(2006) 1 ΑΑΔ 1153
[*1153]9 Νοεμβρίου, 2006
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΣΕΣΜΕΛΟΓΛΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Έφεση Αρ. 194)
Οικογενειακό Δίκαιο ― Σχέσεις γονέων και τέκνων ― Γονική μέριμνα και φροντίδα ― Πρέπει να ασκείται προς το συμφέρον του τέκνου ― Παράγοντες που λαμβάνονται υπ’ όψιν ― Μεταφορά ανήλικου τέκνου εκτός Κύπρου ― Κατά πόσο ήταν, υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, προς το συμφέρον του τέκνου.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.
Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.
Απόδειξη ― Αντιφάσεις μεταξύ μαρτυρίας και δικογράφου ― Τρόπος αντιμετώπισής τους από το Δικαστήριο ― Κατά πόσο πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν από το Δικαστήριο.
Ο εφεσείων, Κύπριος πολίτης και η εφεσίβλητη, ελληνίδα, παντρεύτηκαν στην Κύπρο στις 24/9/00. Τόπος διαμονής και εργασίας τους ήταν η Λευκωσία. Στις 18/12/00 απέκτησαν ένα παιδί, τον Αλέξιο. Στις 8/6/01 ο εφεσείων καταχώρησε την αίτηση αρ. 197/01 στο Οικογενειακό Δικαστήριο με την οποία ζητούσε διάταγμα όπως η άσκηση γονικής μέριμνας του ανηλίκου τεθεί στον ίδιο καθώς επίσης και διάταγμα που [*1154]να εμποδίζει την εφεσίβλητη να μεταφέρει το παιδί εκτός Κύπρου. Η εφεσίβλητη καταχώρησε υπεράσπιση στην αίτηση. Στις 2/7/01 καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε διάταγμα που να της αναθέτει την άσκηση της γονικής μέριμνας ή διαζευκτικά την επιμέλεια του παιδιού των διαδίκων, καθώς επίσης και διάταγμα που να της επιτρέπει να μεταφέρει το παιδί εκτός Κύπρου, δηλαδή στη Γαλλία για μόνιμη εγκατάσταση.
Οι εν λόγω αιτήσεις συνεκδικάστηκαν. Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας δέχθηκε την αίτηση της εφεσίβλητης και εξέδωσε σχετικό διάταγμα με το οποίο (α) ανατίθεται στην εφεσίβλητη (μητέρα) η φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου «οι δε λοιπές πτυχές της γονικής μέριμνας του Αλεξίου θα ασκούνται από τους δύο γονείς από κοινού» και (β) θα δικαιούται η εφεσίβλητη υπό τους όρους που περιγράφονται στο διάταγμα να μεταφέρει το μικρό Αλέξιο στην πόλη Νάντη της Γαλλίας για μόνιμη εγκατάσταση. Η αίτηση αρ. 197/01 που είχε καταχωρήσει ο εφεσείων, απορρίφθηκε.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Μερικοί από τους λόγους έφεσης εγείρουν θέμα αξιοπιστίας των μαρτύρων, ενώ μερικοί άλλοι εγείρουν ισχυρισμούς περί εσφαλμένης εφαρμογής των κριτηρίων με βάση τα οποία το δικαστήριο κατέληξε ότι ήταν προς το συμφέρον του παιδιού να κατοικήσει με τη μητέρα του στο εξωτερικό.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν έχει τεκμηριωθεί οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι αντιφάσεις τις οποίες επικαλέσθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντος δεν θεωρούνται ουσιώδεις με συνέπεια τον επηρεασμό της αξιοπιστίας της εφεσίβλητης. Σε σχέση με την αξιοπιστία του εφεσείοντος, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη και τη διάσταση στις θέσεις που αυτός προέβαλε με το δικόγραφο και τη δοθείσα μαρτυρία. Εξ άλλου η αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας και του δικογράφου του εφεσείοντος ήταν απλώς ένας από τους πολλούς λόγους που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο για την απόρριψη της μαρτυρίας του.
2. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιτρέψει στην εφεσίβλητη να μεταφέρει το παιδί στο εξωτερικό για μόνιμη εγκατάσταση όπου και η ίδια θα μετέβαινε, ικανοποιεί το κριτήριο του Άρθρου 6 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν. 216/90 όπως τροποποιήθηκε) ότι η εν λόγω ενέργεια θα είναι προς το συμφέρον του τέκνου. Το γεγονός ότι το διαμέρισμα θα το [*1155]ενοικίαζε η εφεσίβλητη και δεν ήταν ιδιόκτητο, όπως ανάφερε στην απόφασή του το δικαστήριο, δεν διαφοροποιεί την όλη κατάσταση αφού και στην Κύπρο οι διάδικοι δεν κατοικούσαν σε ιδιόκτητη οικία του εφεσείοντος.
3. Εφόσον δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί η θέση όλων των ψυχολόγων μαρτύρων ότι θα ήταν καλύτερα για το παιδί να είναι μαζί και με τους δύο γονείς, και το Δικαστήριο είχε να επιλέξει ένα από αυτούς, ορθά, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, αποφάσισε να επιτρέψει στη μητέρα να πάρει μαζί της το παιδί.
4. Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι το παιδί, με βάση την πρωτόδικη απόφαση, θα μεταφερόταν στο εξωτερικό για μόνιμη εγκατάσταση, η ενέργεια του εφεσείοντος να εξαντλήσει κάθε ένδικο μέσο δεν ήταν τόσο ακραία που θα πρέπει να τιμωρηθεί με έξοδα.
Η έφεση απορρίφθηκε. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Παπακόκκινου κ.ά. ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1653,
Κ.Α. ν. Δ.Κ. (2005) 1 (Α) Α.Α.Δ. 527,
Μιχαηλίδου ν. Μάρκου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1020,
Σοφοκλέους ν. Σοφοκλέους (2005) 1 Α.Α.Δ. 1030,
Ζαβρού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 456,
Ιακωβίδης ν. Ιακωβίδου (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1108,
Ιακωβίδου ν. Ιακωβίδη (1996) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1057.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ.�Αρ. 197/01 & 238/01), ημερ. 2/3/04.
Χρ. Μίτσιγγας, για τον Eφεσείοντα.
[*1156]Λ. Βραχίμης, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων είναι κύπριος πολίτης και η εφεσίβλητη ελληνίδα. Σπούδασαν και οι δυο σε θέματα σχετικά με την τέχνη. Ο πρώτος ιστορία της τέχνης και αρχαιολογίας και η δεύτερη σχετικά με συντήρηση έργων τέχνης. Γνωρίστηκαν αρχικά στην Γαλλία και αργότερα στην Κύπρο όπου συνήψαν δεσμό και τελικά τέλεσαν το γάμο τους στην Κύπρο στις 24/9/00. Άρχισαν να εργάζονται στην Κύπρο και οι δυο στο Κέντρο Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ένα κοινωφελές Ίδρυμα στη Λευκωσία, ο εφεσείων ως διευθυντής του Κέντρου η δε εφεσίβλητη ως συντηρητής έργων τέχνης. Στο εν λόγω Κέντρο είχαν και τον τόπο διαμονής τους σε χώρο που τους παραχωρήθηκε για το σκοπό αυτό από το Κέντρο. Από το γάμο τους απέκτησαν ένα παιδί, τον Αλέξιο, ο οποίος γεννήθηκε στις 18/12/00. Πολύ σύντομα η αρμονική συμβίωση των διαδίκων τερματίστηκε με αποτέλεσμα ο εφεσείων να καταχωρήσει στις 8/6/01 στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αίτηση αρ. 197/01 με την οποία ζητούσε διάταγμα όπως η άσκηση γονικής μέριμνας του ανηλίκου να τεθεί στον ίδιο καθώς επίσης και διάταγμα του δικαστηρίου που να εμποδίζει την εφεσίβλητη να μεταφέρει το παιδί εκτός Κύπρου. Η εφεσίβλητη, πέραν της υπεράσπισης που καταχώρησε στην εν λόγω αίτηση, στις 2/7/01 καταχώρησε και η ίδια την αίτηση αρ. 238/01 με την οποία ζητούσε διάταγμα που να αναθέτει στην ίδια την άσκηση γονικής μέριμνας ή διαζευκτικά την επιμέλεια του παιδιού των διαδίκων, καθώς επίσης και διάταγμα που να της επιτρέπει να μεταφέρει το παιδί εκτός Κύπρου, δηλαδή στη Γαλλία, για μόνιμη εγκατάσταση.
Οι εν λόγω αιτήσεις συνεκδικάστηκαν. Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας δέχθηκε την αίτηση της εφεσίβλητης και εξέδωσε σχετικό διάταγμα με το οποίο (α) ανατίθεται στην εφεσίβλητη (μητέρα) η φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου «οι δε λοιπές πτυχές της γονικής μέριμνας του Αλέξιου θα ασκούνται απο τους δυο γονείς από κοινού» και (β) θα δικαιούται η εφεσίβλητη υπό τους όρους που περιγράφονται στο διάταγμα να μεταφέρει το μικρό Αλέξιο στην πόλη Νάντη της Γαλλίας για μόνιμη εγκατάσταση. Η αίτηση αρ. 197/01 που είχε καταχωρήσει ο εφεσείων, απορρίφθηκε.
Ο εφεσείων (πατέρας) εφεσίβαλε την εν λόγω απόφαση με την [*1157]παρούσα έφεση, την οποία βασίζει σε 16 λόγους έφεσης.
Εξετάσαμε τους λόγους έφεσης και κρίνουμε ότι είναι πιο εύκολο όπως αυτοί εξεταστούν κατά ομάδες. Για παράδειγμα με τους 1ο και 2ο λόγους ουσιαστικά προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιτρέψει την μεταφορά και μετοίκηση του ανηλίκου στη Γαλλία είναι ασυμβίβαστη με τα συμφέροντα του παιδιού. Όμως από την αιτιολογία τους φαίνεται ότι η ορθότητα ή μη των λόγων αυτών εξαρτάται άμεσα και με το θέμα αξιοπιστίας των μαρτύρων, βασικά του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης, η οποία όμως κατάληξη του δικαστηρίου στο θέμα αυτό της αξιοπιστίας προσβάλλεται με άλλους λόγους έφεσης, όπως για παράδειγμα τον 6ο, 7ο, 9ο, 12ο και 13ο. Παρομοίως, οι λόγοι έφεσης 3, 4, 5, 8, 10, 11 και 14-16 σχετίζονται μεταξύ τους με την έννοια ότι αφορούν επιμέρους ισχυρισμούς περί εσφαλμένης εφαρμογής των κριτηρίων με βάση τα οποία το δικαστήριο κατάληξε ότι ήταν προς το συμφέρον του παιδιού να κατοικήσει με τη μητέρα του στο εξωτερικό, θέμα που καλύπτεται και από τους 1ο και 2ο λόγους έφεσης.
Θα αρχίσουμε λοιπόν την εξέταση της έφεσης από το θέμα αξιοπιστίας, κατά πόσον δηλαδή το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, έκρινε αξιόπιστη την εφεσίβλητη και αναξιόπιστο τον εφεσείοντα. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε αν με βάση τη μαρτυρία που έχει δεχθεί το πρωτόδικο δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένης και της μαρτυρίας των ειδικών μαρτύρων (ψυχολόγων) εφάρμοσε ορθά τις σχετικές νομικές αρχές, η βασική των οποίων είναι ότι η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να έχει ως κύριο κριτήριο την ευημερία του ανηλίκου.
Αναφορικά με την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου να προτιμήσει τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και να απορρίψει αυτή του εφεσείοντα, το θέμα εξετάζεται κάτω από το φως της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί ως αξιόπιστη. (βλ. μεταξύ άλλων, Παπακόκκινου κ.ά. ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1653, 1668 και συνέχεια με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία, Κ.Α. ν. Δ.Κ. (2005) 1 (Α) Α.Α.Δ. 527, Μιχαηλίδου ν. Μάρκου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1020 και Σοφοκλέους ν. Σοφοκλέους (2005) 1 Α.Α.Δ. 1030).
Σε διάφορους από τους λόγους έφεσης προβάλλονται ισχυρισμοί ότι εσφαλμένα έχει δεχθεί τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη διό[*1158]τι το εύρημα ότι η εφεσίβλητη «δεν έχει περιπέσει σε αντιφάσεις» δε συνάδει με την προσαχθείσα μαρτυρία. Προχωρεί ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα (βλ. 6ο λόγο έφεσης) και παραθέτει παραδείγματα «αντιφάσεων και/ή ανακριβειών», όπως τις περιγράφει, που τις θεωρεί ως σοβαρές. Παραθέτει έξι παραδείγματα αντιφάσεων. Στο πρώτο παράδειγμα προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι σε ένα σημείο της μαρτυρίας της (κύρια εξέταση) η εφεσίβλητη είπε ότι είχε μόνο μια πρόταση για να εργαστεί στην Κύπρο ενώ σε άλλο μέρος (αντεξέταση) ότι είχε 3 προτάσεις. Πράγματι από τα πρακτικά προκύπτει ότι στην κύρια εξέταση περιορίστηκε σε μια περίπτωση ενώ στην αντεξέταση ανέφερε και τις άλλες. Στην ουσία τις άλλες περιπτώσεις τις υπέβαλε ο συνήγορος και η εφεσίβλητη τις δέχθηκε με ευκολία και έδωσε εξηγήσεις γιατί δεν τις ανέφερε στην κύρια εξέταση, που δε φανερώνουν ότι είναι μάρτυρας που ήθελε να αποκρύψει την αλήθεια. Το δεύτερο παράδειγμα αντίφασης, ουσιαστικά δεν αποτελεί αντίφαση. Αποτελεί απλό ισχυρισμό της πλευράς του εφεσείοντα ότι η απάντηση της εφεσίβλητης «όχι απαραίτητα» στην υποβολή ότι ένα βρέφος 6 περίπου μηνών θα ταλαιπωρείτο σε ένα ταξίδι 20 ωρών, είναι παράλογη.
Χωρίς την ανάγκη να κάνουμε αναφορά σε ένα προς ένα στα διάφορα παραδείγματα αντιφάσεων που προβάλλονται από τον εφεσείοντα, αναφέρουμε ότι έχουμε εξετάσει αυτά αλλά κρίνουμε ότι κανένα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιώδης αντίφαση με συνέπεια τον επηρεασμό της αξιοπιστίας της εφεσίβλητης.
Με τον 7ο λόγο έφεσης, αφού γίνεται αναφορά στους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα αναξιόπιστο, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι περιπτώσεις αντιφατικότητας στις οποίες στηρίχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο «είτε αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δε δικαιολογούνται από τη δοθείσα μαρτυρία». Εσφαλμένα, βασίστηκε το δικαστήριο σε ισχυρισμούς στα δικόγραφα των δικηγόρων του για να συγκρίνει αυτούς με τη μαρτυρία του. Το λάθος, σύμφωνα με το συνήγορο του εφεσείοντα, συνίσταται στο ότι το δικαστήριο στηρίχθηκε στην απόφαση της μειοψηφίας στην υπόθεση Ζαβρού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 456. Επικαλείται ο συνήγορος και το σύγγραμμα Phipson on Evidence 14η έκδοση. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης με αναφορά στην υπόθεση Κ.Α. ν. Δ.Κ. πιο πάνω, υποστηρίζει ότι ήταν επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο όπως, μεταξύ άλλων λόγων, λάβει υπόψη και τη διάσταση στις θέσεις που ο εφεσείων προέβαλε με το δικόγραφο και τη δοθείσα μαρτυρία.
Πράγματι στην εν λόγω υπόθεση Κ.Α. ν. Δ.Κ. εξετάστηκε παρό[*1159]μοιος ισχυρισμός. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 531 που έχει ως εξής:
«Το Οικογενειακό Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας, για το λόγο ότι αυτή «.... περιέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων ανάμεσα στην υπεράσπιση που καταχώρησε και στην προφορική της μαρτυρία.» Έδωσε, μάλιστα αριθμό τέτοιων αντιφάσεων.
Η αξιολόγηση αυτή, εισηγείται η εφεσείουσα, δεν είναι ορθή. Το γεγονός ότι αρνήθηκε, με την Υπεράσπισή της, ισχυρισμούς του εφεσίβλητου είναι μια δυνατότητα που παρέχεται δικονομικά και δεν μπορούσε να λειτουργήσει εναντίον της.
Δε συμφωνούμε με την εφεσείουσα και ούτε διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το Οικογενειακό Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία της. Με εκτεταμένη αιτιολογία, απέρριψε τη μαρτυρία της ως αναξιόπιστη, όχι μόνο λόγω των αντιφάσεων με τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης αλλά και λόγω αντιφάσεων μεταξύ των όσων είπε στην προφορική μαρτυρία της. Με μεγάλη λεπτομέρεια παρατίθενται στην απόφαση οι αντιφάσεις, στις οποίες περιέπεσε η εφεσείουσα και οι οποίες οδήγησαν το Δικαστήριο στην απόρριψη της μαρτυρίας της. Το γεγονός ότι παρέχεται δυνατότητα διαζευκτικών υπερασπίσεων στο δικόγραφο δε σημαίνει ότι εμποδίζεται το Δικαστήριο, ανάλογα με τα γεγονότα της υπόθεσης, να αναφερθεί και να αξιολογήσει μαρτυρία με αναφορά στους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην Υπεράσπιση.»
Εξετάσαμε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα και την απόφαση του δικαστηρίου. Έχουμε προσέξει ότι η αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας και του δικογράφου του εφεσείοντα ήταν απλώς ένας από τους πολλούς λόγους που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο για την απόρριψη της μαρτυρίας του. Επομένως δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο αξιολόγησης. Έτσι και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Με τον 12ο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα της εφεσίβλητης κου Πέτρου Ερωτοκρίτου και με τον 13ο λόγο ότι δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία των ψυχολόγων που κάλεσε ο εφεσείων δηλαδή της Λουκίας Δημητρίου και Κρινιώς Κουδουνάρη, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα και αντιεπιστημονικά συμπεράσματα και ευρήματα. Εφόσον η κα Κουδουνάρη είχε καλύτερα προσόντα σε θέματα παιδοψυχολογίας και υιοθε[*1160]σίας και είχε την ευκαιρία να δει τον ανήλικο πέντε φορές, έπρεπε, συνεχίζει ο συνήγορος, να προτιμηθεί η δική της άποψη ότι η απουσία του πατέρα σε περιπτώσεις όπου το παιδί είναι αγόρι της ηλικίας του Αλέξιου φέρνει περισσότερες διαταραχές από την απουσία της μητέρας. Σύμφωνα με τη μάρτυρα, ο πατέρας είναι η σπονδυλική στήλη του παιδιού και αυτός που οργανώνει τον ψυχισμό ενός αγοριού, αυτός που θα του απαγορεύσει να έχει έλξη προς τη μητέρα του και να τον βοηθήσει, όταν μεγαλώσει να έχει ερωτική έλξη προς μια γυναίκα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, απορρίπτοντας τη θέση της εν λόγω μάρτυρας ανάφερε τα εξής:
«Οι διατάξεις του άρθρου 6(2)(β) του Ν. 216/90 δεν μου επιτρέπουν να εξετάσω τη θεωρεία που ανέπτυξε η ψυχολόγος Κουδουνάρη, ΜΑ6 και τη θεωρία που ανέπτυξε ο ψυχολόγος Ερωτοκρίτου, Μ.Υ.2, στην έκταση που σχετίζονται με το φύλο του γονέα. Η μεν πρώτη υποστήριξε τόσο στην κυρίως εξέτασή της όσο και στην αντεξέταση της, πως η απουσία του πατέρα σε περιπτώσεις όπου το παιδί είναι αγόρι της ηλικίας του Αλέξιου φέρνει περισσότερες διαταραχές από την απουσία τη μητέρας. Όπως ανέφερε, η ΜΑ6, ο πατέρας είναι η σπονδυλική στήλη του παιδιού και αυτός που οργανώνει τον ψυχισμό ενός αγοριού, αυτός που θα του απαγορεύσει να έχει έλη προς την μητέρα του και να τον βοηθήσει, όταν μεγάλώσει να έχει ερωτική έλξη προς μια άλλη γυναίκα.»
Το άρθρο 6 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν. 216/90 ως έχει τροποποιηθεί) διέπει τα της γονικής μέριμνα και διαλαμβάνει τα εξής:
«6.(1) Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου.
2(α) Στο συμφέρον του τέκνου πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του Δικαστηρίου όταν, κατά τις διατάξεις του νόμου, το Δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τν τρόπο της άσκησης της.
(β) Η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις με βάση το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις, την ιθαγένεια, την εθνική ή κοινωνική προέλευση ή την περιουσία.
(3) Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου και στο βαθμό που [*1161]μπορεί να αντιληφθεί, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, εφόσο η απόφαση αφορά τα συμφέροντα του.»
Ενόψει των πιο πάνω προνοιών του νόμου, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να δεχθεί τη θεωρία που ανάπτυξε η ψυχολόγος Κουδουνάρη. Αν η μαρτυρία της γινόταν δεκτή, τότε σε όλες τις περιπτώσεις όπου έχουμε ένα αγόρι της ηλικίας των 3 περίπου ετών, η απόφαση του δικαστηρίου θα πρέπει να είναι η ανάθεση της φύλαξης και φροντίδας του παιδιού στον πατέρα, πράγμα που δεν υποστηρίζεται από το γράμμα και πνεύμα του νόμου.
Αναφορικά με τη ψυχολόγο Λουκία Δημητρίου, το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι παραγνωρίστηκε η δική της άποψη που υποστήριζε τα ακόλουθα: (α) ότι σε περίπτωση που αναγκαστεί το παιδί να μεταβεί στο εξωτερικό με τον ένα από τους δυο γονείς «θα βιώσει την έλλειψη του γονιού που δεν είναι μαζί του»· (β) ότι ο χωρισμός σε συνθήκες που οι επαφές με τον πατέρα θα είναι αραιές, ίσως αποδυναμώσουν και την ίδια την ανάμνηση του πατέρα, και (γ) ότι η μετακίνηση θα επηρεάσει το παιδί αρνητικά αφού θα φύγει από τους οικείους του χώρους, το πρόγραμμα και την ρουτίνα του και γενικά την εκτεταμένη οικογένεια της πλευράς του πατέρα, δηλαδή παππούδες, γιαγιάδες, εξαδέλφια και θείους.
Το πρωτόδικο δικαστήριο σχετικά με τη μαρτυρία αυτή, μεταξύ άλλων, ανάφερε τα εξής:
«Η ψυχολόγος Δημητρίου, ΜΑ2, ήταν περισσότερο μέσα στο πνεύμα του Νόμου, εφόσον δεν έκανε οποιαδήποτε διάκριση ως προς το φύλο του γονέα υποστηρίζοντας γενικά πως η μόνιμη απώλεια ενός γονέα ανεξαρτήτως φύλου είναι εξίσου τραγική για το παιδί. Όλοι οι ψυχολόγοι που κατέθεσαν στην παρούσα υπόθεση δέχθηκαν, πως η παρουσία και των δύο γονέων είναι αναγκαία για την ισορροπημένη ανάπτυξη ενός παιδιού.»
Είναι ορθή η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι όλοι οι ψυχολόγοι ήσαν της άποψης ότι το να είναι το παιδί μαζί και με τους δυο γονείς συντείνει καλύτερα για την ισορροπημένη ανάπτυξη του. Εδώ όμως τα γεγονότα ήσαν τέτοια που ήταν δεδομένο ότι ο ένας από τους δυο γονείς, η εφεσίβλητη, θα μετακόμιζε στο εξωτερικό. Επομένως αυτό που θα εξετάζετο θα είχε ως αφετηρία την πρόθεση αυτή της εφεσίβλητης που δημιουργούσε μια κατάσταση που το παιδί δεν μπορούσε να είναι και με τους δυο γονείς αλλά μόνο με τον [*1162]ένα και το δικαστήριο θα έπρεπε να αποφασίσει πώς εξυπηρετείτο καλύτερα το συμφέρον του παιδιού. (Βλ. Ιακωβίδης ν. Ιακωβίδου (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1108).
Εφόσον έχουμε καταλήξει ότι δε χωρεί επέμβαση στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να δεχθεί τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και να απορρίψει αυτή του εφεσείοντα, προχωρούμε να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης που ουσιαστικά επικεντρώνονται στον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα το Οικογενειακό Δικαστήριο επέτρεψε τη μεταφορά του ανηλίκου για μόνιμη εγκατάσταση στη Γαλλία. Αμφότεροι οι συνήγοροι αναφέρθηκαν στην υπόθεση Ιακωβίδης ν. Ιακωβίδου, πιο πάνω, ως την αυθεντία που διέπει το θέμα σε περιπτώσεις όπως την παρούσα που ο ένας από τους γονείς που διεκδικεί τη γονική μέριμνα ταυτόχρονα ζητά και άδεια του δικαστηριου να μεταφέρει το παιδί για μόνιμη εγκατάσταση εκτός Κύπρου, στη χώρα δηλαδή που θα εγκατασταθεί ο γονιός.
Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε έφεση εναντίον επανεκδικασθείσας υπόθεσης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Στην πρώτη απόφαση το Οικογενειακό Δικαστήριο ανάθεσε στη μητέρα (Αμερικανίδα υπήκοο) τη φύλαξη και φροντίδα του ανήλικου γιου των διαδίκων για όσο θα παράμενε στην Κύπρο και διέταξε ότι αν αυτή αναχωρήσει για το εξωτερικό, τότε η φύλαξη και φροντίδα του παιδιού θα περιέρχεται στον πατέρα. Η μητέρα εφεσίβαλε την απόφαση, η έφεση έγινε αποδεκτή, (βλ. Ιακωβίδου ν. Ιακωβίδη (1996) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1057) και διατάχθηκε επανεκδίκαση. Το Οικογενειακό Δικαστήριο, με άλλη τώρα σύνθεση, αφού άκουσε την υπόθεση, παραχώρησε τη γονική μέριμνα στη μητέρα στην οποία επέτρεψε επίσης να μεταφέρει το παιδί, που τότε ήταν 9 περίπου ετών, στις Ηνωμένες Πολιτείες και η απόφαση εφεσιβλήθηκε τώρα από τον πατέρα. Η μητέρα είχε στο μεταξύ τελέσει νέο γάμο με κάποιο κ. Κωνσταντινίδη. Η έφεση έγινε δεχτή για τους εξής βασικά λόγους:
«(α) Η πορεία που ακολούθησε το πρωτόδικο δικαστήριο είναι λανθασμένη γιατί δεν εξέτασε σφαιρικά το θέμα κατά πόσο η μητέρα ήταν το καταλληλότερο πρόσωπο να της ανατεθεί η φύλαξη μαζί με το κατά πόσο η απόφαση της να μετοικήσει νόμιμα στην Αμερική ήταν λογική. Με δεδομένη την πρόθεση της εφεσίβλητης να μετοικήσει στην Αμερική, θα έπρεπε να εξεταστεί ποιός από τους δύο γονείς ήταν ο καταλληλότερος να φροντίζει το Νικόλα.
(β) Το Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια και για τον λόγο ότι δεν έλαβε υπ’ όψιν και τα δικαιώματα [*1163]του πατέρα, ο οποίος χωρίς να φταίει σε τίποτε, αποχωρίζεται το παιδί του.
(γ) Η επιθυμία του ανηλίκου θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν, αλλά σίγουρα δεν συνιστά και το μόνο, ούτε και τον πρωταρχικό παράγοντα. Και τούτο γιατί, όπως φαίνεται να έγινε και στην παρούσα περίπτωση, το Δικαστήριο δεν μπορεί να είναι σίγουρο ότι αυτή είναι η πραγματική επιθυμία του ανήλικου. Εξ άλλου είναι εύκολο ανήλικος, ιδιαίτερα σε τρυφερή ηλικία, να καθοδηγηθεί ή ακόμα να αφεθεί να νομίζει ότι έχει συγκεκριμένες επιθυμίες που ουσιαστικά δεν τον εκφράζουν.
(δ) Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο κ. Κωνσταντινίδης θα βοηθήσει το Νικόλα να διατηρήσει την ελληνικότητα και τη θρησκεία του, δεν φαίνεται να δικαιολογείται από την ενώπιον του μαρτυρία.
(ε) Κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας, οι δεσμοί ενός παιδιού με τα αδέλφια του είναι παράγων που θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν, όπως προνοεί το Άρθρο 14(3) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν. 216/90. Ο παράγων αυτός δεν μετρά υπέρ της εφεσίβλητης στην παρούσα περίπτωση. Ο νομοθέτης δεν εννοούσε ότι λαμβάνονται υπ’ όψιν και αδέλφια για τα οποία δεν είχε εκδηλωθεί καν η πρόθεση να συλληφθούν.
(στ) Το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια λανθασμένα αφού κατέληξε σε αριθμό λανθασμένων συμπερασμάτων. Η μετοίκηση του Νικόλα δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντά του και κάτω υπό τις περιστάσεις η φροντίδα θα έπρεπε να είχε ανατεθεί στον πατέρα του.
(ζ) Το Δικαστήριο επίσης λανθασμένα έδωσε υπερβολική βαρύτητα στο γεγονός ότι από τη διάσταση και μέχρι την αίτηση, η εφεσίβλητη είχε τη φύλαξη του ανήλικου.»
Στους λόγους έφεσης δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι η εφεσίβλητη (μητέρα) είναι ακατάλληλη για να έχει την επιμέλεια και φροντίδα του παιδιού. Επομένως αυτό που είχε να αποφασίσει το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν αν θα επέτρεπε στην εφεσίβλητη να μεταφέρει το παιδί στο εξωτερικό για μόνιμη εγκατάσταση όπου θα μετέβαινε και η ίδια. Κριτήριο για την απόφαση του ήταν το κατά πόσο η ενέργεια αυτή ήταν προς το συμφέρον του ανηλίκου. Για σκοπούς της απόφασης αυτής το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε (α) το γνήσιο της απόφασης της εφεσίβλητης να εγκαταλείψει την Κύπρο και να εγκα[*1164]τασταθεί στη Γαλλία, (β) τις συνθήκες εργοδότησης της στη χώρα αυτή (γ) το χώρο όπου θα διαμένει η εφεσίβλητη με το παιδί στην πολη Νάντη της Γαλλίας και (δ) ότι από τη στιγμή που το παιδί θα αποχωρίζετο ένα από τους γονείς του, ήταν προς το συμφέρον του λαμβάνοντας υπόψη και την μικρή του ηλικία και το ότι ακόμη δεν είχε αρχίσει η δημοτική εκπαίδευση, να είναι με τη μητέρα. Το γεγονός ότι το διαμέρισμα θα το ενοικίαζε η εφεσίβλητη και δεν ήταν ιδιόκτητο, όπως ανάφερε στην απόφαση του το δικαστήριο, δεν νομίζουμε ότι διαφοροποιεί την όλη κατάσταση αφού και εδώ στην Κύπρο οι διάδικοι δεν κατοικούσαν σε ιδιόκτητη οικία του εφεσείοντα αλλά έμεναν στο προαναφερθέν Κέντρο.
Με το λόγο έφεσης 15 γίνεται παράπονο ότι αγνόησε το δικαστήριο το ότι η ψυχολόγος Ρωσσίδου, που κάλεσε η εφεσίβλητη, κατάθεσε ότι και ο πατέρας συνεισφέρει στη σωστή ανάπτυξη του ανηλίκου και είναι ικανός να αναλάβει τη φροντίδα του. Εξετάζοντας όμως την πρωτόδικη απόφαση, προσέχουμε ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Ήδη αναφέραμε πιο πάνω ότι το δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι η θέση όλων των ψυχολόγων μαρτύρων, ήταν ότι θα ήταν καλύτερα για το παιδί να είναι μαζί και με τους δυο γονείς. Από τη στιγμή όμως που τούτο δεν μπορούσε να γίνει και το δικαστήριο είχε να επιλέξει ένα από τους γονείς, κατάληξε να αφήσει το παιδί στην εφεσίβλητη. Για την κατάληξη του αυτή ασχολήθηκε με πολλή επιμέλεια με την ενώπιον του μαρτυρία και αφού αξιολόγησε αυτή αποφάσισε να επιτρέψει στη μητέρα να πάρει μαζί της το παιδί. Αντιλαμβανόμαστε ότι γενικά μια τέτοια απόφαση δεν μπορεί να ικανοποιεί και τους δυο διαδίκους, εδώ τον εφεσείοντα. Όμως δεν υπάρχει λόγος επέμβασης στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Μας απασχόλησε το θέμα των εξόδων της έφεσης (πρωτοδίκως δεν υπήρχε οποιαδήποτε διαταγή) τα οποία κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης. Έχουμε τελικά καταλήξει ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι το παιδί, με βάση την πρωτόδικη απόφαση, θα μεταφερόταν στο εξωτερικό για μόνιμη εγκατάσταση, η ενέργεια του εφεσείοντα να εξαντλήσει κάθε ένδικο μέσο δεν ήταν τόσο ακραία που θα πρέπει να τιμωρηθεί με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο