Allocay Holdings Ltd ν. Ανδρέα Τσιάρτα και Άλλου (2006) 1 ΑΑΔ 1220

(2006) 1 ΑΑΔ 1220

[*1220]20 Νοεμβρίου, 2006

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ALLOCAY HOLDINGS LTD,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

1. ΑΝΔΡΕΑ ΤΣΙΑΡΤΑ,

2. ΣΑΒΒΑ Γ. ΛΕΒΕΝΤΗ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 160/2005)

 

Αγωγή ― Αγώγιμο δικαίωμα ― Συναρτάται με τα γεγονότα τα οποία το στοιχειοθετούν και τα οποία υφίστανται κατά το χρόνο της αγωγής ― Αγωγή με ουσιαστικό επίδικο θέμα την αμέλεια ή τον δόλο των εναγομένων σε σχέση με την πώληση και μεταβίβαση ακινήτου ― Παρερμηνεία αγώγιμου δικαιώματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο ― Ακύρωση πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση και έκδοση διαταγής όπως η αγωγή τεθεί ενώπιον της εκδικάσασας αυτήν Προέδρου για απόφαση επί των επιδίκων θεμάτων.

Οικόπεδο το οποίο ανήκε σε κάποια Δήμητρα Χριστοδούλου, κάτοικο Αγγλίας, πωλήθηκε με τη χρήση πλαστού πληρεξουσίου εγγράφου στην εταιρεία Bellapais Abbey Estates Ltd αντί £100.000. Ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Χριστοδούλου παρουσιάζετο κάποιος Αντώνης Βασιλείου. Πιστοποιών υπάλληλος ήταν ο Γεώργιος Αντωνίου. Πίσω από την αγορά ήταν ο εφεσίβλητος 1 στον οποίο ανήκε η εταιρεία, και ο εφεσίβλητος 2, αποδυόμενοι σε κοινή επιχείρηση. Οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν έναντι £25.000 και αδυνατούσαν να εξοφλήσουν το υπόλοιπο, οπότε ενδιαφέρθηκε να αγοράσει το οικόπεδο η εφεσείουσα. Το οικόπεδο μεταβιβάστηκε απ’ ευθείας στην εφεσείουσα, η οποία κατέβαλε £25.000 στους εφεσίβλητους και £75.000 στο Βασιλείου, και ενεγράφη επ’ ονόματι της στις 16/11/1995. Η θέση των εφεσιβλήτων ήταν ότι η συμφωνία για την αγορά του οικοπέδου από την εφεσείουσα, που ήταν προφορική, δεν έγινε με αυτούς αλλά με τον Βασιλείου. Η Χριστοδούλου καταχώρησε αγωγή κατά της εφεσείουσας και των Βασιλείου και Αντωνίου, όταν ανακάλυψε το τι είχε γίνει εν τω μεταξύ, εξασφαλίζοντας και [*1221]ανάλογο παρεμπίπτον διάταγμα κατά της εφεσείουσας. Η εφεσείουσα υπερασπίστηκε την υπόθεση, προωθώντας παράλληλα και τη δική της αγωγή κατά των εφεσιβλήτων και αξιώνοντας £100.000 ως το τίμημα της αγοράς καταβληθέν άνευ αντιπαροχής, πλέον τα μεταβιβαστικά έξοδα, ή στη βάση αμέλειας και ψευδών παραστάσεων, κατά δε του Αντωνίου για τα ίδια ποσά στη βάση αμέλειας ή ψευδών παραστάσεων.

Η αγωγή της Χριστοδούλου εκδικάστηκε πρώτα και σ’ αυτήν εξεδόθη απόφαση το 2000. Διαπιστώθηκε ότι όντως το πληρεξούσιο ήταν πλαστό και διατάχθηκε η ακύρωση της εγγραφής του οικοπέδου επ’ ονόματι της εφεσείουσας και η επανεγγραφή του επ’ ονόματι της Χριστοδούλου.

Την 1/12/2003 άρχισε η εκδίκαση της αγωγής της εφεσείουσας. Στις 22/4/2005 εξεδόθη απόφαση με την οποία η αγωγή της εφεσείουσας κατά των εφεσιβλήτων απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η θεραπεία που αφορούσε την επιστροφή των £100.000 ως καταβληθέντων άνευ αντιπαροχής δεν μπορούσε να επιτύχει καθ’ όσον, όταν ηγέρθη η αγωγή, η συμφωνία είχε εκτελεσθεί πλήρως με τη μεταβίβαση και εγγραφή του οικοπέδου επ’ ονόματι της εφεσείουσας. Αλλά και οι άλλες θεραπείες, θεώρησε, δεν μπορούσαν να επιτύχουν καθ’ όσον, με δεδομένη την επ’ ονόματι της εφεσείουσας εγγραφή του κτήματος κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, ουδεμία ζημία είχε προκληθεί στην εφεσείουσα. Η δε ακύρωση της εγγραφής ως αποτέλεσμα της απόφασης στην αγωγή της Χριστοδούλου ουδόλως επηρέαζε τα πράγματα αφού το αγώγιμο δικαίωμα θα έπρεπε να διαγνωσθεί κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η αξίωση της εφεσείουσας εδράζετο στη θέση ότι η Χριστοδούλου ήταν η ιδιοκτήτρια του επίδικου οικοπέδου και ότι οι εφεσίβλητοι, ως εκ τούτου, αμελώς ή δολίως παρέστησαν προς την εφεσείουσα ότι είχαν δικαίωμα πώλησής του. Η έκβαση και η όλη ύπαρξη της αγωγής της Χριστοδούλου ουδόλως καθόριζε ή επηρέαζε το οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα της εφεσείουσας το οποίο συναρτάτο μόνο προς τα ίδια τα γεγονότα στα οποία στηρίχθηκε και τα οποία υφίσταντο κατά το χρόνο της αγωγής της.

2.  Οι εφεσίβλητοι δεν αμφισβήτησαν εξ αρχής το αγώγιμο δικαίωμα της εφεσείουσας. Στο στάδιο δε της ακρόασης, οι εφεσίβλητοι [*1222]εγκατέλειψαν, αν ποτέ υπήρχε, οποιοδήποτε θέμα έλλειψης αγώγιμου δικαιώματος, αφού ούτε στην ακρόαση ούτε στην αγόρευσή τους έθιξαν καν τέτοιο θέμα.

3.  Η έφεση επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται όπως και η σχετική διαταγή εξόδων. Η αγωγή θα τεθεί ενώπιον της Προέδρου του πρωτόδικου Δικαστηρίου που την εξεδίκασε ώστε να συμπληρωθεί η εκδίκασή της με την έκδοση απόφασης επί των επιδίκων θεμάτων στη βάση της ήδη δοθείσας μαρτυρίας και των επ’ αυτής αγορεύσεων.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ της

εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων. Εκδόθηκε διαταγή ως ανωτέρω.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ. Αρ. 4576/96), ημερ. 22/4/05.

Κ. Μιχαηλίδης με Ι. Τυπογράφο, για τους Εφεσείοντες.

Α. Δράκος, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Στις 28.5.1996 η Εφεσείουσα ήγειρε αγωγή (4576/96) κατά των δύο Εφεσιβλήτων Τσιάρτα και Λεβέντη και ενός άλλου, του Γεώργιου Αντωνίου, σε σχέση με ένα οικόπεδο το οποίο, όπως ήταν η θέση της, είχε αγοράσει από τους Εφεσίβλητους και της είχε μεταβιβασθεί αφού κατέβαλε το συμφωνηθέν τίμημα των £100.000. Η αγορά του οικοπέδου είχε κάποια προϊστορία που αποκαλύπτει και τους λόγους που οδήγησαν την Εφεσείουσα στην έγερση της αγωγής. Το οικόπεδο ανήκε και ήταν εγγεγραμμένο επ’ ονόματι κάποιας Δήμητρας Χριστοδούλου, που κατοικούσε στην Αγγλία. Κάποιος Αντώνης Βασιλείου, παρουσιαζόμενος ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Χριστοδούλου δυνάμει πληρεξουσίου εγγράφου ημερομηνίας 26.10.1995, το οποίο είχε πιστοποιήσει, ως πιστοποιών υπάλληλος, ο Αντωνίου, και το οποίο όμως, όπως προέκυψε αργότερα, ήταν πλαστό αφού η Χριστοδούλου ουδέποτε το υπέγραψε, υπέγραψε στις 27.10.1995 πωλητήριο έγγραφο εκ μέ[*1223]ρους της Χριστοδούλου για πώληση του οικοπέδου αντί £100.000 στην εταιρεία Bellapais Abbey Estates Ltd. Φαίνεται ότι πίσω από την αγορά ήταν ο Εφεσίβλητος 1, στον οποίο ανήκε η εταιρεία, και ο Εφεσίβλητος 2, αποδυόμενοι σε κοινή επιχείρηση. Φαίνεται επίσης ότι, έχοντας καταβάλει £25.000, οι Εφεσίβλητοι αδυνατούσαν να εξοφλήσουν το υπόλοιπο, οπότε ενδιαφέρθη να αγοράσει το οικόπεδο η Εφεσείουσα. Δεν υλοποιήθηκε λοιπόν η αρχική συμφωνία με τη μεταβίβαση του οικοπέδου στη Bellapais και το οικόπεδο μεταβιβάσθηκε απ’ ευθείας στην Εφεσείουσα, η οποία κατέβαλε £25.000 στους Εφεσίβλητους και £75.000 στο Βασιλείου, και ενεγράφη επ’ ονόματι της στις 16.11.1995. Επί της ουσίας, παρεμπιπτόντως όμως για παρόντες σκοπούς, η θέση των Εφεσιβλήτων είναι ότι η συμφωνία για την αγορά του οικοπέδου από την Εφεσείουσα, που ήταν προφορική, δεν έγινε με αυτούς αλλά με το Βασιλείου.

Όταν, λίγες μέρες μετά, η Εφεσείουσα επιχείρησε να αξιοποιήσει το οικόπεδο, η Χριστοδούλου, που ανακάλυψε εν τω μεταξύ τι είχε γίνει, αντέδρασε με αγωγή (421/1996) κατά της Εφεσείουσας και των Βασιλείου και Αντωνίου, εξασφαλίζοντας και ανάλογο παρεμπίπτον διάταγμα κατά της Εφεσείουσας, η οποία την υπερασπίσθηκε, προωθώντας παράλληλα και τη δική της αγωγή. Η αξίωση της κατά των Εφεσιβλήτων ήταν για £100.000 ως το τίμημα αγοράς καταβληθέν άνευ αντιπαροχής, πλέον £8.600 που κατεβλήθησαν ως μεταβιβαστικά δικαιώματα στο Κτηματολόγιο, ή στη βάση αμέλειας και ψευδών παραστάσεων, κατά δε του Αντωνίου για τα ίδια ποσά στη βάση αμέλειας ή ψευδών παραστάσεων. Στην Έκθεση Απαίτησης οι αξιώσεις αυτές εξειδικεύονται σε μεγάλη λεπτομέρεια.

Η αγωγή της Εφεσείουσας όμως δεν τροχιοδρομήθηκε προς εκδίκαση έγκαιρα, αφού παρέμεινε εν αναμονή του αποτελέσματος της αγωγής της Χριστοδούλου. Εκδικάσθηκε λοιπόν πρώτα η αγωγή της Χριστοδούλου, στην οποία εξεδόθη απόφαση το 2000. Διαπιστώθηκε ότι όντως το πληρεξούσιο ήταν πλαστό και διατάχθηκε η ακύρωση της εγγραφής του οικοπέδου επ’ονόματι της Εφεσείουσας και η επανεγγραφή του επ’ ονόματι της Χριστοδούλου.  Έφεση του Αντωνίου κατά της απόφασης απορρίφθηκε το 2003.  Μετά και από αυτό ήταν που άρχισε την 1.12.2003 η εκδίκαση της αγωγής της Εφεσείουσας. Με την έναρξη της ακρόασης ο Αντωνίου δέχθηκε απόφαση εναντίον του. Ως προς τους Εφεσίβλητους διεξάχθη πλήρης και μακρά ακρόαση επί του συνόλου των επιδίκων θεμάτων, η δε απόφαση επιφυλάχθηκε στις 13.10.2004.

Η απόφαση εξεδόθη έξι και μήνες μετά, στις 22.4.2005. Όχι όμως για να επιλύσει τα επίδικα θέματα. Η ευπαίδευτη Πρόεδρος [*1224]που άκουσε την υπόθεση, έκρινε, χωρίς να συζητηθεί το θέμα, (σ. 4) “ότι θα πρέπει να εξετάσω κατά προτεραιότητα, κατά πόσο κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής η ενάγουσα εταιρεία είχε αποκρυσταλλωμένο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των εναγομένων 1-3 και αν δικαιούτο στις θεραπείες τις οποίες αξιώνει”. Αφού παράθεσε ότι θεώρησε ότι συνιστούσε την αξίωση της Εφεσίβλητης, είπε (σ. 5):

“Εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο η παρούσα αγωγή κατά το χρόνο καταχώρησής της δεν ήταν πρόωρη ή κατά πόσο κατά τον ουσιώδη χρόνο: 28.5.1996, είχαν αποκρυσταλλωθεί οιαδήποτε αγώγιμα δικαιώματα τα οποία θα μπορούσαν να στηρίξουν τις αξιώσεις και τις θεραπείες των εναγόντων.”

Η αντίληψη της ήταν ότι η θεραπεία που αφορούσε την επιστροφή των £100.000 ως καταβληθέντων άνευ αντιπαροχής δεν μπορούσε να επιτύχει καθ’ όσον, όταν ηγέρθη η αγωγή, η συμφωνία είχε εκτελεσθεί πλήρως με τη μεταβίβαση και εγγραφή του οικοπέδου επ’ ονόματι της Εφεσείουσας. Αλλά και οι άλλες θεραπείες, θεώρησε, δεν μπορούσαν να επιτύχουν καθ’ όσον, με δεδομένη την επ’ ονόματι της Εφεσείουσας εγγραφή του κτήματος κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, ουδεμία ζημία είχε προκληθεί στην Εφεσείουσα. Η δε ακύρωση της εγγραφής ως αποτέλεσμα της απόφασης στην αγωγή της Χριστοδούλου ουδόλως επηρέαζε τα πράγματα αφού το αγώγιμο δικαίωμα θα έπρεπε να διαγνωσθεί κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής. Απέρριψε έτσι την αγωγή κατά των Εφεσιβλήτων με έξοδα εναντίον της Εφεσείουσας που, όπως πληροφορηθήκαμε και θα αναμένετο ως εκ του μήκους της διαδικασίας, ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες λίρες, χωρίς να επιληφθεί των επιδίκων θεμάτων.

Παραθέσαμε σε έκταση το υπόβαθρο της υπόθεσης καθ’ όσον προκύπτει από αυτό το πλήρως δικαιολογημένο της έφεσης. Η συνάρτηση από την ευπαίδευτη Πρόεδρο της ύπαρξης του αγώγιμου δικαιώματος της Εφεσείουσας προς την ακύρωση της επ’ ονόματι της εγγραφής του οικοπέδου, που επήλθε με την απόφαση στην αγωγή της Χριστοδούλου, συνιστούσε θεμελιακή παρερμηνεία του πράγματος. Η αξίωση της Εφεσείουσας στη βάση της αντιπαροχής που απέτυχε και για αμέλεια ή ψευδείς παραστάσεις εδράζετο στη θέση ότι η Χριστοδούλου ήταν αυτή που είχε την ιδιοκτησία του οικοπέδου και ότι οι Εφεσίβλητοι, ως εκ τούτου, αμελώς ή δολίως παρέστησαν προς την Εφεσείουσα ότι είχαν δικαίωμα πώλησης του οικοπέδου. Η έκβαση, μάλιστα και η όλη ύπαρξη, της αγωγής της Χριστοδούλου ουδόλως καθόριζε ή επηρέαζε το οποιοδήποτε αγώ[*1225]γιμο δικαίωμα της Εφεσείουσας το οποίο συναρτάτο μόνο προς τα ίδια τα γεγονότα στα οποία στηρίχθηκε και τα οποία υφίσταντο κατά το χρόνο της αγωγής της. Η απόφαση στην αγωγή της Χριστοδούλου αφορούσε το δικό της αγώγιμο δικαίωμα να επιτύχει, δοθείσας της ιδιοκτησίας της και εφ’ όσον αποδεικνύετο το πλαστό του πληρεξουσίου, ακύρωση της εγγραφής επ’ ονόματι της Εφεσείουσας και επανεγγραφή επ’ ονόματι της, και απλώς επιβεβαίωσε το προς τούτο παρεμπίπτον γεγονός, που ήταν και το επίδικο θέμα, ότι το πληρεξούσιο βάσει του οποίου έγινε η μεταβίβαση και εγγραφή επ’ ονόματι της Εφεσείουσας ήταν πλαστό και άκυρο, εξ ου και η ίδια η εγγραφή, ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη ιδιοκτησίας, ήταν άκυρη. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι το σταθερό στοιχείο ήταν πάντοτε η ίδια η ιδιοκτησία της Χριστοδούλου, η οποία ούτε από την εγγραφή στο όνομα της Εφεσείουσας επηρεάστηκε ούτε έπαυσε ποτέ να υφίσταται. Σε αυτή εβασίζετο η ζημιά και το αγώγιμο δικαίωμα της Εφεσείουσας ως εκ των ενεργειών των Εφεσιβλήτων για τις οποίες παραπονείτο και όχι στην ακύρωση της επ’ ονόματι της εγγραφής. Το αγώγιμο δικαίωμα της Εφεσείουσας θα υπήρχε επί των δικών του δεδομένων ακόμα και αν δεν υπήρχε η αγωγή της Χριστοδούλου, η θετική έκβαση της οποίας δεν ήταν προϋπόθεση του αγώγιμου δικαιώματος της Εφεσείουσας. Και ουδεμία αντίφαση ή ανακολουθία υπήρχε εκ μέρους της Εφεσείουσας σε σχέση αφ’ ενός με την αξίωση της στην αγωγή της και την υπεράσπιση της στην αγωγή της Χριστοδούλου. Ήταν απόλυτα εύλογο εκ μέρους της, εφ’ όσον δεν μπορούσε να γνωρίζει η ίδια τις συνθήκες υπό τις οποίες καταρτίσθηκε το πληρεξούσιο, να υπερασπίσει την αγωγή εκείνη προς όφελος των συμφερόντων της με ουσιαστικό επίδικο θέμα την εγκυρότητα του πληρεξουσίου, και συγχρόνως να διασφάλιζε τα συμφέροντα της με τη δική της αγωγή με ουσιαστικό επίδικο θέμα την αμέλεια ή το δόλο των Εφεσιβλήτων.

Η αγωγή της Χριστοδούλου όμως διαφωτίζει από μια άλλη άποψη την όλη υπόθεση. Αν και δεν υπήρξε στην αγωγή της Εφεσείουσας δέσμευση από το αποτέλεσμα της αγωγής της Χριστοδούλου σε σχέση με την εγκυρότητα του πληρεξουσίου, η αγωγή δεν εκδικάσθηκε, αναβαλλόμενη προς τούτο, εν αναμονή της τελικής έκβασης της αγωγής της Χριστοδούλου και της ακολουθήσασας έφεσης του Αντωνίου. Αν όμως υπήρχε οποιοδήποτε θέμα αμφισβήτησης του αγώγιμου δικαιώματος της Εφεσείουσας, αυτό θα έπρεπε να είχε τεθεί εξ αρχής, αφού επηρέαζε την όλη αγωγή, και όχι μετά από την πλήρη ακρόαση της υπόθεσης και αφού επήλθε και η τελεσίδικη εκδίκαση της εγκυρότητας του πληρεξουσίου.  Άλλως δεν θα υπήρχε και νόημα στη μακρότατη αναβολή της ακρόασης. Εξ άλλου δε, και στο στάδιο που τελικά έγινε η ακρόαση, οι Εφεσίβλητοι εγκατέλει[*1226]ψαν, αν ποτέ υπήρχε, οποιοδήποτε θέμα έλλειψης αγώγιμου δικαιώματος αφού ούτε στην ακρόαση ούτε στην αγόρευση τους έθιξαν καν κάτι τέτοιο.

Με την επιτυχία της έφεσης, προκύπτει το ερώτημα του τι μέλλει γενέσθαι. Η ευπαίδευτη Πρόεδρος, αν και είχε ενώπιον της όλη τη μαρτυρία επί των επιδίκων θεμάτων, δεν τα αποφάσισε, όπως εύλογα θα αναμένετο να έκανε σε περίπτωση που θα ήταν λανθασμένη επί του θέματος που απεφάσισε. Τούτο προδιαγράφει και τη διαταγή που θα πρέπει να γίνει τώρα. Δεν υπάρχει εξ αντικειμένου κώλυμα στο να επιληφθεί περαιτέρω της υπόθεσης επί της δοθείσας μαρτυρίας η ευπαίδευτη Πρόεδρος ώστε να αποφασίσει τα πραγματικά επίδικα θέματα, τα οποία, βεβαίως, ουδέν των λεχθέντων στην απόφαση μας αφορά. Και ασφαλώς αναμένεται ότι θα δοθεί προτεραιότητα στην έκδοση της απόφασης.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται όπως  και η ακόλουθη αυτής διαταγή για έξοδα. Η αγωγή θα τεθεί ενώπιον της εκδικάσασας αυτήν Προέδρου ώστε να συμπληρωθεί η εκδίκαση της με την έκδοση απόφασης επί των επιδίκων θεμάτων στη βάση της ήδη δοθείσας μαρτυρίας και των επ’ αυτής αγορεύσεων. Τα έξοδα της έφεσης θα είναι υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον των Εφεσιβλήτων.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων. Εκδίδεται διαταγή ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο