I.P.M. Industries Co. Ltd και Άλλοι ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ. (2006) 1 ΑΑΔ 1319

(2006) 1 ΑΑΔ 1319

[*1319]15 Δεκεμβρίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

1. I.P.M. INDUSTRIES CO. LTD.,

2. ΕΥΕΛΘΩΝ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,

3. ΣΟΥΛΛΑ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ.,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12016)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην ― Διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.17, Θ.10 ― Παράγοντες οι οποίοι επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της αποδοχής της αίτησης είναι (α) η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης στην αγωγή και (β) η ικανοποιητική εξήγηση της καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό.

Εταιρείες ― Επίδοση αγωγής εναντίον εταιρείας σε γραμματέα της εταιρείας ― Θεωρείται καλή επίδοση.

Στις 6/10/2000 ο εφεσίβλητος-ενάγων, χρηματοδοτικός οργανισμός, εξασφάλισε απόφαση ερήμην των εφεσειόντων-εναγομένων για τα καθυστερημένα ενοίκια συμφωνίας ενοικιαγοράς οχήματος και το υπόλοιπο της ενοικιαγοράς το οποίο κατέστη πληρωτέο με τον τερματισμό της σύμβασης.

Στις 11/6/2003 οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση η οποία βασιζόταν στη Διαταγή 17, θεσμό 10 της Πολιτικής Δικονομίας για παραμερισμό της απόφασης, ισχυριζόμενοι αντικανονική επίδοση της αγωγής, ύπαρξη καλής υπεράσπισης και υπερχρέωση τόκου πέραν του 9% ετησίως.

Ο εφεσίβλητος οργανισμός καταχώρησε ένσταση στην αίτηση ισχυριζόμενος ότι, υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώρηση [*1320]της αίτησης παραμερισμού, δεν δόθηκε επαρκής αιτιολογία για τη μη έγκαιρη καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης και δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως καλόπιστη υπεράσπιση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων και απέρριψε την αίτηση, αφού κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα:

(α) Η επίδοση ήταν νόμιμη, αφού σύμφωνα με τη Δ.5, θ.7 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η επίδοση σε γραμματέα νομικού προσώπου, όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση, θεωρείται καλή επίδοση. Το γεγονός ότι η γραμματέας ήταν υπερήλικη με προβλήματα υγείας και ότι τοποθέτησε τα έγγραφα επίδοσης σε ένα συρτάρι και ξέχασε να τα παραδώσει στους εφεσείοντες, δεν επηρεάζει τη μονιμότητα της επίδοσης.

(β) Από τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα προκύπτει σαφώς ότι οι εφεσείοντες γνώριζαν για την καταχώρηση της αγωγής και επέδειξαν αδιαφορία και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υπεράσπιση της υπόθεσης η οποία ισοδυναμούσε με καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του εφεσίβλητου.

(γ) Οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν συζητήσιμη υπεράσπιση στην αγωγή. Δεν απέδειξαν ότι η υπερχρέωση του τόκου αναφερόταν στην απαίτηση της αγωγής και οι προσβληθείσες από το δικηγόρο των εφεσειόντων δύο υπερασπίσεις δεν είχαν περιληφθεί στην αίτηση και δεν προέκυπταν από τις ένορκες δηλώσεις που είχαν καταχωρηθεί εκ μέρους των εφεσειόντων, παρά μόνο προβλήθηκαν στην τελική αγόρευση του δικηγόρου τους.

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση προβάλλοντας τους ίδιους λόγους που προέβαλαν και πρωτοδίκως.

Το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε πλήρως την απόφαση και τη σχετική αιτιολογία του πρωτόδικου Δικαστηρίου και απέρριψε την έφεση με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ.�Αρ. 4566/00), ημερ. 22/4/04.

[*1321]Σ. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Πετρίδου για Χρυσαφίνη & Πολυβίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η I.P.M. Industries Co. Ltd. (α΄ εφεσείουσα) υπέγραψε έγγραφη συμφωνία ενοικιαγοράς του υπ’ αρ. BAF 769 οχήματος με την εγγύηση του Ευέλθοντος Θεοδούλου (β΄ εφεσείοντος) και της Σούλλας Θεοδούλου (γ΄ εφεσείουσας). Επειδή οι εφεσείοντες παρέλειψαν να καταβάλουν το ποσό των £5.134,85 ως καθυστερημένα ενοίκια και το ποσό των £10.431,97 ως υπόλοιπο ενοικιαγοράς το οποίο είχε καταστεί πληρωτέο με τον τερματισμό της σύμβασης, ο Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (ο εφεσίβλητος οργανισμός) καταχώρισε στις 15/5/2000 την υπ’ αρ. 4566/00 αγωγή, η οποία επιδόθηκε στους εφεσείοντες στις 22/8/2000. Επειδή οι εφεσείοντες παρέλειψαν να καταχωρίσουν σημείωμα εμφάνισης, ο εφεσίβλητος οργανισμός καταχώρισε αίτηση για απόφαση και στις 6/10/2000 πέτυχε την έκδοση απόφασης εναντίον των εφεσειόντων για τα πιο πάνω ποσά, όπως επίσης και διάταγμα παράδοσης και πώλησης του πιο πάνω οχήματος.

Δύο χρόνια και οκτώ μήνες αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 11/6/2003 οι εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση η οποία βασιζόταν στη Διαταγή 17, θεσμό 10 της Πολιτικής Δικονομίας για τον παραμερισμό της απόφασης ισχυριζόμενοι ότι,

(i)   Η επίδοση της αγωγής έγινε σε πρόσωπο ηλικίας 73 χρόνων το οποίο έπασχε από οστεοπόρωση και αρτηριοσκλήρωση, που δεν είχε σχέση με την α΄ εφεσείουσα εταιρεία και το οποίο φύλαξε τα κλητήρια εντάλματα σε συρτάρι χωρίς να τα παραδώσει στους εφεσείοντες,

(ii)  Οι εφεσείοντες είχαν καλή υπεράσπιση στην αγωγή που είχε καταχωρηθεί εναντίον τους και

(iii) Είχαν χρεωθεί με τόκο πέραν του 9% ετησίως.

Ο εφεσίβλητος οργανισμός καταχώρισε ένσταση στην αίτηση για τον παραμερισμό της απόφασης ισχυριζόμενος ότι,

[*1322](i)   Υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης παραμερισμού,

(ii)  Δεν δόθηκε επαρκής αιτιολογία για τη μη έγκαιρη καταχώριση σημειώματος εμφάνισης και

(iii) Δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως καλόπιστη υπεράσπιση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τη μαρτυρία που προέκυψε από την αντεξέταση των προσώπων που είχαν προβεί σε ένορκες δηλώσεις εκ μέρους των διαδίκων και αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των εγγράφων που είχαν κατατεθεί, κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα:

Αναφορικά με την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος το Δικαστήριο σημείωσε ότι στο φάκελο του Δικαστηρίου υπήρχε η ένορκη δήλωση του επιδότη, στην οποία αναφέρεται ότι τα κλητήρια εντάλματα τα παρέλαβε η γραμματέας της α΄ εφεσείουσας και συγκάτοικος του β΄ εφεσείοντος και της γ΄ εφεσείουσας. Από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί φαίνεται ότι η πιο πάνω είναι η πεθερά του β΄ εφεσείοντος και μητέρα της γ΄ εφεσείουσας, συγκατοικεί δε μαζί τους. Οι εφεσείοντες είχαν το βάρος να αποδείξουν ότι η επίδοση που είχε γίνει ήταν κακή, αλλά απέτυχαν να αντικρούσουν τα πιο πάνω γεγονότα και η επίδοση ήταν νόμιμη, αφού σύμφωνα με τη Δ.5, θ. 7 η επίδοση σε γραμματέα νομικού προσώπου θεωρείται καλή επίδοση. Το γεγονός ότι η γραμματέας ήταν υπερήλικη με προβλήματα υγείας και ότι τοποθέτησε τα έγγραφα επίδοσης σε ένα συρτάρι και ξέχασε να τα παραδώσει στους εφεσείοντες, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της επίδοσης.

Αναφορικά με την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην καταχώριση της αίτησης (2½ χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης), το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του β΄ εφεσείοντος, που αρχικά δήλωσε ότι δεν του είχε επιδοθεί η αγωγή ενώ ακολούθως ανέφερε ότι δεν θυμόταν αν είχε γίνει κάτι τέτοιο και δεν γνώριζε αν είχε εκδοθεί απόφαση. Εντούτοις, η α΄ εφεσείουσα κατέβαλε στις 30/10/2000 (μετά την επίδοση της αγωγής στις 31/8/2000) το ποσό των £3.000 και ακολούθως την 1/11/2000 ο β΄ εφεσείων αποτάθηκε γραπτώς ζητώντας από τον εφεσίβλητο οργανισμό την αποδέσμευση του υπ’ αρ. εγγραφής BAF 769 οχήματος έναντι της καταβολής του ποσού των £1.100. Έτσι, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι εφεσείοντες γνώριζαν για την καταχώριση της αγωγής και επέδειξαν αδιαφορία και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υπεράσπιση της υπόθεσης η οποία ισοδυναμούσε [*1323]με καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του εφεσίβλητου.

Αναφορικά με την ύπαρξη καλής υπεράσπισης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, από τα στοιχεία που είχαν θέσει ενώπιόν του οι εφεσείοντες, δεν είχαν αποδείξει συζητήσιμη υπεράσπιση στην αγωγή. Πιο συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι είχαν χρεωθεί από τον εφεσίβλητο οργανισμό με τόκο πέραν του 9%. Όμως οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν ότι η υπερχρέωση του τόκου αναφερόταν στην απαίτηση της αγωγής και οι προβληθείσες από το δικηγόρο των εφεσειόντων δύο υπερασπίσεις δεν είχαν περιληφθεί στην αίτηση και δεν προέκυπταν από τις ένορκες δηλώσεις που είχαν καταχωρηθεί εκ μέρους των εφεσειόντων, παρά μόνο προβλήθηκαν στην τελική αγόρευση του δικηγόρου τους.

Προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης υποβλήθηκαν από το συνήγορο των εφεσειόντων διάφοροι λόγοι έφεσης οι οποίοι περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων ισχυρισμούς ότι η επίδοση της αγωγής ήταν αντικανονική, ότι ο β΄ εφεσείων δεν γνώριζε για την έκδοση απόφασης, ότι η καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης για τον παραμερισμό της απόφασης ήταν δικαιολογημένη, ότι εσφαλμένα έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του Ανδρέα Καδή ο οποίος είχε προβεί σε ένορκη δήλωση εκ μέρους του εφεσίβλητου οργανισμού και ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν δείξει συζητήσιμη υπεράσπιση. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι η επίδοση της αγωγής ήταν αντικανονική όπως αναφέρεται και στην πρωτόδικη απόφαση. Απέτυχαν επίσης να αποδείξουν ότι έχουν καλή υπεράσπιση αφού ο ισχυρισμός τους για υπερχρέωση πέραν του 9% βασίζεται στο λογαριασμό 28-110-001-32746 και όχι στο λογαριασμό 810-0-4885856 πάνω στον οποίο βασίστηκε η απαίτηση της αγωγής. Για την καθυστέρηση των δύο χρόνων και οκτώ μηνών δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε λογική δικαιολογία και η αποδοχή της μαρτυρίας του Ανδρέα Καδή (ο οποίος ήταν το πρόσωπο που είχε προβεί σε ένορκη δήλωση εκ μέρους του εφεσίβλητου οργανισμού) ήταν θέμα το οποίο ενέπιπτε μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν έχουν προβληθεί λόγοι που θα μπορούσαν να ανατρέψουν την αποδοχή της μαρτυρίας του.

Έχουμε παραθέσει περιληπτικά τους λόγους απόρριψης της αίτησης παραμερισμού από το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν έχουμε πειστεί ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης. Οι ίδιοι λόγοι που προβλήθηκαν πρωτοδίκως είναι και οι λόγοι οι οποίοι προβάλλονται κατ’ έφεση. Υιοθετούμε πλήρως την απόφαση και τη σχετική αιτιολογία του πρωτόδικου Δικα[*1324]στηρίου και δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτε περισσότερο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο