Γεωργίου Τζούλια ν. Μάριου Καρυδά (2007) 1 ΑΑΔ 576

(2007) 1 ΑΑΔ 576

[*576]24 Μαΐου, 2007

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΤΖΟΥΛΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσείουσα - Εναγόμενη,

ν.

ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΡΥΔΑ,

Εφεσιβλήτου - Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 362/2005)

 

Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων ? Αναβολή ακροάσεως ? Επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία δεν αναθεωρείται, εκτός όπου διαπιστώνεται πως ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο του νόμου, ή οδηγεί σε πασιφανή αδικία εις βάρος διαδίκου.

Δικηγόρο? ? Παραχώρηση άδειας σε δικηγόρο εναγόμενης να αποσυρθεί από την υπόθεση μετά από απόρριψη αιτήματός του για αναβολή, διεξαγωγή της δίκης στην παρουσία της εναγόμενης, της οποίας αίτημα για αναβολή για διορισμό νέου δικηγόρου είχε απορριφθεί, και έκδοση απόφασης εναντίον της ? Κατά πόσο το Δικαστήριο ορθά ενέκρινε το αίτημα για απόσυρση του δικηγόρου ? Κατά πόσο το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εντός των παραδεκτών πλαισίων όταν αρνήθηκε την αιτούμενη από την εναγόμενη αναβολή για διορισμό νέου δικηγόρου.

Δικαιώματα διαδίκου ? Δικαίωμα εκπροσώπηση˜ διαδίκου από δικηγόρο ενώπιον του Δικαστηρίου ? Κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.3(δ) του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ? Στέρηση του δικαιώματος αυτού οδηγεί σε παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και σε παραμερισμό της απόφασης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αρνήθηκε να επιτρέψει αίτημα δικηγόρου, ο οποίος εκπροσωπούσε το δικηγόρο της εφεσείουσας-εναγόμενης, για αναβολή της ακρόασης. Ο εκπρόσωπος δικηγόρος ανέφερε στο Δικαστήριο ότι ο δικηγόρος της εφεσείουσας-εναγόμενης, ήταν σε συνεχιζόμενη ακρόαση ενώπιον άλλου Δικαστού. Ο εκπρό[*577]σωπος δικηγόρος ζήτησε τότε εκ μέρους του δικηγόρου της εφεσείουσας-εναγόμενης να τους δοθεί άδεια να αποσυρθούν από συνήγοροί της. Το Δικαστήριο έδωσε άδεια στον εκπρόσωπο δικηγόρο να αποχωρήσει από την αίθουσα του Δικαστηρίου και να αποσυρθεί από δικηγόρος της εναγόμενης. Ακολούθως, κάλεσε τη δικηγόρο του εφεσίβλητου-ενάγοντος να προωθήσει την υπόθεσή της. Η εφεσείουσα-εναγόμενη ζήτησε τότε να της δοθεί χρόνος για διορισμό άλλου δικηγόρου για να την υπερασπίσει. Το Δικαστήριο αρνήθηκε να δώσει την αναβολή, και της επέτρεψε να αποχωρήσει, αφού της δήλωσε πως η υπόθεση θα προχωρούσε στην απουσία της. Η ακρόαση τότε διεξάχθηκε στην παρουσία της εναγόμενης, χωρίς αυτή να αντιπροσωπεύεται από δικηγόρο και το αποτέλεσμα της αγωγής ήταν να εκδοθεί απόφαση υπέρ του ενάγοντα για ποσό £4.884 πλέον τόκο και έξοδα, ενώ η ανταπαίτηση της εναγόμενης απορρίφθηκε.

Η εφεσείουσα-εναγόμενη εφεσίβαλε την απόφαση. Ένας από τους βασικούς λόγους της έφεσης αφορά την άρνηση του Δικαστηρίου να της δώσει αναβολή για διορισμό νέου δικηγόρου, η οποία οδήγησε, όπως ισχυρίζεται, σε στέρηση του δικαιώματός της να εκπροσωπείται από δικηγόρο, κατά παράβαση του Άρθρου 30.3(δ) του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η παραβίαση του δικαιώματός της για δίκαιη δίκη. Οι υπόλοιποι λόγοι της έφεσης αφορούν την ουσία της απαίτησης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με την αρχική του άρνηση να  δώσει αναβολή, αναφερόμενο στο λόγο για τον οποίο η αναβολή ζητήθηκε, ήταν ορθή. Το Δικαστήριο όμως είχε τη διακριτική εξουσία να αρνηθεί άδεια για απόσυρση του συνηγόρου της εφεσείουσας-εναγόμενης και αφού ο ίδιος ο Δικαστής ανέφερε πως αδυνατούσε να αντιληφθεί ποια συμφέροντα της εναγόμενης εξυπηρετούντο με την παραίτηση του συνηγόρου, θα έπρεπε να μη είχε δώσει τέτοια άδεια. Αφ΄ ης στιγμής όμως δόθηκε η άδεια για απόσυρση, η εφεσείουσα-εναγόμενη βρέθηκε αίφνης και χωρίς δική της υπαιτιότητα να αντιμετωπίζει την εναντίον της αγωγή χωρίς τις υπηρεσίες δικηγόρου. Η σωστή άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, ως εκ τούτου, υπαγόρευε την έγκριση του αιτήματος της εφεσείουσας-εναγόμενης για αναβολή, στο στάδιο εκείνο, για να εξασφαλιστεί το συνταγματικό της δικαίωμα να εκπροσωπείται ενώπιον του Δικαστηρίου από δικηγόρο.

[*578]2.      Η παρέκκλιση από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, που διασφαλίζεται με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, ή η αποστέρηση των ελαχίστων δικαιωμάτων, που κατοχυρώνει στο διάδικο το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, αναιρεί τη δίκη και καθιστά το αποτέλεσμα της άκυρο.

3.  Εν όψει των ανωτέρω η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, με την άρνηση για αναβολή στο προσωπικό αίτημα της εφεσείουσας-εναγόμενης για διορισμό δικηγόρου να την εκπροσωπεί στη θέση του παραιτηθέντος συνηγόρου της, ήταν εκτός των παραδεκτών πλαισίων.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας-εναγόμενης. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε και διατάχθηκε η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Τα έξοδα πρωτοδίκως θα είναι έξοδα δίκης.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Καύκαρος ?.?. ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51,

Δημητριάδης ν. Κυπριακής Τραπέζης Αναπτύξεως Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 692,

Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα - εναγόμενη κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 2758/00), ημερομ. 14.11.05.

Αντ. Γεωργιάδης, για την Εφεσείουσα.

Γ. Ρούσου για Αρ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Η αγωγή του εφεσίβλητου-ενάγοντα εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης είχε ορισθεί για ακρόαση από τον [*579]πρωτόδικο Δικαστή στις 19.10.05 στις 10.30 π.μ.  Στις 11.05 το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει με την ακρόαση της αγωγής.  Ο κ. Θαλασσινός, που εμφανιζόταν για τον κ. Ευτυχίου, ανέφερε στο Δικαστήριο ότι ο τελευταίος, που χειριζόταν την υπόθεση της εναγόμενης, ήταν σε συνεχιζόμενη ακρόαση ενώπιον άλλου Δικαστού και ως εκ τούτου ζήτησε αναβολή.  Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για αναβολή, οπότε ο κ. Θαλασσινός ζήτησε εκ μέρους του κ. Ευτυχίου να τους δοθεί άδεια να αποσυρθούν από συνήγοροι της εναγόμενης.  Το Δικαστήριο έδωσε άδεια στον κ. Θαλασσινό, που αντιπροσώπευε τον κ. Ευτυχίου, να αποχωρήσει από την αίθουσα του Δικαστηρίου και να αποσυρθεί από δικηγόρος της εναγόμενης.  Ακολούθως, κάλεσε την κα Ρούσου να προωθήσει την υπόθεση της. Η εναγόμενη ζήτησε τότε να της δοθεί χρόνος για διορισμό άλλου δικηγόρου για να την υπερασπίσει.  Το Δικαστήριο αρνήθηκε να δώσει την αναβολή και σε ερώτημα της εναγόμενης αν μπορούσε να αποχωρήσει, ο Δικαστής της δήλωσε θα μπορούσε να το πράξει, αλλά τότε η υπόθεση θα προχωρούσε στην απουσία της.  Η ακρόαση τότε διεξάχθηκε στην παρουσία της εναγόμενης, χωρίς αυτή να αντιπροσωπεύεται από δικηγόρο και το αποτέλεσμα της αγωγής ήταν να εκδοθεί απόφαση υπέρ του ενάγοντα για ποσό £4.884 πλέον τόκο και έξοδα, ενώ η ανταπαίτηση της εναγόμενης απορρίφθηκε.

Ένας από τους βασικούς λόγους που προβάλλονται στην παρούσα έφεση είναι ότι, με την άρνησή του να δώσει αναβολή στην εναγόμενη για διορισμό νέου δικηγόρου, το Δικαστήριο της στέρησε το αναφαίρετο συνταγματικό της δικαίωμα να εκπροσωπείται από δικηγόρο κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, κατά παράβαση του Άρθρου 30.3(δ) του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Κατά συνέπεια, είχε παραβιασθεί το δικαίωμα για δίκαιη δίκη και ως εκ τούτου η απόφαση θα πρέπει να παραμερισθεί. Οι υπόλοιποι λόγοι της έφεσης αφορούν στην ουσία της απαίτησης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο αίτημα του κ. Θαλασσινού για αναβολή και στην εκφρασθείσα πρόθεσή του να αποσυρθούν οι δικηγόροι της εφεσείουσας-εναγόμενης σε περίπτωση που δεν εδίδετο η αναβολή, απάντησε ως ακολούθως:

«Ο κ. Ευτυχίου ανέλαβε ως Δικηγόρος της Εναγομένης στις 8.9.05 εις αντικατάσταση του κ. Δημήτρη Χατζηνέστωρος.  Η υπόθεση είναι πάρα πολύ παλιά, αισίως συμπληρώνει πεντέμισι χρόνια ζωής από τη μέρα της καταχώρησης.  Σύμφωνα με τη [*580]νομολογία, συνεχιζόμενες ακροάσεις δεν αποτελούν λόγο αναβολής και δεν θα πρέπει το Δικαστήριο σε καμιά περίπτωση να χρησιμοποιείται σαν όχημα διευκόλυνσης των Δικηγόρων.  Ο κ. Ευτυχίου θα μπορούσε να είχε κάνει διαφορετικές ρυθμίσεις ή θα μπορούσε εάν έχει φόρτο εργασίας να μην αναλάμβανε την υπόθεση αυτή.  Η συνταγματική επιταγή για την όσο το δυνατό σύντομη εκδίκαση των υποθέσεων και τη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων των διαδίκων είναι σχετική και είναι πάντα στο μυαλό του Δικαστηρίου.  Αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου να εφαρμόζει τη συνταγματική επιταγή και να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις στο συντομότερο δυνατό χρόνο. Δε θα εγκρίνω το αίτημα για αναβολή και δεν αντιλαμβάνομαι πώς εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της Εναγομένης δια της αποσύρσεως του κ. Ευτυχίου.»

Ακολούθως, ο κ. Θαλασσινός δήλωσε ότι επέμενε να αποσυρθεί από δικηγόρος της εναγόμενης και το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

«Δίδεται η άδεια στον κ. Θαλασσινό που αντιπροσωπεύει τον κ. Ευτυχίου να αποχωρήσει από την αίθουσα του Δικαστηρίου και να αποσυρθεί από δικηγόρος της εναγομένης.»

Στο αίτημα της εφεσείουσας-εναγόμενης για αναβολή το Δικαστήριο ανέφερε:

«Είναι ο τρίτος Δικηγόρος που επιθυμεί να διορίσει η εναγομένη. Τα όσα ανέφερα πιο πάνω στον κ. Θαλασσινό επαναλαμβάνονται.  Δεν θα δοθεί αναβολή και να προωθήσει η εναγόμενη την υπόθεση της μόνη της.»

Από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή, διαφαίνεται πως αυτός  ήταν με την εντύπωση ότι, αφ΄ης στιγμής ζητήθηκε άδεια για απόσυρση του δικηγόρου, το Δικαστήριο όφειλε να εγκρίνει τέτοια άδεια. Τούτο προκύπτει από το πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης του, στη σελ. 12:

«Ο κ. Θαλασσινός και επικαλούμενος την προστασία των συμφερόντων της πελάτιδος του Εναγομένης ζήτησε τότε την άδεια του Δικαστηρίου να αποσυρθούν από Δικηγόροι της Εναγομένης και βεβαίως η άδεια του εδόθηκε εφόσον ήθελε να αποσυρθεί

(Η υπογράμμιση είναι δική μας).

[*581]Η θέση αυτή όμως είναι λανθασμένη. Όπως αναφέρθηκε και στην Καύκαρος & Άλλος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51 στη σελ. 61:

«Η παραχώρηση άδειας σε δικηγόρο να αποσυρθεί ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η οποία ασκείται με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης και όλως ιδιαίτερα τις συνέπειες στην αποτελεσματική προβολή και παρουσίαση της υπεράσπισης του κατηγορουμένου.»

Όσον αφορά το δικαίωμα του Δικαστηρίου να δίδει ή να αρνείται αναβολή, αυτό περιγράφεται και στη Δημητριάδης ν. Κυπριακής Τραπέζης Αναπτύξως Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 692 στη σελ. 695:

«Ο κανόνας είναι πως αποκλειστικός κριτής στην άσκηση της αρμοδιότητας για αναβολή υπόθεσης είναι ο δικαστής ο οποίος της επιλαμβάνεται. Η διακριτική αυτή ευχέρεια δεν αναθεωρείται, εκτός όπου διαπιστώνεται πως ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχει ο νόμος, ή οδηγεί σε πασιφανή αδικία εις βάρος διάδικου.»

Προκύπτει από τα πιο πάνω πως ορθή ήταν η κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με την αρχική του άρνηση να δώσει αναβολή, αναφερόμενος στο λόγο για τον οποίο είχε ζητηθεί εκ μέρους του κ. Ευτυχίου. Το Δικαστήριο όμως είχε τη διακριτική εξουσία να αρνηθεί άδεια για απόσυρση του συνήγορου της εφεσείουσας-εναγόμενης και αφού ο ίδιος ο Δικαστής ανέφερε πως αδυνατούσε να αντιληφθεί ποια συμφέροντα της εναγόμενης εξυπηρετούντο με την παραίτηση του κ. Ευτυχίου, θα έπρεπε να μη είχε δώσει τέτοια άδεια.  Αφ΄ης στιγμής όμως δόθηκε η άδεια για απόσυρση, η εφεσείουσα-εναγόμενη βρέθηκε αίφνης και χωρίς δική της υπαιτιότητα να αντιμετωπίζει την εναντίον της αγωγή χωρίς τις υπηρεσίες δικηγόρου.  Η σωστή άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, ως εκ τούτου, υπαγόρευε την έγκριση του αιτήματος της εφεσείουσας-εναγόμενης για αναβολή, στο στάδιο εκείνο, για να εξασφαλιστεί το συνταγματικό της δικαίωμα να εκπροσωπείται ενώπιον του Δικαστηρίου από δικηγόρο.  (Δέστε, μεταξύ άλλων, επί παρομοίων θεμάτων, Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222).

Όπως αποφασίστηκε στη Γρηγορίου (πιο πάνω) η παρέκκλιση από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, που διασφαλίζεται με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, ή η αποστέρηση των ελαχίστων δικαιωμά[*582]των, που κατοχυρώνει στο διάδικο το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, αναιρεί τη δίκη και καθιστά το αποτέλεσμα της άκυρο.

Εν κατακλείδι, κρίνουμε πως εν όψει των πιο πάνω η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, με την άρνηση για αναβολή στο προσωπικό αίτημα της εφεσείουσας-εναγόμενης για διορισμό δικηγόρου να την εκπροσωπεί στη θέση του παραιτηθέντος συνηγόρου της, ήταν εκτός των παραδεκτών πλαισίων.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάζεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης.  Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας-εναγόμενης. Τα έξοδα πρωτοδίκως θα είναι έξοδα δίκης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας-εναγόμενης. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Τα έξοδα πρωτοδίκως θα είναι έξοδα δίκης.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο