Κασιανός Ανδρέας & Υιοί Λτδ ν. Φιλίτσας Δ. Βασιλείου Λτδ. (2006) 1 ΑΑΔ 1337

(2006) 1 ΑΑΔ 1337

[*1337]15 Δεκεμβρίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΣΙΑΝΟΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ.,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΦΙΛΙΤΣΑΣ Δ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΛΤΔ.,

Εφεσιβλήτων-Eναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 12078)

 

Συμβάσεις ― Παράνομη σύμβαση ― Σύμβαση ανέγερσης οικοδομής ― Καταστρατήγηση των Άρθρων 5 και 9 των περί Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμων του 1973 έως 2001 (Ν.97/73, όπως τροποποιήθηκε) ― Οι εργολήπτες δεν κατείχαν την ανάλογη και απαιτούμενη άδεια εργολήπτου για τη συγκεκριμένη οικοδομή ― Ίση συμμετοχή των διαδίκων στην παρανομία ― Η αξίωση των εργοληπτών και η ανταπαίτηση της ιδιοκτήτριας της οικοδομής απορρίφθηκαν.

Η υπόθεση αυτή αφορά συμφωνία ανέγερσης οικοδομής των εφεσιβλήτων-εναγομένων από τους εφεσείοντες-ενάγοντες στη Λάρνακα ημερ. 26/10/98. Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή αξιώνοντας ποσό £21.456, το οποίο αποτελείτο από έξτρα εργασίες, αυξήσεις εργατικών και ΦΠΑ. Οι εφεσίβλητοι στην υπεράσπιση επικαλέσθηκαν θέμα παρανομίας της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας για τον λόγο ότι η άδεια των εφεσειόντων ήταν για οικοδομή της Τέταρτης κατηγορίας ενώ το επίδικο έργο ήταν της Τρίτης κατηγορίας. Ήγειραν επίσης και ανταπαίτηση για το ποσό των £12.154 για «έλαττον εργασίες» και κακοτεχνίες. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τόσο την αγωγή όσο και την ανταπαίτηση για το λόγο ότι και οι δύο διάδικοι συμμετείχαν εξίσου σε συμβόλαιο παράνομο τόσο κατά τη συνομολόγησή του όσο και κατά την εκτέλεσή του, κατ’ αντίθεση με τον περί Εργοληπτών Νόμο και το Άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, με αποτέλεσμα η συμφωνία να είναι ανεφάρμοστη.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας ισχυρισμούς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και τη νομολογία και κατέληξε εσφαλμένα στη διαπίστωση ότι η συμφω[*1338]νία ήταν παράνομη.

Ο συνήγορος των εφεσειόντων επικαλέσθηκε την πρόνοια του Άρθρου 9 (1) του νόμου με βάση την οποία επιτρέπεται σε ένα πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) να δίνει προσφορά για έργο μιας κατηγορίας οικοδομής εφόσον έχει την απαιτούμενη πείρα έστω και αν το πρόσωπο αυτό δεν κατέχει άδεια για την εν λόγω κατηγορία. Εισηγήθηκε πως, εφόσον μπορεί να προσφοροδοτεί, τότε τεκμαίρεται κατ’ ανάγκη ότι ο νόμος του επιτρέπει να προβεί και στην ανέγερση της οικοδομής γιατί διαφορετικά η πρόνοια για προσφοροδότηση δεν θα είχε νόημα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η πρόνοια του νόμου μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την ερμηνεία που δίνει ο συνήγορος του εφεσείοντος. Στο εν λόγω άρθρο, αλλά και γενικότερα στις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες, υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ της υποβολής προσφοράς και της εκτέλεσης του έργου. Η υποβολή της προσφοράς συνδέεται με την πείρα ενώ η ανάληψη της εργασίας συνδέεται με την κατοχή ετήσιας άδειας αναφορικά με την τάξη του οικονομικού ή τεχνικού έργου.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στη σχετική νομολογία και κατέληξε ότι η εκτέλεση του έργου για την κατηγορία του οποίου οι εφεσείοντες δεν είχαν άδεια, ήταν παράνομη, ανεξάρτητα του ότι είχαν δικαίωμα να προσφοροδοτήσουν. Στην συμφωνία υπήρχε παρανομία στην οποία συμμετείχαν εξίσου οι διάδικοι που ήταν τέτοιας φύσης που επηρέαζε τόσο την απαίτηση όσο και την ανταπαίτηση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αγαθοκλέους κ.ά. ν. Λάππα (1998) 1 (Δ) Α.Α.Δ. 2002,

Πισιάρας κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 817,

Flecha Contracting Ltd v. M. C. Michael  Development Ltd (2003) 1 (Α) Α.Α.Δ. 263,

Σκουτέλας ν. Αγαπίου (2003) 1 (Α) Α.Α.Δ. 338.

Έφεση.

[*1339]Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπ.�Αρ. 5212/00), ημερ. 28/5/04.

Α. Ποιητής με Γ. Λουκαϊδη, για τους Eφεσείοντες.

Αν. Κουκούνης, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Οι εφεσείοντες, που είναι εργοληπτική εταιρεία,  υπέβαλαν σχετική προσφορά για την ανέγερση της οικοδομής των εφεσιβλήτων γνωστής ως ΚΥΘΡΑΙΑ ΚΩΡΤ, στη Λάρνακα η οποία έγινε αποδεκτή και οδήγησε στη σύναψη γραπτής συμφωνίας ημερ. 26/10/98.  Με βάση τη συμφωνία αυτή οι εφεσείοντες θα ανήγειραν την εν λόγω πολυκατοικία έναντι του ποσού των £83.000 σε μετρητά και θα λάμβαναν και ένα διαμέρισμα στο 2ο όροφο, του οποίου η αξία υπολογίστηκε στις £27.000 ούτως ώστε η τελική αμοιβή να ήταν £110.000. Αφού εξετέλεσαν την εργασία και είχαν εισπράξει το συνολικό ποσό των £107.000, αξίωσαν από τους εφεσίβλητους το ποσό των £21.456 το οποίο αποτελείτο από έξτρα εργασίες, αυξήσεις εργατικών και Φ.Π.Α. Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν την οφειλή και οι εφεσείοντες ήγειραν την αγωγή 5212/00 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας και αξίωσαν το προαναφερθέν ποσό των £21.456. Οι εφεσίβλητοι στην υπεράσπιση επικαλέστηκαν θέμα παρανομίας της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας για το λόγο ότι η άδεια των εφεσειόντων ήταν για οικοδομή της Τέταρτης κατηγορίας ενώ το επίδικο έργο ήταν της Τρίτης κατηγορίας,  Ήγειραν επίσης και ανταπαίτηση για το ποσό των £12.154 για «έλαττον εργασίες» και κακοτεχνίες. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τόσο την αγωγή όσο και την ανταπαίτηση για το λόγο ότι και οι δυο διάδικοι συμμετείχαν εξίσου σε συμβόλαιο παράνομο τόσο κατά τη συνομολόγησή του όσο και κατά την εκτέλεσή του, κατ’ αντίθεση με τον περί Εργοληπτών Νόμο και το άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, με αποτέλεσμα η συμφωνία να είναι ανεφάρμοστη.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε το νόμο και τη νομολογία εσφαλμένα και εφάρμοσε το νόμο αναδρομικά, με αποτέλεσμα να καταλήξει εσφαλμένα ότι η συμφωνία ήταν παράνομη.  [*1340]Με το δεύτερο λόγο προβάλλεται περαιτέρω ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε ή ερμήνευσε λανθασμένα το νόμο επί της επίδικης συμφωνίας και καθοδηγήθηκε λανθασμένα από τη νομολογία. Οι τρίτος και τέταρτος λόγοι έφεσης έχουν αποσυρθεί με το περίγραμμα των εφεσειόντων.

Αποτέλεσμα των πιο πάνω είναι να παραμείνουν μόνο οι πρώτος και δεύτερος λόγοι έφεσης οι οποίοι είναι συναφείς και θα εξεταστούν μαζί. Από τις αντίστοιχες αγορεύσεις φαίνεται ότι η όλη υπόθεση εξαρτάται από την ερμηνεία των άρθρων 5 και 9 των περί Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμων του 1973 έως 2001 (Ν.97/73, όπως τροποποιήθηκε με σειρά νόμων μέχρι το Ν. 29(I)/01) τα οποία άρθρα, στην έκταση που μας ενδιαφέρουν, διαλαμβάνουν τα ακόλουθα:

«Άρθρο 5(1)  Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κανένας δεν μπορεί να ασκεί την εργασία του εργολήπτη ή να ανεγείρει ή να εκτελεί οικοδομικό ή τεχνικό έργο ή να ασκεί το επάγγελμα του εργολήπτη, αν δεν είναι εγγεγραμμένος εργολήπτης και κάτοχος πιστοποιητικού και ετήσιας άδειας σε ισχύ».

Το εδ. (1Α) του ίδιου άρθρου προβλέπει πως:

«(1Α) Κανένας δεν μπορεί να αναθέτει την εκτέλεση οικοδομικού ή τεχνικού έργου σε πρόσωπο που δεν είναι εγγεγραμμένος εργολήπτης και κάτοχος ετήσιας άδειας σε ισχύ της κατηγορίας στην οποία ανήκει το έργο».

Σχετικό είναι επίσης το άρθρο 9(1) το οποίο προνοεί ότι:

«9(1) Κανένας εργολήπτης δεν μπορεί να υποβάλλει προσφορά, αν δεν έχει την πείρα που απαιτείται σε σχέση με το οικοδομικό ή τεχνικό έργο ή να αναλαμβάνει εργασία σε σχέση με οικοδομικό ή τεχνικό έργο, εκτός αν είναι κάτοχος ετήσιας άδειας όπως προβλέπεται στον παρόντα Νόμο αναφορικά με την τάξη του εν λόγω οικοδομικού ή τεχνικού έργου.»

Σύμφωνα με τον Πρώτον Πίνακα του Νόμου ο κάτοχος άδειας Τέταρτης κατηγορίας δικαιούται να αναλαμβάνει εργασία και να ασχολείται με την ανέγερση οικιστικών μονάδων, γραφείων και καταστημάτων που έχουν εμβαδόν μέχρι 800 τ.μ. Αποτελούσε κοινό έδαφος ότι το έργο (πολυκατοικία) στη δική μας περίπτωση υπερέβαινε τα 800 τ.μ. αφού τούτο ήταν 1450 τ.μ. δηλαδή της Τρίτης κατηγορίας. Ήταν περαιτέρω κοινώς παραδεκτό ότι η άδεια που εί[*1341]χαν οι εφεσείοντες ήταν Τέταρτης κατηγορίας.

Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι οι εφεσείοντες δεν κατείχαν την ανάλογη και απαιτούμενη άδεια εργολήπτου Τρίτης κατηγορίας, η οποία θα τους επέτρεπε να ανεγείρουν την πολυκατοικία «ΚΥΘΡΕΑ ΚΩΡΤ». Το ερώτημα που τίθεται είναι ποιές οι συνέπειες για τους εφεσείοντες. Τόσον ο ίδιος ο Ν. 97/73 όσον και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ερμήνευσε τον εν λόγω νόμο, αναφέρουν ως συνέπεια την αδυναμία αξίωσης δικαστικώς οποιασδήποτε αμοιβής. Τούτο προκύπτει και από το  εδ. (4) του άρθρου 5 που έχει ως εξής:

«(4) Ουδείς μη εγγεγραμμένος και μη κάτοχος ετήσιας άδειας εργολήπτης δικαιούται να αξιώση δικαστικώς παρ’ οιουδήποτε προσώπου την είσπραξιν αμοιβής δι’ υπηρεσίας ή δαπάνας αφορώσας εις εργοληψίαν οικοδομικών ή άλλων τεχνικών έργων, εκτός δι’ υπηρεσίας ή δαπάνας προσφερθείσας ή γενομένας προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου ή εν σχέση προς έργον αρξάμενενον μεν προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου αλλά αποπερατωθέν μετά την έναρξιν τούτου.»

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων έδωσε έμφαση στην πρόνοια του προαναφερθέντος άρθρου 9(1) του νόμου με βάση την οποία επιτρέπεται σε ένα πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) να δίνει προσφορά για έργο μιας κατηγορίας οικοδομής εφόσον έχει την απαιτούμενη πείρα έστω και αν το πρόσωπο αυτό δεν κατέχει άδεια για την εν λόγω κατηγορία. Εφόσον μπορεί να προσφοροδοτεί, εισηγήθηκε ο συνήγορος, τότε κατ’ ανάγκη τεκμαίρεται ότι ο νόμος του επιτρέπει να προβεί και στην ανέγερση της οικοδομής γιατί διαφορετικά η πρόνοια για προσφοροδότηση θα ήταν χωρίς νόημα.

Κρίνουμε ότι η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου δεν ευσταθεί. Η πρόνοια  του νόμου μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την ερμηνεία που δίνει ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων.  Μπορεί δηλαδή κάποιος να δώσει προσφορά και να του κατακυρωθεί η ανέγερση του έργου, οπότε είτε στο μεταξύ εξασφαλίζει τη σχετική άδεια για την κατηγορία του κτιρίου που θα ανεγείρει και αναλαμβάνει ο ίδιος την εκτέλεση του έργου, είτε προβαίνει στην εκτέλεση του μέσω προσώπου που κατέχει τη σχετική άδεια. Στο εν λόγω άρθρο, αλλά και γενικότερα στις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες, υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ της υποβολής προσφοράς και της εκτέλεσης του έργου. Η υποβολή της προσφοράς συνδέεται με την πείρα ενώ η ανάληψη της εργασίας συνδέεται με την κατοχή [*1342]ετήσιας άδειας αναφορικά με την τάξη του οικοδομικού ή τεχνικού έργου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, καθοδηγούμενο από σχετική νομολογία επί του θέματος (Αγαθοκλέους κ.ά. ν. Λάππα (1998) 1 (Δ) Α.Α.Δ. 2002, Πισιάρας κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 817, Flecha Contracting Ltd. v. M. C. Michael Development Ltd. (2003) 1 (A) Α.Α.Δ. 263 και Σκουτέλας ν. Αγαπίου (2003) 1 (Α) Α.Α.Δ. 338) κατάληξε ότι η εκτέλεση του έργου για την κατηγορία του οποίου οι εφεσείοντες δεν είχαν άδεια, ήταν παράνομη, ανεξάρτητα του ότι είχαν δικαίωμα να προσφοροδοτήσουν. Βασίστηκε κυρίως στα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Flecha Contracting Ltd (πιο πάνω) της οποίας τα γεγονότα είναι πλησιέστερα προς τη δική μας περίπτωση. Εξετάσαμε το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης και κρίνουμε ότι η κατάληξη του δικαστηρίου ότι υπήρχε παρανομία στη σχετική συμφωνία στην οποία συμμετείχαν εξίσου οι διάδικοι που ήταν τέτοιας φύσης που επηρεάζε τόσο την απαίτηση όσο και την ανταπαίτηση, είναι ορθή.

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο