Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Γιαννάκη Ανδρέα Σαλούμη και Άλλου (2006) 1 ΑΑΔ 1347

(2006) 1 ΑΑΔ 1347

[*1347]15 Δεκεμβρίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,

Εφεσείουσα,

v.

1. ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΑΝΔΡΕΑ ΣΑΛΟΥΜΗ,

2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟY ΑΝΔΡΕΑ ΣΑΛΟΥΜΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 63/2005)

 

Απόδειξη ― Έγγραφα ― Η υποβολή ένστασης ή όχι στην κατάθεση εγγράφου κατά τη δίκη είναι θέμα που συναρτάται προς τους κανόνες που διέπουν την απόδειξη και είναι θέμα ξεχωριστό από την κατ’ ουσία αποδεικτική του αξία όταν αυτό κατατεθεί με ή χωρίς ένσταση.

Η εφεσείουσα-ενάγουσα Τράπεζα καταχώρησε αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων αξιώνοντας ποσό £71.431,94 πλέον τόκους στη βάση σύμβασης δανείου. Οι εφεσίβλητοι, στην ιδιαίτερα συνοπτική υπεράσπισή τους, αρνήθηκαν όλους τους ισχυρισμούς της έκθεσης απαίτησης.

Κατά την ακροαματική διαδικασία η εφεσείουσα Τράπεζα κάλεσε μόνο μια υπάλληλο της Τράπεζας στο Τμήμα Χορηγήσεων, Δανείων και Τρεχουμένων Λογαριασμών, με σκοπό να αποδείξει την υπόθεσή της. Οι εφεσίβλητοι δεν προσέφεραν οποιαδήποτε μαρτυρία.

Κατά την παρουσίαση των σχετικών τεκμηρίων από την μάρτυρα της εφεσείουσας δεν ηγέρθηκε ένσταση εκ μέρους των εφεσιβλήτων, όμως η υπεράσπιση αμφισβήτησε τα έγγραφα και την οποιαδήποτε εμπλοκή των εφεσιβλήτων με την εφεσείουσα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η μάρτυρας της εφεσείουσας ήταν αξιόπιστη, πλην όμως η μαρτυρία της ήταν ανεπαρκής για να αποδείξει την υπόθεση της εφεσείουσας, ενόψει των αρνήσεων της έκθεσης υπεράσπισης. Η μαρτυρία της περιοριζόταν στο ότι αυτή πήρε αριθμό εγγράφων από τα αρχεία της Τράπεζας, εκτύπωσε κάποιες καταστάσεις [*1348]από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και παρουσίασε αυτά τα έγγραφα στο Δικαστήριο.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η μη υποβολή ένστασης στην κατάθεση εγγράφου, το οποίο κατ’ ισχυρισμό υπέγραψαν οι εφεσίβλητοι, δεν σημαίνει παραδοχή για οτιδήποτε. Η κατάθεση εγγράφου που δεν είναι η ύπαρξη του που αμφισβητείται, δεν προωθεί αφ’ εαυτής την υπόθεση των εφεσειόντων σε σχέση με το επίδικο θέμα.

2.  Με δεδομένη την άρνηση των ισχυρισμών της εφεσείουσας από τους εφεσίβλητους στο στάδιο των δικογράφων και της αμφισβήτησης κατά την ακρόαση της εμπλοκής των εφεσιβλήτων στα όσα τους καταλόγιζε η εφεσείουσα, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι με την παρουσίαση των σχετικών τεκμηρίων από τη μαρτυρία της εφεσείουσας, χωρίς ένσταση της υπεράσπισης, η εφεσείουσα απέδειξε την υπόθεσή της. Τη στιγμή μάλιστα που η μαρτυρία της εν λόγω μάρτυρος ήταν εντελώς ανεπαρκής για να στοιχειοθετήσει οποιαδήποτε εμπλοκή των εφεσιβλήτων στην υπόθεση και κατ’ επέκταση οποιαδήποτε ευθύνη τους προς την εφεσείουσα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. E.T. Autospares Enterprises Ltd κ.ά. (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 843.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπ. Αρ. 3831/03), ημερ. 17/1/05.

Ε. Νικολαϊδου για Χ. Ζόππο, για την Εφεσείουσα.

Μ. Κυπριανού, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα [*1349]δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η εφεσείουσα-ενάγουσα Τράπεζα, με την αγωγή της ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, αξίωσε κατά των εφεσιβλήτων-εναγομένων χρηματικό ποσό £71.431,94 πλέον τόκους. Ο πρώτος εφεσίβλητος εναγόταν ως πρωτοφειλέτης σε σύμβαση δανείου και ο δεύτερος εφεσίβλητος εναγόταν ως εγγυητής.

Με την αγωγή της εφεσείουσας αξιώνονταν επίσης διατάγματα εκποίησης δύο υποθηκών.

Οι εφεσίβλητοι με κοινή έκθεση υπεράσπισης, η οποία ήταν ιδιαίτερα συνοπτική, αρνήθηκαν την αξίωση και όλους τους ισχυρισμούς που περιέχονταν στην έκθεση απαίτησης.

Κατά την ακροαματική διαδικασία η εφεσείουσα Τράπεζα κάλεσε μόνον μια μάρτυρα, την Φωτεινή Βασιλείου, υπάλληλο της Τράπεζας στο Τμήμα Χορηγήσεων, Δανείων και Τρεχουμένων Λογαριασμών, με σκοπό να αποδείξει την υπόθεση της. Από πλευράς εφεσιβλήτων δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία.

Η προαναφερόμενη μάρτυρας παρουσίασε αριθμό τεκμηρίων.  Ως τεκμήριο 1 παρουσιάστηκε σύμβαση δανείου και εγγυήσεως, ημερ. 3.6.99, στην οποία παρουσιάζεται ως πρωτοφειλέτης ο πρώτος εφεσίβλητος και ως εγγυητής ο δεύτερος εφεσίβλητος. Ως τεκμήριο 2 παρουσιάστηκε σύμβαση και δήλωση υποθηκεύσεως ενός ακινήτου και ως τεκμήριο 3 παρουσιάστηκε σύμβαση και δήλωση υποθηκεύσεως δευτέρου ακινήτου. Ως τεκμήριο 4 παρουσιάστηκε επιστολή της εφεσείουσας προς τον πρώτο εφεσίβλητο με κοινοποίηση και προς το δεύτερο εφεσίβλητο και ως τεκμήριο 5 παρουσιάστηκε κατάσταση λογαριασμού που φέρεται να αφορά λογαριασμό του πρώτου εφεσίβλητου με την εφεσείουσα τράπεζα.

Κατά την παρουσίαση των προαναφερομένων τεκμηρίων δεν ηγέρθηκε ένσταση εκ μέρους των εφεσιβλήτων, όμως η υπεράσπιση αμφισβήτησε τα  έγγραφα και την οποιαδήποτε εμπλοκή των εφεσιβλήτων με την εφεσείουσα Τράπεζα. Συγκεκριμένα, αναφορικά με το τεκμήριο 1, αμφισβητήθηκε η παρουσία της προαναφερόμενης μοναδικής μάρτυρος, κατά την υπογραφή του συμβολαίου και αμφισβητήθηκε επίσης η οποιαδήποτε γνώση της μάρτυρος αναφορικά με το περιεχόμενο του τεκμηρίου 1. Η μάρτυρας δεν ήταν σίγουρη κατά πόσο η ίδια ήταν παρούσα κατά την υπογραφή του τεκμηρίου 1, αλλά ούτε και είχε οποιαδήποτε προσωπική ή έστω εξ ακοής γνώση του περιεχομένου του τεκμηρίου 1 αλλά και των συνθηκών υπό [*1350]τις οποίες υπογράφηκε καθώς και του ποιοι το υπέγραψαν.

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αφού παρέθεσε το περιεχόμενο της συνοπτικής έκθεσης υπεράσπισης, σύμφωνα με το οποίο οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν όλους τους ισχυρισμούς της εκθέσεως απαιτήσεως και αφού παρέθεσε μεγάλο μέρος της αντεξέτασης της μοναδικής μάρτυρος της εφεσείουσας Τράπεζας, από το οποίο επίσης φαίνεται η αμφισβήτηση του περιεχομένου των τεκμηρίων που η μάρτυρας παρουσίασε και ειδικά των τεκμηρίων 1, 2 και 3, παρατήρησε πως όταν ένα έγγραφο αμφισβητείται, ο διάδικος που το επικαλείται φέρει το βάρος της απόδειξης της ορθής εκτέλεσής του. Αν δηλαδή ο εναγόμενος αρνείται μια γραπτή σύμβαση, την οποία ο ενάγοντας επικαλείται και στην οποία βασίζει την απαίτηση του, τότε ο τελευταίος (ο ενάγοντας δηλαδή) οφείλει να πείσει το δικαστήριο πως ο εναγόμενος πράγματι συνεβλήθη θέτοντας την υπογραφή του στο έγγραφο.

Αφού προέβη στις προαναφερόμενες παρατηρήσεις το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως από τη μαρτυρία της κας Βασιλείου προέκυπτε αβίαστα πως η μάρτυρας δεν γνώριζε οτιδήποτε το συγκεκριμένο για την υπόθεση και πως καμιά συγκεκριμένη πληροφόρηση είχε από άλλο υπάλληλο, συνάδελφο της, που εμπλεκόταν προσωπικά στα επίδικα ζητήματα. Η μαρτυρία της κας Βασιλείου ήταν ουσιαστικά ότι οι συνήθεις  πρακτικές της εφεσείουσας Τράπεζας θα πρέπει να ακολουθήθηκαν και στην προκείμενη περίπτωση και πως εφόσον υπήρχαν υπογραφές επιβεβαιωτών μαρτύρων στη σύμβαση δανείου και εγγύησης (τεκμήριο 1) οι επιβεβαιωτές μάρτυρες θα πρέπει, κανονικά, να επιβεβαίωσαν τις υπογραφές των συμβληθέντων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι η μάρτυρας κα. Βασιλείου ήταν καθόλα αξιόπιστη μάρτυρας πλήν όμως ότι η μαρτυρία της ήταν ανεπαρκής για να αποδείξει την υπόθεση της εφεσείουσας Τράπεζας, ενόψει των αρνήσεων της εκθέσεως υπερασπίσεως.  Όπως τόνισε το πρωτόδικο δικαστήριο η μαρτυρία της περιοριζόταν στο ότι αυτή πήρε αριθμό εγγράφων από τα αρχεία της Τράπεζας, εκτύπωσε κάποιες καταστάσεις από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και παρουσίασε αυτά τα έγγραφα στο δικαστήριο. Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο το ότι η υπεράσπιση δεν προέβαλε ένσταση στην παρουσίαση των προαναφερομένων εγγράφων-τεκμηρίων όταν επιχειρήθηκε η παρουσίασή τους δεν διαφοροποιεί την κατάσταση, εφόσον μάλιστα, κατά την ακροαματική διαδικασία, αμφισβητήθηκε ρητά το περιεχόμενο των εγγράφων αλλά και η εμπλοκή των εφεσιβλήτων σ’ αυτά, όπως προμηνύετο και από το περιεχόμενο της [*1351]έκθεσης υπεράσπισης. Κατά συνέπεια το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης επειδή, κατ’ ισχυρισμό, το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν κατέληξε σε ευρήματα γεγονότων, επειδή το πρωτόδικο δικαστήριο εάν προέβαινε σε ευρήματα γεγονότων ως όφειλε θα έπρεπε να είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υπόθεση της εφεσείουσας είχε αποδειχθεί και επειδή τα τεκμήρια 1, 2, 3 και 4 αποτελούσαν μέρος αρχείου επιχείρησης και μπορούσαν να προσαχθούν ως αποδεικτικό υλικό και προσήχθησαν αλλά το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν έκαμε οποιαδήποτε αποτίμηση της αξίας τους.

Μελετήσαμε με προσοχή τα ενώπιόν μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ότι κανένας από τους λόγους έφεσης ευσταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε ευρήματα ως προς τα γεγονότα. Τα  ευρήματα του ήταν ότι η μοναδική μάρτυρας της εφεσείουσας Τράπεζας δεν είχε οποιαδήποτε ουσιαστική εμπλοκή στην υπόθεση και δεν ήταν σε θέση να προσφέρει μαρτυρία με την οποία η εφεσείουσα θα απεδείκνυε τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της, δεδομένου πως οι εφεσίβλητοι με την υπεράσπιση τους αμφισβήτησαν όλους τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας. Από τα προαναφερόμενα ευρήματα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ορθά στο συμπέρασμα πως η υπόθεση της εφεσείουσας δεν είχε αποδειχθεί, νοουμένου ότι δεν υπήρχε και οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου εκτός από εκείνη της κας Βασιλείου. Σε σχέση με τα τεκμήρια 1-5 που παρουσίασε η κα. Βασιλείου, χωρίς ένσταση της υπεράσπισης, και πάλι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έκρινε πως η καταχώριση κάποιων εγγράφων, χωρίς ένσταση, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση.

Στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. E.T. Autospares Enterprises Ltd κ.ά. (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 843 τονίστηκε η αρχή ότι η μη υποβολή ένστασης στην κατάθεση ενός εγγράφου, το οποίο κατ’ ισχυρισμό υπέγραψαν οι εφεσίβλητοι, δεν σημαίνει παραδοχή για οτιδήποτε. Η κατάθεση ενός εγγράφου που δεν είναι η ύπαρξη του που αμφισβητείται, δεν προωθεί αφ’ εαυτής την υπόθεση των εφεσειόντων σε σχέση με το επίδικο θέμα.

Τα όσα παρατηρήθηκαν στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα (ανωτέρω) ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση. Δεδομένης της άρνησης των ισχυρισμών της εφεσείουσας από τους εφεσίβλητους στο στάδιο των δικογράφων και δεδομένης επίσης της αμφισβήτησης, στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, της οποιασδήποτε εμπλοκής [*1352]των εφεσιβλήτων στα όσα τους καταλόγιζε η εφεσείουσα, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι με την παρουσίαση των προαναφερομένων τεκμηρίων από τη μάρτυρα κα. Βασιλείου, χωρίς ένσταση της υπεράσπισης, η εφεσείουσα απέδειξε την υπόθεση της εναντίον των εφεσιβλήτων, τη στιγμή μάλιστα  που η μόνη μαρτυρία που πρόσφερε η εφεσείουσα στο δικαστήριο (αυτή της κας Βασιλείου) ήταν μεν αξιόπιστη, ήταν όμως εντελώς ανεπαρκής για να στοιχειοθετήσει οποιαδήποτε εμπλοκή των εφεσιβλήτων στην υπόθεση και κατ’ επέκταση οποιαδήποτε ευθύνη τους προς την εφεσείουσα.  Η κα. Βασιλείου, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, ουδεμίαν  ουσιαστική γνώση για την υπόθεση αυτή είχε και συνεπώς με την τυπική μαρτυρία που έδωσε, που συνίστατο βασικά στην απλή παρουσίαση των προαναφερομένων τεκμηρίων, δεν ήταν δυνατόν να αποδείξει τα ισχυριζόμενα αγώγιμα δικαιώματα της εφεσείουσας εις βάρος των εφεσιβλήτων.

Για τους προαναφερόμενους λόγους κρίνουμε την έφεση ως εντελώς αβάσιμη και την απορρίπτουμε με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο