Χριστοφή Θεοδοσία Αδάμου και Άλλη, ως διαχειρίστριες της περιουσίας του αποβιώσαντα Αδάμου Χριστοφή Κυριάκου ν. Thera Owners Committee, Διαχειριστική Επιτροπή του Συγκροτήματος Thera Complex (2007) 1 ΑΑΔ 512

(2007) 1 ΑΑΔ 512

[*512]4 Μαΐου, 2007

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

1. ΘΕΟΔΟΣΙΑ ΑΔΑΜΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,

2. ΕΥΘΥΜΟΥΛΛΑ Π. ΠΟΥΛΛΟΥ,

ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ                          ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΑΔΑΜΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσείουσες - Ενάγουσες,

ν.

1. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,

Εναγομένου 1,

2. THERA OWNERS COMMITTEE,

    ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ

    ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ THERA COMPLEX,

Εφεσιβλήτων - Εναγομένων 2.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 221/2005)

 

Αμέλεια ? Πρόκληση θανάτου εργοδοτούμενου από ενέργεια άλλου συναδέλφου του ? Κατά πόσο οι εργοδότες έφεραν οποιαδήποτε ευθύνη για το τραγικό συμβάν και κατ’ επέκταση υποχρέωση αποζημίωσης προς τους εξαρτώμενους του αποβιώσαντος σύμφωνα με το Άρθρο 13 και το Άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ? Υποχρέωση εργοδότη να ασφαλίζεται ούτως ώστε να καλύπτεται η ευθύνη του για τραυματισμό ή θάνατο εργοδοτουμένων του, από ασφαλιστική εταιρεία ? Κατά πόσο η προαναφερθείσα υποχρέωση μπορεί, από μόνη της, να καθιδρύσει ευθύνη ? Ποίες είναι οι προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ένα συμβάν ως ατύχημα μέσα στην έννοια του Άρθρου 2 του περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης της Ευθύνης των Εργοδοτών Νόμου του 1989 (Ν.174/89).

Ο Αδάμος Χρ. Κυριάκου και ο εναγόμενος 1 ήσαν υπάλληλοι των εναγομένων 2 – εφεσιβλήτων. Κατά την 13/12/99 ο εναγόμενος 1 πυροβόλησε τον Κυριάκου με αποτέλεσμα να απωλέσει την ζωή [*513]του. Ο εναγόμενος 1, παραδέχθηκε την κατηγορία ανθρωποκτονίας και καταδικάστηκε σε δεκαετή φυλάκιση.

Οι εφεσείουσες – ενάγουσες, διαχειρίστριες της περιουσίας του αποβιώσαντος, ήγειραν αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων ως διαχειριστικής επιτροπής κτιριακού συγκροτήματος και υπό την ιδιότητα τους ως εργοδοτών τόσο του θύματος όσο και του θύτη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι ο εναγόμενος 1 είχε αστική ευθύνη για το θάνατο του αποβιώσαντος και εξέδωσε απόφαση εναντίον του για το ποσό των £12.000. Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον των εναγομένων 2 – εφεσιβλήτων κρίνοντας ότι οι εφεσείουσες – ενάγουσες βάσιζαν την απαίτησή τους σε ένα αυτόνομο αγώγιμο δικαίωμα, το οποίο άπτεται (α) των σχέσεων του εργοδότη με την ασφαλιστική εταιρεία και (β) της δια Νόμου υποχρεώσεως των εργοδοτών να ασφαλίζουν του? εργοδοτούμενούς τους. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως το θέμα που εγειρόταν δεν μπορούσε να τύχει εξέτασης, στα πλαίσια της αγωγής, εφόσον η ασφαλιστική εταιρεία δεν ήταν διάδικος στην αγωγή αλλά και επειδή η υποχρέωση της ασφαλιστική? εταιρείας να καλύψει τον κίνδυνο προϋπόθετε την απόδειξη ευθύνης εκ μέρους του ασφαλισμένου εργοδότη. Το Δικαστήριο ανέφερε στην απόφασή του πως δεν υπήρχε οτιδήποτε ενώπιόν του το οποίο να το οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι εναγόμενοι 2-εφεσίβλητοι ευθύνονταν με οποιοδήποτε τρόπο ή εξουσιοδότησαν με οποιοδήποτε τρόπο την παράνομη πράξη του εναγόμενου 1 αλλά ούτε και ότι η πράξη εκείνη έλαβε χώρα στα πλαίσια των καθηκόντων του εναγόμενου 1. Έκρινε επίσης πως, εν πάση περιπτώσει, η ανθρωποκτονία υπαλλήλου δεν συνιστούσε πιθανό και ορατό κίνδυνο σε σχέση με τον οποίο οι εναγόμενοι 2 – εφεσίβλητοι θα έπρεπε να είχαν πάρει μέτρα προς αποτροπή του.

Με την έφεσή τους οι εφεσείουσες προσβάλλουν την ορθότητα της απόφασης του πρωτοδίκου δικαστηρίου αναφορικά με τους εναγομένους 2 - εφεσιβλήτους.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι εφεσείουσες ούτε ισχυρίστηκαν αλλά ούτε και απέδειξαν ότι την παράνομη πράξη του εναγόμενου 1, την εξουσιοδότησαν ή την ενέκριναν οι εναγόμενοι 2 – εφεσίβλητοι ή ότι ήταν πράξη που τελέστηκε από τον εναγόμενο 1, ως υπηρέτη των εναγομένων 2 – εφεσιβλήτων κατά την απασχόλησή του. Έπεται ότι οι εναγόμενοι 2 – εφεσίβλητοι δεν υπέχουν ευθύνη κυρίου για πράξεις υπηρέτη σύμφωνα με το Άρθρο 13 του Κεφ. 148.

[*514]2.      Οι εναγόμενοι 2 – εφεσίβλητοι δεν υπέχουν ευθύνη ούτε στη βάση του Άρθρου 51 του Κεφ. 148, αφού οι εφεσείουσες δεν ισχυρίστηκαν ούτε και απέδειξαν ότι οι εναγόμενοι 2 – εφεσίβλητοι είχαν οποιαδήποτε ευθύνη εξαιτίας παράβασης οφειλομένης υποχρέωσης προς τον αποβιώσαντα.

3.  Το Άρθρο 2 του περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης της Ευθύνης των Εργοδοτών Νόμου του 1989 (Ν. 174/89), δεν είναι δυνατό να αποτελέσει τη βάση αγωγής εκ μέρους των εφεσειουσών-εναγουσών εναντίον των εναγομένων 2 – εφεσιβλήτων, εργοδοτών του αποβιώσαντος.

4.  Ο πυροβολισμός και η ανθρωποκτονία του αποβιώσαντος από τον  εναγόμενο 1 δεν συνέβηκε εξ αιτίας ή λόγω της απασχόλησής του, ώστε να μπορεί να θεωρείται ατύχημα σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Ν. 174/89.

Η έφεση απορρίφθηκε με £1.200.- έξοδα εις βάρος των εφεσειουσών και υπέρ των εφεσιβλήτων - εναγομένων 2.

Έφεση.

Έφεση από τις εφεσείουσες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθ. Αρ. 2807/01), ημερομ. 2.6.05.

Σ. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Χριστοδούλου, για τους Εφεσίβλητους-Εναγομένους 2.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι εφεσείουσες-ενάγουσες, υπό την ιδιότητα τους ως διαχειρίστριες της περιουσίας του αποβιώσαντος Αδάμου Χριστοφή Κυριάκου (ο αποβιώσας), ήγειραν αγωγή προς όφελος και για λογαριασμό της περιουσίας του αποβιώσαντος και των εξαρτωμένων του.

Ο αποβιώσας και ο πρώτος εναγόμενος ήσαν υπάλληλοι των εναγομένων 2-εφεσιβλήτων, ο δε εναγόμενος 1 ήταν υφιστάμενος του αποβιώσαντος.  Κατά την 13.12.99 ο πρώτος εναγόμενος πυ[*515]ροβόλησε τον Αδάμο Χριστοφή Κυριάκου με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατος του.  Ο πρώτος εναγόμενος, κατόπιν παραδοχής σε κατηγορία για ανθρωποκτονία, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 ετών. Σύμφωνα με τη έκθεση απαιτήσεως ο πρώτος εναγόμενος έχει αστική ευθύνη έναντι του αποβιώσαντος για παράβαση του δικαιώματος του για προστασία της ζωής και της σωματικής του ακεραιότητας, δυνάμει του άρθρου 7 του Συντάγματος.

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής βρήκε ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε αστική ευθύνη για το θάνατο του αποβιώσαντος και εξέδωσε απόφαση εναντίον του για το ποσό των £12.000.-.   Σε σχέση με τους δεύτερους εναγόμενους το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας ότι οι ενάγουσες-εφεσείουσες βάσιζαν την απαίτηση τους σε ένα αυτόνομο αγώγιμο δικαίωμα, το οποίο άπτεται (α) των σχέσεων του εργοδότη με την ασφαλιστική εταιρεία  και (β)  της δια Νόμου υποχρεώσεως των εργοδοτών να ασφαλίζουν τους εργοδοτουμένους τους.  Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο το θέμα που εγειρόταν δεν μπορούσε να τύχει εξέτασης, στα πλαίσια της αγωγής, εφόσον η ασφαλιστική εταιρεία δεν ήταν διάδικος στην αγωγή αλλά και επειδή η υποχρέωση της ασφαλιστικής εταιρείας να καλύψει τον κίνδυνο προϋπόθετε την απόδειξη ευθύνης εκ  μέρους του ασφαλισμένου εργοδότη. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής ανέφερε στην απόφαση της πως δεν υπήρχε οτιδήποτε ενώπιον της το οποίο να την οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι εναγόμενοι 2-εφεσίβλητοι ευθύνονταν με οποιοδήποτε τρόπο ή εξουσιοδότησαν με οποιοδήποτε τρόπο την παράνομη πράξη του εναγόμενου 1 αλλά ούτε και ότι η πράξη εκείνη έλαβε χώρα στα πλαίσια των καθηκόντων του εναγόμενου 1. Έκρινε επίσης πως, εν πάση περιπτώσει, η ανθρωποκτονία υπαλλήλου δεν συνιστούσε πιθανό και ορατό κίνδυνο σε σχέση με τον οποίο οι εναγόμενοι 2-εφεσίβλητοι θα έπρεπε να είχαν πάρει μέτρα για την αποτροπή του.  Κατά συνέπεια το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον των εναγομένων 2-εφεσιβλήτων.

Με την έφεση τους οι εφεσείουσες προσβάλλουν την ορθότητα της απόφασης του πρωτοδίκου δικαστηρίου αναφορικά με τους δευτέρους εναγομένους-εφεσιβλήτους.

Οι εφεσίβλητοι ενάχθησαν ως διαχειριστική επιτροπή του Κτιριακού Συγκροτήματος THERA COMPLEX και υπό την ιδιότητά τους ως εργοδότες τόσο του αποβιώσαντος όσο και του εναγόμενου 1.  Ακόμα καταλογίζεται σ’ αυτούς ότι εφόσον ο θάνατος του αποβιώσαντος προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του στην εργοδοσία τους, το συμβάν συνιστά ατύχημα με βάση το Ν. 174/89 [*516]και επομένως ο αποβιώσας ήταν ή έπρεπε να ήταν ασφαλισμένος από τους εφεσίβλητους, με βάση τον προαναφερόμενο Νόμο.

Παρά τις εμφανείς αδυναμίες του δικογράφου των εφεσειουσών και το γεγονός ότι η εμπλεκόμενη ασφαλιστική εταιρεία δεν είναι διάδικος, προχωρήσαμε και εξετάσαμε όλες τις κατ’ ισχυρισμό αιτίες αγωγής τους λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη την παράγραφο 4 της εκθέσεως απαιτήσεως, παρόλη την αοριστία της.

Όσον αφορά την ευθύνη κυρίου για πράξεις υπηρέτη, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Κεφ 148, παρατηρούμε ότι στην προκείμενη υπόθεση δεν τίθεται ζήτημα τέτοιας ευθύνης των εφεσιβλήτων, εφόσον οι εφεσείουσες ούτε ισχυρίστηκαν αλλά ούτε και απέδειξαν ότι η πράξη του εναγομένου 1, που επέφερε το θάνατο στον αποβιώσαντα, ήταν πράξη την οποία εξουσιοδότησαν ή ενέκριναν οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι 2 ή ότι ήταν πράξη που τελέστηκε από τον εναγόμενο 1, ως υπηρέτη των εφεσιβλήτων-εναγομένων 2, κατά την απασχόλησή του, δηλαδή κατά την εκτέλεση των συνήθων και συναφών με την απασχόλησή του καθηκόντων.

Περαιτέρω, οι αρχές με βάση τις οποίες ένας εργοδότης κρίνεται ότι έχει αστική ευθύνη για αμέλεια έναντι των εργοδοτουμένων του για ατυχήματα των εργοδοτουμένων κατά τη διάρκεια της εργασίας τους είναι καλά θεμελιωμένες. Η υποχρέωση επιμέλειας του εργοδότη προς τους εργοδοτουμένους του πηγάζει από το άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο βασίζεται στις αρχές του κοινού δικαίου.  Βασικά ο εργοδότης έχει υποχρέωση να μην εκθέτει τους εργοδοτούμενους του σε περιττούς ή μη αναγκαίους κινδύνους, να εργοδοτεί ικανό προσωπικό, να παρέχει ασφαλή εξοπλισμό, ασφαλές σύστημα εργασίας και ασφαλή χώρο εργασίας. Στην παρούσα υπόθεση οι εφεσείουσες ούτε ισχυρίστηκαν ούτε και απέδειξαν ότι οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι 2 είχαν οποιαδήποτε ευθύνη εξαιτίας παράβασης οποιασδήποτε οφειλόμενης υποχρέωσης προς τον αποβιώσαντα.

Το άρθρο 2 του περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης της Ευθύνης των Εργοδοτών Νόμου του 1989 (Ν. 174/89), δεν είναι δυνατό να αποτελέσει τη βάση αγωγής εκ μέρους των εφεσειουσών-εναγουσών εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων 2, εργοδοτών του αποβιώσαντος. Οι πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου αφορούν στην υποχρέωση εργοδότη να ασφαλίζεται ούτως ώστε να καλύπτεται η ευθύνη του για τραυματισμό ή θάνατο εργοδοτουμένων του, από ασφαλιστική εταιρεία και η ύπαρξη τέτοιας υποχρέωσης και ασφάλισης αποτελεί υποχρέωση του ίδιου έναντι του νόμου και [*517]δεν μπορεί να αποτελέσει βάση αγωγής από τρίτο πρόσωπο εναντίον του.  Η υποχρέωση του για ασφάλιση ως ανωτέρω, δεν μπορεί, από μόνη της, να καθιδρύσει ευθύνη.  Εν πάση όμως περιπτώσει, το άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου προνοεί ότι το συμβάν που προκαλεί το θάνατο ή τη σωματική βλάβη πρέπει να προκαλείται από την και κατά τη διάρκεια της απασχόλησης των εργοδοτουμένων.  Ως εκ τούτου, οι προϋποθέσεις για να θεωρείται το συμβάν ατύχημα δυνάμει του Νόμου είναι ότι το συμβάν πρέπει να προκαλείται (α) από, και (β) κατά τη διάρκεια, της απασχόλησης του εργοδοτουμένου. Στην παρούσα περίπτωση το συμβάν προκλήθηκε μεν κατά τη διάρκεια της απασχόλησης αλλά όχι από την απασχόληση, που ερμηνεύουμε να σημαίνει εξαιτίας ή λόγω της απασχόλησης του εργοδοτούμενου. Στην παρούσα περίπτωση είναι προφανές ότι ο πυροβολισμός και η ανθρωποκτονία του αποβιώσαντος από τον πρώτο εναγόμενο δεν είναι συμβάν που προκλήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο, ώστε να μπορεί να θεωρείται ατύχημα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.174/89.

Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε την έφεση ως εντελώς αβάσιμη και όλους τους λόγους που προβλήθηκαν, ως ατεκμηρίωτους.  Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται, με συνολικά έξοδα £1200.- εις βάρος των εφεσειουσών και υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγομένων 2.

Η έφεση απορρίπτεται με £1.200.- έξοδα εις βάρος των εφεσειουσών και υπέρ των εφεσιβλήτων - εναγομένων 2.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο