Αγαπίου Μάριος και Άλλη ν. Ευαγγελίας Λεωνίδου (2007) 1 ΑΑΔ 50

(2007) 1 ΑΑΔ 50

[*50]19 Ιανουαρίου, 2007

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

1. ΜΑΡΙΟΣ ΑΓΑΠΙΟΥ,

2. ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΓΑΠΙΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 104/2005)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση πώλησης ακινήτου ― Παράβαση σύμβασης πώλησης ακινήτου (το οποίο παρέμεινε στην ιδιοκτησία των πωλητών) εκ μέρους της αγοράστριας ― Αποφασίστηκε πρωτοδίκως η επιστροφή της προκαταβολής στην αγοράστρια και η μη επιδίκαση αποζημιώσεων, τόκων και εξόδων μετακόμισης κινητών περιουσιακών στοιχείων των πωλητών ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.

Η εφεσίβλητη-ενάγουσα με αγωγή της διεκδίκησε το ποσό των £2.000 που κατέβαλε στους εφεσείοντες-εναγόμενους κατά την υπογραφή συμφωνίας πώλησης μιας κατοικίας των εφεσειόντων προς αυτή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ο τερματισμός της συμφωνίας οφειλόταν στην υπαναχώρηση της εφεσίβλητης. Το Δικαστήριο της επιδίκασε το ποσό των £2.000 θεωρώντας ότι αυτό ήταν μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος. Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση και υποστήριξαν πως:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως το ποσό των £2.000 που η εφεσίβλητη τους κατέβαλε κατά την υπογραφή της συμφωνίας ήταν επιστρεπτέο σ’ αυτή ως μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος τερματισθείσας συμφωνίας.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν τους επιδίκασε ως αποζημιώσεις τη διαφορά μεταξύ του συμφωνηθέντος τιμήματος των £62.000 και του τιμήματος των £60.500, έναντι του οποίου ισχυρίζονταν ότι, λίγους μήνες μετά, πώλησαν την κατοικία σε τρίτο.

[*51]3.        Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν τους επιδίκασε τους τόκους τους οποίους κατ’ ισχυρισμόν επιβαρύνθηκαν εξ αιτίας χρέους τους προς χρηματοδοτικό οργανισμό το οποίο δεν μπόρεσαν να εξοφλήσουν, όπως θα έκαναν αν εισέπρατταν το τίμημα.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν τους επιδίκασε το ποσό των £253 το οποίο κατ’ ισχυρισμόν κατέβαλαν για την μετακόμιση κινητών περιουσιακών τους στοιχείων που βρίσκονταν στην κατοικία για να την παραδώσουν στην εφεσίβλητη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η συμφωνία πώλησης προνοούσε ότι το ποσό των £2.000 θα ήταν η προκαταβολή και πως το υπόλοιπο, το οποίο καθορίζεται ότι είναι £60.000, θα πληρωθεί σε μεταγενέστερο στάδιο μετά τη μεταβίβαση της κατοικίας. Ορθώς επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν υπήρχε το πραγματικό υπόβαθρο στο οποίο οι εφεσείοντες στήριξαν τη θέση τους.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία ενώπιόν του στη βάση των οποίων να καθορίζεται το μέτρο της αποζημίωσης για παράβαση της επίδικης συμφωνίας.

3.  Το θέμα των τόκων δεν εσυνδέετο με το θέμα της αποζημίωσης και του μέτρου γι’ αυτό στην περίπτωση διάρρηξης συμφωνίας πώλησης ακινήτου, το οποίο βεβαίως ακίνητο παρέμεινε στην ιδιοκτησία των εφεσειόντων.

4.  Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τη μη επιδίκαση του ποσού των £253 στους εφεσείοντες είναι δεόντως αιτιολογημένη.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθ. Αρ. 3956/01), ημερ. 24.2.05.

Τ. Κουκούνης, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Λουκαΐδης, για την Εφεσίβλητη.

Ex-tempore

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Έχουμε καταλήξει σε ομόφωνη από[*52]φαση. Με απρόσβλητη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο τερματισμός της συμφωνίας πώλησης της κατοικίας οφειλόταν σε υπαναχώρηση της εφεσίβλητης, χωρίς επ’ αυτού να έχουν υπαιτιότητα οι εφεσείοντες, εγείρονται ως θέματα της έφεσης τα πιο κάτω:

1. Το ζήτημα του ποσού του £2.000 που η εφεσίβλητη κατέβαλε στους εφεσείοντες κατά την υπογραφή της συμφωνίας.

Η εφεσίβλητη διεκδίκησε το ποσό με την αγωγή της και το πρωτόδικο Δικαστήριο το επεδίκασε υπέρ της θεωρώντας ότι ήταν μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος και ως τέτοιο επιστρεπτέο εφόσον η συμφωνία τερματίστηκε, ανεξάρτητα από το λόγο του τερματισμού της. 

Ο πυρήνας των επιχειρημάτων των εφεσειόντων αφορά στη φύση του ποσού και με αναφορά σε νομολογία και οι δύο πλευρές επικεντρώθηκαν στο κατά πόσο αυτό το ποσό θα έπρεπε, στο πλαίσιο της συμφωνίας, να θεωρηθεί ότι αποτελούσε είδος εγγύησης που κατά την εισήγηση των εφεσειόντων θα χανόταν εφόσον με υπαιτιότητα η εφεσίβλητη τερμάτιζε τη συμφωνία ή ήταν μέρος του τιμήματος που θα επιστρεφόταν.

Έχουμε εξετάσει τα δεδομένα και είναι χωρίς δυσκολία που καταλήγουμε πως σαφώς το ποσό ήταν μέρος του τιμήματος και τίποτε άλλο.  Η συμφωνία αναφέρει ως τίμημα πώλησης το ποσό των £62.000 για να ακολουθήσει η πρόνοια της για τον τρόπο πληρωμής, εννοείται αυτού του τιμήματος.  Ως τέτοιος τρόπος καθορίζεται η προκαταβολή του ποσού των £2.000 που είναι το επίδικο ποσό με ακόλουθη πρόνοια πως το υπόλοιπο, το οποίο καθορίζεται ότι είναι £60.000, θα πληρωθεί σε μεταγενέστερο στάδιο μετά τη μεταβίβαση της κατοικίας.  Ορθώς επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν υπήρχε το πραγματικό υπόβαθρο στο οποίο οι εφεσείοντες στήριξαν τη θέση τους.  Οπότε, δεν χρειάζεται να εξεταστούν και τα εναλλακτικά επιχειρήματα της εφεσίβλητης.

2. Το ζήτημα των αποζημιώσεων στις οποίες δικαιούνταν οι εφεσείοντες.

Οι εφεσείοντες διεκδίκησαν ως αποζημιώσεις τη διαφορά μεταξύ του συμφωνηθέντος τιμήματος των £62.000 και του τιμήματος των £60.500 έναντι του οποίου ισχυρίζονταν ότι, λίγους μήνες μετά, πώλησαν την κατοικία σε τρίτο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απουσία οποιουδήποτε άλλου στοιχείου, δεν ήταν διατεθει[*53]μένο να στηριχθεί στην προφορική μαρτυρία του εφεσείοντα επί του σημείου και είναι σε αυτό που αφορά ο σχετικός λόγος έφεσης.  Εγείρει σοβαρά ερωτηματικά η χρησιμοποίηση, ως μέτρου της αποζημίωσης, της συμφωνίας που κατ’ ισχυρισμόν συνήψαν οι εφεσείοντες, χωρίς αυτή να παραπέμπει στην αγοραία αξία της κατοικίας κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ούτως ή άλλως δεν βλέπουμε λόγο για να παρέμβουμε σε σχέση με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος.

3.  Οι τόκοι με τους οποίους κατ’ ισχυρισμόν επιβαρύνθηκαν οι εφεσείοντες εξ αιτίας χρέους τους προς τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης το οποίο δεν μπόρεσαν να εξοφλήσουν, όπως θα έκαναν αν εισέπρατταν το τίμημα.

Δεν έχουμε τίποτε περισσότερο να παρατηρήσουμε από όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε αναφορικά με το ασύνδετο αυτής της θεώρησης του ζητήματος με το θέμα της αποζημίωσης και του μέτρου γι’ αυτό στην περίπτωση διάρρηξης συμφωνίας πώλησης ακινήτου, το οποίο βεβαίως ακίνητο παρέμεινε στην ιδιοκτησία των εφεσειόντων.

4.  Το ποσό των £253 το οποίο οι εφεσείοντες αξίωσαν ως έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν για τη μετακόμιση κινητών περιουσιακών τους στοιχείων που βρίσκονταν στην κατοικία για να την παραδώσουν στην εφεσίβλητη.

Είναι η θέση των εφεσειόντων πως από προφανή αβλεψία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τους επεδίκασε αυτό το ποσό αφού, στο πλαίσιο της απόφασης του, έκρινε ότι το δικαιούνται.  Εκείνο που δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν πως το ποσό καταβλήθηκε και δεν υπάρχει καμιά αβλεψία.  Εξήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο τους λόγους για τους οποίους δεν έπρεπε να επιδικαστεί αυτό το ποσό και με αναφορά στο γεγονός ότι, ούτως ή άλλως, οι εφεσείοντες θα μετακόμιζαν, όπως και έκαμαν.  Οι λόγοι έφεσης δεν αφορούν σε αυτή την εξήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν έχουμε συνεπώς οτιδήποτε από την πλευρά των εφεσειόντων αναφορικά με σφάλμα ως προς αυτή την προσέγγιση.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο