Κακουλλής Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2007) 1 ΑΑΔ 682

(2007) 1 ΑΑΔ 682

[*682]1 Ιουνίου, 2007

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, Ν. 33/64,

ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ ΚΑΚΟΥΛΛΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΠΡΟΣ

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

ΚΥΠΡΟΥ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 19.1.2006 ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙ

ΣΥΓΚΑΛΥΨΗΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΕΥΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ

ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΝΟΜΟΥ

ΤΟΥ 1996, Ν.61(Ι)/96.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 89/2006)

 

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης του Αν?τ?του Δικαστηρίου με την οποία απερρίφθη αίτηση χορήγησης άδειας για καταχώρηση αίτησης Certiorari προς ακύρωση διατάγματος αποκάλυψης ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, λόγω ύπαρξης εναλλακτικού ένδικου μέσου — Η έφεση έγινε δεκτή με αποτέλεσμα να παραχωρηθεί η αιτούμενη άδεια.

Προνομιακά εντάλματα — Έφεση — Πρακτική — Επίδοση έφεσης σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο — Κατά πόσο είναι αναγκαία — Κατά πόσο επεκτείνει την εμβέλεια της έφεσης ή το ρόλο του Εφετείου.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε διάταγμα αποκάλυψης της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μεταξύ του αιτητή-εφεσείοντος, ενός εκ των διευθυντών της εταιρείας Logicom Ltd, και του Κλιμακίου Πληροφορικής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.

[*683]Ο αιτητής-εφεσείων ζήτησε άδεια για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari εναντίον του προαναφερθέντος διατάγματος, υποστηρίζοντας ότι αυτό εκδόθηκε κατά παράβαση των Άρθρων 17 και 15 του Συντάγματος, του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων) Νόμου του 1996, του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004 αλλά και του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου τÔ˘ 1996 (¡.61(Ι)/1996).

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για άδεια, παρατηρώντας ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή-εφεσείοντος θα μπορούσαν να προβληθούν με το ένδικο μέσο της έφεσης. Επίσης ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή-εφεσείοντος αφορούσαν την ορθότητα και όχι τη νομιμότητα του διατάγματος.

Ο αιτητής καταχώρησε έφεση. Άλλη Ολομέλεια του Δικαστηρίου η οποία εχειρίσθη την έφεση στο στάδιο της προδικασίας έδωσε οδηγίες για επίδοσή της στη Δημοκρατία. Επίδοση της έφεσης από τον αιτητή έγινε και στην ΑΤΗΚ. Δόθηκαν τότε οδηγίες για καταχώρηση περιγραμμάτων του εφεσείοντος και της Δημοκρατίας. Με αυτά η υπόθεση ήχθη τελικά ενώπιον της παρούσας Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Οι συνήγοροι του αιτητή-εφεσείοντος παρέπεμψαν στη θέση της Δημοκρατίας ότι ο αιτητής-εφεσείων δεν θα είχε δικαίωμα έφεσης παρά μόνο η ΑΤΗΚ, για να καταδείξουν την ορθότητα της δικής τους θέσης ότι, και αν πρόκειται για πολιτική διαδικασία, δεν υπάρχει δικαίωμα έφεσης, ώστε εν πάση περιπτώσει να είναι πεπλανημένη η αντίληψη του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδίκασε την αίτηση για άδεια για ύπαρξη δικαιώματος έφεσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στην προκείμενη περίπτωση, όπου η κατάληξη επί του θέματος της άδειας δεν εξυπακούει και κρίση επί της ουσίας, η επίδοση της έφεσης σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν επεκτείνει τα όρια της έφεσης που περιορίζεται σε όσα αφορούν την άδεια.

2.  Η βάση της αίτησης για έκδοση Certiorari θα είναι η συνταγματική πτυχή η οποία ανάγεται στην όλη νομιμότητα των Άρθρων 45 και 46 του Ν.61(Ι)/96 ως αναγόμενη σε τελική ανάλυση στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, όμως και σε άλλα θέματα που δυνατόν να συμπλέκονται με αυτό.

[*684]3.      Ανεξάρτητα από το κατά πόσο η διαδικασία ήταν πολιτική ή ποινική και εν όψει της θέσης των συνηγόρων ότι δεν υφίσταται δικαίωμα έφεσης, δεν μπορούσε να εκληφθεί ως δεδομένο ότι ο εφεσείων είχε δικαίωμα έφεσης ώστε να μπορούσε να έθετε τα θέματα τα οποία ήγειρε στην αίτησή του.

Η έφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Φιλίππου (1993) 1 Α.Α.Δ. 857,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Αρ. 3), (1999) 1 Α.Α.Δ. 1005,

Elbee Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 149.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πολ. Αίτ. Αρ. 12/06), ημερομ. 10.3.06.

Γ. Παπαϊωάννου και Κ. Αδαμίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Παπακυριακού, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας και Μ. Κυρμίζη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Τα άρθρα 45 και 46 του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996 (Ν. 61(Ι)/96) εξουσιοδοτούν το δικαστήριο (το οποίο ορίζεται στο άρθρο 2 ως το Κακουργιοδικείο ή το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την άσκηση της ποινικής του δικαιοδοσίας) να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης πληροφοριών κατόπιν αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης για σκοπούς έρευνας σχετικά με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων. Ήταν στη βάση των νομοθετικών αυτών προνοιών που αστυνομικός του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων υπέβαλε στο Επαρχιακό Δικαστήριο ex parte αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μεταξύ του εκ των διευθυντών της Logicom Ltd κ. Κακουλλή και του Κλιμακίου Πληροφορικής του Υπουργείου [*685]Παιδείας και Πολιτισμού κ. Δοράτη, στα πλαίσια διερεύνησης υπόθεσης που αφορούσε αδικήματα κατά παράβαση του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997, του περί της Σύναψης Συμβάσεων Νόμου του 2003, του περί Συγκάλυψης Νόμου του 1996 και του Ποινικού Κώδικα, σε σχέση με διαγωνισμό του Υπουργείου για την προμήθεια εκτυπωτών.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα το οποίο απευθύνετο προς την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ως κάτοχο της εν λόγω αλληλογραφίας και δυνάμει αυτού εξασφαλίσθησαν δέκα ηλεκτρονικά μηνύματα.

Ο κ. Κακουλλής καταχώρησε αίτηση με την οποία ζήτησε άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari, με κύριο άξονα την εισήγηση ότι το διάταγμα αποκάλυψης εξεδόθη κατά παράβαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος το οποίο, πλην των δύο ρητά σε αυτό αναφερομένων περιπτώσεων που δεν ισχύουν εδώ, δεν επιτρέπει επέμβαση στο δικαίωμα του απορρήτου της αλληλογραφίας το οποίο διασφαλίζει, αλλά και του Άρθρου 15 του Συντάγματος, και κατ΄επέκταση του στηριζομένου στο Άρθρο 17 περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων) Νόμου του 1996.  Ακόμα, στην αίτηση γίνεται εισήγηση ότι το διάταγμα εξεδόθη κατά παράβαση του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004 αλλά και του ίδιου του Ν. 61(Ι)/1996.

Ο αδελφός μας Δικαστής ενώπιον του οποίου ετέθη η αίτηση παρατήρησε ότι ο Αιτητής δεν είχε ισχυρισθεί ότι το ένδικο μέσο της έφεσης δεν ήταν διαθέσιμο αλλά ούτε και ότι συνέτρεχαν τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούσαν, παρά την ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου, την κατ’ εξαίρεση παραχώρηση άδειας και απέρριψε την αίτηση με το σκεπτικό ότι (σ. 5):

«Παρατηρώ ότι τα θέματα που, σύμφωνα με τις πιο πάνω θέσεις του ευπαιδεύτου συνήγορου του αιτητή, προκύπτουν από τη λήψη της επίδικης απόφασης (έκδοση του επίδικου διατάγματος), μπορούν να εγερθούν και να εξεταστούν στα πλαίσια διαδικασίας έφεσης.  Όλοι οι λόγοι που, κατά τον ισχυρισμό του αιτητή, συνηγορούν υπέρ της ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης, θα μπορούσαν να προβληθούν με το ένδικο μέσο της έφεσης. Όλοι αυτοί οι λόγοι άπτονται της ορθότητας και όχι της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και είναι θεμελιωμένο πως με το προνομιακό ένταλμα Certiorari ελέγχεται η νομιμότητα και όχι η ορθότητα μιας απόφασης.»

Ενώπιον μας είναι τώρα έφεση του Αιτητή κατά της εν λόγω [*686]απόφασης. Άλλη Ολομέλεια του Δικαστηρίου η οποία εχειρίσθη την έφεση στο στάδιο της προδικασίας έδωσε οδηγίες για επίδοση της στην άλλη πλευρά, εννοώντας προφανώς τη Δημοκρατία, παρατηρώντας ότι τέτοια είναι η πρακτική του Δικαστηρίου. Κατά την επόμενη δικάσιμο εμφανίσθηκε δικηγόρος εκ μέρους της Δημοκρατίας, αναφερόμενης στο πρακτικό ως Εφεσίβλητης, όπως και δικηγόρος εκ μέρους της ΑΤΗΚ στην οποία ο Αιτητής έκρινε επίσης ορθό να επιδώσει την Έφεση, ο οποίος όμως, όπως διευκρινίσθηκε, μόνο ως φίλος του Δικαστηρίου ενδεχομένως να εμφανίζετο.  Εδόθησαν τότε οδηγίες για καταχώριση περιγραμμάτων του Εφεσείοντα και της Δημοκρατίας και με αυτά η υπόθεση ήχθη τελικά ενώπιον μας.

Αναφερθήκαμε στα πιο πάνω για να παρατηρήσουμε ότι η διαδικασία όπως τελικά διαμορφώθηκε δεν επηρεάζει το αντικείμενο της έφεσης που είναι μόνο η κρίση του αδελφού μας Δικαστή για το αδικαιολόγητο της άδειας.  Είναι δεδομένη η αρχή της Φιλίππου (1993) 1 Α.Α.Δ. 857, ότι η Δ.35, θ.5 δεν επιβάλλει επίδοση σε αντίδικο, ως έχοντα ενδιαφέρον στην έκβαση της έφεσης, καθ΄όσον δεν επηρεάζονται άμεσα τα δικαιώματα του.  Εξ ου και, με την επιτυχία της έφεσης αφού ακούσθηκε μόνο ο Εφεσείων, εδόθησαν οδηγίες η αίτηση που θα καταχωρείτο να τεθεί, ως εκκρεμούσα, ενώπιον του Δικαστή ο οποίος εχειρίσθη την αίτηση για άδεια. Όπως επεξηγήθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Αρ. 3) (1999) 1 Α.Α.Δ. 1005, στην οποία δεν εδόθη δικαίωμα σε ενδιαφερθέντα διάδικο να εμφανισθεί στην έφεση και εδόθησαν οδηγίες για περίγραμμα του εφεσείοντα μόνο (σ. 1009):

«Η διαδικασία για την παροχή άδειας έχει χαρακτήρα αναγνωριστικό των δικαιωμάτων του αιτητή να επικαλεσθεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Αποδοχή του αιτήματος δεν ενέχει οποιοδήποτε επηρεασμό των δικαιωμάτων του προσώπου ή της αρχής, που θα καταστούν διάδικοι στη διαδικασία η οποία θα ακολουθήσει.  Στο προκαταρκτικό στάδιο της άδειας, το θέμα σχετίζεται αποκλειστικά με το δικαίωμα του αιτητή.»

Εδόθησαν ακολούθως οδηγίες για καταχώριση περιγράμματος αγόρευσης μόνο από τον Εφεσείοντα.

Η επίδοση επομένως της έφεσης στη Δημοκρατία, που δεν ήταν επιβαλλόμενη αλλά έγινε μόνο σαν θέμα πρακτικής, ουδόλως επεκτείνει την εμβέλεια της έφεσης ή το ρόλο του εφετείου.  Η διάσταση αυτή των πραγμάτων ουδόλως διαφοροποιείται από την Elbee Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 149, η οποία έχει την ιδιομορφία της.  [*687]Εκεί, αφού και πάλι σαν θέμα πρακτικής ειδοποιήθησαν οι αντίδικοι χωρίς όμως να εμφανισθούν, διαπιστώθηκε ότι κακώς δεν εδόθη άδεια και αντί να δοθεί άδεια και η υπόθεση να προχωρήσει πρωτοδίκως, εξεδόθη από το ίδιο το Εφετείο διάταγμα certiorari.  Η ιδιομορφία της υπόθεσης έγκειτο όμως ακριβώς στο ότι το ίδιο το θέμα που αφορούσε η έφεση, δηλαδή κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία, ήταν τέτοιο ώστε, αποφασιζόμενο όπως απεφασίσθη, ότι δηλαδή το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία και επομένως κακώς δεν εδόθη άδεια, δεν είχε πλέον νόημα η παραχώρηση άδειας καθ΄όσον το αντικείμενο στην αίτηση για certiorari επί της άδειας είχε ήδη κριθεί για σκοπούς της έφεσης κατά της άρνησης άδειας. Στη συνήθη όμως περίπτωση, όπως είναι η προκειμένη, όπου η κατάληξη επί του θέματος της άδειας δεν εξυπακούει και κρίση επί της ουσίας του θέματος, η επίδοση της έφεσης σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν επεκτείνει τα όρια της έφεσης που περιορίζεται στα αφορώντα την άδεια.

Στρεφόμενοι τώρα στην ουσία της έφεσης, θεμελιακή είναι η εισήγηση ότι πεπλανημένα ο αδελφός μας Δικαστής θεώρησε ότι όλα τα θέματα που αφορούσε η αίτηση μπορούσαν να προβληθούν μέσω έφεσης ώστε να μην δικαιολογείτο η παραχώρηση άδειας, και περαιτέρω ότι αφορούσαν την ορθότητα και όχι τη νομιμότητα του διατάγματος.  Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τον Εφεσείοντα επιχειρηματολογούν ότι, καθ΄όσον το δικαστήριο που αναφέρεται στα άρθρα 45 και 46 ορίζεται στο άρθρο 2 ως «κακουργιοδικείο ή επαρχιακό δικαστήριο κατά την άσκηση της ποινικής του δικαιοδοσίας», πρόκειται περί απόφασης δικαστηρίου ασκούντος ποινική δικαιοδοσία που δεν μπορεί όμως να υπόκειται σε έφεση καθ΄όσον δεν εμπίπτει στα πλαίσια του άρθρου 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 και του άρθρου 131(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τη Δημοκρατία εισηγούνται ότι η έκδοση του εν λόγω διατάγματος δεν συνιστά ποινική αλλά πολιτική διαδικασία, παραπέμποντας στο άρθρο 68 του τροποποιητικού νόμου 185(Ι)/2004 που εισάγει στην εν λόγω διαδικασία το νόμο και τους θεσμούς της πολιτικής δικονομίας κατ΄αναλογία καθώς και σε σχετική αγγλική νομολογία και κυπριακή νομολογία που αφορά διατάγματα δυνάμει του άρθρου 38 του Ν. 61(Ι)/1996, για να καταλήξουν ότι, εφ΄όσον πρόκειται για πολιτική διαδικασία, υπήρχε το ένδικο μέσον της έφεσης.  Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τη Δημοκρατία εισηγήθησαν όμως παράλληλα ότι, ως εκ της φύσης και του σκοπού του διατάγματος, ο ίδιος ο Αιτητής δεν θα είχε δικαίωμα έφεσης παρά μόνο η ΑΤΗΚ προς την οποία [*688]απευθύνετο το διάταγμα και μόνο στην οποία, σύμφωνα με το άρθρο 46(3)(δ), επιδίδεται ως κάτοχο της πληροφορίας, εξ ου, λέγουν, και δεν υπάρχουν στο νόμο ούτε πρόνοιες που να δίδουν τη δυνατότητα στο πρόσωπο το οποίο αφορά η πληροφορία να  εμπλακεί στη διαδικασία για να το αμφισβητήσει.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τον Εφεσείοντα παραπέμπουν στη θέση αυτή της Δημοκρατίας για να καταδείξουν την ορθότητα της δικής τους θέσης ότι, και αν πρόκειται για πολιτική διαδικασία, δεν υπάρχει δικαίωμα έφεσης, ώστε εν πάση περιπτώσει να είναι πεπλανημένη η αντίληψη του αδελφού μας Δικαστή για ύπαρξη δικαιώματος έφεσης.

Έχοντας υπ΄όψη το περιορισμένο του ενώπιον μας επίδικου θέματος, που είναι η ορθότητα της αντίληψης του αδελφού μας Δικαστή ότι ο Εφεσείων είχε δικαίωμα έφεσης, αντίληψη στην οποία εστηρίχθη η απόφαση του, φρονούμε ότι η διαμόρφωση των θέσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων καθορίζει την πορεία της έφεσης.  Είτε πρόκειται για ποινική είτε για πολιτική δικαιοδοσία, ουδείς υποστηρίζει ότι υφίσταται δικαίωμα έφεσης.  Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τη Δημοκρατία αμφισβητούν μάλιστα κάθε δικαίωμα του Εφεσείοντα να προσβάλει το διάταγμα με έφεση ή με άλλη διαδικασία, ακόμα και certiorari, θεωρώντας ότι δεν έχει locus standi.  Με αυτά υπ΄όψη, δεν μπορούσε να εκληφθεί ως δεδομένο ότι ο Εφεσείων είχε δικαίωμα έφεσης ώστε να μπορούσε έτσι να έθετε τα θέματα τα οποία ήγειρε στην αίτησή του. Η έφεση πρέπει να επιτύχει.

Δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει ιδιαίτερα η άλλη πτυχή των εισηγήσεων του Αιτητή που αφορούν την παράλληλη κατάληξη του Δικαστηρίου ότι όλα τα θέματα στην αίτηση αφορούσαν όχι τη νομιμότητα αλλά την ορθότητα της έκδοσης του διατάγματος.  Η βάση της αίτησης για έκδοση certiorari θα είναι η συνταγματική πτυχή η οποία ανάγεται στην όλη νομιμότητα των άρθρων 45 και 46, ως αναγόμενη σε τελική ανάλυση στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, όμως και άλλα θέματα που μπορεί να συμπλέκονται με αυτό.

Η έφεση επιτυγχάνει και η εφεσιβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται.  Παρέχεται άδεια για την καταχώριση αίτησης για έκδοση διατάγματος certiorari η οποία να υποβληθεί εντός δεκαπέντε ημερών για να τεθεί ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή ο οποίος εχειρίσθη την υπόθεση.

Η έφεση επιτρέπεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο