(2007) 1 ΑΑΔ 162
[*162]16 Φεβρουαρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 71/2006)
SEAMARK CONSULTANCY SERVICES LIMITED,
Εφεσείουσα - Εναγόμενη 5,
ν.
1. JOSEPH P. LASALA,
2. FRED S. ZEIDMAN ΩΣ ΣΥΝΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ
ΤΟΥ ΕΜΠΙΣΤΕΥΜΑΤΟΣ AREMISSOFΤ
CORPORATION LIQUIDATING TRUST,
Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 74/2006)
1. ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
2. ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ,
3. GLOBAL CONSOLIDATOR LIMITED,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1, 2 και 6,
ν.
1. JOSEPH P. LASALA,
2. FRED S. ZEIDMAN ΩΣ ΣΥΝΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΕΜΠΙΣΤΕΥΜΑΤΟΣ AREMISSOFΤ CORPORATION LIQUIDATING TRUST,
Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 92/2006)
1. KING MAZAX LINES LIMITED,
[*163]2. ΕΡΜΙΟΝΗ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Εφεσείοντες - Εναγόμενοι 3 και 4,
ν.
1. JOSEPH P. LASALA,
2. FRED S. ZEIDMAN ΩΣ ΣΥΝΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ
ΤΟΥ ΕΜΠΙΣΤΕΥΜΑΤΟΣ AREMISSOFΤ
CORPORATION LIQUIDATING TRUST,
Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 71/2006, 74/2006, 92/2006)
Αποφάσεις και διατάγματα ? Παρεμπίπτοντα ?????????? ? Διατάγματα τύπου Mareva ? Εξουσία έκδοσης παρεμπιπτόντων διαταγμάτων ? Άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) ? Προϋποθέσεις έκδοσης ? Ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής και απουσία δυνατότητας για απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο ? Κατά πόσο, τόσο οι προϋποθέσεις αυτές όσο και οι προϋποθέσεις των Άρθρων 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, ικανοποιούντο στην παρούσα υπόθεση.
Αποφάσεις και διατάγματα ? Παρεμπίπτοντα διατάγματα ? Διατάγματα τύπου Mareva ? Ανασκόπηση της εξέλιξης της πορείας του δικαίου σε σχέση με την εξουσία των Δικαστηρίων να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα τα οποία να καθίστανται αποτελεσματικά μέχρι τη λήξη της διαφοράς μεταξύ διαδίκων, ενόψει των σύγχρονων μεταβολών στους τρόπους συναλλαγής των ανθρώπων και της ανάγκης εξασφάλισης των εναγόντων με τη δυνατότητα δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων των εναγομένων εκτός δικαιοδοσίας.
Αγωγή ? Κατά πόσο η αγωγή των εναγόντων ήταν class action και θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ο μηχανισμός της Δ.9, θ.9(1) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας πριν την καταχώρησή της.
Αποφάσεις και διατάγματα — Αλλοδαπή απόφαση — Κατά πόσο ήταν αναγκαία η εγγραφή και αναγνώριση Αμερικανικής δικαστικής απόφασης στην Κύπρο δυνάμει της οποίας είχε δημιουργηθεί καταπίστευμα και οι ενάγοντες είχαν διοριστεί συνδιαχειριστές του καταπιστεύματος με εξουσία έγερσης αγωγής εναντίον Κυπρίου προς ανά[*164]κτηση μεγάλου ποσού χρημάτων σε υπόθεση ισχυριζόμενου δόλου τεραστίων διαστάσεων.
Στις 20/2/2006 το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε παρεμπίπτοντα διατάγματα με τα οποία παγοποιήθηκαν και δεσμεύτηκαν όλοι οι λογαριασμοί και καταθέσεις του εφεσείοντος–πρώτου εναγομένου σε διάφορες κυπριακές τράπεζες και τράπεζες του εξωτερικού μέχρι ποσού 500 εκατομμυρίων δολαρίων Αμερικής ή του ισόποσου του εν λόγω ποσού σε κυπριακές λίρες. Εναντίον του πρώτου εφεσείοντος εκδόθηκαν επίσης τα ακόλουθα παρεμπίπτοντα διατάγματα:
Παρεμπίπτοντα διατάγματα που δεσμεύουν δύο ακίνητά του στη Λάρνακα.
Παρεμπίπτον διάταγμα μη διάθεσης κινητής του περιουσίας ή οποιουδήποτε μέρος της που υπερβαίνει τις £10.000.-
Παρεμπίπτον διάταγμα που επιβάλλει επιβάρυνση σε αριθμό μετοχών του.
Εναντίον όλων των εφεσειόντων και άλλων εναγομένων που δεν εφεσίβαλαν την προηγούμενη απόφαση εκδόθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα παρεμπίπτοντα διατάγματα με τα οποία (α) αυτοί διατάσσονται να πληροφορήσουν τους εφεσίβλητους γραπτώς εντός 16 ημερών από της εκδόσεως της αποφάσεως για όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία, και (β) να δώσουν στους εφεσίβλητους οποιαδήποτε έγγραφα αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία του πρώτου εναγομένου-εφεσείοντος ή τις περιουσιακές ή επιχειρηματικές πράξεις του από 1/1/998.
Εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 1 – 5 και άλλων εναγομένων μη εφεσειόντων εκδόθηκε διάταγμα να δώσουν γραπτώς εντός 16 ημερών από της εκδόσεως της αποφάσεως πλήρη περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων που καλύπτει το διάταγμα υπό (α) ανωτέρω, της ταυτότητας τους, της αξίας τους, του τόπου όπου ευρίσκονται, τυχόν επιβαρύνσεις σ’ αυτά και γενικά οποιεσδήποτε λεπτομέρειες είναι αναγκαίες προς το σκοπό εντοπισμού του αντίστοιχου περιουσιακού στοιχείου. Ακόμα εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 1-5 και άλλων εναγομένων, μη εφεσειόντων, εκδόθηκε παρεμπίπτον διάταγμα παροχής πληροφοριών αναφορικά με τους δικαιούχους αλλά και άλλες λεπτομέρειες σχετικά με τους, δυνάμει του προαναφερόμενου διατάγματος, αποκαλυφθέντες τραπεζικούς λογαριασμούς.
Εναντίον όλων των εφεσειόντων εκδόθηκαν τα ακόλουθα παρε[*165]μπίπτοντα διατάγματα (α) για διατήρηση και μη καταστροφή εγγράφων σχετιζομένων με τις αξιώσεις των εφεσιβλήτων στην αγωγή και τα οποία αναφέρονται σε ένορκη δήλωση η οποία κατατέθηκε προς υποστήριξη της αίτησης των εφεσιβλήτων για παρεμπίπτοντα διατάγματα, (β) για παράδοση στο δικηγόρο των εφεσιβλήτων της απογραφής όλων των εγγράφων που αφορούν στις αξιώσεις των εφεσιβλήτων, (γ) για προσαγωγή και κατάθεση στο Δικαστήριο των εγγράφων που θα αναφέρονται στην προαναφερόμενη απογραφή και (δ) για παράδοση αντιγράφων στο δικηγόρο των εφεσιβλήτων ή για παροχή άδειας επιθεώρησής τους και λήψη αντιγράφων.
Επιπρόσθετα οι εφεσείοντες 1, 3 και 4 διατάχθηκαν να μη αποξενώσουν ή επιβαρύνουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο οποιεσδήποτε μετοχές τους στο κεφάλαιο της τρίτης εφεσείουσας.
Σε σχέση με την έκτη εναγόμενη-εφεσείουσα εκδόθηκαν επιπρόσθετα παρεμπίπτοντα διατάγματα που, μεταξύ άλλων, την εμποδίζουν να αποξενώσει με οποιοδήποτε τρόπο ή να διαχειρίζεται χρηματικά ποσά και περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον πρώτο εναγόμενο-εφεσείοντα ή που η έκτη εναγόμενη-εφεσείουσα κατέχει προς όφελος του πρώτου εναγόμενου-εφεσείοντα ή από κοινού του πρώτου εναγόμενου-εφεσείοντα και οιουδήποτε άλλου προσώπου, μέχρι του προαναφερόμενου ποσού των 500 εκατομμυρίων δολαρίων Αμερικής, εκτός εάν η εφεσείουσα-εναγόμενη 6 ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι κατέχει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία κατά τη συνήθη πορεία της επιχείρησής της και ότι δεν πρόκειται να μεταβιβαστούν προς όφελος του πρώτου εναγόμενου-εφεσείοντα.
Τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, όπως παρουσιάστηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι τα εξής:
Ο πρώτος εναγόμενος-εφεσείων ενέγραψε την εταιρεία AremisSoft (η εταιρεία) στην Πολιτεία Delaware των Η.Π.Α, η οποία λόγω οικονομικών προβλημάτων ζήτησε την προστασία της πτωχευτικής διαδικασίας. Στη διαδικασία αυτή δημιουργήθηκε και εγκρίθηκε από Αμερικανικό Δικαστήριο η δημιουργία καταπιστεύματος προς όφελος των καθ’ υπολογισμό 6.000 επενδυτών που αγόρασαν μετοχές της εταιρείας. Οι εφεσίβλητοι διορίστηκαν ως συνδιαχειριστές του καταπιστεύματος με εξουσίες να εγείρουν αγωγές προς ανάκτηση του ποσού των 500 εκατομμυρίων δολαρίων Αμερικής το οποίο ο πρώτος εναγόμενος-εφεσείων, σύμφωνα με τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων, στα πλαίσια ενός δόλου τεραστίων διαστάσεων, απεκόμισε από την εταιρεία προς όφελός του διοχετεύοντας το σε δικούς του λογαριασμούς είτε απευθείας είτε μέσω τρίτων προσώπων και εταιρειών που ενεργούσαν [*166]για λογαριασμό του. Ο πρώτος εναγόμενος-εφεσείων κατηγορείται ουσιαστικά ότι είχε προβεί κατά την περίοδο από το 1998 μέχρι τον Ιούλιο του 2001 σε ουσιαστική αλλοίωση εγγράφων, έκδοση ψευδών και παραπλανητικών ανακοινωθέντων στον τύπο και λανθασμένη παρουσίαση λογιστικών και άλλων δεδομένων της εταιρείας σε διόγκωση της τιμής της μετοχής πέραν της πραγματικής της αξίας με αποτέλεσμα τόσο η εταιρεία όσο και οι επενδυτές να απωλέσουν τεράστια ποσά χρημάτων. Οι υπόλοιποι εφεσείοντες-εναγόμενοι 2 – 6 διασυνδέονται με τον πρώτο εναγόμενο-εφεσείοντα ως άτομα ή εταιρείες ελεγχόμενες αποκλειστικά από τον πρώτο εναγόμενο – εφεσείοντα.
Η αγωγή την οποία οι εφεσίβλητοι υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά τους ήγειραν στην Κύπρο είχε ως βάση τον δόλο, ο οποίος κατ’ ισχυρισμό ασκήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο-εφεσείοντα με τη συνέργεια των υπολοίπων εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν τις παρούσες εφέσεις οι οποίες στρέφονται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου για έκδοση των προαναφερθέντων παρεμπιπτόντων διαταγμάτων. Βασικός λόγος έφεσης είναι ότι με τα εν λόγω διατάγματα δεν ήταν δυνατό να δεσμευτούν περιουσιακά στοιχεία των εφεσειόντων στο εξωτερικό σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Pastella Marine v. Iranian Ianker (1987) 1 C.L.R. 583. Άλλοι λόγοι έφεσης αφορούν στη μη ικανοποίηση των προϋποθέσεων που τίθενται στο Άρθρο 32 του Ν.14/60 και στα Άρθρα 4 και 5 του Κεφ. 6, στην απόκρυψη γεγονότων, σε επίκληση λανθασμένης και άσχετης νομολογίας, σε εσφαλμένη θεώρηση από το Δικαστήριο ότι η βάση της αγωγής αποκαλύπτονταν στο κλητήριο ένταλμα και όχι στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση για παρεμπίπτοντα διατάγματα, σε κατ’ ισχυρισμόν, ασάφεια και αοριστία του λεκτικού των διαταγμάτων, στο ότι η εγγύηση των εφεσιβλήτων δεν συνάδει με το Άρθρο 9(2) του Κεφ. 6, στο ότι δεν έγινε ρύθμιση ώστε μέρος των περιουσιακών στοιχείων των εφεσειόντων να μη δεσμευτεί έτσι που αυτοί να μπορούν να καλύπτουν τα έξοδα διαβίωσης τους και σε άλλα ουσιαστικά και δικονομικά θέματα όπως ότι η αγωγή των εφεσιβλήτων ήταν class action αλλά δεν τηρήθηκαν οι σχετικοί θεσμοί, ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες νομιμοποιούνται στην έγερση της αγωγής τους μόνον δυνάμει απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου η οποία όμως δεν ενεγράφη δεόντως στην Κύπρο και ακόμα ότι έγινε κακή μετάφραση του Αγγλικού κειμένου της ένορκης δήλωσης στην Ελληνική γλώσσα. Στους λόγους εφέσεως των εφεσειόντων-εναγομένων 1, 2 και 6 περιλαμβάνεται επίσης ο ισχυρισμός ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες καθυστέρησαν στην προώθηση της υπόθεσης τους, ότι στο στάδιο της εξέτασης της μονομερούς αίτησης των εφεσιβλήτων το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση [*167]χωρίς καν να έχει το χρόνο να εξετάσει τον όγκο των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιόν του και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε κατά την αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας και τα νομικά συμπεράσματά του.
Στην έφεση (Π.Ε. 92/2006) των εφεσειόντων-εναγομένων 3 και 4 υπάρχει επιπρόσθετος λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ερεύνησε την εμπλοκή των εφεσειόντων-εναγομένων 3 και 4 στην υπόθεση και κατά συνέπεια δεν ερεύνησε ούτε και το ζήτημα της ευθύνης τους έναντι των εφεσιβλήτων, στοιχείο που ήταν απαραίτητο για να αποφασίσει αν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις του ?ρθρου 32 του Ν.14/60 για την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων εναντίον των εφεσειόντων αυτών (εναγομένων 3 και 4).
Στην έφεση (Π.Ε. 71/2006) της εφεσείουσας-εναγόμενης 5 υπάρχουν επίσης επιπρόσθετοι λόγοι έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπολόγισε το βάρος της απόδειξης λανθασμένα εις βάρος των εφεσειόντων και ότι οι εφεσίβλητοι κάνουν κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας εφόσον καταχώρησαν, στην Κύπρο, την αγωγή, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκαν τα παρεμπίπτοντα διατάγματα, ενώ ταυτόχρονα καταχώρησαν και παρόμοιες διαδικασίες σε πολλές άλλες χώρες.
Αποφασίστηκε ότι:
Η Αγγλική Νομολογία διαφοροποιήθηκε μετά το 1987 που είχε εκδοθεί η υπόθεση Pastella (ανωτέρω), ώστε να δίδεται η δυνατότητα στα δικαστήρια να εκδίδουν διατάγματα αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων εκτός δικαιοδοσίας με σκοπό την υποβοήθηση της διαδικασίας εκτέλεσης διαταγμάτων τύπου Mareva. Το διάταγμα τύπου Mareva λειτουργεί in personam και επομένως, σε περίπτωση παρακοής του, κυρώσεις μπορούν να επιβληθούν στο πρόσωπο που παρακούει το διάταγμα και βρίσκεται εντός δικαιοδοσίας.
Στην Κύπρο η εξουσία έκδοσης παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, περιλαμβανομένων και των διαταγμάτων τύπου Mareva διέπεται από το Άρθρο 32(1) του Ν.14/60 του οποίου η εμβέλεια είναι πολύ ευρεία δεδομένου ότι, στα δικαστήρια που ασκούν πολιτική δικαιοδοσία, παρέχεται η εξουσία να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα σ’ όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι δίκαιο ή πρόσφορο. Βέβαια στο Άρθρο 32 υπάρχει πρόνοια ότι τέτοια διατάγματα δεν εκδίδονται εκτός αν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, ότι υπάρχει πιθανότητα ο αιτητής διάδικος να δικαιούται σε θεραπεία και ότι εκτός αν εκδοθεί παρεμπίπτον διάταγμα, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλή[*168]ρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
Είναι προφανές ότι, δυνάμει του Άρθρου 32 του Ν.14/60, των λεχθέντων στην απόφαση στην υπόθεση BP Holdings Ltd κ.?. ν. Κιταλίδη κ.?. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694 περί αναδιάπλασης του πλαισίου της εξουσίας των δικαστηρίων σε σχέση με τα παρεμπίπτοντα διατάγματα και των όσων παρατηρήθηκαν γενικά, σε σχέση με τις σύγχρονες μεταβολές στους τρόπους συναλλαγής των ανθρώπων, παρείχετο έρεισμα στο πρωτόδικο δικαστήριο να εκδώσει τα επίδικα παρεμπίπτοντα διατάγματα που να δεσμεύουν και περιουσιακά στοιχεία των εφεσειόντων, εκτός δικαιοδοσίας.
Όρθως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ικανοποιούντο οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/60 στην παρούσα υπόθεση όπως και τα Άρθρα 4 και 5 του Κεφ. 6. Ορθώς επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, ακολουθώντας τις πρόνοιες του Άρθρου 5 του Κεφ. 6 πως δεν δικαιολογείτο, υπό τις περιστάσεις, η κατά γενικό τρόπο δέσμευση ολόκληρης της ακίνητης περιουσίας του πρώτου εναγομένου. Γι’ αυτό και διέγραψε από το λεκτικό της σχετικής παραγράφου του διατάγματος, που είχε εκδοθεί αρχικά μονομερώς, τις λέξεις «την ακίνητη περιουσία του, οπουδήποτε και αν αυτή βρίσκεται, περιλαμβανομένων, εν πάση περιπτώσει, και των ακολούθων ακινήτων, που είναι εγγεγραμμένα επ’ ονόματι του, ήτοι». Κατά τον ίδιο τρόπο το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και το αίτημα των εφεσιβλήτων για δέσμευση ολόκληρης της ακίνητης περιουσίας και των εφεσειόντων-εναγομένων 2, 3, 4 και 5 για τους οποίους επίσης δεν δόθηκαν στοιχεία για την ακίνητη περιουσία τους και την αξία της.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε απόκρυψη οποιουδήποτε ουσιαστικού γεγονότος η οποία να οδηγούσε σε απόρριψη της αίτησης για τα παρεμπίπτοντα διατάγματα, είναι ορθή.
Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η βάση της αγωγής των εφεσιβλήτων αποκαλυπτόταν στο κλητήριο ένταλμα.
Οι εφεσίβλητοι συμμορφώθηκαν με την υποχρέωση για παροχή της τραπεζικής εγγύησης όπως ήταν η σχετική διαταγή του Δικαστηρίου. Έπεται ότι ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Ο λόγος έφεσης περί ασάφειας και αοριστίας στο λεκτικό των επίδικων διαταγμάτων, δεν ευσταθεί.
Η κάλυψη των αναγκαίων εξόδων διαβίωσης των εφεσειόντων έχει κατοχυρωθεί όπως ορθά σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, με [*169]τη διευθέτηση που έγινε μεταξύ των εφεσιβλήτων και των εφεσειόντων-εναγομένων 1, 2 και 4. Αναφορικά με την εφεσείουσα-εναγόμενη 6 επίσης έγινε πρόνοια ότι κανένα από τα διατάγματα που την αφορούν δεν επηρεάζει τη νόμιμη, συνήθη πορεία της επιχείρησής της.
Δεν εκδόθηκε οποιαδήποτε τελεσίδικη απόφαση στις Η.Π.Α. την οποία οι εφεσίβλητοι επεδίωκαν να εκτελέσουν στην Κύπρο ούτως ώστε αυτοί να υποχρεούνται να την εγγράψουν στην Κύπρο.
Η αγωγή στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκαν τα παρεμπίπτοντα διατάγματα δεν είναι class action στην οποία θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιηθεί ο μηχανισμός της Δ.9, θ.9(1) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Τα παράπονα των εφεσειόντων περί κακής μετάφρασης του αγγλικού κειμένου της ένορκης δήλωσης στην ελληνική γλώσσα είναι ατεκμηρίωτα.
Με βάση τα ενώπιόν ??? στοιχεία ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως ο χρόνος στην παρούσα υπόθεση, πρέπει να υπολογιστεί από το Μάιο του 2005 και όχι από το 2002, όπως ισχυρίζονταν οι εφεσείοντες, δεδομένου ότι τα στοιχεία για τη συμμετοχή και ανάμειξη του εφεσείοντος-πρώτου εναγομένου αλλά και των συνδεδεμένων με αυτόν φυσικών και νομικών προσώπων, τότε προέκυψαν.
Οι λόγοι εφέσεως περί παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει τον όγκο των εγγράφων όταν εξέταζε μονομερώς την αίτηση, κακής αξιολόγησης της μαρτυρίας, παράλειψης του Δικαστηρίου να ερευνήσει την εμπλοκή και την ευθύνη των εφεσειόντων-εναγομένων 3 και 4 στην όλη υπόθεση και εσφαλμένου υπολογισμού του βάρους της απόδειξης δεν ευσταθούν. Ως προς το ζήτημα της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας, εφόσον το πρόσωπο εναντίον του οποίου, κατ’ εξοχήν, στρέφονται τα παράπονα των εφεσιβλήτων, δηλαδή του εφεσείοντα-πρώτου εναγομένου αλλά και των στενών συνεργατών του, η διαμονή τους είναι στην Κύπρο και δεδομένου ότι τα εκδοθέντα διατάγματα επενεργούν in personam, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αγωγή στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκαν τα παρεμπίπτοντα διατάγματα, η οποία καταχωρίστηκε στη χώρα διαμονής των ουσιαστικών εφεσειόντων, συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
[*170]
Pastella Marine v. Iranian Tanker (1987) 1 C.L.R. 583,
Gidrxslme Shipping v. Tantomar – Transportes [1994] 4 All E.R. 507,
Derby & Co Ltd a.o. v. Weldon a.o. (No.2) [1989] 1 All E.R. 1002,
Babanaft International Co v. Bassatne [1989] 1 All E.R. 433,
BP Holdings Ltd κ.?. ν. Κιταλίδη κ.?. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694,
Nippon Ysen Kaisha v. Karagiorghis [1975] 3 All E.R. 282,
Mareva Compania Naviera S.A. v. International Bulk Carriers S.A. [1975] 2 Lloyd’s Rep. 509,
Polish Ocean Lines a.o. v. N. Spyropoullos a.o. 20 (Part II) C.L.R. 73,
Λακαταμίτης ν. Θεοδώρου (1983) 1 Α.Α.Δ. 120,
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτ?. ?.?. (??. 2) (2005) 1(?) Α.Α.Δ. 1178.
Εφέσεις.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ.�Αρ. 5581/05), ημερ. 20.2.06.
Μ. Ορφανίδης, για την Εφεσείουσα στην Π.Ε. 71/2006.
Αλ. Μαρκίδης με Αλ. Γαβριηλίδη, για τους Εφεσίβλητους στις Π.Ε. 71/2006, 74/2006 και 92/2006.
Λ. Παπαφιλίππου με Γ. Χριστοδούλου, για τους Εφεσείοντες στην Π.Ε. 74/2006.
Λ. Παπαφιλίππου, για τους Εφεσείοντες στην Π.Ε. 92/2006.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
[*171]ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Αντικείμενο των εφέσεων αυτών είναι τα παρεμπίπτοντα διατάγματα που εκδόθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο στις 20.2.2006, μετά από μακρά και επίπονη ακροαματική διαδικασία.
Με τα παρεμπίπτοντα διατάγματα παγοποιήθηκαν και δεσμεύθηκαν όλοι οι λογαριασμοί και καταθέσεις του εφεσείοντα-πρώτου εναγομένου σε διάφορες κυπριακές τράπεζες αλλά και τράπεζες του εξωτερικού, «είτε οι εν λόγω λογαριασμοί και/ή καταθέσεις βρίσκονται στην Κύπρο είτε βρίσκονται εκτός Κύπρου» μέχρι ποσού 500 εκατομμυρίων δολαρίων Αμερικής ή του ισοπόσου του εν λόγω ποσού σε κυπριακές λίρες που κατά την ημερομηνία του διατάγματος ανερχόταν σε 236 εκατομμύρια λίρες Κύπρου, μέχρι νεωτέρας διαταγής του δικαστηρίου και/ή μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής. Παρόμοιο παρεμπίπτον διάταγμα εκδόθηκε και για τους εφεσείοντες-εναγομένους 2, 3, 4, και 5, καθώς και για άλλους εναγόμενους οι οποίοι δεν εφεσίβαλαν την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Εναντίον του πρώτου εφεσείοντα εκδόθηκαν επίσης παρεμπίπτοντα διατάγματα που δεσμεύουν δύο ακίνητα του στη Λάρνακα. Με άλλο παρεμπίπτον διάταγμα ο πρώτος εφεσείων δεσμεύεται επίσης να μην διαθέσει με οποιονδήποτε τρόπο την κινητή του περιουσία ή οποιοδήποτε μέρος της που υπερβαίνει κατά αξία τις £10.000.- οπουδήποτε και αν βρίσκεται μέχρι νεωτέρας διαταγής του δικαστηρίου και/ή μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής. Παρόμοιο διάταγμα εκδόθηκε και εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 2, 3, 4 και 5 καθώς και άλλων εναγομένων που δεν εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση.
Για τον πρώτο εναγόμενο εκδόθηκε ακόμα παρεμπίπτον διάταγμα που επιβάλλει επιβάρυνση σε αριθμό μετοχών του και παρόμοιο διάταγμα εκδόθηκε και εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης 4, συζύγου του πρώτου εναγομένου.
Εναντίον όλων των εφεσειόντων και άλλων εναγομένων που δεν εφεσίβαλαν την προηγούμενη απόφαση εκδόθηκε παρεμπίπτον διάταγμα που τους διατάσσει να πληροφορήσουν τους εφεσίβλητους γραπτώς εντός 16 ημερών από της εκδόσεως της αποφάσεως για όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία οποιασδήποτε φύσεως και/ή περιγραφής τα οποία τους ανήκουν ή τους ανήκαν ή ήταν στην κατοχή και τον έλεγχο τους και κρατούνταν προς όφελος του πρώτου εφεσείοντα από 1.1.1998 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης είτε εντός είτε εκτός Κύπρου, είτε ήταν επ’ ονόματι του [*172]πρώτου εφεσείοντα είτε όχι, είτε ανήκουν μόνον στον πρώτο εφεσείοντα ή σ’ αυτόν από κοινού και/ή με άλλους. Εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 1-5 και άλλων εναγομένων μη εφεσειόντων εκδόθηκε ακόμα διάταγμα να δώσουν γραπτώς εντός 16 ημερών από της εκδόσεως της αποφάσεως πλήρη περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων που καλύπτει το αμέσως προηγούμενο διάταγμα, της ταυτότητας τους, της αξίας τους, του τόπου όπου ευρίσκονται, τυχόν επιβαρύνσεις σ’ αυτά και γενικά οποιεσδήποτε λεπτομέρειες είναι αναγκαίες προς το σκοπό εντοπισμού του αντίστοιχου περιουσιακού στοιχείου. Ακόμα εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 1-5 και άλλων εναγομένων, μη εφεσειόντων, εκδόθηκε παρεμπίπτον διάταγμα παροχής πληροφοριών αναφορικά με τους δικαιούχους αλλά και άλλες λεπτομέρειες σχετικά με τους, δυνάμει του προαναφερομένου διατάγματος, αποκαλυφθέντες τραπεζικούς λογαριασμούς.
Παρεμπίπτοντα διατάγματα ακόμη εκδόθηκαν εναντίον όλων των εφεσειόντων αλλά και άλλων εναγομένων μη εφεσειόντων που τους διατάσσουν να παράσχουν στους εφεσίβλητους οποιαδήποτε έγγραφα που αφορούν οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία του πρώτου εναγομένου-εφεσείοντα ή περιουσιακές ή επιχειρηματικές πράξεις του από 1.1.1998. Αυτές τις πληροφορίες θα πρέπει οι προαναφερόμενοι εφεσείοντες να τις επιβεβαιώσουν και με κατάθεση ενόρκων δηλώσεων.
Εναντίον όλων των εφεσειόντων εκδόθηκαν ακόμα παρεμπίπτοντα διατάγματα για διατήρηση και μη καταστροφή εγγράφων και στοιχείων οποιουδήποτε είδους που αφορούν στις αξιώσεις των εφεσιβλήτων στην αγωγή και τα οποία αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του Ronald D. Lefton η οποία κατατέθηκε προς υποστήριξη της αίτησης των εφεσιβλήτων για παρεμπίπτοντα διατάγματα. Οι εφεσείοντες επίσης διατάχθηκαν να παραδώσουν στο δικηγόρο των εφεσιβλήτων απογραφή και/ή ευρετήριο για όλα τα έγγραφα και στοιχεία οποιουδήποτε είδους που αφορούν στις προαναφερόμενες αξιώσεις και ακόμα διατάχθηκαν να προσαγάγουν και καταθέσουν στο δικαστήριο τα έγγραφα που θα αναφέρονται στην προαναφερόμενη απογραφή και/ή ευρετήριο και να παραδώσουν αντίγραφα στο δικηγόρο των εφεσιβλήτων ή να του επιτρέψουν να τα επιθεωρήσει και να λάβει αντίγραφα.
Επιπρόσθετα οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1, 3 και 4 διατάχθηκαν να μην αποξενώσουν ή επιβαρύνουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο οποιεσδήποτε μετοχές τους στο κεφάλαιο της τρίτης εφεσείουσας.
[*173]Σε σχέση με την έκτη εναγόμενη-εφεσείουσα εκδόθηκαν επιπρόσθετα παρεμπίπτοντα διατάγματα που την εμποδίζουν να αποξενώσει με οποιοδήποτε τρόπο ή να διαχειρίζεται χρηματικά ποσά και περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον πρώτο εναγόμενο-εφεσείοντα ή που η έκτη εναγόμενη-εφεσείουσα κατέχει προς όφελος του πρώτου εναγόμενου-εφεσείοντα ή από κοινού του πρώτου εναγομένου-εφεσείοντα και οιουδήποτε άλλου προσώπου, μέχρι του προαναφερόμενου ποσού των 500 εκατομμυρίων δολαρίων Αμερικής, εκτός εάν η εφεσείουσα-εναγομένη 6 ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι κατέχει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία κατά τη συνήθη πορεία της επιχείρησης της και ότι δεν πρόκειται να μεταβιβαστούν προς όφελος του πρώτου εναγόμενου-εφεσείοντα. Η έκτη εναγόμενη-εφεσείουσα διατάχθηκε επίσης να δώσει λογαριασμό σε σχέση με όλα τα ποσά από τον Νοέμβριο του 1999 που πληρώθηκαν στον πρώτο εναγόμενο-εφεσείοντα ή που ανήκουν ή οφείλονται από την έκτη εναγόμενη-εφεσείουσα στον πρώτο εναγόμενο-εφεσείοντα. Η έκτη εναγόμενη-εφεσείουσα επίσης θα πρέπει να καταθέσει όλα τα έγγραφα που αφορούν οποιουσδήποτε λογαριασμούς του πρώτου εναγόμενου-εφεσείοντα και που σχετίζονται με τις επίδικες αξιώσεις των εφεσιβλήτων, εντός 16 ημερών από της εκδόσεως του διατάγματος. Υπάρχει όμως πρόνοια ότι κανένα από τα προαναφερόμενα διατάγματα δεν επηρεάζει τη νόμιμη, συνήθη πορεία της επιχείρησης της έκτης εναγόμενης-εφεσείουσας. Ακόμη έγινε πρόνοια ότι παρά την ύπαρξη των προαναφερομένων διαταγμάτων η πέμπτη εναγόμενη-εφεσείουσα έχει δικαίωμα να αποσύρει από τους δεσμευμένους λογαριασμούς της ποσό μέχρι £500.- μηνιαίως για την πληρωμή και κάλυψη των αναγκαίων λειτουργικών της εξόδων ως εταιρείας.
Τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, όπως παρουσιάστηκαν ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου είναι, πολύ συνοπτικά, τα εξής:
Ο πρώτος εναγόμενος-εφεσείων ενέγραψε στην Πολιτεία Delaware των Η.Π.Α. την εταιρεία AremisSoft (που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η εταιρεία). Η εταιρεία σε κάποιο στάδιο λόγω οικονομικών προβλημάτων ζήτησε την προστασία της πτωχευτικής διαδικασίας. Στη πτωχευτική διαδικασία δημιουργήθηκε και εγκρίθηκε από Αμερικανικό Δικαστήριο η δημιουργία καταπιστεύματος προς όφελος των καθ’ υπολογισμό 6.000 επενδυτών που αγόρασαν μετοχές της εταιρείας. Οι εφεσίβλητοι διορίστηκαν από το Αμερικανικό Δικαστήριο ως συνδιαχειριστές του καταπιστεύματος με εξουσίες, που πηγάζουν από το καταπίστευμα, να εγείρουν μεταξύ άλλων αγωγές εναντίον οποιουδήποτε, προς ανά[*174]κτηση του ποσού των 500 εκατομμυρίων δολαρίων Αμερικής το οποίο ο πρώτος εναγόμενος-εφεσείων, σύμφωνα με τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων, στα πλαίσια ενός εκτεταμένου και τεραστίων διαστάσεων δόλου, απεκόμισε από την εταιρεία και διοχέτευσε προς όφελος του, σε δικούς του λογαριασμούς απευθείας ή μέσω τρίτων προσώπων και εταιρειών που ενεργούσαν για λογαριασμό του. Ο πρώτος εναγόμενος-εφεσείων κατηγορείται ουσιαστικά ότι λόγω του ελέγχου της εταιρείας που είχε, προέβη κατά την περίοδο από το 1998 μέχρι τον Ιούλιο του 2001 σε ουσιαστική αλλοίωση εγγράφων, έκδοση ψευδών και παραπλανητικών ανακοινωθέντων στον τύπο και λανθασμένη παρουσίαση λογιστικών και άλλων δεδομένων της εταιρείας έτσι ώστε η τιμή της μετοχής της εταιρείας να διογκωθεί πέραν της πραγματικής της αξίας με αποτέλεσμα τόσο η εταιρεία όσο και οι επενδυτές να απωλέσουν τεράστια ποσά χρημάτων. Οι υπόλοιποι εφεσείοντες-εναγόμενοι 2-6 διασυνδέονται με τον πρώτο εναγόμενο-εφεσείοντα κατά τους τρόπους που λεπτομερώς επεξηγείται στην προαναφερόμενη ένορκη δήλωση Lefton (στη συνέχει η ένορκη δήλωση) και παρουσιάζονται ως άτομα ή εταιρείες ελεγχόμενες αποκλειστικά από τον πρώτο εναγόμενο-εφεσείοντα.
Η κύρια βάση της αγωγής είναι ο δόλος, ο οποίος κατ’ ισχυρισμό ασκήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο-εφεσείοντα με τη συνέργεια των υπόλοιπων εφεσειόντων. Λεπτομέρειες του δόλου και της συνέργειας δίδονται στην ένορκη δήλωση και ουσιαστικά συνίστανται σε εξαπάτηση της εταιρείας και των μετόχων της, παρουσιάζοντας την ως πολύ πιο εύπορη και ανθούσα απ΄ ότι στην πραγματικότητα ήταν με αποτέλεσμα τη στρέβλωση και διόγκωση της τιμής της μετοχής της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αγωγή που κινήθηκε εναντίον κάποιου κ. Ρόη Πογιατζή, στις Η.Π.Α., για κέρδη που απεκόμισε ο προαναφερόμενος εξαιτίας της συμμετοχής του στο δόλο που έγινε εις βάρος της εταιρείας, κατέληξε σε συμβιβαστική διευθέτηση με την οποία ο κ. Πογιατζής επέστρεψε στην εταιρεία ποσό αντίστοιχο των περίπου 200 εκατομμυρίων δολαρίων Αμερικής.
Με τις παρούσες εφέσεις προβάλλονται διάφοροι λόγοι για τους οποίους ζητείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Βασικός λόγος έφεσης είναι ότι με τα εκδοθέντα παρεμπίπτοντα διατάγματα δεν ήταν δυνατό να δεσμευτούν περιουσιακά στοιχεία των εφεσειόντων στο εξωτερικό σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Pastella Marine v. Iranian Tanker (1987) 1 C.L.R. 583. Άλλοι λόγοι έφεσης αφορούν στη μη ικανοποίηση των προϋποθέ[*175]σεων που τίθενται στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 για την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, στην μη ικανοποίηση των προϋποθέσεων που τίθενται στα άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, στην απόκρυψη γεγονότων και την παραπλάνηση του Δικαστηρίου εκ μέρους των εφεσιβλήτων, σε επίκληση λανθασμένης και άσχετης νομολογίας από το πρωτόδικο δικαστήριο, στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η βάση της αγωγής των εφεσιβλήτων αποκαλυπτόταν στο κλητήριο ένταλμα και όχι στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση για παρεμπίπτοντα διατάγματα, στο ότι το λεκτικό των εκδοθέντων διαταγμάτων σε διάφορα σημεία είναι ασαφές και αόριστο, στο ότι η εγγύηση που δόθηκε από τους εφεσίβλητους δεν συνάδει με το άρθρο 9(2) του Κεφ. 6, στο ότι δεν έγινε ρύθμιση ώστε μέρος των περιουσιακών στοιχείων των εφεσειόντων να μη δεσμευτεί έτσι που αυτοί να μπορούν να καλύπτουν τα έξοδα διαβίωσης τους και άλλα ουσιαστικά και δικονομικά θέματα όπως ότι η αγωγή των εφεσιβλήτων ήταν class action αλλά δεν τηρήθηκαν οι σχετικοί θεσμοί, ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες νομιμοποιούνται στην έγερση της αγωγής τους μόνον δυνάμει απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου η οποία όμως δεν ενεγράφη δεόντως στην Κύπρο και ακόμα ότι έγινε κακή μετάφραση του αγγλικού κειμένου της ένορκης δήλωσης στην Ελληνική γλώσσα. Στους λόγους εφέσεως των εφεσειόντων-εναγομένων 1, 2 και 6 περιλαμβάνεται επίσης ο ισχυρισμός ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες καθυστέρησαν στην προώθηση της υπόθεσης τους, ότι στο στάδιο της εξέτασης της μονομερούς αίτησης των εφεσιβλήτων το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση χωρίς καν να έχει το χρόνο να εξετάσει τον όγκο των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιον του και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε κατά την αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας και τα νομικά συμπεράσματά του.
Στην έφεση (Π.Ε. 92/2006) των εφεσειόντων-εναγομένων 3 και 4 υπάρχει επιπρόσθετος λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ερεύνησε την εμπλοκή των εφεσειόντων-εναγομένων 3 και 4 στην υπόθεση και κατά συνέπεια δεν ερεύνησε ούτε και το ζήτημα της ευθύνης τους έναντι των εφεσιβλήτων, στοιχείο που ήταν απαραίτητο για να αποφασίσει αν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60 για την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων εναντίον των εφεσειόντων αυτών (εναγομένων 3 και 4).
Στην έφεση (Π.Ε. 71/2006) της εφεσείουσας-εναγόμενης 5 υπάρχουν επίσης επιπρόσθετοι λόγοι έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο υπολόγισε το βάρος της απόδειξης λανθασμένα εις βάρος των εφεσειόντων και ότι οι εφεσίβλητοι κάνουν κατάχρηση της δι[*176]καστικής διαδικασίας εφόσον καταχώρισαν, στην Κύπρο, την αγωγή, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκαν τα παρεμπίπτοντα διατάγματα, ενώ ταυτόχρονα καταχώρισαν και παρόμοιες διαδικασίες σε πολλές άλλες χώρες.
Ως προς το ουσιώδες θέμα του κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εξουσία να δεσμεύσει περιουσιακά στοιχεία των εφεσειόντων, εκτός δικαιοδοσίας, παρατηρούμε τα εξής:
Στην υπόθεση Pastella (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι αν και το φάσμα των διαταγμάτων τύπου Mareva είναι ευρύ, μέχρι την έκδοση εκείνης της απόφασης (που εκδόθηκε στις 17.9.1987) δεν είχε εντοπιστεί οποιαδήποτε αυθεντία που να υποστηρίζει την άποψη ότι με ένα τέτοιο διάταγμα μπορούσε να δεσμευθεί και περιουσία εκτός δικαιοδοσίας. Στην περίπτωση εκείνη η περιουσία ήταν ένα πλοίο εκτός δικαιοδοσίας. Εφαρμόζοντας, στην υπόθεση εκείνη, την τότε Αγγλική Νομολογία, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα τύπου Mareva εναντίον του πλοίου, που κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Μετά το 1987 η Αγγλική Νομολογία διαφοροποιήθηκε ώστε τα δικαστήρια να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και τα προβλήματα των καιρών. Έτσι, για παράδειγμα, στην υπόθεση Gidrxslme Shipping v. Tantomar-Transportes [1994] 4 All E.R. 507 Αγγλικό δικαστήριο έκρινε ότι δυνάμει του άρθρου 37(1) του Supreme Court Act του 1981 συνδυασμένου με το άρθρο 12(6) (f) και (h) του Arbitration Act του 1950, είχε εξουσία να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων εκτός δικαιοδοσίας με σκοπό την υποβοήθηση της διαδικασίας εκτέλεσης διατάγματος τύπου Mareva. Στην υπόθεση Derby & Co Ltd and Others v. Weldon and Others (Νο 2) [1989] 1 All E.R. 1002 το Αγγλικό Εφετείο σε απόφαση του το 1988 τόνισε ότι είχε δικαιοδοσία σε κατάλληλη υπόθεση να εκδώσει παρεμπίπτον διάταγμα τύπου Mareva δεσμεύον τα περιουσιακά στοιχεία του εναγομένου στο εξωτερικό παρόλο που ο εναγόμενος δεν είχε καθόλου περιουσιακά στοιχεία εντός της (Αγγλικής) δικαιοδοσίας. Ο λόγος για τον οποίο το Αγγλικό Εφετείο έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία να εκδώσει διάταγμα τύπου Mareva, με παγκόσμια ισχύ, ήταν ότι το διάταγμα αυτό λειτουργεί in personam και επομένως, σε περίπτωση παρακοής του, κυρώσεις μπορούν να επιβληθούν στο πρόσωπο που παρακούει το διάταγμα και βρίσκεται εντός δικαιοδοσίας. Οι ίδιες αρχές τονίστηκαν και στην υπόθεση Babanaft International Co v. Bassatne [1989] 1 All E.R. 433 στην οποία όμως τονίστηκε η ανά[*177]γκη διαφύλαξης και προστασίας και των δικαιωμάτων τρίτων προσώπων.
Στην Κύπρο η εξουσία έκδοσης παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, περιλαμβανομένων και των διαταγμάτων τύπου Mareva διέπεται από το άρθρο 32(1) του Ν. 14/60 του οποίου η εμβέλεια είναι πολύ ευρεία δεδομένου ότι, στα δικαστήρια που ασκούν πολιτική δικαιοδοσία, παρέχεται η εξουσία να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα σ’ όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι δίκαιο ή πρόσφορο. Βέβαια στο άρθρο 32 υπάρχει πρόνοια ότι τέτοια διατάγματα δεν εκδίδονται εκτός αν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, ότι υπάρχει πιθανότητα ο αιτητής διάδικος να δικαιούται σε θεραπεία και ότι εκτός αν εκδοθεί παρεμπίπτον διάταγμα, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
Στην υπόθεση BP Holdings Ltd κ.ά. ν. Ανδρέα Κιταλίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694 τονίστηκε ότι τα δικαστήρια της Κύπρου λειτουργούν με βάση την ευρύτατη εξουσία που τους παρέχεται από το άρθρο 32 του Ν. 14/60. Σε σχέση με την αλλαγή που επήλθε στην Αγγλική νομολογία το 1975, με την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων τύπου Mareva, το Εφετείο στην προαναφερόμενη υπόθεση παρατήρησε ότι το άρθρο 45 του Supreme Court of Judicature (Consolidation) Act του 1925, στο οποίο βασίστηκαν οι Αγγλικές αποφάσεις Nippon Ysen Kaisha v. Karagiorghis [1975] 3 All E.R. 282 και Mareva Compania Naviera S.A. v. International Bulk Carriers S.A. [1975] 2 Lloyd’s Rep. 509, είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 37(1) του δικού μας παλαιού περί Δικαστηρίων Νόμου 40/53 και με το άρθρο 32 του ισχύοντος Νόμου 14/60. Είναι πρόδηλο πως τα Αγγλικά δικαστήρια έκριναν τότε ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνολογία, ειδικότερα στον τομέα της επικοινωνίας, καθώς βέβαια και τις σύγχρονες μεταβολές στους τρόπους συναλλαγής των ανθρώπων. Λέχθηκε στην υπόθεση Κιταλίδης (ανωτέρω) ότι σήμερα μπορεί να γίνουν δοσοληψίες σε όλα τα μέρη της γης μέσα σε λίγα λεπτά μέσω του συστήματος τηλεμηνυμάτων. Χρήματα μπορεί να μεταφερθούν από τον ένα λογαριασμό σε άλλο και από τη μια χώρα στην άλλη σε λίγα δευτερόλεπτα. Η απαίτηση των σύγχρονων ρυθμών ζωής οδήγησαν τα Δικαστήρια στη σκέψη πως θα έπρεπε να αναδιαπλάσουν το πλαίσιο της εξουσίας τους για να παρέχεται σ’ αυτά η δυνατότητα τέτοιου χειρισμού των προσωρινών διαταγμάτων, ώστε αυτά να καθίστανται αποτελεσματικά μέχρι τη λήξη της διαφοράς.
[*178]Είναι προφανές λοιπόν ότι, δυνάμει του άρθρου 32 του Ν. 14/60 με το οποίο παρέχεται ευρύτατη εξουσία στα Δικαστήρια που ασκούν πολιτική δικαιοδοσία να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα, και με βάση τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Κιταλίδη (ανωτέρω) περί αναδιάπλασης του πλαισίου της εξουσίας των δικαστηρίων ώστε τα παρεμπίπτοντα διατάγματα που εκδίδονται να καθίστανται αποτελεσματικά μέχρι τη λήξη της διαφοράς αλλά και τα όσα παρατηρήθηκαν, γενικά, σε σχέση με τις σύγχρονες μεταβολές στους τρόπους συναλλαγής των ανθρώπων, παρείχετο έρεισμα στο πρωτόδικο δικαστήριο να εκδώσει, στην προκείμενη περίπτωση, παρεμπίπτοντα διατάγματα που να δεσμεύουν και περιουσιακά στοιχεία των εφεσειόντων, εκτός δικαιοδοσίας.
Με την ευρύτητα του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, όπως ερμηνεύτηκε στην Κιταλίδης (ανωτέρω), κρίνουμε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε κώλυμα στο να επεκτείνει, το πρωτόδικο Δικαστήριο, το διάταγμα τύπου Mareva που εξέδωσε και σε περιουσιακά στοιχεία εκτός δικαιοδοσίας. Σημειώνουμε ότι στο Άρθρο 32 δεν τίθεται οποιοσδήποτε περιορισμός, εκτός από τις τρεις προϋποθέσεις. Ο μόνος περιορισμός που τέθηκε από την Pastella (ανωτέρω), ήταν η μη επέκταση του διατάγματος σε περιουσιακά στοιχεία εκτός δικαιοδοσίας και τούτο ένεκα της Αγγλικής προσέγγισης του θέματος, μέχρ τότε. Σημειώνουμε ότι η ίδια η Pastella (ανωτέρω) είχε επεκτείνει την αρχή της Polish Ocean Lines and Another v. N. Spyropoullos and Another, 20 (Part II) C.L.R. 73, λαμβάνοντας υπόψη εξελίξεις στην Αγγλική νομολογία και πρακτική, οι οποίες αφαιρούσαν από την Spyropoullos το υπόβαθρο στο οποίο είχε βασιστεί. Με την ευρύτατη εξουσία που παρέχει το Άρθρο 32 στα Δικαστήρια, το ιστορικό της επέκτασης των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων όπως φαίνεται και από τις απόφασεις Spyropoullos και Pastella (ανωτέρω) και τις νέες αντιλήψεις που επικράτησαν στην Αγγλία μετά την Pastella, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε δικαίωμα και εξουσία να ενεργήσει όπως ενήργησε, ουσιαστικά ακολουθώντας την αρχή της Pastella,η οποία επιτρέπει την επέκταση της εμβέλειας των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων μέσα στα ευρύτατα πλαίσια του Άρθρου 32 και χωρίς αυτοπεριορισμούς που τέθηκαν πάνω σε υπόβαθρο που στο μεταξύ έχασε τη σημασία, την πειστικότητα και την εγκυρότητά του.
Όσον αφορά την ικανοποίηση των τριών προϋποθέσεων που τίθενται από το άρθρο 32 του Ν 14/60, στην παρούσα υπόθεση, συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή ότι αυτές ικανοποιούνται στην παρούσα υπόθεση. Το κλητήριο ένταλμα αποκαλύπτει διάφορες αιτίες αγωγής ορισμένες από τις οποίες απορρέουν [*179]από παράβαση νομοθετημάτων και κανονισμών των Η.Π.Α., τα οποία νομοθετήματα δεν είναι απαραίτητο να αποφασιστεί τελεσίδικα στο ενδιάμεσο στάδιο της έκδοσης παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, κατά πόσο τυγχάνουν ή όχι εφαρμογής στην Κύπρο. Εφόσον οι ενέργειες των εφεσειόντων είναι πιθανόν να δίνουν έρεισμα για τη δημιουργία καταπιστεύματος ή ακόμη μπορεί να συνιστούν και αστικό αδίκημα αναγνωρίσιμο κατά το Κυπριακό Δίκαιο, το πρώτο και το δεύτερο κριτήριο του άρθρου 32 ικανοποιούνται, δεδομένου ότι ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπήρχε αρκετό μαρτυρικό υλικό το οποίο συνδέει τους εφεσείοντες με τα όσα καταλογίζονται σ’ αυτούς. Συνεπώς ήταν λογικό το πρωτόδικο δικαστήριο να αχθεί στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι είχαν σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Η πιθανότητα επιτυχίας συνάγετο μέσα από τα εξαιρετικά πολύπλοκα και αμφισβητούμενα γεγονότα αλλά και τα λεπτά νομικά σημεία που εγείρονται στην υπόθεση αυτή. Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, ότι δηλαδή θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, υπήρχε επαρκής μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου που έδειχνε ότι ο κίνδυνος αποξένωσης των περιουσιακών στοιχείων των εφεσειόντων ήταν υπαρκτός και υπήρχε και πιθανότητα μη ικανοποίησης μιας απόφασης που τυχόν να πετύχουν στο τέλος οι εφεσίβλητοι. Στο συμπέρασμα αυτό, με το οποίο συμφωνούμε, κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη το περίπλοκο των γεγονότων υπό το φως του καταλογιζόμενου περίτεχνου δόλου εις βάρος των εφεσιβλήτων με τον οποίον εξαπατήθηκαν τόσο οι Αρχές των Η.Π.Α. όσο και οι μέτοχοι της εταιρείας. Ακόμα το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά συνυπολόγισε και τη μή εμφάνιση του πρώτου εναγομένου-εφεσείοντα σε ανάλογη διαδικασία που ηγέρθη και εναντίον του στο Isle of Man, στοιχείο που κατά τον πρωτόδικο Δικαστή δημιουργούσε ερωτηματικά ως προς τις προθέσεις του για αντιμετώπιση των ευθυνών του και για ικανοποίηση ενδεχόμενης απόφασης εναντίον του.
Όσον αφορά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτοδίκου δικαστηρίου αυτό έκρινε ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε σαφώς υπέρ των εφεσιβλήτων και ότι ήταν επάναγκες να διατηρηθεί το status quo ante προς διατήρηση των δεδομένων ως είχαν αμέσως πριν την έγερση της αγωγής. Συμφωνούμε με αυτά τα συμπεράσματα και την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Αναφορικά με το ζήτημα της μη ικανοποίησης των άρθρων 4 και 5 του Κεφ. 6 παρατηρούμε τα εξής:
[*180]Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής καθοδηγούμενος και από την απόφαση στην υπόθεση Λακαταμίτης ν. Θεοδώρου (1983) 1 Α.Α.Δ. 120 κατέληξε στο συμπέρασμα πως κατ’ αναλογία προς τα κριτήρια που τίθενται από το άρθρο 32 του Ν. 14/60 ικανοποιήθηκαν και τα κριτήρια του άρθρου 4 του Κεφ. 6. Ως προς το άρθρο 5 του Κεφ. 6 το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε πως εκεί όπου εγείρεται αγωγή για αποζημιώσεις είναι δυνατή η έκδοση διατάγματος δεσμεύοντος ακίνητη περιουσία δεδομένου ότι θα πρέπει να υπάρχει καλή βάση αγωγής και θα πρέπει να αποδειχθεί πως αν πωληθεί ή αποξενωθεί η ακίνητη περιουσία πιθανόν ο ενάγων να εμποδιστεί από του να ικανοποιήσει μεταγενέστερη απόφαση προς όφελος του. Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο το κριτήριο της καλής βάσης αγωγής είναι παρόμοιο σε έννοια με τα δύο πρώτα κριτήρια του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60 και ότι το τρίτο κριτήριο του άρθρου 32 προσομοιάζει με την προϋπόθεση του άρθρου 5 πως αν πωληθεί ή αποξενωθεί η περιουσία πιθανόν ο ενάγων να εμποδιστεί από του να ικανοποιήσει μεταγενέστερη απόφαση υπέρ του. Με αυτό το σκεπτικό το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως και τα άρθρα 4 και 5 του Κεφ. 6 ικανοποιούνταν. Όμως δεν άφησε το θέμα εκεί. Ως προς τα δύο τεμάχια γης του εφεσείοντα-πρώτου εναγόμενου, στη Λάρνακα, τα οποία εξειδικεύονταν, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι, παρόλο που θα έπρεπε να υπάρχει και αναφορά στην αξία των δύο ακινήτων, εντούτοις η αναφορά στο ύψος των υποθηκών μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής για σκοπούς δέσμευσης. Όμως η αίτηση των εφεσιβλήτων ζητούσε να δεσμεύσει και την εν γένει ακίνητη περιουσία του εφεσείοντα-εναγόμενου 1 οπουδήποτε και αν βρίσκεται χωρίς να υπάρχει καμιά απολύτως εξήγηση για την αναγκαιότητα δέσμευσης ολόκληρης της ακίνητης περιουσίας του γενικά και χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε λεπτομέρεια σε σχέση με αριθμό τεμαχίων και την αξία τους. Το πρωτόδικο δικαστήριο ακολουθώντας τις πρόνοιες του άρθρου 5 του Κεφ. 6 έκρινε πως δεν δικαιολογείτο, υπό τις περιστάσεις, η κατά γενικό τρόπο δέσμευση ολόκληρης της ακίνητης περιουσίας του πρώτου εναγομένου. Γι’ αυτό και διέγραψε από το λεκτικό της σχετικής παραγράφου του διατάγματος, που είχε εκδοθεί αρχικά μονομερώς, τις λέξεις «την ακίνητη περιουσία του, οπουδήποτε και αν αυτή βρίσκεται, περιλαμβανομένων, εν πάση περιπτώσει, και των ακολούθων ακινήτων, που είναι εγγεγραμμένα επ΄ ονόματι του, ήτοι». Κατά τον ίδιο τρόπο το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και το αίτημα των εφεσιβλήτων για δέσμευση ολόκληρης της ακίνητης περιουσίας και των εφεσειόντων-εναγομένων 2, 3, 4 και 5 για τους οποίους επίσης δεν δόθηκαν στοιχεία για την ακίνητη περιουσία τους και την αξία της. Συμφωνούμε με τους χειρισμούς του πρωτοδίκου δικαστηρίου τους οποίους θεω[*181]ρούμε απόλυτα ορθούς και δίκαιους.
Αναφορικά με το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμόν απόκρυψης γεγονότων και παραπλάνησης του δικαστηρίου από τους εφεσίβλητους, το πρωτόδικο δικαστήριο, συμφωνώντας με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων, παρατήρησε πως οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων δεν είχαν εξειδικευθεί, στην ένσταση τους, όπως θα έπρεπε σύμφωνα με τη Δ.48, θ.4. Εν πάση όμως περιπτώσει ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής εξέτασε ένα προς ένα και σε λεπτομέρεια τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων για απόκρυψη και συγκεκριμένα τη μη παρουσίαση της “Co-ordination Agreement”, τη συμμετοχή του εναγόμενου 1 στο μετοχικό κεφάλαιο της εναγομένης 6, όπως καταγράφεται στην ένορκη δήλωση, την κατάσχεση μετοχών που ανήκαν στις εναγόμενες 8 και 9, από τους εφεσίβλητους και την προσφορά από την εταιρεία χαριστικών μετοχών ή δικαιωμάτων αγοράς μετοχών. Η κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου ήταν ότι δεν υπήρχε ούτε απόκρυψη ούτε παραπλάνηση του δικαστηρίου. Εφόσον οι εφεσίβλητοι είχαν παραθέσει όλα τα σχετικά γεγονότα καθώς και πληθώρα τεκμηρίων το δικαστήριο έκρινε πως ενώπιον του είχε τεθεί ολόκληρο το εύρος της διαφοράς. Πρόσθεσε ακόμη πως η προσπάθεια των εφεσιβλήτων να παρουσιάσουν όλα τα γεγονότα ενώπιον του δικαστηρίου ήταν υπεράνθρωπη και ότι τυχόν μικρές διαφορές ή παράλειψη παρουσίασης κάποιου εγγράφου δεν ισοδυναμούσαν με ουσιώδη απόκρυψη γεγονότων ή με τέτοια παράλειψη που θα έπρεπε να οδηγήσει το δικαστήριο σε ακύρωση των δοθέντων διαταγμάτων. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι πράγματι οι εφεσίβλητοι έθεσαν ενώπιον του όλα τα ουσιώδη γεγονότα και πληθώρα τεκμηρίων και ότι δεν υπήρξε εκ μέρους τους οποιαδήποτε απόκρυψη και ιδιαίτερα δεν υπήρξε εσκεμμένη απόκρυψη οποιουδήποτε ουσιαστικού γεγονότος ώστε να ήταν δίκαιο το δικαστήριο να τους τιμωρήσει απορρίπτοντας την αίτηση τους για παρεμπίπτοντα διατάγματα.
Η νομολογία στην οποία το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε είναι σχετική με τα επίδικα θέματα, το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε από ορθές νομικές αρχές και αυθεντίες και επομένως ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Σε σχέση με τη βάση αγωγής των εφεσιβλήτων κρίνουμε πως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η βάση της αγωγής των εφεσιβλήτων αποκαλυπτόταν στο κλητήριο ένταλμα. Είναι με βάση το κλητήριο ένταλμα που το δικαστήριο κρίνει ποιο ή ποια είναι τα αγώγιμα δικαιώματα του ενάγοντα. Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για παρεμπίπτοντα διατάγματα καταγράφεται η μαρτυρία [*182]προς υποστήριξη της αίτησης αλλά δεν είναι η ένορκη δήλωση που καθορίζει τα αγώγιμα δικαιώματα του ενάγοντα.
Άλλος λόγος έφεσης αφορά στο λεκτικό των εκδοθέντων διαταγμάτων το οποίο, κατά την άποψη των εφεσειόντων, σε διάφορα σημεία είναι ασαφές και αόριστο. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέδωσε σημασία στο λεκτικό των διαταγμάτων δεδομένου βέβαια πως ένα παρεμπίπτον διάταγμα θα πρέπει να είναι σαφές και συγκεκριμένο έτσι ώστε το πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται να γνωρίζει επακριβώς τι πρέπει να κάμει ή να αποφύγει να κάμει, νοουμένου ότι οι συνέπειες της παρακοής διατάγματος του δικαστηρίου είναι δραστικές. Διεξήλθαμε με προσοχή το λεκτικό των διαταγμάτων και καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει οποιαδήποτε σοβαρή ασάφεια ή αοριστία, σ’ αυτό, όπως διαμορφώθηκε από τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή μετά από την ακροαματική διαδικασία. Δεν μας διαφεύγει ότι κάποια σημεία των διαταγμάτων τίθενται διαζευκτικά, όπως για παράδειγμα στις παραγράφους 6(Β) και (Γ). Στην παράγραφο 6(Β) διατάσσονται όλοι οι εφεσείοντες να καταθέσουν στο δικαστήριο, εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, απογραφή και/ή ευρετήριο για όλα τα έγγραφα και στοιχεία που αφορούν τις αξιώσεις της αγωγής και/ή αναφέρονται στην ένορκη δήλωση. Στην παράγραφο 6(Γ) διατάσσονται όλοι οι εφεσείοντες και πάλι εντός καθορισμένης περιόδου να καταθέσουν στο δικαστήριο τα έγγραφα που θα αναφέρονται στην προαναφερόμενη απογραφή και/ή ευρετήριο και να παραδώσουν αντίγραφα τους στο δικηγόρο των εφεσιβλήτων ή να του επιτρέψουν να τα επιθεωρήσει και να λάβει αντίγραφα. Εκεί όπου υπάρχει διάζευξη στα διατάγματα, είναι προφανές ότι οι εφεσείοντες μπορούν να επιλέξουν οι ίδιοι οποιονδήποτε από τους διαζευκτικούς τρόπους συμμόρφωσης τους προς το διάταγμα επιθυμούν. Κρίνουμε επομένως ότι ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Ως προς το ζήτημα της εγγύησης που δόθηκε από τους εφεσίβλητους, η οποία, κατά τους εφεσείοντες, δεν συνάδει με το άρθρο 9(2) του Κεφ. 6, κρίνουμε και πάλι ότι ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το ζήτημα της εγγύησης απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο και γίνεται αναφορά σ’ αυτό στις σελ. 81 και επόμενες της πρωτόδικης απόφασης του. Αρχικά όταν το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε τα παρεμπίπτοντα διατάγματα, μονομερώς, διέταξε όπως οι αιτητές καταθέσουν τραπεζική εγγύηση ύψους £50.000.- Μετά από την ακροαματική διαδικασία το πρωτόδικο δικαστήριο διέταξε την αύξηση της εγγύησης στο ποσό των £100.000.- Στην προκείμενη περίπτωση διατάχθηκε η παροχή τραπεζικής εγγύησης [*183]και οι εφεσίβλητοι συμμορφώθηκαν με αυτή τους την υποχρέωση και επομένως δεν τίθετο οποιοδήποτε ζήτημα ακύρωσης των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων λόγω μη συμμόρφωσης των εφεσιβλήτων με όρο που είχε επιβάλει το δικαστήριο. Η υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (Αρ. 2) (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1178, στην οποία αναφέρθηκαν οι εφεσείοντες, διαφοροποιείται στα γεγονότα της από την παρούσα υπόθεση δεδομένου ότι σ’ εκείνη την υπόθεση είχε τροποποιηθεί το αρχικό διάταγμα πάνω σε μονομερή βάση και παρά την εμφάνιση των αντιδίκων, με αποτέλεσμα να δοθεί δικαίωμα να υπογράψει την εγγύηση εταιρεία αντί ο ίδιος ο αιτητής προσωπικά , ο οποίος μάλιστα ήταν κάτοικος Κύπρου. Δεν τίθεται οποιοδήποτε τέτοιο θέμα στην προκείμενη περίπτωση στην οποία οι εφεσίβλητοι δεν είχαν οποιαδήποτε υποχρέωση να υπογράψουν οτιδήποτε αλλά απλά να καταθέσουν τραπεζική εγγύηση, όπως και έπραξαν. Εν πάση περιπτώσει θεωρούμε ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούνται να παραπονούνται στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον η τραπεζική εγγύηση που δόθηκε είναι προδήλως υπέρτερη εκείνης που είχε υπόψη του ο Νομοθέτης όταν θέσπιζε το Άρθρο 9(2) του Κεφ. 6.
Άλλο παράπονο των εφεσειόντων, που συνιστά λόγο εφέσεως, είναι ότι δεν έγινε ρύθμιση ώστε μέρος των περιουσιακών στοιχείων των εφεσειόντων να μη δεσμευτεί κατά τρόπο που αυτοί να μπορούν να καλύπτουν τα έξοδα διαβίωσης τους. Όπως το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά σημειώνει στην απόφασή του, μεταξύ των εφεσιβλήτων και των εφεσειόντων-εναγομένων 1, 2, και 4 έγινε διευθέτηση ακριβώς για τον προαναφερόμενο σκοπό, δηλαδή την κάλυψη των αναγκαίων εξόδων τους. Η διευθέτηση είχε περιορισμένη περίοδο ισχύος αλλά οι εφεσείοντες-εναγόμενοι είχαν δικαίωμα να αποταθούν στο Δικαστήριο για θεραπεία οποτεδήποτε το έκριναν σκόπιμο, μετά τη λήξη της περιόδου της συναινετικής διευθέτησης. Αναφορικά με την εφεσείουσα-εναγόμενη 5 το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε διευθέτηση με την οποία εξαιρείται ποσό £500.- μηνιαίως με σκοπό την κάλυψη των αναγκαίων λειτουργικών της εξόδων ως εταιρείας. Αναφορικά με την εφεσείουσα-εναγόμενη 6 επίσης έγινε πρόνοια ότι κανένα από τα διατάγματα που την αφορούν δεν επηρεάζει τη νόμιμη, συνήθη πορεία της επιχείρησής της. Υπό τις περιστάσεις κρίνουμε ότι ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Άλλοι λόγοι εφέσεως είναι ότι η αγωγή των εφεσιβλήτων ήταν class action αλλά δεν τηρήθηκαν οι σχετικοί θεσμοί και ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες για να επιτύχουν στην αγωγή τους στην Κύπρο θα έπρεπε να είχαν εγγράψει την απόφαση του Αμερικανικού Δι[*184]καστηρίου δυνάμει της οποίας δημιουργήθηκε το προαναφερόμενο καταπίστευμα και οι ίδιοι διορίστηκαν ως συνδιαχειριστές του, αλλά δεν το έπραξαν. Και αυτά τα θέματα τα εξέτασε και τα αποφάσισε το πρωτόδικο δικαστήριο με ικανοποιητικό τρόπο. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε πως δεν ήταν αναγκαία η εγγραφή και αναγνώριση οποιασδήποτε Αμερικανικής δικαστικής απόφασης, δεδομένου ότι δεν εκδόθηκε οποιαδήποτε τελεσίδικη δικαστική απόφαση στις Η.Π.Α. την οποία οι εφεσίβλητοι επεδίωκαν να εκτελέσουν στην Κύπρο. Οι εφεσίβλητοι προωθούν τις αξιώσεις τους στην Κύπρο με στόχο να επιτύχουν στο μέλλον απόφαση υπέρ τους. Η επίκληση απ’ αυτούς της Αμερικανικής δικαστικής απόφασης σύμφωνα με την οποία δημιουργήθηκε στις Η.Π.Α. το προαναφερόμενο καταπίστευμα και οι ίδιοι διορίστηκαν συνδιαχειριστές του δεν επέβαλλε στους εφεσίβλητους την υποχρέωση να εγγράψουν στην Κύπρο τη σχετική Αμερικανική απόφαση. Σχετικά είναι και τα όσα αναγράφονται στο σύγγραμμα Dicey & Morris, The Conflict of Laws, 10η έκδοση, Τόμος 2, στις σελ. 715 κ.επ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η θέση ότι η εκχώρηση της περιουσίας ενός πτωχεύσαντα στους αντιπροσώπους των πιστωτών, δυνάμει της πτωχευτικής διαδικασίας μιας ξένης χώρας, θεωρείται ως εκχώρηση της κινητής περιουσίας του πτωχεύσαντα που βρίσκεται στην Αγγλία (και στη δική μας περίπτωση που βρίσκεται στην Κύπρο). Η γενική αρχή του Αγγλικού Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου είναι ότι η πτώχευση ή οποιαδήποτε άλλη διαδικασία πτωχευτικής φύσεως σε ξένη χώρα, τα δικαστήρια της οποίας έχουν δικαιοδοσία επί του πτωχεύσαντα, λειτουργεί ως εκχώρηση. Κρίνουμε επομένως ότι και σ΄ αυτό το θέμα η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ορθή και ότι ο σχετικός λόγος εφέσεως δεν ευσταθεί.
Ως προς το ζήτημα του κατά πόσο η αγωγή στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκαν τα παρεμπίπτοντα διατάγματα είναι class action και επομένως ότι θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιηθεί ο μηχανισμός της Δ.9, θ.9(1) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας οπότε, σύμφωνα με τη Δ.9, θ.2, θα έπρεπε, πριν τη καταχώριση της αγωγής, να προϋπάρξει πληρεξούσιο υπογραμμένο, από όλα τα άτομα που τυγχάνουν αντιπροσώπευσης που να εξουσιοδοτεί τα άτομα που θα τους αντιπροσωπεύσουν ενώπιον του δικαστηρίου και πιστοποιημένο από τον Πρωτοκολλητή, παρατηρούμε τα εξής: Για να εφαρμόζεται η προαναφερόμενη πρόνοια, όπως και η αντίστοιχη Αγγλική Δ.15, θ.12 (που αντικατέστησε την προηγούμενη Αγγλική Δ.16, θ.9), θα πρέπει τα άτομα που αντιπροσωπεύουν και τα άτομα που αντιπροσωπεύονται να έχουν το ίδιο συμφέρον στην ίδια διαδικασία. Στην προκείμενη περίπτωση οι δύο εφεσίβλητοι-[*185]ενάγοντες δεν παρουσιάζονται ως αποτελούντες μέρος της ομάδας των περίπου 6.000 μετόχων και της εταιρείας και δεν έχουν κοινό συμφέρον με αυτούς εφόσον δεν αναμένουν να λάβουν οποιαδήποτε χρήματα ή να δικαιούνται σε οποιαδήποτε άλλης μορφής θεραπεία από τους εφεσείοντες-εναγόμενους, σε αντίθεση με τους μετόχους που εκπροσωπούν αλλά και την εταιρεία. Οι εφεσίβλητοι εγείρουν την αγωγή υπό την ιδιότητα τους ως καταπιστευματοδόχοι ή εμπιστευματοδόχοι με υποχρέωση να προωθήσουν και να διαχειριστούν ορθά τα συμφέροντα της ομάδας των μετόχων και της εταιρείας, ώστε να επανακτηθούν, προς όφελος των δικαιούχων, τα χρήματα που κατ’ ισχυρισμό διασπάθισαν οι εφεσείοντες. Επομένως δεν τίθεται θέμα παράλειψης των εφεσιβλήτων να συμμορφωθούν με τις προαναφερόμενες δικονομικές πρόνοιες.
Ως προς το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμό κακής μετάφρασης του Αγγλικού κειμένου της ένορκης δήλωσης, στην Ελληνική, παρατηρούμε πως δεν έγινε οποιαδήποτε αντεξέταση των μεταφραστών και ως εκ τούτου κρίνουμε ότι τα παράπονα και οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων για κακή μετάφραση είναι ατεκμηρίωτα. Εν πάση περιπτώσει, όπως παρατήρησε και ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, τόσο ενώπιον του δικαστηρίου όσο και ενώπιον των μαρτύρων υπήρχαν και τα δύο κείμενα της ένορκης δήλωσης, Αγγλικό και Ελληνικό. Επομένως και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Στους πρόσθετους λόγους έφεσης των εφεσειόντων-εναγομένων 1, 2 και 6 προβάλλονται οι θέσεις ότι οι εφεσίβλητοι καθυστέρησαν στην προώθηση της υπόθεσης τους, ότι στο στάδιο της εξέτασης της μονομερούς αίτησης των εφεσιβλήτων το δικαστήριο δεν είχε καν το χρόνο να εξετάσει τον όγκο των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιόν του και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, στο μεταγενέστερο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, έσφαλε στην αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας και τα νομικά συμπεράσματά του. Ο ισχυρισμός των προαναφερομένων εφεσειόντων είναι ότι τα ουσιώδη γεγονότα ήταν γνωστά στους εφεσίβλητους από το 2002 όταν εκδόθηκαν τα σχετικά διατάγματα του Αμερικανικού Δικαστηρίου, τα οποία οδήγησαν στην καταχώριση αγωγών εναντίον του εφεσείοντα-πρώτου εναγομένου και του προαναφερόμενου κ. Πογιατζή στο εξωτερικό. Το ζήτημα της καθυστέρησης απασχόλησε τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή ο οποίος, αφού εξέτασε τα ενώπιόν του στοιχεία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Συναφώς το πρωτόδικο δικαστήριο υπογράμμισε ότι τα γεγονότα που περιστοιχίζουν τις αξιώσεις των αιτητών είναι εξαιρετικά περίπλοκα, οι ένορκες δηλώσεις πολυσέλιδες και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν πάρα πολλά. Στην ένορκη δή[*186]λωση προς υποστήριξη της αίτησης των εφεσιβλήτων για παρεμπίπτοντα διατάγματα αναγράφεται ότι ο κ. Lefton ασχολείται με την υπόθεση αυτή από το Μάρτιο του 2004 πάνω σε σχεδόν αποκλειστική βάση και δίδει εξηγήσεις στην ένορκη δήλωση του για τα όσα προηγήθηκαν, από το 2002. Συναφώς, αναφέρει, ότι έγιναν εκτεταμένες και επίπονες έρευνες σε διάφορες χώρες μεταξύ των οποίων οι Η.Π.Α., η Αγγλία, το Isle of Man, η Ελβετία, η Κύπρος, η Ολλανδία και η Ινδία. Ήταν κατά το πρώτο ήμισυ του 2005 που έγινε συμβιβασμός μεταξύ της Κυβέρνησης των Η.Π.Α. και του καταπιστεύματος του οποίου οι εφεσίβλητοι είναι συνδιαχειριστές, από τη μια και του κ. Πογιατζή και προσώπων και εταιρειών συνδεδεμένων με αυτόν, από την άλλη και είναι ως αποτέλεσμα του συμβιβασμού εκείνου που οι εφεσίβλητοι έλαβαν σημαντικές σχετικές πληροφορίες για την ανάμειξη του εφεσείοντα-εναγομένου 1 στον κατ’ ισχυρισμό δόλο εις βάρος της εταιρείας. Η κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου, το οποίο εξέτασε το ζήτημα της καθυστέρησης εκτενώς, ήταν ότι η πολυπλοκότητα των επιδίκων θεμάτων αλλά και των όσων τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου στο μονομερές στάδιο, δικαιολογούσαν την καταχώριση, μονομερώς, της αιτήσεως τον Ιούλιο του 2005, δηλαδή δύο μήνες μετά τη συλλογή και συμπλήρωση των στοιχείων που είχαν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται από το 2002 με τις δικαστικές διαδικασίες στις Η.Π.Α.. Το πρωτόδικο δικαστήριο ακόμα συσχετίζει το ζήτημα της καθυστέρησης και με τις θεραπείες που ζητούν οι εφεσίβλητοι, μεταξύ των οποίων, εκτός από τις αποζημιώσεις, είναι και τα δηλωτικά διατάγματα καθώς και διατάγματα που σχετίζονται με τον εντοπισμό (tracing) των ποσών που αποσπάστηκαν ως συνέπεια του δόλου. Η θεραπεία αυτή απαιτεί τη συλλογή επαρκών στοιχείων και λεπτομερειών έτσι ώστε να είναι δυνατός ο εντοπισμός των χρημάτων και αποτελεσματική η σχετική θεραπεία. Με βάση αυτά τα στοιχεία το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε, ορθά κατά την εκτίμηση μας, πως ο χρόνος στην παρούσα υπόθεση, πρέπει να υπολογιστεί από τις αρχές ή τον Μάιο του 2005 και όχι από το 2002, δεδομένου ότι τα στοιχεία για τη συμμετοχή και ανάμειξη του εφεσείοντα-πρώτου εναγομένου αλλά και των συνδεδεμένων με αυτόν φυσικών και νομικών προσώπων, τότε προέκυψαν. Με αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων δεν φαίνεται ότι οι εφεσίβλητοι ενήργησαν με καθυστέρηση, εκτελώντας τα καθήκοντα που τους είχαν ανατεθεί για να καταχωρήσουν αγωγή το συντομότερο δυνατό με σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων των δικαιούχων και της εταιρείας. Συμφωνούμε με το συλλογισμό του πρωτοδίκου δικαστηρίου καθώς και με τα συμπεράσματα του και επ’ αυτού του σημείου.
Ως προς το ζήτημα της εξέτασης της αίτησης στο μονομερές [*187]στάδιο δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τους εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε μονομερώς την αίτηση χωρίς καν να εξετάσει τον όγκο των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιόν του. Δεν μπορεί να εξαχθεί τέτοιο συμπέρασμα αλλά ακόμα και αν έτσι είχαν τα πράγματα, στο στάδιο της ακρόασης της αίτησης όταν ενώπιον του δικαστηρίου βρίσκονταν όλοι οι ενδιαφερόμενοι το δικαστήριο εξέτασε με πολλή προσοχή και με άνεση χρόνου όλα τα στοιχεία που οι διάδικοι επέλεξαν να θέσουν ενώπιον του. Συνεπώς δεν θεωρούμε ούτε αυτό το λόγο έφεσης ως βάσιμο.
Για το ζήτημα της κακής αξιολόγησης της ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου μαρτυρίας και των νομικά λανθασμένων συμπερασμάτων του εκτιμούμε ότι και αυτός ο λόγος έφεσης είναι εντελώς αβάσιμος. Η αξιολόγηση της ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου μαρτυρίας έγινε προσεκτικά και λεπτομερώς και το πρωτόδικο δικαστήριο φαίνεται ότι έπραξε το καθήκον του στο ακέραιο και στον τομέα αυτό. Τα συμπεράσματα του επί των πραγματικών γεγονότων και των νομικών σημείων, είναι άμεμπτα.
Στους επιπρόσθετους λόγους έφεσης των εφεσειόντων-εναγομένων 3 και 4 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ερεύνησε την εμπλοκή και την ευθύνη των εφεσειόντων αυτών στην όλη υπόθεση. Διαφωνούμε και με αυτόν τον ισχυρισμό. Όπως φαίνεται από την πρωτόδικη απόφαση η εφεσείουσα-εναγόμενη 4 (σύζυγος του πρώτου εναγομένου) ήταν μέτοχος και διοικητικός σύμβουλος της εφεσείουσας-πέμπτης εναγόμενης εταιρείας. Ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου υπήρχε μαρτυρία ότι μεταξύ των ετών 1999 και 2001 η εφεσείουσα-εναγόμενη 5 έλαβε από την εταιρεία γύρω στα 10 εκατομμύρια δολάρια. Επίσης υπήρχε μαρτυρία ότι ο δόλος που κατ’ ισχυρισμό ασκήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο ασκήθηκε με τη συνέργεια και των υπολοίπων εναγομένων (περιλαμβανομένων και των εναγομένων 3 και 4), είτε φυσικών είτε νομικών προσώπων, χρησιμοποιώντας νομικές οντότητες με σκοπό τη συγκάλυψη της σύνδεσης του πρώτου εναγομένου με αυτές. Παρά το ότι στην πρωτόδικη απόφαση θα μπορούσαν να δοθούν περισσότερα στοιχεία για την εμπλοκή των εναγομένων 3 και 4 στην υπόθεση, εντούτοις θεωρούμε ότι, με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, τα οποία εμπλέκουν όλους τους εναγομένους σε κατ’ ισχυρισμό δόλο, δόλιες ενέργειες, συνωμοσία, παράβαση καθήκοντος εμπιστοσύνης, παράνομη και άδικη οικειοποίηση και/ή κατακράτηση χρημάτων, παράνομη διοχέτευση επιχειρηματικών ευκαιριών, παράβαση νομίμων ή θεσμίων καθηκόντων, αδικαιολόγητο πλουτισμό κλπ. εις βάρος του καταπιστεύματος, οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 3 και 4 δεν θα ήταν [*188]ορθό να εξαιρεθούν από τα εκδοθέντα διατάγματα.
Όσον αφορά την εφεσείουσα-εναγόμενη 5, που ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο υπολόγισε το βάρος της απόδειξης λανθασμένα και ότι οι εφεσίβλητοι κάνουν κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε με πολλή προσοχή και επιμέλεια τις προϋποθέσεις έκδοσης παρεμπιπτόντων διαταγμάτων και σε καμιά περίπτωση δεν φαίνεται να μετατόπισε το βάρος της απόδειξης στους ώμους των εφεσειόντων. Ως προς το ζήτημα της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας κρίνουμε ότι, εφόσον το πρόσωπο εναντίον του οποίου, κατ’ εξοχήν, στρέφονται τα παράπονα των εφεσιβλήτων, δηλαδή του εφεσείοντα-πρώτου εναγομένου αλλά και των στενών συνεργατών του, η διαμονή τους είναι στην Κύπρο και δεδομένου ότι τα εκδοθέντα διατάγματα επενεργούν in personam, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αγωγή στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκαν τα παρεμπίπτοντα διατάγματα, η οποία καταχωρίστηκε στη χώρα διαμονής των ουσιαστικών εφεσειόντων, συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Αυτό είναι δυνατόν να συμβαίνει αναφορικά με δικαστικές διαδικασίες σε άλλες χώρες αλλά δεν θεωρούμε ότι συμβαίνει στην Κύπρο, ένεκα της διαμονής των ουσιαστικών εφεσειόντων εδώ.
Εν κατακλείδει θεωρούμε όλους τους λόγους, όλων των εφέσεων, αβάσιμους και κατά συνέπεια όλες οι εφέσεις απορρίπτονται, με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο