητος 1 επιβεβαιώσει και γραπτώς τον τερματισμό της συνεργασίας, με την επιστολή ημερομηνίας 27/3/1999, την οποία συνέταξε ο δικηγόρος τους. Σ’ ό,τι αφορά τον εφεσίβλητο 2, αυτός, πολύ πριν από τον τερματισμό της συμφωνίας, είχε  αποχωρήσει τόσο από τη συμφωνία, καθώς ο ίδιος τους πληροφόρησε, όσο και από τις εργασίες του λατομείου.

Για να αποδείξουν την υπόθεσή τους, οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν έξι μάρτυρες, η υπόθεση όμως, ουσιαστικά, κρίθηκε στη βάση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 1. Η μαρτυρία δύο τραπεζικών υπαλλήλων κρίθηκε άσχετη, ο δε πατέρας του εφεσίβλητου 1 αναξιόπιστος.

Από πλευράς Υπεράσπισης, κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες, με κύριο μάρτυρα το διευθυντή των εναγομένων Μενέλαο Σιακόλα.

Ο εφεσίβλητος 1 ισχυρίστηκε ότι την επιστολή - Τεκμήριο 3 - η οποία προβλέπει τερματισμό της συμφωνίας και παραίτηση από οποιαδήποτε αξίωση από τη συνεργασία τους, την υπέγραψε όταν ο Μ. Σιακόλας τον επισκέφθηκε στα κρατητήρια και του υποσχέθηκε ότι, εάν υπέγραφε, θα απέσυρε τις καταγγελίες εναντίον του και θα αφήνετο ελεύθερος. Βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση και υπέγραψε. Όταν αφέθηκε ελεύθερος, επισκέφτηκε το Μ. Σιακόλα στο γραφείο του και συζήτησαν για τα μηχανήματά τους, με σκοπό να τα πωλήσουν στους εφεσείοντες. Συμφώνησαν ότι, εάν τα αγόραζαν, δε θα είχαν παράπονο για τον τερματισμό της συνεργασίας τους, κάτι, όμως, που δεν έγινε, γι’ αυτό και προχώρησε με την αγωγή. Χαρακτήρισε τον κ. Σιακόλα ως ένα πολύ καλό και έντιμο άνθρωπο και τη συνεργασία τους, για όσο χρόνο διήρκεσε, πολύ καλή. Σε σχέση με τον εφεσίβλητο 2, είπε ότι δεν αποχώρησε από τη συμφωνία που είχαν. Απλά, λίγους μήνες πριν από την εναντίον του καταγγελία, επειδή δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν οικονομικά, απομακρύνθηκε από το λατομείο, ασχολείτο, όμως, με εργασίες σχετικές με τη συμφωνία. Είχε αναλάβει τα λογιστικά και άλλες [*969]εξωτερικές εργασίες.

Ο εφεσίβλητος 2, στη μαρτυρία του, επέμενε ότι ποτέ δεν αποχώρησε από τις εργασίες και ούτε δήλωσε στους εφεσείοντες ότι σταματά από τη συμφωνία και φεύγει. Απλά, έξι μήνες περίπου πριν από τη σύλληψη του εφεσίβλητου 1, σταμάτησε να πηγαίνει στο λατομείο. Ασχολείτο με άλλες σχετικές με τη συμφωνία εργασίες. Αυτό βεβαιώνεται, είπε, από τα τιμολόγια τα οποία εξέδιδαν και ήταν όλα στο όνομα της εταιρείας Γεώργιος Κόκκινος & Μιχάλης Κακουλλής Λτδ., που είχε με τον εφεσίβλητο 1. Σ’ ό,τι αφορά το Τεκμήριο 3, αυτό το είδε την επομένη που ο εφεσίβλητος 1 αφέθηκε ελεύθερος. Του το έδειξε και του είπε ότι ήταν η επιστολή που οι εφεσείοντες του ζητούσαν να υπογράψει. Σε ερώτηση εάν, όταν το είδε, του ανέφερε ο εφεσίβλητος 1 εάν το είχε παραδώσει στους εφεσείοντες, απάντησε ότι δε θυμόταν. Εκείνο που θυμόταν ήταν ότι ο εφεσίβλητος 1 του ανέφερε ότι την επιστολή του την έδωσε ο κ. Μ. Σιακόλας να του την φέρει να την υπογράψει και να την πάρει. Ο ίδιος δε συμφωνούσε και δεν υπέγραψε.

Ο Μενέλαος Σιακόλας, μέτοχος και διευθυντής των εφεσειόντων, αναφέρθηκε στη συμφωνία και επανέλαβε και αυτός την καλή σχέση και συνεργασία που είχε με τον εφεσίβλητο 1. Ο εφεσίβλητος 2, έξι μήνες, περίπου, πριν από το συμβάν, τους είπε ότι φεύγει από το λατομείο και τη συμφωνία. Δεν τον ξαναείδε, μέχρι που τον συνάντησε στο Δικαστήριο. Σε σχέση με την υπογραφή του Τεκμηρίου 3, έδωσε εντελώς διαφορετική εκδοχή. Ανέφερε ότι, όταν μάζεψαν στοιχεία για τις παρατυπίες που διαπίστωσαν, κατάγγειλαν την υπόθεση στην Αστυνομία. Ακολούθησε η σύλληψη του εφεσίβλητου 1 και ακόμη ενός υπαλλήλου τους. Από το πρώτο βράδυ που συνελήφθη ο εφεσίβλητος 1, ο πατέρας του και η γυναίκα του τηλεφωνούσαν και του έλεγαν: «Σας παρακαλώ κ. Σιακόλα, ο Γιώργος είναι μεροκαματιάρης, έχει 3 μωρά, να δούμε τι θα κάμουμε» και τον παρακαλούσαν να τον επισκεφτεί, επειδή σ’ εκείνους δεν το επέτρεπαν. Πήγε στον αστυνομικό σταθμό όπου εκρατείτο και ο εφεσίβλητος 1 τον παρακάλεσε να αποσύρει τις καταγγελίες και θα φύγει από το λατομείο. Επειδή ήθελε πρώτα να μάθει τι έγινε, του είπε ότι, για να αποσύρει την καταγγελία, θα συμβουλευόταν πρώτα το δικηγόρο του. Όταν έμαθε από την Αστυνομία ότι έδωσε κατάθεση και παραδέχθηκε, μίλησε με το δικηγόρο του, ο οποίος τον συμβούλεψε, εάν θα απέσυρε την καταγγελία, να του έδιδε ο εφεσίβλητος 1 γραπτώς όσα μίλησαν. Συμφώνησε, ετοίμασε ο δικηγόρος του το Τεκμήριο 3, το οποίο ο ίδιος έδωσε στον τότε δικηγόρο του εφεσίβλητου 1, κ. Γ. Ιωάννου, για να το υπογράψει ο εφεσίβλητος 1. Επειδή θεωρούσε την υπογραφή του Τεκμηρίου 3 τυπική, είχε ήδη παρα[*970]δεχθεί στην Αστυνομία, μετά που έδωσε στον κ. Γ. Ιωάννου την επιστολή, απέσυρε τις καταγγελίες. Όπως είχαν συμφωνήσει, ο εφεσίβλητος 1, όταν αφέθηκε ελεύθερος, τον επισκέφτηκε στο γραφείο του και συζήτησαν για τα μηχανήματα. Εκεί ζήτησε και την επιστολή. Ο εφεσίβλητος 1 δεν την είχε μαζί του και του έδωσε αντίγραφο, το οποίο υπέγραψε.  Για τα μηχανήματα δε συμφώνησαν.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με σκοπό να απαντήσει το ερώτημα των συνθηκών κάτω από τις οποίες υπεγράφη το Τεκμήριο 3, είπε τα εξής:-

«Το θέμα ανάγεται σε θέμα αξιοπιστίας μεταξύ των όσων ισχυρίζεται ο ενάγων και αυτών που ισχυρίζεται ο Μενέλαος Σιακόλας. Έχοντας παρακολουθήσει και τους δύο στο εδώλιο του μάρτυρα πιστεύω ότι η αλήθεια βρίσκεται σε όσα λέγει ο ενάγων παρόλο ότι και αυτού η μαρτυρία περιέχει υπερβολές και ανακρίβειες. Όμως στο τέλος προτιμώ τη δική του μαρτυρία διότι αυτή του Μ. Σιακόλα περιέχει και αντιφάσεις αλλά δημιουργεί και κενά που δημιουργούν έντονα την εντύπωση ότι η καταγγελία προς την αστυνομία δεν έγινε γιατί υποψιαζόταν τον ενάγοντα για κλοπή αλλά γιατί ήθελαν να τερματίσουν τη μεταξύ τους συμφωνία. Θα δοθούν επί του προκειμένου παραδείγματα.

Ο Μ. Σιακόλας είπε ότι διαπίστωσαν ότι έλειπαν τα φορτία κάποιων αυτοκινήτων που είχαν μπει. Μάλιστα είναι κοινό έδαφος ότι έγινε καταγγελία για 6000 τόνους αξίας περίπου £12.000 ενώ με βάση τη μαρτυρία που η υπεράσπιση προσκόμισε δεν αποδείχθηκε καθόλου κάτι τέτοιο αλλά αν υπήρχε κάποια υπόθεση θα ήταν για ποσό £20. Ο Μ. Σιακόλας βεβαίως πρέπει να τα γνώριζε αυτά και όμως δεν έδωσε καμιά εξήγηση στο Δικαστήριο πώς κατέληξαν στο συμπέρασμα και γιατί έκαμαν μια καταγγελία για ένα τόσο μεγάλο ποσό.

Ο Μ. Σιακόλας είπε ότι με τον ενάγοντα μέχρι το συγκεκριμένο επεισόδιο είχαν μια καλή συνεργασία και το ίδιο δέχθηκε και ο ενάγων ... Τούτων δοθέντων και εφόσον η εναγομένη είχε κατοχυρώσει με δικά της στοιχεία αυτό που θεωρούσε σαν κατάχρηση γιατί δεν έθεσε τα στοιχεία της γι’ απάντηση ενώπιον του ενάγοντα ώστε να έχει και τη δική του άποψη πριν άμεσα τον καταγγείλει στην αστυνομία με τη βαριά κατηγορία της κλοπής των £12.000 που τελικά καθόλου δεν αποδείχθηκε.  ...  το μόνο που ενδιέφερε την εναγομένη και βεβαίως τον Μ. Σιακόλα ήταν να τεθεί ο ενάγων κάτω από άμεση κατηγορία και σύλληψη.

[*971]

...  Λέγει ότι δεν ήταν δική του πρωτοβουλία η υπογραφή του τεκμηρίου 3 αλλά ήρθε σαν αποτέλεσμα των επίμονων παρακλήσεων της οικογένειας του ενάγοντα ... ήταν συμβουλή του δικηγόρου του να δεχθεί κάτι τέτοιο αφού πρώτα ο ενάγων έδιδε γραπτώς τον τερματισμό της συμφωνίας. Παρά ταύτα όμως ο Μ. Σιακόλας λέγει ότι απέσυρε τις κατηγορίες και το παράπονο του ενώ ο ενάγων ήταν υπό κράτηση και χωρίς να υπογράψει στο κρατητήριο το τεκμήριο 3.  Τότε τι έγινε η συμβουλή του δικηγόρου του.  ... Προέκυψε από τη μαρτυρία του υπαστυνόμου Ανδρέου ότι το μόνο που εφάνη ήταν ότι ο ενάγων κατακράτησε ποσό £20 την προηγουμένη της σύλληψης του μάλιστα στην κατάθεση που και πάλι η υπεράσπιση κατέθεσε στο Δικαστήριο ο ενάγων εξηγεί γιατί το έκαμε και ότι πρόθεση του ήταν να το αφαιρέσει από τα χρήματα που εδικαιούτο για την εβδομάδα εκείνη. Πού είναι επομένως η παραδοχή με την οποία ... ήταν ικανοποιημένος ...

Ο Μ. Σιακόλας ισχυρίζεται ότι ο ενάγων υπόγραψε το τεκμήριο 3 όταν απολύθηκε και ενώ τον επισκέφθηκε στο γραφείο του. ... Όμως λίγο πριν είχε πει ότι παρέδωσε το έγγραφο στο δικηγόρο του ενάγοντα όσο αυτός ήταν υπό κράτηση για υπογραφή το οποίο όμως τελικά δεν υπογράφηκε. Όμως λίγο μετά ... λέγει ότι ο ενάγων τον επισκέφθηκε στο γραφείο του, του ζήτησε το έγγραφο. Γιατί του το ζήτησε αφού δεν τον ενδιέφερε η υπογραφή του. ... Είναι η πρώτη φορά που ... ισχυρίζεται ότι το έγγραφο υπογράφηκε στο γραφείο του μετά την απόλυση του ενάγοντα. Στην έκθεση υπεράσπισης δεν υπάρχει ένας τέτοιος ισχυρισμός. Αντίθετα είναι σαφής ο ισχυρισμός ότι όλα έγιναν ενώ ο ενάγων ήταν υπό κράτηση ύστερα από παράκληση του ιδίου και της οικογένειας του. ...

... Δέχεται ότι το τεκμήριο 3 υπογράφηκε από τον ενάγοντα ενώ αυτός βρισκόταν υπό κράτηση κατόπιν πίεσης από το Μ. Σιακόλα. Ο ενάγων βρισκόταν κάτω από την πίεση μιας κατηγορίας για κλοπή προϊόντος αξίας £12.000. Δεν έχει καμιά λογική η υπογραφή του τεκμηρίου 3 στο γραφείο του Σιακόλα μετά την απόλυση του ενάγοντα. ... Αυτό είναι εμφανές και από το ίδιο το κείμενο του τεκμηρίου 3. Ο ενάγων δεν τερματίζει μόνο τη συμφωνία με τις εναγόμενες αλλά επιπλέον δηλώνει ότι δεν έχουν καμιά απαίτηση και κανένα ποσό δεν τους οφείλεται. Ενδεχομένως να υπήρξε εξήγηση στο να τερματίσει τη συμφωνία σαν αντάλλαγμα για την απόσυρση της καταγγελίας.  Γιατί όμως να παραιτείται και από οποιαδήποτε απαίτηση και δικαίω[*972]μα του όταν ακόμη και με βάση όσα ο Σιακόλας είπε στο Δικαστήριο αυτός στο κρατητήριο επέμενε ότι δεν είχε κάμει τίποτε και αυτό που και πάλι με βάση μαρτυρία της υπεράσπισης προέκυψε είχε κατακρατήσει ποσό £20 υπό περιστάσεις που ο ίδιος εξηγεί.»

Το Δικαστήριο αναφέρθηκε, στη συνέχεια, στη νομική πτυχή που διέπει το ζήτημα του τερματισμού της συμφωνίας και κατέληξε ότι τα όσα διαπράχθηκαν από το Μ. Σιακόλα, δυνατό να συνιστούν το αδίκημα του Άρθρου 123 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154. Υπάρχουν, κατέληξε, τα στοιχεία του πιο πάνω αδικήματος.  Συγκεκριμένα:-

«Υπήρχε καταγγελία για κλοπή που είναι κακούργημα. Υπήρξε συμφωνία για συγκάλυψη του κακουργήματος με την απόσυρση της καταγγελίας πριν οι έρευνες της Αστυνομίας ολοκληρωθούν. Υπήρξε όφελος προς τους εναγομένους από τη στιγμή που ο ενάγων 1 δέχθηκε να παραιτηθεί κάθε δικαιώματος του από τη συμφωνία τεκμήριο 1, μάλιστα κατά δύο τρόπους. Να μην απαιτήσει αποζημιώσεις για διάρρηξη συμφωνίας και να μην αξιώσει την καταμέτρηση και πληρωμή της ήδη εκτελεσθείσας εργασίας. 

Το Δικαστήριο βρίσκει επομένως ότι η υπογραφή του τεκμηρίου 3 ήταν το αποτέλεσμα εξαναγκασμού μέσα στην έννοια του άρθρου 15 του ΚΕΦ. 149 και επομένως υπογράφηκε κατά παράβαση των άρθρων 10 και 14 του ίδιου Νόμου και είναι επομένως ακυρώσιμη και μη δεσμευτική για τον ενάγοντα εφόσον επιλέγει να επιδιώκει την ακύρωσή της.»

Σε σχέση με τον εφεσίβλητο 2 και κατά πόσο αυτός αποχώρησε από την εργασία των εφεσειόντων, το Δικαστήριο είπε:-

«Ότι ο ενάγων 2 δεν επισκεπτόταν το λατομείο από έξι μήνες πριν το Μάρτη του 1999 περίπου και ότι προσπάθησε έκτοτε να εργοδοτηθεί αλλού δεν υπάρχει αμφιβολία. Είναι κάτι που και ο ίδιος παραδέχθηκε. Το Δικαστήριο σημειώνει εξ άλλου τη μαρτυρία της Ελένης Δρουσιώτου που δείχνει ότι ο ενάγων 2 ήδη από το Σεπτέμβριο του 1998 εργοδοτείτο αλλού. Αυτό όμως από μόνο του δεν σημαίνει ότι ο ενάγων 2 έπαυσε να είναι μέρος της μετά των εναγομένων συμφωνίας. Το ερώτημα είναι αν από τότε ο ενάγων 2 με συμφωνία με τους εναγόμενους διέκοψε τη μεταξύ τους γραπτή σύμβαση ημερ. 7.1.97.  Ποια διευθέτηση έκαμε ο ενάγων 2 με το συνεργάτη του ενάγοντα 1 δεν [*973]ήταν κάτι που αφορούσε τους εναγόμενους, από τη στιγμή που η φύση της σύμβασης δεν ήταν τέτοια ώστε να ήταν απαραίτητη η εκτέλεση της από τους ενάγοντες προσωπικά ή από ένα από τους δύο προσωπικά. ... Οι εναγόμενοι εξ άλλου ποτέ πριν το Μάρτη του 1999 δεν διαμαρτυρήθηκαν για το γεγονός της μη ενεργού ανάμιξης του ενάγοντα 2 στις εργασίες. Δέχθηκαν με αυτό τον τρόπο ότι ήταν θέμα που αφορούσε τις σχέσεις των εναγόντων μεταξύ τους και όχι τις σχέσεις εναγόντων-εναγομένων.»

Αναφέρει, περαιτέρω, ότι:-

«... μαρτυρία που η υπεράσπιση προσκόμισε δείχνει ακριβώς το αντίθετο. Εν πρώτοις είναι το ίδιο το τεκμήριο 3 στο οποίο οι εναγόμενοι κυρίως βασίζονται. Συντάχθηκε όχι από τον ενάγοντα 1 αλλά από το δικηγόρο των εναγομένων. Ενώ υπογράφεται μόνο από τον ενάγοντα 1 είναι συνταγμένο σε πληθυντικό. ... Οι εναγόμενοι αναγνώριζαν ότι το συμβόλαιο μέχρι και 27.3.99 αφορούσε και τους δύο ενάγοντες γι’ αυτό φρόντισαν όπως το τεκμήριο 3 συνταχθεί με αυτό τον τρόπο ώστε να καλύπτει και τον ενάγοντα 2. Θα μπορούσε όποια και να είναι η αξία του να δέσμευε και τον ενάγοντα 2 αν ο ενάγων 1 το υπόγραφε σαν αντιπρόσωπος του. Κάτι τέτοιο όμως δεν αποδείχθηκε. Ο ενάγων 2 δεν είχε γνώση της ύπαρξης και της υπογραφής του παρά μετά που υπογράφηκε και αφού ο ενάγων 1 αφέθηκε ελεύθερος. Είναι δε η μαρτυρία του την οποία το Δικαστήριο αποδέχεται ότι ποτέ δεν δέχθηκε τον τερματισμό της συμφωνίας διά του τεκμηρίου 3 ή με άλλο τρόπο.» 

Σε σχέση με την παραμονή του εφεσίβλητου 2 στην εργασία,  επισημαίνονται ακόμη δύο σημεία: Πρόκειται για τα τιμολόγια που εκδίδονταν από τους εφεσίβλητους και ήταν όλα επ’ ονόματι της εταιρείας Γεώργιος Κόκκινος & Μιχάλης Κακουλλής Λτδ. και το Τεκμήριο 9, την κατάσταση λογαριασμού στην οποία οι εφεσείοντες στηρίχτηκαν, για να αποδείξουν την ανταπαίτησή τους.

Το Δικαστήριο, με την κατάληξή του ότι ο τερματισμός της συμφωνίας - Τεκμήριο 1 προήλθε από τους εφεσείοντες κατά τρόπο παράνομο και αντισυμβατικό, προχώρησε στον υπολογισμό των αποζημιώσεων, οι οποίες, όμως, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, συμφωνήθηκαν, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές καλύπτονται από την Έκθεση Απαίτησης.

Ενώπιόν μας η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητεί[*974]ται με σειρά λόγων, τους οποίους θα εξετάσουμε σε δύο ενότητες. Στην πρώτη, περιλαμβάνονται οι λόγοι που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου τόσο σε σχέση με τις συνθήκες υπογραφής του Τεκμηρίου 3 όσο και σε σχέση με τον τερματισμό της συμφωνίας και τη νομιμότητά του.  Στη δεύτερη, περιλαμβάνονται οι λόγοι σε σχέση με την ορθότητα της επιδίκασης των αποζημιώσεων, υπό το φως, βέβαια, του περιορισμού που επήλθε μετά τη δήλωση των συνηγόρων. Ο λόγος που αφορά στην απόρριψη της ανταπαίτησης, κατά την ενώπιόν μας συζήτηση, αποσύρθηκε.

Ο συνήγορος των εφεσειόντων, για να καταδείξει το εσφαλμένο και αντινομικό της αξιολόγησης της μαρτυρίας, μας παρέπεμψε σε σημεία της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 1, από τα οποία, κατά την εισήγησή του, καταδεικνύεται αριθμός αντιφάσεων και ανακριβειών, οι οποίες εκθεμελιώνουν το εύρημα περί της αξιοπιστίας του. Περαιτέρω και πάντοτε σε σχέση με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1, υπέβαλε ότι το Δικαστήριο, ενώ δέχεται να υπάρχουν σ’ αυτή υπερβολές και ανακρίβειες, δεν τις εξειδικεύει. Επίσης, ότι ελλείπει παντελώς αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 2. Η έλλειψη αυτή καθιστά, υπέβαλε, την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ. Σιακόλα, εσφαλμένη, δεδομένου ότι η μαρτυρία του εφεσίβλητου 2, σ’ ό,τι αφορά το χρόνο, τόπο και, γενικά, τις συνθήκες υπογραφής του Τεκμηρίου 3, συνάδει με τη μαρτυρία του Μ. Σιακόλα. Σύμφωνα με αυτή, ο εφεσίβλητος 1, μετά που αφέθηκε ελεύθερος, του υπέδειξε το Τεκμήριο 3, θέση που συνάδει με όσα ο Μ. Σιακόλας κατέθεσε, δηλαδή, ότι αυτό υπογράφηκε στο γραφείο του. Εάν η μαρτυρία του Μ. Σιακόλα προσεγγίζετο υπό το φως όσων ο εφεσίβλητος 2 κατέθεσε, το εύρημα για την αξιοπιστία του, ενδεχόμενα, να ήταν άλλο.

Ο τρόπος, επίσης, που αξιολογήθηκε η μαρτυρία του Μ. Σιακόλα οδήγησε σε αυθαίρετα και αντινομικά συμπεράσματα. Το γεγονός, υπέδειξε, ότι έγινε καταγγελία για μεγαλύτερο ποσό απ’ ό,τι ο εφεσίβλητος 1 παραδέχθηκε, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η καταγγελία έγινε σκόπιμα, δεδομένου ότι οι έρευνες δεν ολοκληρώθηκαν. Ούτε, υπέβαλε, το γεγονός ότι οι εφεσείοντες δεν έδωσαν την ευκαιρία στον εφεσίβλητο 1 να εκφράσει την άποψή του για τις υποψίες τους, δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι το μόνο που ήθελαν ήταν αυτός να τεθεί υπό άμεση κατηγορία και σύλληψη.

Ο κ. Ευτυχίου, αντίθετα, υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και εισηγήθηκε ότι δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασής μας.

[*975]

Από τα αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης που παραθέσαμε, προκύπτει ότι το Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα των συνθηκών υπογραφής του Τεκμηρίου 3 στη βάση μόνο της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 1, τον οποίο αποκαλεί ενάγοντα, ως να μην υπήρχε δεύτερος ενάγων, και του Μ. Σιακόλα. Παραγνωρίζει, στο στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, εντελώς τα όσα ο εφεσίβλητος 2 ανέφερε, για την αξιοπιστία του οποίου δεν έκαμε εύρημα, και τα οποία είναι απόλυτα σχετικά. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο, όταν εξέταζε το ζήτημα του τερματισμού της συμφωνίας από τον εφεσίβλητο 2, ανέφερε ότι αποδέχεται τη μαρτυρία του ότι ποτέ δε δέχθηκε τον τερματισμό της διά του Τεκμηρίου 3 ή με άλλο τρόπο, δεν αποτελεί ορθή αξιολόγηση.

Ένα άλλο σφάλμα είναι ότι το Δικαστήριο, ενώ δέχεται ότι η μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 περιέχει υπερβολές και ανακρίβειες, δεν τις εξειδικεύει, ούτε καν δίδει ένδειξη, ως όφειλε, σε ποια σημεία αυτές  αφορούν, προτού προβεί σε διαπιστώσεις ως προς τα αμφισβητούμενα γεγονότα, ώστε να περιέχει η δικαστική απόφαση την απαραίτητη δικαστική κρίση επί των επιδίκων θεμάτων.

Γενικά, ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ. Σιακόλα ήταν πλημμελής, για τους λόγους που προβάλλουν οι εφεσείοντες.  Αναφορικά με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες υπεγράφη το Τεκμήριο 3, οι αντιφάσεις και τα κενά που διαπιστώνει το Δικαστήριο στη μαρτυρία του Μ. Σιακόλα, ενδεχόμενα να μην υπήρχαν, εάν αυτή αξιολογείτο ορθά,  υπό το φως όσων και ο εφεσίβλητος 2 κατέθεσε.

Για το ζήτημα της ζημιάς δε συμφωνούμε με τους εφεσείοντες ότι αυτή δεν καλύπτεται από την Έκθεση Απαίτησης. Παρά την αναφορά κατά τον προσδιορισμό της σε 30 σ. ανά  τόνο εκσκαφής, φορτώσεις και μεταφορές υλικών, το αξιούμενο ποσό έχει ως βάση τη συμφωνία και το συμφωνηθέν ανά τόνο καθαρού προϊόντος ποσό.

Τα όσα πιο πάνω έχουμε ενδεικτικά εκθέσει δημιουργούν ρήγμα στα ευρήματα του Δικαστηρίου, το οποίο είναι εξ αντικειμένου αδύνατο να πληρωθεί, κατ’ εφαρμογή των εξουσιών του εφετείου.  Η αδυναμία αυτή οδηγεί αναπόφευκτα σε παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και στην έκδοση διατάγματος επανεκδίκασης της αγωγής, σ’ ό,τι αφορά τη συμφωνία - Τεκμήριο 1 - και τα του τερματισμού της. Οι αποζημιώσεις έχουν, ήδη, συμφωνηθεί με τις δηλώσεις των συνηγόρων στο ποσό των £51.000,00 - (Χριστοδούλου. [*976]ν. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 552, Χαραλάμπους ν. Σάββα (1996) 1 Α.Α.Δ. 576).

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Τα έξοδα της πρώτης δίκης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δεύτερης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.�Τα έξοδα της πρώτης δίκης ακολουθούν το αποτέλεσμα της δεύτερης.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο