Investylia Ltd. ν. Σωτήρη Ταμπούρη (2006) 1 ΑΑΔ 1325

(2006) 1 ΑΑΔ 1325

[*1325]15 Δεκεμβρίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

INVESTYLIA LTD.,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΣΩΤΗΡΗ ΤΑΜΠΟΥΡΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12160)

 

Χρηματιστήριο ― Αγωγή για επιστροφή χρημάτων που κατέβαλε αγοραστής για αγορά μετοχών σε δημόσια εταιρεία της οποίας η αίτηση για εισαγωγή των τίτλων των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου δεν έγινε αποδεκτή ― Άρθρα 58Α(3)(β) και 3(3) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου 42(Ι)/00 ― Κατά πόσο τα εν λόγω άρθρα αντίκεινται (α) προς άρθρα του Συντάγματος (β) προς τη Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (γ) προς τον περί Εταιρειών Νόμο και (δ) προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Ο ενδεδειγμένος τρόπος έγερσης θέματος αντισυνταγματικότητας νόμου είναι η γραπτή διατύπωσή του και η υποστήριξη από λεπτομέρειες γιατί ο νόμος είναι αντισυνταγματικός.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Τεκμήριο συνταγματικότητας νόμου ― Βάρος αποδείξεως για ανατροπή του εν λόγω τεκμηρίου ― Εφαρμοστέες αρχές.

Ο εφεσίβλητος-ενάγων αγόρασε μετοχές της εφεσείουσας-εναγόμενης εταιρείας, η οποία αρχικά ήταν ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και σε αργότερο στάδιο μετατράπηκε σε δημόσια εταιρεία και η οποία υπέβαλε αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ), πράγμα όμως που δεν έγινε, κατορθωτό. Η αίτηση εγκρίθηκε από το ΧΑΚ αλλά απορρίφθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η οποία είχε δώσει παράταση στην εφεσείουσα μέχρι 1/1/2002.

[*1326]

Το ποσό που κατέβαλε συνολικά ο εφεσίβλητος ανερχόταν στις ΛΚ4.506 και η εφεσείουσα του παρέδωσε και ενέγραψε στο όνομά του στις 12/6/2000, 6 ιδρυτικές μετοχές και 6.000 συνήθεις μετοχές αξίας η κάθε μία ΛΚ0.50σεντ.

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας και εξασφάλισε απόφαση ότι δικαιούται σε επιστροφή των χρημάτων του πλέον τόκους.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση, υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τα Άρθρα 58Α(3)(β) και 3(3) του Ν.42(Ι)/00 διότι αυτά αντίκεινται στη Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Οδηγία 77/91/ΕΟΚ της 13/12/76). Ο εφεσίβλητος αντέτεινε πως αυτό δεν αναφέρετο στα δικόγραφα και ως εκ τούτου η εφεσείουσα δεν μπορούσε να το προωθήσει.

Με άλλους λόγους έφεσης η εφεσείουσα προέβαλε τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

1.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι τα Άρθρα 58Α(3)(β) και 3(3) του Ν.42(1)/00 ήταν αντισυνταγματικά.

2.  Με τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε τα Άρθρα 3(3) και 58Α(3)(β) παραβιάζονται οι πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 (όπως τροποποιήθηκε), σύμφωνα με τις οποίες μια εταιρεία δεν μπορεί να αγοράζει τις μετοχές της και/ή για να συμμορφωθεί με την απόφαση του δικαστηρίου θα πρέπει να προβεί σε μείωση του κεφαλαίου της.

3.  Τα Άρθρα 3(3) και 58Α(3)(β) του Νόμου είναι αντίθετα με τις πρόνοιες των Άρθρων 11(2), 14 και 17 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

4.  Τα επίδικα άρθρα παραβιάζουν το Άρθρο 1 του Τέταρτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα όπως αυτός κυρώθηκε με το Νόμο 52/89.

5.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος αγόρασε τις μετοχές κατόπιν που είχαν γίνει παραστάσεις προς αυτόν από την εφεσείουσα· και

6.  Σε περίπτωση απόρριψης της έφεσης το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει να επέμβει και να θέσει όρο στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι «η εφεσείουσα εταιρεία υποχρεούται να επιστρέψει τα επιδικασθέντα χρηματικά ποσά υπό τον όρο ότι και ο εφεσίβλητος θα επιστρέψει τους τίτλους των μετοχών».

Αποφασίστηκε ότι:

[*1327]1.    Είναι επιθυμητό να εγείρεται στα δικόγραφα ισχυρισμός για παραβίαση της προαναφερθείσας Οδηγίας. Σε περίπτωση δε έγερσης του θέματος αυτού σε κατοπινό στάδιο, τούτο πρέπει κανονικά να διατυπώνεται γραπτώς και να υποστηρίζεται με λεπτομέρειες γιατί παραβιάζει την εν λόγω Οδηγία. Στην παρούσα υπόθεση παρόλο που οι εφεσείοντες δεν είχαν εγείρει ισχυρισμό περί παραβίασης της προαναφερθείσας Ευρωπαϊκής Οδηγίας στο δικόγραφο τους, με σχετικό υπόμνημα έπραξαν τούτο κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων. Έτσι από άποψης δικογράφων θα θεωρηθεί ότι το θέμα μπορεί να εξεταστεί.

     Όμως ο ισχυρισμός της εφεσείουσας για παραβίαση της εν λόγω Οδηγίας δεν ευσταθεί ενόψει του ότι κατά το χρόνο της σύναψης της συμφωνίας για παραχώρηση των μετοχών αλλά και κατά το χρόνο παράβασης της συμφωνίας, η εν λόγω Οδηγία δεν ίσχυε στην Κύπρο.

2.  Οι λόγοι έφεσης που προβάλλουν αντισυνταγματικότητα των Άρθρων 3(3) και 58Α(3)(β) στην έκταση που αφορούν τα Άρθρα 23, 25 και 26 του Συντάγματος δεν ευσταθούν και απορρίπτονται. Οι υποθέσεις Lapertas Fisheries Ltd v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335 και Μακρίδης ν. Cyber Group Ltd. (2005) 2 Α.Α.Δ. 57 στις οποίες βασίστηκε η πλευρά των εφεσειόντων διαφοροποιούνται από την παρούσα υπόθεση. Η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι παραβιάζονται τα Άρθρα 28, 33 και 35 του Συντάγματος, από τις προαναφερθείσες νομοθετικές πρόνοιες.

3.  Η εφεσείουσα είχε υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων στους δικαιούχους, και αυτό δεν συνιστά μορφή συμβιβασμού ή διακανονισμού υποχρεώσεων της εταιρείας προς τα μέλη ή τους πιστωτές της, αλλά ο Νόμος επιβάλλει υποχρέωση για την επιστροφή των χρημάτων ή του καταβληθέντος ανταλλάγματος στους επενδυτές άνευ όρων.

4.  Στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας και στην αγόρευση του συνηγόρου της δεν αναφέρεται οτιδήποτε που να αποδεικνύει τους ισχυρισμούς της ότι τα Άρθρα 3(3) και 58Α(3)(β) του Νόμου είναι αντίθετα με τις προαναφερθείσες πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

5.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος προέβη στην αγορά των μετοχών κατόπιν παραστάσεων της εφεσείουσας είναι ορθό. Ούτε και υπάρχει λόγος έφεσης με τον οποίο να αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικα[*1328]στηρίου να δεχθεί ως αληθή την εκδοχή του εφεσίβλητου σε σχέση με αυτό το θέμα.

6.  Ο όρος για επιστροφή των χρημάτων ταυτόχρονα με την επιστροφή των σχετικών τίτλων είναι αυτονόητο ότι υπάρχει έστω και αν δεν είναι ρητά διατυπωμένος στην απόφαση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χαράκης ν. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (2005) 1 (Α) Α.Α.Δ. 519,

Anaptixis Group Ltd v. Μιχαηλίδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 691,

Harvest Capital Management Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1683,

Investylia Ltd v. Livadiotis Bros Investments Ltd (2005) 1 (Α) Α.Α.Δ. 704,

Lapertas Fisheries Ltd v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335,

Μακρίδης ν. Cyber Group Ltd. (2005) 2 Α.Α.Δ. 57,

Attorney General v. Imbrahim (1964) C.L.R. 195,

The Board for the registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 650,

Loizou v. Sewage Board of Nicosia (1988) 1 C.L.R. 122,

Χατζηβασιλείου ν. White Knight Holdings Ltd (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 203.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ.�Αρ. 3958/01), ημερ. 3/9/04.

Λ. Στυλιανού, για τους Εφεσείοντες.

Τ. Τιμοθέου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

[*1329]

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην αγωγή αρ. 3958/2001 που εκδόθηκε στις 3/9/04 και με την οποία αποφασίστηκε ότι ο εφεσίβλητος-ενάγων δικαιούται σε επιστροφή των χρημάτων (Λ.Κ.4.506 πλέον τόκοι) τα οποία επένδυσε στην εφεσείουσα/εναγόμενη 1 εταιρεία σύμφωνα με τα άρθρα 58Α(3)(β) και 3(3) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993-2000 (όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 42(Ι)/00). Η αγωγή εναντίον των εναγομένων 2, 3 αποσύρθηκε στο τέλος της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας.

Το εφετήριο, μετά από σχετικές τροποποιήσεις, περιλαμβάνει 23 λόγους έφεσης. Δυστυχώς το περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων δεν πραγματεύεται τους λόγους αυτούς κατά αριθμητική σειρά με αποτέλεσμα η εξέταση της υπόθεσης από το Εφετείο να έχει καταστεί πιο δύσκολη. Έτσι και εμείς με τη σειρά μας θα εξετάσουμε τους λόγους αυτούς με τη σειρά που κρίνουμε ευχερέστερο. Προτού όμως εξετάσουμε τους λόγους έφεσης το θεωρούμε ως κατάλληλο στάδιο για να παραθέσουμε, έστω και σε περιληπτική μορφή, τα γεγονότα της υπόθεσης που έχουν ως ακολούθως:

Η εφεσείουσα εταιρεία είχε αρχικά εγγραφεί ως ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, με έδρα τη Λάρνακα. Σε μεταγενέστερο στάδιο (28/1/00) μετατράπηκε σε δημόσια εταιρεία. Η ονομαστική αξία όλων των μετοχών της ήταν Λ.Κ.0.50 σ. Ο εναγόμενος 2, ήταν διευθυντής της εταιρείας μέχρι τις 4/3/02 οπότε παραιτήθηκε και ανάλαβε ξανά καθήκοντα στις 14/3/03. Ο εναγόμενος 3 ήταν διευθυντής μέχρι τις 26/2/02 οπότε και παραιτήθηκε και ανάλαβε ξανά καθήκοντα στις 14/3/03. Την 27/3/00 η εφεσείουσα κατάθεσε στον Έφορο Εταιρειών Πρόσκληση για Εγγραφή προς το κοινό και στις 5/4/00 απέστειλε και το ενημερωτικό δελτίο της δημόσιας Πρόσκλησης μαζί με επιστολή και τιμολόγιο σχετικά με το ποσό που θα έπρεπε να πληρωθεί για απόκτηση των μετοχών της.  Η εφεσείουσα εισέπραξε από τον εφεσίβλητο το συνολικό ποσό Λ.Κ. 4.506 (Λ.Κ. 450 ως προκαταβολή στις 22/1/00 και το υπόλοιπο από ΛΚ. 4.056 στις 13/5/00) και η εφεσείουσα του παράδωσε και ενέγραψε στο όνομα του στις 12/6/00 6 ιδρυτικές μετοχές και 6.000 συνήθεις μετοχές αξίας η κάθε μια Λ.Κ.0.50 σεντ. Στις 14/6/00 η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση στο Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου [*1330]Αξιών Κύπρου (πιο κάτω ΧΑΚ) για εισαγωγή των τίτλων της στο ΧΑΚ.  Η αίτηση εγκρίθηκε από το ΧΑΚ αλλά απορρίφθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η οποία έδωσε παράταση στην εφεσείουσα μέχρι 1/1/02. Μέχρι την ημερομηνία εκδίκασης της προαναφερθείσας αγωγής (αντικείμενο της παρούσας έφεσης) οι τίτλοι της εφεσείουσας δεν είχαν εισαχθεί στο ΧΑΚ και επομένως δεν τύγχαναν διαπραγμάτευσης. Στις 29/11/00 ο εφεσίβλητος έστειλε επιστολή στην εφεσείουσα και ζήτησε επιστροφή των χρημάτων του αλλά μέχρι την ημέρα της δίκης δεν του επέστρεψαν τα χρήματα. Αντίθετα, αμφισβήτησαν την αξίωση του, με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να εγείρει αγωγή η οποία οδήγησε στην έκδοση απόφασης εναντίον των εφεσειόντων, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας έφεσης.

Στρεφόμενοι τώρα στους λόγους έφεσης το θεωρούμε ορθό όπως εξετάσουμε πρώτα τους 14ο και 19ο λόγους ότι δηλαδή το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τα άρθρα 58Α(3)(β) και 3(3) του Ν. 42(Ι)/00 διότι αυτά αντίκεινται στη Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκων Κοινοτήτων (Οδηγία 77/91/ΕΟΚ της 13/12/76).

Επί του σημείου αυτού παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, πέραν της απλής αναφοράς στην εν λόγω Οδηγία, δεν αποφάσισε οτιδήποτε. Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσιβλήτου είναι ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούνταν να προωθούν αυτούς τους λόγους, αφού στα δικόγραφά τους (έκθεση υπεράσπισης) δεν είχαν εγείρει τέτοιο ισχυρισμό. Το ερώτημα είναι αν χρειαζόταν να εγερθεί στα δικόγραφα. Θεωρώντας τον εν λόγω ισχυρισμό ως κάτι ανάλογο με θέμα αντισυνταγματικότητας, κρίνουμε ότι είναι επιθυμητό να εγείρεται τούτος στα δικόγραφα ή σε περίπτωση που επιθυμεί ένας διάδικος να εγείρει το θέμα σε κατοπινό στάδιο, τούτο πρέπει κανονικά να διατυπώνεται γραπτώς και να υποστηρίζεται από λεπτομέρειες γιατί παραβιάζει την εν λόγω Οδηγία. (βλ. Χαράκης ν. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (2005) 1 (Α) Α.Α.Δ. 519). Στην παρούσα υπόθεση παρόλο που οι εφεσείοντες δεν είχαν εγείρει ισχυρισμό περί παραβίασης της προαναφερθείσας Ευρωπαϊκής Οδηγίας στο δικόγραφο τους, με σχετικό υπόμνημα έπραξαν τούτο κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων. Έτσι από άποψης δικογράφων θα θεωρήσουμε ότι το θέμα μπορεί να εξεταστεί.

Εξετάζοντας το θέμα αυτό είμαστε της άποψης ότι, αφού κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης συμφωνίας (παραχώρηση των μετοχών) αλλά και κατά το χρόνο παράβασης της συμφωνίας (Νοέμβριο του 2000 που οι εφεσείοντες αρνήθηκαν την επιστροφή των [*1331]χρημάτων) η εν λόγω οδηγία δεν είχε οποιαδήποτε ισχύ εδώ στην Κύπρο, ο ισχυρισμός των εφεσειόντων περί παραβίασής της δεν ευσταθεί. Παρόμοια κατάληξη υπήρξε και στην υπόθεση Anaptixis Group Ltd. ν. Νίκου Μιχαηλίδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 691 όπου λέχθηκαν τα εξής:

«Η εν λόγω Οδηγία ενσωματώθηκε στον περί Εταιρειών Νόμο με τον τροποποιητικό νόμο 70(Ι)/03 ο οποίος τέθηκε σε ισχύ σε χρόνο μεταγενέστερο της επίδικης διαφοράς και συνεπώς δεν μπορεί να τύχει οποιασδήποτε εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι η επίκληση της πιο πάνω κοινοτικής οδηγίας έγινε για πρώτη φορά στο στάδιο της έφεσης.»

Αριθμός άλλων λόγων έφεσης (2ος έως 8ος, 15ος, 18ος και 23ος) προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι τα άρθρα 58Α(3)(β) και 3(3) του Ν. 42(Ι)/00 ήσαν αντισυνταγματικά. Τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας, η θέση των εφεσειόντων είναι ότι τα πιο πάνω άρθρα παραβιάζουν τα άρθρα 1, 2, 21, 23, 25, 26, 28, 33 και 35 του Συντάγματος. Έχουμε εξετάσει τα όσα παράθεσε ενώπιον μας η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων καθώς επίσης και το σχετικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης όπου αναφορικά με τα άρθρα αυτά διαβάζουμε τα εξής:

«..................Το θέμα εγείρεται στην υπεράσπιση ανεξάρτητα από το υπόμνημα που κατετέθη για το σκοπό αυτό. Ειδικότερα εστιάζεται στα άρθρα 3(3)(4). Το άρθρο 3(3) έχει εξεταστεί στην Harvest Capital Management Ltd v. Γεώργιου Ταμάσιου (2003) 1 (Γ) A.A.Δ. 1683 και έχει κριθεί συνταγματικό. Κάθε περαιτέρω συζήτηση επί του θέματος είναι αχρείαστη. Η εξέταση του άρθρου 3(4) κρίνω πως δεν απαιτείται αφού δεν είναι επίδικο με την έννοια ότι η αντιμετώπιση του από την σκοπιά της συνταγματικότητας του ή όχι δεν είναι ούτε ουσιώδης ούτε και σχετική επί της κρινόμενης υπόθεσης. Ως προς τα λοιπά, η σωρευτική αντισυνταγματικότητα του Νόμου όπως αυτή εξειδικεύεται και αναλύεται στην αγόρευση δεν μπορεί να εξεταστεί, αφού όπως υποδεικνύει η νομολογία θα πρέπει να εξειδικεύεται ποιό άρθρο του Νόμου προσκρούει σε συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη. Κάθε νόμος τεκμαίρεται ως συνταγματικός και αυτό ανατρέπεται όταν ο φέρων το βάρος απόδειξης το καταδείξει (βλ. Α.Ν. Λοϊζου «Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας», 314 επ.).

...............................................................................................................

...............................................................................................................

[*1332]Στην υπόθεση Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, Προσφ. Αρ. 603/01, ημερ. 31.5.02, υπεδείχθη ότι από το σύνολο της ρύθμισης που επέφερε ο νόμος, το Άρθρο 3(3) ρυθμίζει ζητήματα διεκδίκησης χρημάτων από ενδιαφερομένους αγοραστές τα οποία είχαν ήδη εισπραχθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου επιβάλλοντας την υποχρέωση επιστροφής υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπεται στο άρθρ. 58(Α) όπως όμως επειδή δεν ήταν γνωστή η υποχρέωση επιστροφής κατά την είσπραξή τους, παρέχει στο Συμβούλιο την εξουσία παροχής λογικής παράτασης. Εξηγείται ακόμη ότι η προθεσμία των 3 μηνών δεν παρατείνεται όπως και στην περίπτωση της βασικής διάταξης του άρθρου 58(Α). Με την πάροδο των τριών μηνών, υπό τους όρους του άρθρου 3(3) γεννάται δικαίωμα του ενδιαφερόμενου αγοραστή και αντίστοιχη υποχρέωση για επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν, εντός δέκα ημερών από την αξίωση τους. Η υποχρέωση επιστροφής επιβάλλεται χωρίς άλλα. Αρκεί η μη εισαγωγή ή η μη έκδοση των τίτλων στους τρεις μήνες, για οποιοδήποτε λόγο.  Χωρίς δηλαδή αναζητήσεις σε σχέση με την αιτία ή την ευθύνη για αυτήν.

Τέθηκε επίσης θέμα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 58 Α (3)(β). Έχω την άποψη ότι το άρθρο αυτό δεν επιβάλλει οποιαδήποτε επιτακτική υποχρέωση για την υποβολή της αίτησης.  Αντίθετα εκείνο που κατά την γνώμη μου ρυθμίζει είναι την υποχρέωση επιστροφής χρημάτων που εισπράχθηκαν για την αγορά μετοχών όταν η αίτηση που υπεβλήθη απερρίφθη είτε σε τρεις μήνες από την υποβολή της, είτε νωρίτερα αν δόθηκαν οι τίτλοι και δεν εισήχθηκαν στο χρηματιστήριο. Όμως και αν η θέση αυτή μου κριθεί εσφαλμένη, όσα υπεδείχθηκαν στην υπόθεση Harvest ανωτέρω για το άρθρο 3(3) κρίνω πως τυγχάνουν απόλυτης εφαρμογής και για το άρθρο αυτό. Όσο για τον ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας της αναδρομικής ισχύος του άρθρου 3(3) κρίνω πως οι εισηγήσεις δεν ευσταθούν, τόσο λόγω της απόφασης Harvest και Χριστοδουλίδη, ανωτέρω, όσο και γιατί η ρύθμιση θεμάτων πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου δεν προσδίδει στον νόμο αναδρομική ισχύ με την έννοια που τίθεται στην αγόρευση του κ. Μαθηκολώνη αφού η εισήγηση γίνεται σε συνάρτηση με το άρθρο 3(4) το οποίο δεν αφορά την υπό κρίση υπόθεση.»

Μελετήσαμε την υπόθεση Harvest στην οποία βασίστηκε το πρωτόδικο δικαστήριο και που τώρα είναι δημοσιευμένη (Harvest Capital Management Ltd. v. Ταμάσιου (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1683) καθώς επίσης και άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου [*1333]στις οποίες εξετάστηκαν οι πρόνοιες των άρθρων 3(3) και 58Α(3)(β) του Νόμου. (βλ. Investylia Ltd. ν. Livadiotis Bros Investments Ltd. (2005) 1 (A) A.A.Δ. 704 και Anaptyxis Group Ltd. ν. Nίκου Μιχαηλίδη (πιο πάνω)]

Στην Harvest Capital Managemnt Ltd. (πιο πάνω) αποφασίστηκε ότι τα εν λόγω άρθρα δεν αντίκεινται στα άρθρα 23 και 26 του Συντάγματος.

Στην Investylia Ltd. (πιο πάνω) προβλήθηκε παρόμοιος ισχυρισμός όπως και στην παρούσα υπόθεση από τον ίδιο δικηγόρο, ότι δηλαδή τα άρθρα 3(3) και 58A(3)(β) είναι αντισυνταγματικά γιατί παραβιάζουν τα άρθρα 12, 21, 23, 25(1) και 26(1) του Συντάγματος. Περιόρισε όμως τελικά την υπόθεση σε ισχυρισμό για παραβίαση του άρθρου 23. Τα γεγονότα ήσαν παρόμοια με αυτά της δικής μας υπόθεσης. Το Εφετείο έκρινε ότι η περίπτωση καλυπτόταν από την προαναφερθείσα υπόθεση Harvest Capital Management Ltd. και απέρριψε την έφεση.

Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης που προβάλλουν αντισυνταγματικότητα των άρθρων 3(3) και 58Α(3(β) στην έκταση που αφορούν τα άρθρα 23, 25 και 26 του Συντάγματος, έχουν ήδη απαντηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στις προαναφερθείσες υποθέσεις και επομένως απορρίπτονται. Οι υποθέσεις Lapertas Fisheries Ltd. ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335 και Μακρίδης ν. Cyber Group Ltd. (2005) 2 Α.Α.Δ 57 στις οποίες βασίστηκε η πλευρά των εφεσειόντων σίγουρα διαφοροποιούνται, όπως αποφασίστηκε και στην προαναφερθείσα υπόθεση Investylia Ltd., σελ. 710.

Αναφορικά με τα υπόλοιπα άρθρα του Συντάγματος για τα οποία έγινε ισχυρισμός ότι παραβιάζονται από τις προαναφερθείσες νομοθετικές πρόνοιες, από μελέτη των όσων προβάλλονται στο περίγραμμα αγόρευσης και των όσων προφορικά ανάπτυξε ενώπιον μας η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων, δεν έχουμε πειστεί ότι ο ισχυρισμός ευσταθεί. Ενόψει του τεκμηρίου συνταγματικότητας των νόμων το βάρος είναι στους εφεσείοντες να αποδείξουν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι τα σχετικά άρθρα είναι αντισυνταγματικά (βλ. μεταξύ άλλων Attorney General v. Imbrahim (1964) C.L.R. 195, The Board for the registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 650 και Loizou v. Sewage Board of Nicosia (1988) 1 C.L.R. 122).  Τούτο απέτυχαν να πράξουν οι εφεσείοντες. Έτσι οι λόγοι που αφορούν ισχυρισμό για αντισυνταγματικότητα απορρίπτονται.

[*1334]Με άλλους λόγους έφεσης (13ος και 16ος) προβάλλεται ισχυρισμός ότι με τον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε τα άρθρα 3(3) και 58A(3)(β) παραβιάζονται οι πρόνοιες εκείνες του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 (όπως έχει τροποποιηθεί), σύμφωνα με τις οποίες μια εταιρεία δεν μπορεί να αγοράζει τις μετοχές της και/ή για να συμμορφωθεί με την απόφαση του δικαστηρίου θα πρέπει να προβεί σε μείωση του κεφαλαίου της. Σημειώνουμε εδώ ότι παρόμοιοι ισχυρισμοί είχαν προβληθεί και στην προαναφερθείσα υπόθεση Anaptyxis Group Ltd. και απορρίφθηκαν.  Στη σελ. 10 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Η υποχρέωση επιστροφής χρημάτων δυνάμει των προνοιών του άρθρου 58Α(3)(β) συνιστά αυτοτελή υποχρέωση η οποία δεν επηρεάζεται από τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου.»

Παρομοίως στην υπόθεση Χατζηβασιλείου ν. White Knight Holdings Ltd. (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 203 αναφέρθηκε ότι η υποχρέωση επιστροφής χρημάτων στους δικαιούχους δε συνιστά μορφή συμβιβασμού ή διακανονισμού υποχρεώσεων της εταιρείας προς τα μέλη ή πιστωτές της, αλλά ο Νόμος επιβάλλει υποχρέωση για την επιστροφή των χρημάτων ή του καταβληθέντος ανταλλάγματος στους επενδυτές άνευ όρων. Απορρίπτονται λοιπόν και αυτοί οι λόγοι έφεσης.

Με τους 9ο, 10ο, και 11ο λόγους έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι τα άρθρα 3(3) και 58Α(3)(β) του Νόμου είναι αντίθετα με τις πρόνοιες των άρθρων 11(2), 14 και 17 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τα όσα αναφέραμε για την κατ’ ισχυρισμό παράβαση της Δεύτερης Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύουν κατ’ αναλογία και εδώ.  Δηλαδή το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στο θέμα χωρίς όμως να το εξετάσει. Εξετάζοντας το θέμα, από το περίγραμμα αγόρευσης της ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων, παρατηρούμε ότι  ο ισχυρισμός τους είναι ότι «ο Νόμος 42(Ι)/00 αντίκειται σε βασικές πρόνοιες της Σύμβασης και συγκεκριμένα ότι αντίκειται στα άρθρα 11(1)&(2), 14 και 17» που αντιστοιχούν στα άρθρα 21, 28 και 34 του δικού μας Συντάγματος. Μπορούμε με ευκολία να πούμε ότι τίποτε από τα όσα περιέχονται στο περίγραμμα και αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της πλευράς των εφεσειόντων είναι αρκετό για να αποδείξει τους εν λόγω ισχυρισμούς.

Με τον 12ο λόγο έφεσης γίνεται ισχυρισμός ότι τα επίδικα άρθρα παραβιάζουν το άρθρο 1 του Τέταρτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα όπως αυτό κυ[*1335]ρώθηκε με το Νόμο 52/89.  Η πρόνοια του άρθρου αυτού αντιστοιχεί με την πρόνοια του άρθρου 23.1 του Συντάγματος. Τα όσα αποφασίστηκαν στην προαναφερθείσα υπόθεση Ιnvestylia Ltd.  είναι αρκετά για απόρριψη και αυτού του λόγου.

Στρεφόμαστε τώρα στους λόγους έφεσης 20-23 καθότι τούτοι είναι συναφείς. Η ουσία του παραπόνου των εφεσειόντων είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, παρερμηνεύοντας τα σχετικά άρθρα, αλλά και την επιστολή της 5/4/00 (τεκμ. 1 στην υπόθεση) και το περιεχόμενο του Ενημερωτικού Δελτίου της Πρόσκλησης για Εγγραφή (τεκμ. 6 στην υπόθεση) κατάληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα ότι έγιναν παραστάσεις προς τον εφεσίβλητο εκ μέρους των εφεσειόντων για αγορά των μετοχών. Κατ’ αρχή σημειώνουμε ότι αναφορικά με τις περιστάσεις που ο εφεσίβλητος αγόρασε τις μετοχές, το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη δική του μαρτυρία και απέρριψε αυτή της πλευράς των εφεσειόντων. O εφεσίβλητος είχε καταθέσει ότι  ουσιαστικά βασίστηκε στα όσα του είχε αναφέρει ο κ. Ζαχαριάδης τον οποίο θεωρούσε από τους αξιωματούχους της εταιρείας (εφεσειόντων). Λόγος έφεσης με τον οποίο να αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του δικαστηρίου να δεχθεί ως αληθή την εκδοχή του εφεσίβλητου, δεν υπάρχει. Εξετάζοντας λοιπόν το μέρος της απόφασης που διαλαμβάνει ότι ο εφεσίβλητος αγόρασε τις μετοχές ως αποτέλεσμα των παραστάσεων που του είχαν γίνει, καταλήγουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή. Στην επιστολή 5/4/00 (τεκμ. 1) γινόταν αναφορά «ότι θα επιδιωχθεί να εισαχθούν και οι ιδρυτικές μετοχές στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου» φράση που υποδηλώνει εισαγωγή και των συνήθων μετοχών. Αναφορά για εισαγωγή των μετοχών στο ΧΑΚ γίνεται και στην Πρόσκληση για Εγγραφή (τεκμ. 6). Διαφωνούμε με την εισήγηση της ευπαιδεύτου δικηγόρου των εφεσειόντων ότι η φράση «σε εύθετο χρονικό διάστημα» που περιέχεται στο ενημερωτικό δελτίο, μέσα στο οποίο οι εφεσείοντες δήλωναν ότι είχαν πρόθεση να αποταθούν για εισαγωγή των τίτλων στο ΧΑΚ, δεν έδειχνε πρόθεσή τους να εισάξουν τις μετοχές τους στο ΧΑΚ μέσα σε εύλογο χρόνο. Το γεγονός ότι η αίτηση υποβλήθηκε στις 14/6/00, δείχνει τέτοια πρόθεση. Απορρίπτονται λοιπόν και αυτοί οι λόγοι έφεσης.

Στην όλη υπόθεση υπάρχει και ο 1ος λόγος έφεσης με τον οποίο ουσιαστικά προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η αγωγή ήταν πρόωρη.  Τέτοιος όμως ισχυρισμός ούτε στα δικόγραφα υπάρχει, ούτε και προωθήθηκε πρωτόδικα. Επομένως ο λόγος αυτός δεν μπορεί να εξεταστεί σε αυτό το στάδιο.

Aφήσαμε τελευταίο τον 17ο λόγο έφεσης. Γίνεται ισχυρισμός [*1336]ότι σε περίπτωση που η έφεση απορριφθεί, το δικαστήριο τούτο θα πρέπει να επέμβει και να θέσει όρο στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι «η εφεσείουσα εταιρεία υποχρεούται να επιστρέψει τα επιδικασθέντα χρηματικά ποσά υπό τον όρο ότι και ο εφεσίβλητος θα επιστρέψει τους τίτλους των μετοχών». Έχουμε προσέξει ότι η τελική διαταγή του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ότι «ο ενάγων απέδειξε την υπόθεση του εναντίον των εναγομένων και δικαιούται απόφαση για το ποσό των Λ. 4.506 εντόκως με 6% από τις 14/6/00 που είναι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης, σύμφωνα με τα πιο πάνω άρθρα.»  (Η υπογράμμιση είναι δική μας).

Ενόψει του ότι με τη φράση «τα πιο πάνω άρθρα» φαίνεται με σαφήνεια ότι εννοούνται τα άρθρα 3(3) και 58Α(3)(β) του Ν. 42(Ι)/00 στα οποία υπάρχει πρόνοια ότι η επιστροφή των χρημάτων θα γίνεται ταυτόχρονα με την επιστροφή των σχετικών τίτλων, είναι αυτονόητο ότι ο όρος αυτός υπάρχει, έστω και μη ρητά διατυπωμένος, στην απόφαση.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η παρούσα έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο