Παναγιώτου Αναστάσιος ν. Αβραάμ Μουλαζίμη (2007) 1 ΑΑΔ 78

(2007) 1 ΑΑΔ 78

[*78]26 Ιανουαρίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

Εφεσείων - Ενάγων,

ν.

ΑΒΡΑΑΜ ΜΟΥΛΑΖΙΜΗ,

Εφεσιβλήτου - Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 198/2005)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Απαγορευτικά διατάγματα ― Λίβελλος ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος αναφορικά με τη δημοσίευση δυσφημιστικού κειμένου.

Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων, Αρχηγός της Αστυνομίας τον ουσιώδη χρόνο, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε ενδιάμεσο προσωρινό διάταγμα που απαγόρευε στον εφεσίβλητο, δημοτικό σύμβουλο του Δήμου Παραλιμνίου να δημοσιεύει επιστολές και να προβαίνει σε δηλώσεις οι οποίες θα ήταν δυσφημιστικές για τον εφεσείοντα, μέχρι της αποπεράτωσης της αγωγής που καταχώρησε ο εφεσείων για αποζημιώσεις για λίβελλο και συκοφαντική δυσφήμιση εναντίον του εφεσίβλητου.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, ο εφεσίβλητος απέστειλε στις 3/5/2005 επιστολή στον Αντιδήμαρχο του Δήμου Παραλιμνίου (με αντίγραφα στις Επιτροπές Ελέγχου και Εσωτερικών της Βουλής, στα Κοινοβουλευτικά Κόμματα και σε Ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας), με την οποία κατάγγελλε ότι ο επιχειρηματίας Χριστάκης Τζιοβάννης είχε προβεί παράνομα σε ανέγερση αριθμού κατοικιών και διαμερισμάτων στο Παραλίμνι και καλούσε το Δήμο Παραλιμνίου να προβεί στην άρση των παρανομιών και τον Υπουργό Εσωτερικών να εξετάσει το θέμα. Ταυτόχρονα ο εφεσίβλητος ζητούσε με την ίδια επιστολή από το Γενικό Εισαγγελέα να εξετάσει την περίπτωση αγοράς από τον εφεσείοντα κατοικίας με έκπτωση από το Χριστάκη Τζιοβάννη, έχοντας υπόψη δήλωση του πιο πάνω Χριστάκη Τζιοβάννη σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Φιλελεύθερος στις 4/5/2005, ότι είχε πωλήσει στον εφεσείοντα [*79]διαμέρισμα με έκπτωση 5%.

Ο εφεσείων υποστηρίζει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, μεταξύ άλλων, αποφάνθηκε ότι δεν στοιχειοθετήθηκαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 αφού το δημοσίευμα συνιστούσε τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος της κατάχρησης εξουσίας. Υποστηρίζει επίσης ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντος είναι λανθασμένη.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις ακόλουθες προϋποθέσεις οι οποίες επιτρέπουν την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων σε περιπτώσεις δυσφήμισης:

(i) Η δήλωση που θα ακολουθήσει πρέπει να είναι αναμφίβολα δυσφημιστική.

(ii)   Η υπεράσπιση που θα προβληθεί από τον εναγόμενο είναι εκείνη της αλήθειας (justification).

(iii)  Δεν υπάρχει άλλη υπεράσπιση που μπορεί να επιτύχει.

     Το Δικαστήριο δεν θα εκδώσει ένα προσωρινό διάταγμα για τη μη επανάληψη μιας δυσφήμισης όταν η απειλούμενη δυσφήμιση μπορεί να είναι προνομιούχος, εκτός από περιπτώσεις στις οποίες υποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος ενεργεί κακόπιστα (maliciously).

(iv)  Υπάρχει μαρτυρία ότι ο εναγόμενος προτίθεται να επαναλάβει τη δυσφήμιση.

     Η πρόθεση μπορεί να αποδειχθεί με δηλώσεις ή απειλές εκ μέρους του εναγόμενου.

Εξετάζοντας τους λόγους έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτοί δεν ευσταθούσαν και απέρριψε την έφεση με το ακόλουθο σκεπτικό:

1   Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του και η κατάληξη του ότι δεν είχαν στοιχειοθετηθεί οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32(1) του Νόμου 14/60 είναι αιτιολογημένη. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από το περιεχόμενο των επίδικων δημοσιευμάτων αποδίδεται στον εφεσείοντα η διενέργεια εμπορικής συναλλαγής με επιλήψιμο χαρακτήρα και όχι η επίρριψη ευθύνης διάπραξης του ποινικού αδικήματος της κατάχρησης εξουσίας, συνάδει με τα στοιχεία που είχαν παρουσιαστεί και η κατάληξη ότι δεν είχαν [*80]ικανοποιηθεί οι απαιτήσεις του Άρθρου 32(1) του Νόμου 14/60 είναι ορθή.

2   Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν παρουσίασε μαρτυρία η οποία θα μπορούσε να ικανοποιήσει της απαιτήσεις του Άρθρου 32(1), περιορίζεται στη διαδικασία της ενδιάμεσης αίτησης και δεν μπορεί να επηρεάσει τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας η οποία θα παρουσιαστεί κατά την ακρόαση της ουσίας της αγωγής.

3   Ο εφεσείων απέκρυψε ουσιώδες γεγονός στην ένορκη δήλωσή του, ήτοι ότι του παραχωρήθηκε έκπτωση 5% για την αγορά διαμερίσματος σε χρονικό στάδιο διερεύνησης από την Αστυνομία σοβαρού σκανδάλου στο οποίο ο Χρ. Τζιοβάννης ήταν συνεργός και θα κατέθετε ως κύριος μάρτυρας εναντίον άλλων προσώπων που είχαν συμμετάσχει στη συναλλαγή.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Coulson v. Coulson [1887] 3 T.L.R. 846,

The Exclusive Brethren case [1980] 3 All E.R. 161,

C.T. Tobacco Limited v. Της Εταιρείας Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 853,

Liverpool Household Stores Association v. Smith [1887] 37 Ch. D. 170,

Quartz Hill Consolidated Gold Mining Company v. Beall [1882] 20 Ch. D. 501,

Bonnard v. Perryman [1891] 2 Ch. 269,

Harakas a.o. v. Baltic Mercantile and Shipping Exchange Ltd a.o. [1982] 2 All E.R. 701,

Herbage v. Pressdram [1984] 1 W.L.R. 1160.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρ[*81]χιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Υπόθ. Αρ. 389/05), ημερ. 30.6.05.

Ε. Φλουρέντζος με Χρ. Νεοφύτου, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Πιττάτζιης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση ο κατά τον ουσιώδη χρόνο Αρχηγός της Αστυνομίας Αναστάσιος Παναγιώτου (εφεσείων) αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε ενδιάμεσο προσωρινό διάταγμα που είχε απαγορεύσει στον Αβραάμ Μουλαζίμη (εφεσίβλητο) να δημοσιεύει επιστολές και να προβαίνει σε δηλώσεις οι οποίες θα ήταν δυσφημιστικές για τον εφεσείοντα, μέχρι της αποπεράτωσης της αγωγής.

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.

Ο εφεσίβλητος, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Παραλιμνίου, απέστειλε στις 3/5/2005 επιστολή στον Αντιδήμαρχο του Δήμου Παραλιμνίου Ανδρέα Ευαγγέλου (με αντίγραφα στις Επιτροπές Ελέγχου και Εσωτερικών της Βουλής, στα Κοινοβουλευτικά Κόμματα και σε Ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας), με την οποία κατάγγελλε ότι ο επιχειρηματίας Χριστάκης Τζιοβάννης είχε προβεί παράνομα σε ανέγερση 22 κατοικιών στην περιοχή “Άγιος Ηλίας” και 50 διαμερισμάτων στην “Στροφή του θανάτου” στο Παραλίμνι και καλούσε το Δήμο Παραλιμνίου να προβεί στην άρση των παρανομιών και τον Υπουργό Εσωτερικών να εξετάσει το θέμα. Ταυτόχρονα ο εφεσίβλητος ζητούσε με την ίδια επιστολή από το Γενικό Εισαγγελέα να εξετάσει την περίπτωση αγοράς από τον εφεσείοντα κατοικίας με έκπτωση από το Χριστάκη Τζιοβάννη, έχοντας υπόψη δήλωση του πιο πάνω Χριστάκη Τζιοβάννη σε συνέντευξη του στην εφημερίδα Φιλελεύθερος στις 4/5/2005, ότι είχε πωλήσει στον εφεσείοντα διαμέρισμα με έκπτωση 5%.

Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το μέρος εκείνο της επιστολής του εφεσίβλητου της 3/5/2005, το οποίο αποτελεί και το επίδικο θέμα της παρούσας διαδικασίας.

“Θέμα: Παρανομίες Χριστάκη Τζιοβάνη

[*82]Μετά την αποκάλυψη για τις σαρανταοκτώ (48) κατοικίες του συγκροτήματος «Μεσόγειος», που ανεγέρθησαν παράνομα, σήμερα αποκαλύπτω στον κυπριακό λαό και απαιτώ σαν πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας την άμεση λήψη μέτρων για άρση των παρανομιών του συγκεκριμένου επιχειρηματία:

-     Για ακόμα εικοσιδύο (22) κατοικίες του συγκροτήματος «Ιάσων 2» στην περιοχή Άγιος Ηλίας.

-     Για ακόμα περισσότερα από πενήντα διαμερίσματα στο συγκρότημα «Σοφία», στη λεγόμενη «στροφή του θανάτου», στην περιοχή Συνοικισμού Παραλιμνίου.

Καλώ την εκτελεστική επιτροπή του Δήμου Παραλιμνίου να λάβει άμεσα μέτρα για άρση των παρανομιών αυτών.

Καλώ τον Υπουργό Εσωτερικών να επέμβει προσωπικά για εξέταση και αυτών των καταγγελιών.

Καλώ επίσης το Γενικό Εισαγγελέα να αναθεωρήσει την απόφασή του για τον Χριστάκη Τζιοβάνη, τον λεγόμενο «δεκάζων» στην υπόθεση Ανδρέα Κακουλλή και ταυτόχρονα να εξετάσει την περίπτωση αγοράς κατοικίας από τον Αρχηγό Αστυνομίας, αμέσως μετά το κατ’ ισχυρισμόν σκάνδαλο Κακουλλή. Επίσης καλώ τον Γενικό Εισαγγελέα όπως εξετάσει και δημοσιοποιήσει όλες τις λεπτομέρειες της συγκεκριμένης πράξης, μετά και τη δημόσια παραδοχή του κ. Χριστάκη Τζιοβάνη στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», για πώληση κατοικίας με εκπτώσεις προς όφελος του Αρχηγού.

........................................................................................................

Σύντομα θα επανέλθω αποκαλύπτοντας και άλλες παρανομίες.”

Τα πιο πάνω θεωρήθηκαν δυσφημιστικά από τον Αρχηγό της Αστυνομίας, ο οποίος στις 9/5/2005 καταχώρισε την υπ’ αρ. 389/05 αγωγή για αποζημιώσεις για λίβελλο και συκοφαντική δυσφήμιση. Ταυτόχρονα με την καταχώριση της αγωγής ο εφεσείων καταχώρισε μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσε την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο θα απαγορευόταν στον εφεσίβλητο να δημοσιεύει επιστολές με παρόμοιου είδους περιεχόμενο ως η επιστολή της 3/5/2005 και να προβαίνει σε δηλώσεις όπως εκείνες της 4/5/2005.

[*83]Προς υποστήριξη της θέσης του ότι ενήργησε καλόπιστα, ο εφεσείων στην ένορκη δήλωση του ανέφερε μεταξύ άλλων ότι στις 9/8/2004 η σύζυγος του συμφώνησε με την εταιρεία Χριστάκης Τζιοβάννης και Σία Λτδ. ανταλλαγή ακινήτων. Η πιο πάνω συμφωνία επισυνάφθηκε στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντος για να αποδείξει ότι επρόκειτο για μια συνηθισμένη πράξη ανταλλαγής, χωρίς ίχνος καχυποψίας. Ο εφεσείων στην ένορκη του δήλωση δεν ανέφερε οτιδήποτε για την αγορά διαμερίσματος με 5% έκπτωση από τον Χριστάκη Τζιοβάννη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντος (σύμφωνα με το οποίο ο εφεσίβλητος απέδιδε στον εφεσείοντα αλλότρια κίνητρα για τη δίωξη του Δήμαρχου Παραλιμνίου και του γαμπρού του Ανδρέα Κακουλλή) που συνιστούσαν δυσφήμιση για το άτομο του και ότι ο εφεσίβλητος άφηνε να νοηθεί ότι θα συνέχιζε τις δυσφημιστικές του αναφορές, προέβη στην έκδοση του προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος με οδηγίες όπως αυτό επιδοθεί στον εφεσίβλητο.

Μετά την επίδοση του πιο πάνω προσωρινού διατάγματος ο εφεσίβλητος καταχώρισε ένσταση για τη συνέχιση του, ισχυριζόμενος ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για τη συνέχιση της ισχύος του διατάγματος και ότι ο εφεσείων παρέλειψε να αποκαλύψει ουσιώδη γεγονότα.

Σύμφωνα με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσίβλητου γύρω στον Οκτώβριο του 2003, ο Χριστάκης Τζιοβάννης κατάγγειλε στην Αστυνομία ότι δωροδόκησε το γαμπρό του Δημάρχου, Δημοτικό Μηχανικό Ανδρέα Κακουλλή και τη θυγατέρα του Δέσποινα Βλίττη με το ποσό των £120.000 για να προωθήσει ο Ανδρέας Κακουλλής την έκδοση αδειών οικοδομής στις εταιρείες του Χριστάκη Τζιοβάννη “Χριστάκης Τζιοβάννης και Σία Λτδ.” και “Christakis Tziovanis Developers Ltd.” Η διεξαγωγή των ανακρίσεων διεξαγόταν κάτω από τις οδηγίες του Αρχηγού της Αστυνομίας και φαίνεται ότι είχε προσφερθεί στο Χριστάκη Τζιοβάννη “ατιμωρησία” με αντάλλαγμα την παρουσίαση του ως βασικού μάρτυρα κατηγορίας σε ποινική υπόθεση η οποία εκκρεμούσε προς εκδίκαση. Επειδή ο Αρχηγός της Αστυνομίας ήταν επικεφαλής των ανακρίσεων εναντίον της οικογένειας Βλίττη για τη διερευνώμενη διαφθορά, δωροδοκία και δεκασμό και επειδή ο Χριστάκης Τζιοβάννης ήταν ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας, ο εφεσίβλητος πίστευε ότι θα έπρεπε να εξεταστεί κατά πόσο είχε παραχωρηθεί έκπτωση 5% ή μεγαλύτερη στον Αρχηγό της Αστυνομίας από το Χριστάκη Τζιοβάννη. Επιπρόσθετα ο εφεσίβλητος ισχυρί[*84]στηκε ότι το εκδοθέν διάταγμα ήταν πολύ γενικό αφού δεν του επέτρεπε να εκφράζεται ελεύθερα στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου Παραλιμνίου, στις οποίες συμμετέχει ως μέλος του Συμβουλίου.

Αιτιολογώντας την ακύρωση του προσωρινού διατάγματος το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού σημείωσε ότι από το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων δεν μπορούσε να εξαχθεί το νόημα που εισηγείτο ο εφεσείων, ότι δηλαδή το περιεχόμενο της επιστολής και η δήλωση του συνιστούν δυσφημιστικές δηλώσεις και/ή λιβελλογραφήματα, αλλά τους αποδίδεται περισσότερο η διενέργεια μιας εμπορικής συναλλαγής με επιλήψιμο χαρακτήρα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε ικανοποίηση των δύο πρώτων προϋποθέσεων οι οποίες καθορίζονται από το άρθρο 32(1) του Νόμου 14/60 για τη διατήρηση σε ισχύ του παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος, δηλαδή η ύπαρξη σοβαρού θέματος προς εξέταση, και η πιθανότητα ότι ο εφεσείων εδικαιούτο σε θεραπεία.

Επιπρόσθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι από την ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου προέκυπτε ότι αυτός θα προέβαλλε κατά την εκδίκαση της αγωγής την υπεράσπιση της αλήθειας και ότι εγειρόταν εύλογα η υποψία για το μεμπτό της συναλλαγής. Μια έκθεση εκτιμητή ακινήτων η οποία επισυνάφθηκε στην ένσταση του εφεσίβλητου έτεινε να υποστηρίξει την πιο πάνω γραμμή της υπεράσπισης, αφού άφηνε να νοηθεί ότι ο εφεσείων είχε πάρει δυσανάλογης αξίας περιουσία από αυτή που είχε δοθεί στο Χριστάκη Τζιοβάννη και η δήλωση του τελευταίου ότι παραχώρησε έκπτωση στον εφεσείοντα δεν μπορούσε να αγνοηθεί.

Με βάση τα πιο πάνω και με μια αναφορά στη σχετική νομολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη ότι η δικαιοσύνη απαιτούσε τη διαφύλαξη του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και δεδομένου ότι το δημοσίευμα αφορούσε θέμα δημόσιου συμφέροντος, προέβη στην ακύρωση του διατάγματος.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της ακύρωσης του προσωρινού διατάγματος γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, μεταξύ άλλων, αποφάνθηκε ότι δεν είχαν στοιχειοθετηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) του Νόμου 14/60 και γιατί η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντος είναι λανθασμένη.

(β) Η νομική πλευρά.

Ο ευαίσθητος χαρακτήρας ενός προσωρινού διατάγματος προ[*85]ϋποθέτει ότι η έκδοση του πρέπει να γίνεται μόνο στις πιο καθαρές περιπτώσεις.  (Βλ. Coulson v. Coulson [1887] 3 T.L.R. 846 και The Exclusive Brethren case [1980] 3 All E.R. 161, 183).

Το θέμα της έκδοσης απαγορευτικών ενδιάμεσων διαταγμάτων σε περιπτώσεις δυσφημιστικών κειμένων εξετάστηκε στην αγγλική απόφαση Schering Chemicals Ltd. v. Falkman Ltd and others [1981] 2 All E.R. 321, στην οποία ο Λόρδος Denning τόνισε μεταξύ άλλων ότι,

“In all but the most exceptional cases we will not grant an interim injunction to restrain the publication of a libel. Such an exceptional case was instanced by Jessel MR. It was a Quartz Hill Consolidated Gold Mining Co. v. Beall [1882] 20 Ch. D. 501 at 508 ……. an atrocious libel wholly unjustified and inflicting the most serious injury of the plaintiff. Except in such a case we never grant an interim injunction.”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Μόνο στις πιο εξαιρετικές περιπτώσεις θα εκδίδουμε διάταγμα για να εμποδίσουμε τη δημοσίευση δυσφημιστικού κειμένου. Μια τέτοια εξαιρετική περίπτωση υποδείχθηκε από το Δικαστή Jessel MR. Ήταν η υπόθεση Quartz Hill Consolidated Gold Mining Co. v. Beall [1882] 20 Ch. D. 501 στη σελίδα 508 ……. ένα στυγερό δυσφημιστικό κείμενο τελείως αδικαιολόγητο επιφέροντας την πιο σοβαρή βλάβη στον ενάγοντα. Εκτός από μια τέτοια περίπτωση ουδέποτε θα εκδώσουμε ένα απαγορευτικό διάταγμα.”

Στην Κύπρο το θέμα εξετάστηκε πρόσφατα στην υπόθεση C.T. Tobacco Limited v. Της Εταιρείας Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ και Άλλοι (2003) 1 Α.Α.Δ. 853, στην οποία καθορίστηκαν οι προϋποθέσεις οι οποίες επιτρέπουν την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων σε περιπτώσεις δυσφήμισης, οι οποίες είναι οι ακόλουθες:

(i) Η δήλωση που θα επακολουθήσει πρέπει να είναι αναμφίβολα δυσφημιστική.

Η έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος αποτελεί το επιστέγασμα μιας ευαίσθητης δικαιοδοσίας και η έκδοση του δικαιολογείται μόνο στις πιο έκδηλες περιπτώσεις, όταν το δημοσίευμα όχι μόνο μπορεί να κριθεί ως δυσφημιστικό αλλά το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιείται ότι αναπόφευκτα θα καταλήξει σε συμπέ[*86]ρασμα ότι ήταν δυσφημιστικό. Όπως έχει θέσει το θέμα ο Δικαστής Cotton L.J. στην υπόθεση Liverpool Household Stores Association v. Smith [1887] 37 Ch. D. 170, 180,

“How can the Court judge whether documents which are not in existence will be libellous?”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Πώς μπορεί το Δικαστήριο να κρίνει αν έγγραφα που ακόμα δεν υπάρχουν μπορεί να είναι δυσφημιστικά;”

(ii) Η υπεράσπιση που θα προβληθεί από τον εναγόμενο είναι εκείνη της αλήθειας (Justification).

Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εκδίδει προσωρινά διατάγματα σε περιπτώσεις δυσφημιστικών κειμένων, όταν ο αιτητής ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι το επίδικο κείμενο είναι ψευδές (Quartz Hill Consolidated Gold Mining Company v. Beall [1882] 20 Ch. D. 501).

Όταν ο εναγόμενος θα προβάλει τον ισχυρισμό ότι οι δηλώσεις είναι αληθείς, το Δικαστήριο δεν θα εκδώσει το προσωρινό διάταγμα εκτός αν πειστεί ότι η υπεράσπιση αυτή της αλήθειας δεν μπορεί να επιτύχει. Όπως έχει λεχθεί από το Δικαστή Coleridge στην υπόθεση Bonnard v. Perryman [1891] 2 Ch. 269,

“The right of free speech is one which it is for the public interest that individuals should possess and, indeed, that they should exercise without impediment, so long as no wrongful act is done; and, unless an alleged libel is untrue, there is no wrong committed; but, on the contrary, often a very wholesome act is performed in the publication and repetition of an alleged libel. Until it is clear that an alleged libel is untrue, it is not clear that any right at all has been infringed …..”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης είναι ένα θέμα δημόσιου συμφέροντος που οι πολίτες δικαιούνται, και πράγματι, θα πρέπει να το εξασκούν χωρίς εμπόδια, νοουμένου ότι δεν διαπράττεται κανένα αδίκημα· όμως, αντίθετα, πολλές φορές μια ολόκληρη πράξη εκτελείται με τη δημοσίευση και επανάληψη ενός ισχυριζόμενου λιβέλλου. Μέχρις ότου αποφασιστεί ότι ο [*87]ισχυριζόμενος λίβελλος είναι ψευδής, δεν είναι καθαρό ότι έχει παραβιαστεί οποιοδήποτε δικαίωμα .....”

Μέσα στα ίδια πλαίσια ο Λόρδος Denning στην υπόθεση Harakas and Others v. Baltic Mercantile and Shipping Exchange Ltd and Another [1982] 2 All E.R. 701, 703, τόνισε ότι,

“This case raises a matter of principle which must be observed. This court never grants an injunction in respect of libel when it is said by the defendant that the words are true and that he is going to justify them.”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Αυτή η υπόθεση εγείρει μια αρχή που πρέπει να τηρείται. Αυτό το δικαστήριο ουδέποτε εκδίδει ένα απαγορευτικό διάταγμα αναφορικά με ένα λίβελλο όταν ο εναγόμενος λέει ότι οι λέξεις ανταποκρίνονται προς την αλήθεια και ότι θα τις δικαιολογήσει.”

(iii) Δεν υπάρχει άλλη υπεράσπιση που μπορεί να επιτύχει.

Το Δικαστήριο δεν θα εκδώσει ένα προσωρινό διάταγμα για τη μη επανάληψη μιας δυσφήμισης, όταν η απειλούμενη δυσφήμιση μπορεί να είναι προνομιούχος, εκτός από περιπτώσεις στις οποίες υποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος ενεργεί κακόπιστα (maliciously). Στην υπόθεση Harakas and Others v. Baltic Mercantile and Shipping Exchange Ltd and Another [1982] 2 All E.R. 701, 703, το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (The International Chamber of Commerce) δημιούργησε το Διεθνές Ναυτιλιακό Γραφείο (International Maritime Bureau) για να δίνει πληροφορίες για επερχόμενους κινδύνους απάτης σε ναυτιλιακά θέματα. Το 1982 δημοσιεύθηκε στην Baltic Exchange ότι τα μέλη της θα μπορούσαν να ζητήσουν πληροφορίες για την εταιρεία “Grecian Lines”. Ο ιδιοκτήτης της εταιρείας Grecian Lines κ. Χάρακας καταχώρισε αγωγή και επέτυχε την έκδοση προσωρινού διατάγματος το οποίο απαγόρευε στην Baltic Exchange να δίνει πληροφορίες για την Grecian Lines. Το Εφετείο, αφού έλαβε υπόψη τη δήλωση εκπροσώπου του Διεθνούς Ναυτιλιακού Γραφείου ότι, “Δεν θα αναφέρουμε οτιδήποτε το οποίο γνωρίζουμε ότι είναι αναληθές. Θα δώσουμε τέτοιες πληροφορίες τις οποίες πιστεύουμε χρειάζονται ότι θα συναλλάττονται με την Grecian Lines” ακύρωσε το σχετικό διάταγμα. Στη σχετική απόφαση του ο Λόρδος Denning τόνισε ότι,

[*88]“When an occasion is protected by qualified privilege this court never grants an injunction to restrain a slander or libel – to prevent a person from exercising that privilege – unless it be shown that what the defendant proposes to say is known by him to be untrue so that it is clearly malicious. So long as he proposes to say what he honestly believes to be true, no injunction should be granted against him. That was made clear in Quartz Hill Consolidated Gold Mining Co. v. Beall [1882] 20 Ch. D. 501.

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Όταν μια περίπτωση καλύπτεται με προνόμιο υπό αίρεση, αυτό το δικαστήριο ουδέποτε εκδίδει ένα απαγορευτικό διάταγμα για να εμποδίσει μια δυσφήμιση ή ένα λίβελλο, να εμποδίσει ένα πρόσωπο να εξασκήσει αυτό το προνόμιο, εκτός αν φαίνεται ότι αυτό που θέλει να πει ο εναγόμενος γνωρίζει ότι είναι ψευδές έτσι που να είναι καθαρά κακόπιστο. Εφόσον προτίθεται να αναφέρει ότι πιστεύει έντιμα ότι είναι αληθές, δεν θα εκδοθεί εναντίον του απαγορευτικό διάταγμα. Αυτό έχει γίνει καθαρό στην υπόθεση Quartz Hill Consolidated Gold Mining Co. v. Beall [1882] 20 Ch. D. 501.”

Όμως σε μια τέτοια περίπτωση η κακοπιστία (malice) πρέπει να είναι έκδηλη και απόλυτα ολοκληρωτική (absolutely overwhelming) για να επιτρέψει στο Δικαστήριο να επέμβει με την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος (Herbage v. Pressdram [1984] 1 W.L.R. 1160, 1164).

(iv) Υπάρχει μαρτυρία ότι ο εναγόμενος προτίθεται να επαναλάβει τη δυσφήμιση.

Το Δικαστήριο για να προβεί στην έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος πρέπει να πειστεί ότι υπάρχει πρόθεση εκ μέρους του εναγόμενου επανάληψης της δυσφήμισης. Η πρόθεση μπορεί να αποδειχθεί με δηλώσεις ή απειλές εκ μέρους του εναγόμενου (Quartz Hill Consolidated Gold Mining Company v. Beall [1882] 20 Ch. D. 501, 508-9.  Βλέπε επίσης Gatley on “Libel and Slander”, 10th Edition, 786).

(γ) Οι λόγοι της έφεσης.

Ο εφεσίβλητος αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε η συνέχιση του προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος, για τους πιο κάτω λόγους:

[*89](i)        Μη στοιχειοθέτηση των τριών προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Νόμου 14/60.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου (αρ. 14/60), παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα μπορεί να εκδοθεί όταν το Δικαστήριο,

(i)   Ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό θέμα προς εξέταση,

(ii)  Ότι υπάρχει πιθανότητα ότι ο ενάγων δικαιούται σε θεραπεία και

(iii) Ότι αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι δεν πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις, αφού το δημοσίευμα συνιστούσε τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος της κατάχρησης εξουσίας.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του και η κατάληξη του ότι δεν είχαν στοιχειοθετηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) του Νόμου 14/60 είναι αιτιολογημένη. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από το περιεχόμενο των επίδικων δημοσιευμάτων αποδίδεται στον εφεσείοντα η διενέργεια εμπορικής συναλλαγής με επιλήψιμο χαρακτήρα και όχι η επίρριψη ευθύνης διάπραξης του ποινικού αδικήματος της κατάχρησης εξουσίας, συνάδει με τα στοιχεία που είχαν παρουσιαστεί και η κατάληξη ότι δεν είχαν ικανοποιηθεί οι απαιτήσεις του άρθρου 32(1) του Νόμου 14/60 είναι ορθή.

(ii) Λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου.

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία του εφεσίβλητου λανθασμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν έχει βάση αγωγής. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω αποδοχή των ισχυρισμών του εφεσίβλητου του αποστερεί το δικαίωμα να προβάλει τις θέσεις του κατά την ακρόαση της ουσίας της αγωγής, αφού το Δικαστήριο θα δεσμεύεται με τα ευρήματα της ενδιάμεσης διαδικασίας.

Η πιο πάνω εισήγηση είναι ανεδαφική. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν παρουσίασε μαρτυρία η [*90]οποία θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του άρθρου 32(1), περιορίζεται στη διαδικασία της ενδιάμεσης αίτησης και δεν μπορεί να επηρεάσει τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας η οποία θα παρουσιαστεί κατά την ακρόαση της ουσίας της αγωγής.

(iii) Απόκρυψη γεγονότων.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων απέκρυψε ότι είχε παραχωρηθεί έκπτωση 5% για την αγορά ενός διαμερίσματος και ότι παρέλειψε να αξιολογήσει τον ισχυρισμό του εφεσείοντος ότι η σύζυγος του είχε καταβάλει πλην των δύο διαμερισμάτων και £30.000 σε μετρητά.

Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντος της 9/5/2005 δεν γίνεται καμιά αναφορά σε έκπτωση που είχε παραχωρηθεί, ενώ αντίθετα ο ισχυρισμός καταβολής του ποσού των £30.000 από τη σύζυγο του εφεσείοντος περιέχεται στη συμφωνία 9/8/2004 που υπέγραψε η σύζυγος του εφεσείοντος με την εταιρεία Χριστάκης Τζιοβάννης και Σία Λτδ. Είναι ορθό ότι η δήλωση του Χριστάκη Τζιοβάννη στο Φιλελεύθερο, ότι παραχώρησε έκπτωση στον εφεσείοντα, δεν έχει αμφισβητηθεί από τον τελευταίο. Όμως το ερώτημα δεν περιορίζεται σε μη αμφισβήτηση ενός γεγονότος αλλά σε υποχρέωση αποκάλυψης όλων των γεγονότων, μεταξύ των οποίων ήταν η παραχώρηση της έκπτωσης του 5% σε ένα χρονικό στάδιο κατά το οποίο η Αστυνομία διερευνούσε ένα σοβαρό σκάνδαλο στο οποίο ο Χριστάκης Τζιοβάννης, κατά τη δική του παραδοχή, ήταν συνεργός και θα κατέθετε ως κύριος μάρτυρας εναντίον άλλων προσώπων που είχαν συμμετάσχει στη συναλλαγή. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μη αναφορά της καταβολής του ποσού των £30.000 από τη σύζυγο του εφεσείοντος στην πρωτόδικη απόφαση δεν μπορεί να επηρεάσει την ορθότητά της.

(iv) Μη αντεξέταση του εκτιμητή Μηνά.

Έχει επίσης υποβληθεί από τον εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο δεν επέτρεψε την αντεξέταση του εκτιμητή Μηνά, ο οποίος φαίνεται ότι στην έκθεση εκτίμησης που υπέβαλε για την αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία είχε αποτελέσει το αντικείμενο της ανταλλαγής, δεν έλαβε υπόψη το ποσό των £30.000 το οποίο κατέβαλε η σύζυγος του εφεσείοντος.

Η πιο πάνω εισήγηση είναι ανεδαφική. Από τα σχετικά πρακτικά δεν φαίνεται ότι έχει ζητηθεί η αντεξέταση του ενόρκως δηλώ[*91]σαντος Μηνά και δεν υπάρχει ενδιάμεση απόφαση απορριπτική τέτοιου αιτήματος. Κατ’ επέκταση η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω συμπεράσματα μας έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Τόσο η εξέταση των προϋποθέσεων για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για τη συνέχιση ή όχι του διατάγματος, όπως και η ερμηνεία της σχετικής νομολογίας έγινε μέσα στα ορθά πλαίσια, σε βαθμό που δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση εκ μέρους μας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο