Αγγελή Χρίστος ν. Ανδρέα Βορκά (2007) 1 ΑΑΔ 761

(2007) 1 ΑΑΔ 761

[*761]26 Ιουνίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΗ,

Εφεσείων - Ενάγων,

ν.

ΑΝΔΡΕΑ ΒΟΡΚΑ,

Εφεσιβλήτου - Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12133)

 

Αμέλεια ? Ιατρική αμέλεια ? Π?ς κρίνεται το ερώτημα ως προς το κατά πόσο ένας ιατρός έχει επιδείξει αμέλεια ? Ποίο είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο κρίνεται δικαστικά η ιατρική αμέλεια ? Κατά πόσο ο ιατρός έχει υποχρέωση να αποκαλύψει στον ασθενή τις πιθανότητες κινδύνου μιας ιατρικής επέμβασης ? Χειρουργική επέμβαση ασθενούς με οφθαλμολογικά προβλήματα ? Κατά πόσο ο ιατρός που διενήργησε την επέμβαση προέβη σε λανθασμένη διάγνωση και θεραπεία και κατ’ επέκταση επέδειξε αμέλεια κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων.

Δίκαιη δίκη ? Διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα ? Τρόπος αποτίμησης του ευλόγου του χρόνου ? Έκδοση επιφυλαχθείσας απόφασης με καθυστέρηση εννέα περίπου μηνών ? Κατά πόσο οδήγησε σε εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, όπως καθορίζονται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Ο εφεσείων, ο οποίος έπασχε από αστιγματισμό, μυωπία και κερατόκωνο, υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση με ακτίνες laser από τον εφεσίβλητο ειδικό οφθαλμίατρο.

Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου ισχυριζόμενος ότι ο εφεσίβλητος εσφαλμένα επέλεξε τη θεραπεία με ακτίνες laser αντί να προβεί σε μεταμόσχευση του κερατοειδούς και ότι μετά την επέμβαση η όρασή του εξακολουθούσε να μην είναι ικανοποιητική και επειδή υπέφερε από πόνους, δυσφορία και δακρύρροια, πήγε στην Αγγλία όπου υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση του κερατοειδή στο [*762]αριστερό μάτι. Κατά τον ουσιώδη χρόνο της εκδίκασης της παρούσας αγωγής η όραση του εφεσείοντος στο αριστερό μάτι ήταν ικανοποιητική ενώ στο δεξί μάτι ήταν περιορισμένη.

Μετά την επέμβαση ο εφεσίβλητος είδε τον εφεσείοντα μερικές φορές, δεν μπορούσε όμως να τον βοηθήσει γιατί ο τελευταίος λάμβανε υπόψη και τις γνώμες άλλων οφθαλμιάτρων οι οποίοι προφανώς δεν γνώριζαν σε τι είδους επέμβαση είχε υποβληθεί. Ο εφεσίβλητος διαπίστωσε μετά τη χειρουργική επέμβαση στην οποία υπέβαλε τον εφεσείοντα ότι η μυωπία του μειώθηκε σημαντικά, από τους 7.5 βαθμούς στους 2.5 βαθμούς, χωρίς καμιά επιπλοκή και ότι τα δάκρυα που εμφανίζονταν στο μάτι, η δυσκολία του στη χρήση φακών επαφής, η φωτοφοβία, η νυχτερινή δυσκολία με τα φώτα των αυτοκινήτων, ήταν συνηθισμένα φαινόμενα αφού παρατηρούνται σε 15% των ανθρώπων που υποβάλλονται σε θεραπεία με ακτίνες laser για ένα διάστημα μερικών ημερών ή εβδομάδων. Ο εφεσίβλητος τόνισε ότι ακόμα και σήμερα μετά τη μεταμόσχευση του κερατοειδούς θα μπορούσε να θεραπεύσει πλήρως τον εφεσείοντα, με την επιφύλαξη απρόβλεπτης εμπλοκής, όπως π.χ. μόλυνσης.

Ο εφεσείων κατέθεσε προφορικά και κάλεσε τρεις χειρούργους οφθαλμίατρους προς υποστήριξη των ισχυρισμών του, ενώ ο εφεσίβλητος κατέθεσε ο ίδιος χωρίς να καλέσει άλλους μάρτυρες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τους ισχυρισμούς του ότι ο εφεσίβλητος ήταν ένοχος αμέλειας και απέρριψε την αγωγή.

Το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του εννέα περίπου μήνες από την ημερομηνία που αυτή επιφυλάχθηκε.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.

Οι λόγοι έφεσης αναφέρονται σε θέματα που ηγέρθηκαν κατά τη διάρκεια τη ακροαματικής διαδικασίας και στην σημειωθείσα καθυστέρηση των εννέα μηνών μεταξύ επιφύλαξης της απόφασης και έκδοσής της. Ο εφεσείων, σχετικά με το θέμα της καθυστέρησης αυτής, υποστήριξε ότι συνιστά εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκη, όπως αυτά καθορίζονται με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από την ιατρική μαρτυρία που παρουσιάστηκε και από τις δύο πλευρές φαίνεται ότι ήταν κοινά αποδεκτό ότι ο εφεσείων υπέφερε από μυωπία, αστιγματισμό και κερατόκωνο και ως εκ τούτου η [*763]εισήγησή του ότι έγινε λανθασμένη διάγνωση της ασθένειάς του δεν ευσταθεί. Ούτε ο ισχυρισμός του σε σχέση με την υιοθέτηση λανθασμένης θεραπείας ευσταθεί, αφού η προσαχθείσα ιατρική μαρτυρία δεν υποστηρίζει αυτή την άποψη.

2.  Το ερώτημα αν ένας ιατρός έχει επιδείξει αμέλεια κρίνεται από το Δικαστήριο με βάση τα ενώπιόν του γεγονότα και το κατά πόσο αυτός απέτυχε να ασκήσει την επιμέλεια που απαιτείται, κρίνεται στη βάση του ισοζυγίου πιθανοτήτων.

3.  Ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης ότι ο εφεσίβλητος προέβη σε λανθασμένη διάγνωση και θεραπεία για τα προβλήματα της μυωπίας, του αστιγματισμού και του κερατόκωνου.

4.  Ο εφεσίβλητος δεν είχε υποχρέωση να προειδοποιήσει τον εφεσείοντα για τους πιθανούς κινδύνους που μπορούσαν να προκύψουν αφού ο ίδιος πίστευε ότι η επιτυχία του στη διεξαγωγή παρόμοιων επεμβάσεων με τη χρήση των σημερινών σύγχρονων μηχανημάτων δεν δημιουργούσαν τέτοιους κινδύνους. Επιπρόσθετα η παράλειψη του εφεσείοντος να αναφέρει ότι έστω και αν του δινόταν η σχετική προειδοποίηση δεν θα έδινε τη συγκατάθεσή του, καθιστά το λόγο αυτό της έφεσης ανεδαφικό.

5.  Ο εφεσείων δεν έθεσε οτιδήποτε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να αιτιολογεί τον ισχυρισμό του ότι το χρονικό διάστημα των εννέα μηνών που παρήλθε μεταξύ της επιφύλαξης της απόφασης και της έκδοσής της, οδήγησε σε εκτροπή από τις πρόνοιες του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.

Η έφεση απορρίφθηκε με £1.000 έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Lanphier v. Phipos [1835-42] All E.R. Ree 421,

Rich v. Pierpont [1862] 3 F & F 35,

Cassidy v. Ministry of Health [1951] 1 All E.R. 574,

R. v. Bateman [1925] All E.R. Rep. 45,

Roe v. Minister of Health and Woolley v. Minister of Health [1954] 2 [*764]All E.R. 131,

Bolam v. Friern Hospital Committee [1957] 2 All E.R. 118,

BolithÔ a.o. v. City and Hackney Health Authority [1993] 4 Med. L. R. 381,

Ashcroft v. Mersey Regional Health Authority [1983] 2 All E.R. 245,

Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512,

Μακρή κ.ά. ν. Χ”Ευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203,

Λουκα?δης ν. Εκδοτικής Εταιρείας Αλήθεια Λτδ κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 22.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθ. Αρ. 2424/01), ημερομ. 26.7.04.

Π. Μιχαήλ, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Λοΐζου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα έφεση εξετάζεται κατά πόσο η διάγνωση και η μέθοδος θεραπείας για τη θεραπεία των ασθενειών της μυωπίας, αστιγματισμού και κερατόκωνου με ακτίνες laser που υιοθετήθηκε στην παρούσα περίπτωση, συνιστούσαν αμελή άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος.

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.

Ο εφεσείων το Μάρτιο του 1999 επισκέφθηκε την κλινική του εφεσίβλητου ειδικού οφθαλμίατρου για να υποβληθεί σε εγχείρηση με ακτίνες laser για να απαλλαγεί από τον αστιγματισμό και τη μυωπία. Μετά την εξέταση στην οποία τον υπέβαλε, ο εφεσίβλητος πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι έπασχε εκτός από αστιγματισμό [*765]και μυωπία και από κερατόκωνο, αλλά τον διαβεβαίωσε ότι η ύπαρξη του κερατόκωνου δεν θα επηρέαζε την επέμβαση. Το τι επακολούθησε αποτελεί το επίδικο θέμα της παρούσας διαδικασίας.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα ο εφεσίβλητος επέλεξε να εφαρμόσει τη θεραπεία με ακτίνες laser αντί να προβεί σε μεταμόσχευση του κερατοειδούς και ότι λόγω της επέμβασης με ακτίνες laser, 3-4 μήνες μετά την επέμβαση, η όραση του εξακολουθούσε να μην είναι ικανοποιητική και επειδή υπέφερε από πόνους, δυσφορία και δακρύρροια, μετέβηκε μετά από 2½ χρόνια στην Αγγλία όπου υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση του κερατοειδή στο αριστερό μάτι. Κατά τον ουσιώδη χρόνο της εκδίκασης της παρούσας αγωγής η όραση του εφεσείοντος στο αριστερό μάτι ήταν ικανοποιητική, ενώ η όραση του δεξιού ματιού ήταν περιορισμένη.

Ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ότι υπέβαλε τον εφεσείοντα σε χειρουργική επέμβαση PRK (Photo Refractive Keratectomy) με ακτίνες laser, αφού έκρινε ότι ήταν η πιο κατάλληλη μέθοδος κάτω από τις περιστάσεις και αρνήθηκε ότι ήταν αμελής και ότι λόγω της αμέλειας του ο εφεσείων έχει υποστεί οποιεσδήποτε σωματικές βλάβες.

Ο εφεσείων κατέθεσε προφορικά και κάλεσε τρεις χειρούργους οφθαλμίατρους προς υποστήριξη των ισχυρισμών του, ενώ ο εφεσίβλητος κατέθεσε ο ίδιος χωρίς να καλέσει άλλους μάρτυρες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τους ισχυρισμούς του ότι ο εφεσίβλητος ήταν ένοχος αμέλειας και απέρριψε την αγωγή.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη για 19 λόγους που αναφέρονται σε θέματα που ηγέρθηκαν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Επιπρόσθετα ο εφεσείων ισχυρίζεται με άλλους τέσσερις λόγους ότι η παρατηρηθείσα καθυστέρηση των οκτώ μηνών (από την ημερομηνία επιφύλαξης της απόφασης μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης) συνιστά εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, όπως αυτά καθορίζονται με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

(β) Η ιατρική μαρτυρία.

Επειδή η βάση της απαίτησης του εφεσείοντος στηρίζεται σε εισήγηση λανθασμένης διάγνωσης και θεραπείας, κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε σε συντομία στην ιατρική μαρτυρία που έχει προσαχθεί και από τις δύο πλευρές.

[*766]Είναι και από τις δύο πλευρές παραδεκτό ότι ο εφεσείων έπασχε από μυωπία, αστιγματισμό και κερατόκωνο. Από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί και από τις δύο πλευρές προκύπτει ότι ο κερατόκωνος είναι μια ανίατη πάθηση της δομής του κερατοειδούς, άγνωστης αιτιολογίας. Λόγω των αλλοιώσεων του στρώματος του κερατοειδούς αυτός καθίσταται κωνικός και η κωνικότητα οδηγεί στην εμφάνιση μυωπίας και αν ο κώνος είναι ασύμμετρος παρουσιάζεται και αστιγματισμός. Για τη θεραπεία των πιο πάνω ασθενειών συστήνεται σε πρώτο στάδιο η χρήση γυαλιών. Αν η θεραπεία αυτή δεν είναι αποτελεσματική συστήνεται η τοποθέτηση φακών επαφής. Αν ο ασθενής δεν μπορεί να ανεχθεί τους φακούς επαφής, υποβάλλεται σε μεταμόσχευση του κερατοειδούς χιτώνος. Η μεταμόσχευση δεν συνιστά αποτελεσματική θεραπεία αφού η ασθένεια του κερατόκωνου μπορεί να επανεμφανιστεί μετά τη μεταμόσχευση. Επιπρόσθετα ήταν κοινά αποδεκτό από όλους τους γιατρούς ότι η μεταμόσχευση δεν ήταν απόλυτα ασφαλής, αφού εμπεριέχει κινδύνους και το μόσχευμα έχει περιορισμένη διάρκεια ζωής.

Το βασικό ερώτημα που εγείρεται στην παρούσα διαδικασία ήταν κατά πόσο η διόρθωση της όρασης ενός ασθενή που πάσχει από κερατόκωνο μπορεί να διορθωθεί με τη μέθοδο PRK (Photo Refractive Keratectomy) με το μηχάνημα excimer laser, προτού ο ασθενής υποβληθεί σε μεταμόσχευση του κερατοειδούς. Ο μάρτυς του εφεσείοντος, ειδικός χειρούργος οφθαλμίατρος Γιώργος Παπαμιχαήλ (Μ.Ε.2), που εργάζεται στην Κύπρο από το 1988, ήταν απόλυτος ότι η χρήση του μηχανήματος excimer laser με τη μέθοδο PRK αφαιρεί τη μυωπία, αλλά ταυτόχρονα αφαιρείται και ο κερατοειδής εκεί που είναι λεπτός με αποτέλεσμα να εμφανίζεται μια θολερότητα και να επανέρχεται τόσο ο αστιγματισμός όσο και η μυωπία. Τα χαρακτηριστικά της θολερότητας είναι ότι επηρεάζει την όραση όταν ο ασθενής κατά τη διάρκεια της ημέρας βλέπει τον ήλιο και κατά τη διάρκεια της νύκτας όταν βλέπει τα φώτα επερχόμενων αυτοκινήτων. Ο μάρτυς πρόσθεσε ότι η θεραπεία με ακτίνες laser δεν ενδείκνυται για όσους πάσχουν από κερατόκωνο. Ο μάρτυς δέχθηκε ότι μπορεί άλλοι συνάδελφοι του να εφαρμόζουν τη μέθοδο αυτή και αγνοούσε αν υπάρχουν άλλες επιστημονικές απόψεις από “πανεπιστημιακές κλινικές” που μπορεί να τρέφουν διαφορετικές απόψεις. Ο πιο πάνω μάρτυς, ο οποίος δεν είχε δει τον ενάγοντα πριν από τη χειρουργική επέμβαση, διευκρίνισε ότι δεν θα έβλεπε στην περίπτωση του ενάγοντος την πιθανότητα βελτίωσης με ακτίνες laser και προσωπικά δεν θα υπέβαλλε τον ενάγοντα σε αυτού του είδους τη θεραπεία. Ένας άλλος μάρτυς του εφεσείοντος, ο χειρούργος οφθαλμίατρος Χρίστος Κωνσταντίνου [*767](Μ.Ε.3), που ασκεί το επάγγελμα του στην Κύπρο από το 1984, εξέτασε τον εφεσείοντα μετά την επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε. Ο μάρτυς ανέφερε ότι ο ίδιος αποφεύγει να χρησιμοποιεί τη μέθοδο PRK με το μηχάνημα excimer laser, γιατί σύμφωνα με συγγράμματα που έχει διαβάσει και από “εμπειρίες που υπάρχουν δεν δίνει και τόσο καλά αποτελέσματα σε τέτοιες περιπτώσεις”. Στην Κύπρο υπάρχουν μόνο δύο μηχανήματα excimer laser που διενεργούν επεμβάσεις τύπου PRK, ένα στην κλινική του εφεσίβλητου στη Λάρνακα και το δεύτερο στην κλινική του γιατρού Κοντίδη στη Λεμεσό. Αναφορικά με την επίδραση που μπορεί να έχει η επέμβαση με το μηχάνημα excimer laser στη μυωπία και αστιγματισμό, ο μάρτυς είπε ότι εγκυκλοπαιδικώς (δηλαδή από στατιστικές του εξωτερικού), το laser επιπεδώνει τον κερατοειδή με αποτέλεσμα να εξαφανίζεται η μυωπία, ο αστιγματισμός και οι διαθλαστικές ανωμαλίες, όμως υπάρχει η πιθανότητα να παρουσιάσει και υποτροπή με την επανεμφάνιση της μυωπίας και του αστιγματισμού. Ένας άλλος μάρτυς του εφεσείοντος, ο Τίτος Χριστοφίδης (Μ.Ε.4), ειδικός χειρούργος οφθαλμίατρος, ο οποίος είναι Προϊστάμενος του Οφθαλμολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου Λάρνακας τα τελευταία 16 χρόνια, εξέτασε τον εφεσείοντα στις 24/10/2000 μετά από τη χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε από τον εφεσίβλητο και διέγνωσε ότι είχε υποβληθεί σε φωτοδιαθλαστική επέμβαση και στους δύο κερατοειδείς και ότι η μέγιστη όραση με φακούς επαφής και στα δύο μάτια ήταν 6/18. Ο μάρτυς ανέφερε ότι από όσα αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία και στα πρωτόκολλα επιστημονικών οργανισμών, ο κερατόκωνος αποτελεί ανδένδειξη για το PRK λόγω της ανώμαλης δομής του κερατοειδούς, προσθέτοντας ότι η επικρατούσα στους ιατρικούς κύκλους άποψη είναι ότι “η χρήση του PRK αυστηρά μέσα στα πλαίσια των καθοριζομένων ενδείξεων εφαρμογής της είναι ένα χρήσιμο εργαλείο και μέθοδος διόρθωσης διαθλαστικών ανωμαλιών”. Ο μάρτυς ανέφερε ότι ο εφεσίβλητος είναι ο πρώτος οφθαλμίατρος που εισήξε στην Κύπρο το μηχάνημα εφαρμογής ακτίνων laser και ότι από το 1974 και μετά προβαίνει σε τέτοιου είδους μεταμοσχεύσεις. Ο μάρτυς παραδέχθηκε ότι ακόμα και στην περίπτωση μεταμόσχευσης κερατοειδούς, ο κερατόκωνος ως ασθένεια που καθορίζεται γενετικά μέχρι ενός ποσοστού, επανέρχεται. Ο ίδιος ο μάρτυς ασχολήθηκε θεωρητικά με τη μέθοδο PRK και δεν έχει προβεί σε καμιά πρακτική εφαρμογή της, αφού ο ίδιος είναι δημόσιος υπάλληλος και τα δύο μηχανήματα που υπάρχουν στην Κύπρο είναι ιδιωτικά.

Ο Ανδρέας Βορκάς (εφεσίβλητος), ο οποίος είναι ειδικός οφθαλμίατρος, απέκτησε το πτυχίο της Ιατρικής στο Πανεπιστή[*768]μιο Αθηνών, εργάστηκε μεταξύ 1967-1972 σε νοσοκομεία στη Σκωτία και Αγγλία και το 1972 ήλθε στην Κύπρο. Μέχρι το 1974 ασκούσε το επάγγελμα του στην Αμμόχωστο και μετά την Τουρκική εισβολή εργάστηκε στο νοσοκομείο Λάρνακας μέχρι το 1982. Ακολούθως άρχισε να ιδιωτεύει και το 1993 άρχισε να εφαρμόζει την επέμβαση PRK με ακτίνες laser. Με τη μέθοδο PRK διενήργησε περίπου 15.000 επεμβάσεις στην Κύπρο. Από αυτούς που είχαν εγχειρηθεί οι μόνοι που υπέβαλαν παράπονα ήταν ο εφεσείων, μια άλλη κοπέλα και η αδελφή ενός υπαλλήλου του. Μετά από την εξέταση στην οποία υπέβαλε τον εφεσείοντα, ο εφεσίβλητος διέγνωσε ότι εκτός από μυωπία και αστιγματισμό ο εφεσείων υπέφερε και από την κληρονομική ανίατο προϊούσα νόσο του κερατόκωνου. Για τη θεραπεία της πιο πάνω ασθένειας συστήνονται πρώτα τα γυαλιά και μετά οι φακοί επαφής. Αν μετά τα πιο πάνω η όραση δεν μπορεί να βελτιωθεί τότε ο ασθενής είναι υποψήφιος σε ποσοστό 20% - 25% να υποστεί μεταμόσχευση κερατοειδούς. Η πιο πάνω μέθοδος είναι η καλύτερη και πιο πετυχημένη χειρουργική θεραπεία του κερατόκωνου, αλλά εμπεριέχει τα μειονεκτήματα ότι εμφανίζει αρκετές επιπλοκές. Μία από τις επιπλοκές είναι η εμφάνιση μόλυνσης που οδηγεί στην απώλεια του ματιού, μια άλλη είναι η απόρριψη του μοσχεύματος λόγω αντίδρασης του οργανισμού και μια άλλη η εμφάνιση αστιγματισμού.

Πριν από τη μεταμόσχευση κερατοειδούς αρκετά συγγράμματα, κλινικές μελέτες συστήνουν την εφαρμογή της μεθόδου PRK με τη χρήση του μηχανήματος excimer laser, έχοντας υπόψη το πάχος του κερατοειδούς και τη θέση του κώνου του κερατόκωνου. Η εφαρμογή αυτής της μεθόδου είναι επωφελής γιατί ελαττώνει τον κώνο, θεραπεύει ή ελαττώνει τη μυωπία και τον αστιγματισμό και προκαλεί ανάπλαση κολλαγόνου που επουλώνει το στρώμα του κερατοειδούς. Η μόνη επιπλοκή που μπορεί να επακολουθήσει είναι σε ένα μικρό αριθμό ασθενών η εμφάνιση θολερότητας στον κερατοειδή, η οποία όμως είναι παροδική και εξαφανίζεται μέσα σε ένα διάστημα 12-18 μηνών. Η μέθοδος PRK είναι η σημερινή επιλογή θεραπείας, αφού με τη χρήση των σύγχρονων μηχανημάτων δεν δημιουργείται κανένας κίνδυνος για το μάτι. Αφού τα γυαλιά και οι φακοί επαφής δεν απεδείχθησαν αποτελεσματικοί, ο εφεσίβλητος επέλεξε να χειρουργήσει τον εφεσείοντα με τη μέθοδο PRK με ακτίνες laser και δεν κατέφυγε στη μεταμόσχευση κερατοειδούς η οποία περιέχει κινδύνους, για να αποφύγει την πιθανότητα μόλυνσης με την περιορισμένη αποτελεσματικότητα της μεταμόσχευσης και για να δώσει στον ασθενή την ευχέρεια να έχει μια άνετη ζωή και ικανοποιητική όραση.

[*769]Μετά την επέμβαση ένας ασθενής ακολουθεί μια μετεγχειρητική αγωγή για περίπου 12 μήνες. Αν ο ασθενής δεν ακολουθήσει αυτή την αγωγή υπάρχει ενδεχόμενο σοβαρών επιπλοκών, όπως η υποτροπή της μυωπίας, του αστιγματισμού και η εμφάνιση θολερότητας. Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσίβλητος είδε τον εφεσείοντα μέσα σε ένα διάστημα δύο περίπου μηνών δύο τρεις φορές μετά την επέμβαση κι ένοιωθε ότι δεν μπορούσε να τον βοηθήσει γιατί ο εφεσείων φαίνεται ότι λάμβανε υπόψη και τις γνώμες άλλων οφθαλμίατρων, οι οποίοι προφανώς δεν γνώριζαν σε τι είδους επέμβαση είχε υποβληθεί. Ο εφεσίβλητος διαπίστωσε μετά τη χειρουργική επέμβαση στην οποία υπέβαλε τον εφεσείοντα ότι η μυωπία του μειώθηκε σημαντικά, από τους 7.5 βαθμούς στους 2.5 βαθμούς, χωρίς καμιά επιπλοκή και ότι τα δάκρυα που εμφανίζονταν στο μάτι, η δυσκολία του στη χρήση φακών επαφής, η φωτοφοβία, η νυχτερινή δυσκολία με τα φώτα των αυτοκινήτων, ήταν συνηθισμένα φαινόμενα αφού παρατηρούνται σε 15% των ανθρώπων που υποβάλλονται σε θεραπεία με ακτίνες laser για ένα διάστημα μερικών ημερών ή εβδομάδων. Ο εφεσίβλητος τόνισε ότι ακόμα και σήμερα μετά τη μεταμόσχευση του κερατοειδούς θα μπορούσε να θεραπεύσει πλήρως τον εφεσείοντα, με την επιφύλαξη απρόβλεπτης εμπλοκής, όπως π.χ. μόλυνσης.

(γ) Η νομική πλευρά.

Στην Κύπρο η ιατρική ευθύνη μπορεί να πάρει τη μορφή της,

(1)   Ποινικής ευθύνης (criminal liability),

(2)   Ευθύνης που πηγάζει από συμβατική υποχρέωση (contractual liability),

(3)   Αστικής ευθύνης (tortuous liability) η οποία μπορεί να συνιστά

(i) Επίθεση (Battery) ή

(ii)          Αμέλεια (Negligence).

Στην παρούσα περίπτωση η απαίτηση του εφεσείοντος βασίζεται στο αστικό αδίκημα της αμέλειας, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 51(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο προνοεί ότι,

“Αμέλεια συνίσταται –

(α) εις την τέλεσιν πράξεως ήν υπό τας περιστάσεις δεν θα ετέλει λογικός συνετός άνθρωπος ή εις την παράλειψιν τελέσεως πράξεως ήν υπό τας περιστάσεις ο λογικός συνετός άνθρωπος θα ετέλει, ή

[*770](β) εις την παράλειψιν καταβολής τοιαύτης δεξιότητος ή επιμελείας περί την άσκησιν του επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή ασχολίας ως λογικός συνετός άνθρωπος, έχων τα προς άσκησιν του τοιούτου επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή ασχολίας προσόντα, θα κατέβαλλεν υπό τας περιστάσεις,

και εις την ένεκεν ταύτης πρόκλησιν ζημίας.”

Ο ασθενής ο οποίος επιζητά αποζημιώσεις λόγω ιατρικής αμέλειας, θα πρέπει να αποδείξει

(i) Την ύπαρξη υποχρέωσης επιμέλειας προς τον ασθενή. Προς τούτο ο ασθενής θα πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη της σχέσης γιατρού – ασθενή. Ο γιατρός έχει τη νομική υποχρέωση να περιθάλψει ένα ασθενή στο νοσοκομείο ή στην κλινική όπου εργάζεται, αλλά δεν έχει καμιά νομική υποχρέωση να ενεργήσει ως σωτήρας για ένα ξένο που χάνει τις αισθήσεις του σε μια δεξίωση ή τραυματίζεται σε ένα τροχαίο ατύχημα. Εδώ σημειώνεται η νομική υποχρέωση σε αντίθεση με την ηθική.

(ii)   Αμελή πράξη ή παράλειψη εκ μέρους του γιατρού. Ο ασθενής θα πρέπει να αποδείξει ότι ο γιατρός έχει παραβιάσει το καθήκον του να είναι επιμελής, παρουσιάζοντας μαρτυρία ότι οι ενέργειες του γιατρού ήταν κατώτερες από ό,τι θεωρούνται ως ικανοποιητικές από τα δικαστήρια.

(iii)  Την πρόκληση ζημιάς. Ο ασθενής θα πρέπει να αποδείξει ότι λόγω των ενεργειών του γιατρού η υγεία του έχει χειροτερεύσει ή ότι έχει υποστεί κάποια άλλη συγκεκριμένη ζημιά.

Σήμερα ένας γιατρός δεν αναμένεται ότι θα είναι πάντα επιτυχής στο ιατρικό έργο που αναλαμβάνει. Το καθήκον του, όπως όλων των άλλων επαγγελματιών, είναι η άσκηση λογικής φροντίδας και προσοχής. Όπως έχει λεχθεί το 1838 από το Δικαστή Tindal στην υπόθεση Lanphier v. Phipos [1835-42] All E.R. Ree 421, που αφορούσε ιατρική αμέλεια,

“Every person who enters into a learned profession undertakes to bring to the exercise of it a reasonable degree of care and skill. He does not undertake, if he is an attorney, that at all events you shall gain your case, nor does a surgeon undertake that he will perform a cure, nor does he undertake to use the [*771]highest possible degree of skill. There may be persons who have higher education and greater advantages than he has, but he undertakes to bring a fair, reasonable and competent degree of skill.”

Σε ελεύθερη μετάφραση:

“Κάθε πρόσωπο που καθίσταται μέλος ενός πολυμαθούς επαγγέλματος αναλαμβάνει ότι θα το εξασκεί με ένα λογικό βαθμό προσοχής και επιδεξιότητας. Δεν αναλαμβάνει, αν είναι δικηγόρος, ότι θα κερδίσει οπωσδήποτε την υπόθεσή σου, ούτε αν είναι γιατρός ότι θα επιτύχει μια θεραπεία, ούτε αναλαμβάνει ότι θα εφαρμόσει τον πιο ψηλό βαθμό επιδεξιότητας. Μπορεί να υπάρχουν πρόσωπα που έχουν καλύτερη εκπαίδευση και μεγαλύτερα πλεονεκτήματα από αυτόν, αλλά όμως αναλαμβάνει να επιδείξει ένα καλό, εύλογο και ικανό επίπεδο επιδεξιότητας.”

Η προσέγγιση αυτή υιοθετήθηκε το 1862 στην υπόθεση Rich v. Pierpont [1862] 3 F&F 35, το 1923 στην υπόθεση R. v. Bateman [1925] All E.R. Rep. 45 και το 1951 στην υπόθεση Cassidy v. Ministry of Health [1951] 1 All E.R. 574. Στην πιο πάνω υπόθεση ο ενάγων επισκέφθηκε ένα κρατικό νοσοκομείο στην Αγγλία υποφέροντας από δυσκαμψία στο μικρό δάκτυλο και το δείκτη του αριστερού χεριού. Ως αποτέλεσμα της θεραπείας στην οποία υποβλήθηκε, το αριστερό του χέρι κατέστη άχρηστο. Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως αμέλεια εκ μέρους των ιατρικών λειτουργών και αφού δεν είχε προσφερθεί ικανοποιητική μαρτυρία για την ανατροπή της, οι εναγόμενοι ήταν ένοχοι αμέλειας. Όπως σημειώθηκε στη σχετική απόφαση από το Λόρδο Denning, σχετικά με την ευθύνη των νοσοκομειακών αρχών,

“The hospital authorities accepted the plaintiff as a patient for treatment, and it was their duty to treat him with reasonable care. They selected, employed, and paid all the surgeons and nurses who looked after him. He had no say in their selection at all. If those surgeons and nurses did not treat him with proper care and skill, then the hospital authorities must answer for it, for it means that they themselves did not perform their duty to him…… They have nowhere explained how it could happen without negligence. They have busied themselves in saying that this or that member of their staff was not negligent. But they have called not a single person to say that the injuries were consistent with due care on the part of all the members of their staff. They called some of the people who actually treated the man, each of whom protested that [*772]he was careful in his part; but they did not call any expert at all, to say that this might happen despite all care. They have not therefore displaced the prima facie case against them and are liable to damages to the plaintiff.”

Σε ελεύθερη μετάφραση:

“Οι νοσοκομειακές αρχές δέχθηκαν τον άρρωστο για νοσηλεία και είχαν καθήκον να εξασκήσουν κάθε λογική φροντίδα. Επέλεξαν, εργοδότησαν και πλήρωσαν όλους τους χειρούργους και τις νοσοκόμες που τον νοσήλευσαν. Ο άρρωστος δεν είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στην επιλογή τους. Αν αυτοί οι χειρούργοι και νοσοκόμες δεν τον νοσήλευσαν με τη σωστή επιμέλεια και προσοχή, τότε οι νοσοκομειακές αρχές ευθύνονται γι’ αυτό, αφού σημαίνει ότι δεν εκτέλεσαν τα καθήκοντά τους έναντι του ασθενή ....... Δεν έχουν εξηγήσει με οποιονδήποτε τρόπο πως μπορούσε να συμβεί χωρίς αμέλεια. Έχουν απασχολήσει τους εαυτούς τους λέγοντας ότι εκείνο ή το άλλο μέλος του προσωπικού δεν ήταν αμελές. Αλλά δεν κάλεσαν οποιοδήποτε πρόσωπο για να καταθέσει ότι τα τραύματα ήταν συνεπή με την εξάσκηση της αναγκαίας επιμέλειας από όλα τα μέλη του προσωπικού τους. Κάλεσαν μόνο μερικά από τα μέλη του προσωπικού που είχαν συμμετάσχει στη νοσηλεία, κάθε ένας από τους οποίους διαμαρτυρήθηκε ότι ο ίδιος ήταν προσεκτικός. Αλλά δεν κάλεσαν οποιονδήποτε πραγματογνώμονα για να καταθέσει ότι αυτό μπορούσε να συμβεί ανεξάρτητα από την επιμέλεια που έχει επιδειχθεί. Έτσι δεν έχουν αποσείσει το βάρος της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον τους και είναι ένοχοι να καταβάλουν αποζημιώσεις στον ενάγοντα.”

Η απόφαση Cassidy άνοιγε την πόρτα για την καταχώριση αγωγών στα δικαστήρια, πολλές από τις οποίες θα μπορούσαν να ήταν αβάσιμες. Οι ανησυχητικές προεκτάσεις της απόφασης Cassidy εξετάστηκαν λίγο αργότερα στις υποθέσεις Roe v. Minister of Health και Woolley v. Minister of Health [1954] 2 All E.R. 131. Στις πιο πάνω υποθέσεις το 1947 οι δύο ενάγοντες υποβλήθηκαν σε χειρουργικές επεμβάσεις για ελαφρά τραύματα στα αγγλικά νοσοκομεία Chesterfield και North Derbyshire. Ο αναισθησιολόγος δεν ήταν μόνιμο μέλος του προσωπικού των νοσοκομείων, αλλά επισκεπτόταν και παρείχε τις υπηρεσίες του οποτεδήποτε χρειαζόταν. Τα φιαλίδια που περιείχαν το αναισθητικό είχαν τοποθετηθεί σε φαινόλη (phenol) που εισχώρησε μέσα στα φιαλίδια από αόρατα ρήγματα (χαραμάδες) που δεν μπορούσαν να φανούν με γυμνό μάτι.  Η φαινόλη μόλυνε το αναισθητικό που [*773]χορηγήθηκε στους ενάγοντες για τους σκοπούς της χειρουργικής επέμβασης, με αποτέλεσμα και οι δύο να υποστούν σπαστική παραπληγία και να παραμείνουν παράλυτοι από τη μέση και κάτω.  Ο κίνδυνος της μόλυνσης του αναισθητικού από τη φαινόλη δεν μπορούσε να προβλεφθεί και ήλθε σε γνώση του ιατρικού κόσμου το 1951 με την έκδοση ενός σχετικού βιβλίου, τέσσερα χρόνια μετά τη χειρουργική επέμβαση.

Το Δικαστήριο απάλλαξε τον αναισθησιολόγο από αμέλεια και αποφάνθηκε ότι η αποτυχία της πρόβλεψης για το τι μπορούσε να συμβεί στα φιαλίδια δεν ισοδυναμούσε με αμέλεια.  Όπως είπε ο Δικαστής Denning, “We must not look at the 1947 accident with 1954 spectacles”. Ο Δικαστής Denning βρήκε την ευκαιρία να επεξηγήσει την έκταση της ιατρικής ευθύνης, όπως αυτή είχε καθοριστεί στην υπόθεση Cassidy λέγοντας τα ακόλουθα:

“One final word. These two men have suffered such terrible consequences that there is a natural feeling that they should be compensated. But we should be doing a disservice to the community at large if we were to impose liability on hospitals and doctors for everything that happens to go wrong.  Doctors would be led to think more of their own safety than of the good of their patients. Initiative would be stifled and confidence shaken. A proper sense of proportion requires us to have regard to the conditions in which hospitals and doctors have to work.  We must insist on due care for the patient at every point, but we must not condemn as negligence that which is only a misadventure.”

Σε ελεύθερη μετάφραση:

“Μια τελευταία λέξη. Αυτοί οι δύο άνθρωποι έχουν υποστεί τόσο τρομερά επακόλουθα που υπάρχει ένα φυσικό αίσθημα ότι θα πρέπει να αποζημιωθούν. Όμως θα προσφέραμε μια κακή υπηρεσία στην κοινωνία αν θα επιρρίπταμε ευθύνη σε νοσοκομεία και γιατρούς για οτιδήποτε δεν πάει καλά. Οι γιατροί θα οδηγούνται να σκέφτονται περισσότερο τη δική τους ασφάλεια παρά την υγεία των ασθενών τους. Η πρωτοβουλία θα καταπνίγεται και η πίστη θα κλονίζεται. Μια ορθή αίσθηση των αναλογιών απαιτεί από εμάς να λαμβάνουμε υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα νοσοκομεία και οι γιατροί εργάζονται. Πρέπει να επιμένουμε στην εξάσκηση της αναγκαίας φροντίδας για τον ασθενή σε κάθε στάδιο, αλλά δεν πρέπει να καταδικάζουμε ως αμέλεια εκείνο το οποίο είναι μόνο μια κακοτυχία ή αναποδιά (that which is only a misadventure).”

[*774]Το γεγονός ότι μια χειρουργική επέμβαση επιφέρει κάποια επιπλοκή δεν εξυπακούει ότι έχει επιδειχθεί αμέλεια εκ μέρους του γιατρού ή του νοσοκομειακού προσωπικού. Όπως είχε θέσει το θέμα ο Δικαστής Denning στις οδηγίες του προς τους ενόρκους στην υπόθεση Hatcher v. Black and Others (βλ. Lord Denning, The Discipline of Law, p. 242),

“But in a hospital, when a person who is ill goes in for treatment, there is always some risk, no matter what care is used. Every surgical operation involves risks. It would be wrong, and, indeed, bad law, to say that simply because a misadventure or mishap occurred, the hospital and the doctors are thereby liable. It would be disastrous to the community if it were so. It would mean that a doctor examining a patient, or a surgeon operating at a table, instead of getting on with his work, would be for ever looking over his shoulder to see if someone was coming up with a dagger – for an action for negligence against a doctor is for him like unto a dagger. His professional reputation is as dear to him as his body, perhaps more so, and an action for negligence can wound his reputation as severely as a dagger can his body. You must not, therefore, find him negligent simply because something happens to go wrong; if, for instance, one of the risks inherent in an operation actually takes place or some complication ensues which lessens or takes away the benefits that were hoped for, or if in a matter of opinion he makes an error of judgment. You should only find him guilty of negligence when he falls short of the standard of a reasonably skilful medical man, in short, when he is deserving of censure – for negligence in a medical man is deserving of censure.”

Σε ελεύθερη μετάφραση:

“Όμως στην περίπτωση ενός νοσοκομείου όταν ένας ασθενής πηγαίνει για νοσηλεία, υπάρχει πάντα ένας μικρός κίνδυνος, ανεξάρτητα από το είδος της επιμέλειας που εξασκείται, κάθε μια χειρουργική επέμβαση ενέχει κινδύνους. Θα ήταν λάθος και πραγματική κακοδικία να λεχθεί ότι επειδή συνέβηκε μια αναποδιά ή κακοτυχία, οι νοσοκομειακές αρχές και οι γιατροί είναι ένοχοι αμέλειας. Αυτό θα ήταν καταστροφικό για την κοινωνία. Θα εσήμαινε ότι ένας γιατρός που εξετάζει ένα ασθενή ή ένας χειρούργος που χειρουργεί πάνω σε ένα χειρουργικό τραπέζι αντί να αφιερώνει την προσοχή του στο καθήκον του, θα κοιτάζει πίσω από τον ώμο του για να δει αν πλησιάζει κάποιος με ένα στιλέτο, γιατί μια αγωγή εναντίον ενός γιατρού μοι[*775]άζει με επίθεση με στιλέτο. Η επαγγελματική του φήμη είναι τόσο πολύτιμη όσο και το σώμα του, ίσως και περισσότερο, και μια αγωγή για αμέλεια μπορεί να τραυματίσει τη φήμη του τόσο σοβαρά, όσο και ένα στιλέτο το σώμα του. Γι’ αυτό ο γιατρός δεν πρέπει να βρίσκεται ένοχος αμέλειας απλά γιατί κάτι δεν πάει καλά, όπως π.χ. όταν ένας κίνδυνος που ελλοχεύει σε μια χειρουργική επέμβαση υλοποιείται ή επακολουθεί κάποια επιπλοκή που εξουδετερώνει τα ωφελήματα που αναμένονταν, ή σε ένα θέμα γνώμης προβαίνει σε μια λανθασμένη επιλογή. Πρέπει να τον βρείτε ένοχο αμέλειας μόνο όταν οι ενέργειές του υπολείπονται του επιπέδου ενός λογικά επιδέξιου ιατρικού λειτουργού, με λίγα λόγια όταν του αξίζει να τιμωρηθεί, αφού η ιατρική αμέλεια πρέπει να τιμωρείται.”

Δύο σημαντικές αποφάσεις που εκδόθηκαν τελευταία έχουν οριοθετήσει καθοριστικά τις προεκτάσεις της ιατρικής αμέλειας. Οι αποφάσεις αυτές είναι γνωστές σαν οι αποφάσεις Bolam και Bolitho. Στην υπόθεση Bolam v. Friern Hospital Committee [1957] 2 All E.R. 118, ο ενάγων υπέφερε από κατάθλιψη και κατόπιν εξέτασης του συστήθηκε ότι θα έπρεπε να υποβληθεί σε θεραπεία με ηλεκτροσόκ (anti-electric shock treatment). Η θεραπεία αυτή προϋπέθετε την τοποθέτηση ηλεκτροδίων στην κεφαλή για τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος 150 volts ανά κύκλους το δευτερόλεπτο από μια μηχανή στον εγκέφαλο. Ένα από τα επακόλουθα της θεραπείας αυτής ήταν η πρόκληση σπασμών που έπαιρνε τη μορφή παροξυσμού με μια μικρή πιθανότητα πρόκλησης καταγμάτων. Για την αποφυγή καταγμάτων από τη σωματική αντίδραση στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, δόθηκε μαρτυρία ότι ένας αριθμός γιατρών ήταν υπέρ της χορήγησης ηρεμιστικών χαπιών πριν από την επέμβαση, άλλοι γιατροί υπέρ του δεσίματος των ασθενών στο κρεβάτι με σεντόνια και άλλοι υπέρ της κράτησης του ασθενή με τα χέρια από τους ώμους από νοσοκόμους. Στην περίπτωση του Bolam, σύμφωνα με την τακτική που υιοθετούσε το νοσοκομείο, δεν του επεξηγήθηκε η πιθανότητα πρόκλησης καταγμάτων, δεν του δόθηκαν ηρεμιστικά χάπια και δεν τον κράτησαν νοσοκόμοι με τα χέρια. Απλά ο ασθενής ξάπλωσε στο κρεβάτι, του τοποθετήθηκε ένα φίμωτρο στο στόμα και στις δύο πλευρές του κρεβατιού στεκόντουσαν νοσοκόμοι για να μην τον αφήσουν να πέσει στο έδαφος. Κατά τη διάρκεια της εφαρμογής της μεθόδου του ηλεκτροσόκ ο ενάγων υπέστη κάταγμα της κοτύλης (acetabulam) που είναι σπάνιο κάταγμα και διάφορα άλλα κατάγματα με πολύ οδυνηρές συνέπειες.

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι,

[*776](i)      Ένας γιατρός δεν είναι ένοχος αμέλειας αν ενεργεί σύμφωνα με μια τακτική που είναι αποδεκτή ως ορθή από ένα υπεύθυνο σώμα εξειδικευμένων ιατρικών λειτουργών ανεξάρτητα αν ένα άλλο εξειδικευμένο σώμα διατηρεί διαφορετική άποψη.

(ii)   Ένας γιατρός που πιστεύει ότι οι πιθανότητες κινδύνου σε μια συγκεκριμένη θεραπεία είναι μηδαμινές, δεν έχει υποχρέωση να τις αποκαλύψει στον ασθενή και

(iii)  Για να επιτύχει ένας ασθενής σε απαίτηση γιατί να μην του έχει δοθεί προειδοποίηση για τα πιθανά επακόλουθα που μπορεί να προκύψουν θα πρέπει να αποδείξει ότι έστω και αν του δινόταν η προειδοποίηση, δεν θα έδινε τη συγκατάθεση του για τη συγκεκριμένη θεραπεία.

Η ανακούφιση που πρόσφερε η απόφαση Bolam στον ιατρικό κόσμο δεν διάρκεσε πολύ, αφού η αρχή που διατυπώθηκε διαφοροποιήθηκε λίγο αργότερα με την απόφαση Bolithο and Others v. City and Hackney Health Authority [1993] 4 Med. L. R. 381, σύμφωνα με το σκεπτικό της οποίας το ερώτημα αν ένας γιατρός έχει ενεργήσει αμελώς ή όχι κρίνεται από το Δικαστήριο και όχι με βάση την πρακτική που υιοθετείται από ένα εξειδικευμένο ιατρικό σώμα.

Στην υπόθεση Bolitho το Δεκέμβριο του 1983 ο ενάγων, ηλικίας 2 χρόνων, χειρουργήθηκε για το κλείσιμο του βατού βοτάλιου πόρου (persistent ductus arteriosus). Το Γενάρη του 1984 εισάχθηκε ξανά στο νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε ότι έπασχε από οξεία λαρυγγίτιδα. Γύρω στις 12.40 μ.μ. της 17/1/1984 η νοσοκόμος παρατήρησε ότι το χρώμα του ανήλικου ήταν άσπρο και δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Τηλεφώνησε αμέσως στην επί καθήκοντι γιατρό Dr. Horn η οποία την πληροφόρησε ότι θα ερχόταν όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Η κατάσταση του ανήλικου καλυτέρευσε αλλά γύρω στις 2.00 μ.μ., όταν η κατάσταση του χειροτέρευσε, η νοσοκόμος τηλεφώνησε ξανά στην Dr. Horn η οποία δεν είχε πάει ακόμα στο νοσοκομείο. Η τελευταία δοκίμασε να επικοινωνήσει με την ανώτερη λειτουργό του νοσοκομείου για να της ζητήσει να την αντικαταστήσει, αλλά η λειτουργός ουδέποτε πήρε το μήνυμα (bleep) αφού οι συσσωρευτές της δεν είχαν αποθέματα ενέργειας (flat batteries). Γύρω στις 2.35 μ.μ. ο ανήλικος κατέρρευσε αφού δεν μπορούσε να αναπνεύσει και υπέστη καρδιακή ανακοπή με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρή εγκεφαλική βλάβη.

[*777]Η παράλειψη της Dr. Horn να πάει στο νοσοκομείο συνιστούσε αμέλεια. Οι νοσοκομειακές αρχές παραδέχθηκαν ότι αν ο ασθενής ετοποθετείτο σε διασωλήνωση (intubation) πριν από το καρδιακό επεισόδιο στις 2.35, δεν θα επερχόταν η κατάρρευση και το σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο που επακολούθησε. Το ερώτημα ήταν τι είδους θεραπεία θα προσφερόταν από την Dr. Horn αν μετέβαινε στο νοσοκομείο. Υποβλήθηκε εκ μέρους του ανήλικου ότι θα έπρεπε να διασωληνωθεί αμέσως. Όμως ο πραγματογνώμονας της νοσοκομειακής αρχής που κλήθηκε να καταθέσει τη δική του επιστημονική άποψη, υποστήριξε ότι ο ίδιος θα είχε τον ανήλικο υπό παρατήρηση αλλά δεν θα τον τοποθετούσε σε διασωλήνωση. Την ίδια άποψη διατύπωσε και η Dr. Horn που κατέθεσε ότι αν μετέβαινε έγκαιρα στο νοσοκομείο, έχοντας υπόψη το ιστορικό και την κατάσταση του ανήλικου, δεν θα τον τοποθετούσε σε διασωλήνωση. Για να επιτύχει στην αγωγή του ο ενάγων θα έπρεπε να αποδείξει ότι η διασωλήνωση ήταν επιτακτική, όμως η μαρτυρία που παρουσιάστηκε από τη νοσοκομειακή αρχή ήταν αντίθετη. Έτσι η αγωγή απορρίφθηκε αφού δεν αποδείχθηκε ότι εφόσον ο ανήλικος δεν θα ετοποθετείτο σε διασωλήνωση, το τραύμα που επακολούθησε δεν μπορούσε να αποφευχθεί.

Ο κανόνας ο οποίος προκύπτει από την απόφαση Bοlitho που αποτελεί σήμερα την νομική θέση που εφαρμόζεται είναι ότι ένας γιατρός δεν μπορεί να αποφύγει την ευθύνη για ιατρική αμέλεια αν αποδείξει ότι ακολούθησε μια καθιερωμένη πρακτική που είχε υιοθετηθεί από ένα υπεύθυνο σώμα εξειδικευμένων ιατρικών λειτουργών.  Σήμερα το ερώτημα αν ένας γιατρός είναι ένοχος αμέλειας πρέπει να απαντάται από το Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια του συνόλου της μαρτυρίας που παρουσιάζεται.  Όπως έχει τονιστεί χαρακτηριστικά στην υπόθεση Bolitho,

“Ιt is not enough for the defendant to call a number of doctors to say that what he had done or not was in accord with accepted clinical practice. It is necessary for the judge to consider that evidence and decide whether that clinical practice puts the patient unnecessarily at risk.”

Σε ελεύθερη μετάφραση:

“Δεν είναι αρκετό για τον εναγόμενο να καλέσει ένα αριθμό γιατρών για να πουν ότι αυτό που έκαμε ή αυτό που δεν έκαμε συνάδει με αποδεκτή ιατρική πρακτική. Είναι αναγκαίο για το Δικαστήριο να αξιολογήσει αυτή τη μαρτυρία και να αποφασίσει αν αυτή η ιατρική πρακτική θέτει τον ασθενή σε περιττό κίνδυνο.”

[*778](δ) Τα συμπεράσματα από την ιατρική μαρτυρία.

Το βασικό παράπονο του εφεσείοντος, όπως αυτό διαγράφεται από το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης του και τη μαρτυρία που έχει δοθεί, είναι ότι ο εφεσίβλητος αρχικά προέβηκε σε λανθασμένη διάγνωση της ασθένειας του εφεσείοντος και ακολούθως υιοθέτησε τη λανθασμένη θεραπεία κατά παράβαση της ιατρικής πρακτικής σε παρόμοιες περιπτώσεις.

Από την ιατρική μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί και από τις δύο πλευρές φαίνεται ότι είναι κοινά αποδεκτό ότι ο εφεσείων υπέφερε από μυωπία, αστιγματισμό και κερατόκωνο και μέσα σε αυτά τα πλαίσια η πρώτη εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Για το θέμα της υιοθέτησης εκ μέρους του εφεσίβλητου λανθασμένης θεραπείας, έχουμε ήδη παραθέσει συνοπτικά την ιατρική μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί εκ μέρους του εφεσείοντος, η οποία δεν υποστηρίζει την άποψη ότι η θεραπεία που ακολουθήθηκε ήταν λανθασμένη. Απλά οι ιατροί του εφεσείοντος εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους ως προς την υιοθέτηση της μεθόδου PRK με ακτίνες laser, πριν από τη διενέργεια μεταμόσχευσης του κερατοειδούς. Με την πιο πάνω αξιολόγηση της ιατρικής μαρτυρίας η πρωτόδικη Δικαστής αποφάνθηκε ότι, “με βάση την ενώπιον μου μαρτυρία, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι ο εναγόμενος απέδειξε ιατρική αμέλεια σε σχέση με την επέμβαση με excimer laser στην οποία υπέβαλε τον ενάγοντα.”

Η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή. Όπως έχει ήδη σημειωθεί σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης Bolitho, το ερώτημα αν ένας ιατρός έχει επιδείξει αμέλεια κρίνεται από το Δικαστήριο με βάση τα γεγονότα που παρουσιάζονται ενώπιον του και όχι με βάση την πρακτική που εισηγείται ένα εξειδικευμένο ιατρικό σώμα. Το πλαίσιο δε μέσα στο οποίο κρίνεται δικαστικά η ιατρική αμέλεια έχει καθοριστεί στην υπόθεση Ashcroft v. Mersey Regional Health Authority [1983] 2 All E.R. 245, 247, ως ακολούθως:

“The question for consideration is whether on a balance of probabilities it has been established that a professional man has failed to exercise the care required of a man possessing and professing special skill in circumstances which require the exercise of such special skill.”

Σε ελεύθερη μετάφραση:

“Το ερώτημα που εγείρεται είναι αν με το ισοζύγιο πιθανοτή[*779]των έχει αποδειχθεί ότι ένας επαγγελματίας έχει αποτύχει να ασκήσει την επιμέλεια που απαιτείται από έναν άνθρωπο που κατέχει και ασκεί ειδική επιδεξιότητα σε περιπτώσεις που απαιτείται η άσκηση μιας τέτοιας ειδικής επιδεξιότητας.”

Από τη μαρτυρία που έχει δοθεί φαίνεται ότι ο εφεσίβλητος είχε διενεργήσει 1.500 επεμβάσεις με τη μέθοδο PRK στην Κύπρο και οι μόνοι που υπέβαλαν παράπονα ήταν ο εφεσείων, μια άλλη κοπέλα και η αδελφή ενός υπαλλήλου του. Με βάση το πιο πάνω ποσοστό επιτυχίας και τα υπόλοιπα στοιχεία της μαρτυρίας, που δεν αποφαίνονται ρητά ότι η υιοθέτηση της πιο πάνω μεθόδου από τον εφεσίβλητο ήταν λανθασμένη, το αναπόφευκτο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης ότι ο εφεσίβλητος προέβηκε σε λανθασμένη διάγνωση και ακολούθως υιοθέτησε λανθασμένη μέθοδο θεραπείας για τα προβλήματα της μυωπίας, του αστιγματισμού και του κερατόκωνου.

(ε) Μη παροχή προειδοποίησης για τους κινδύνους της επέμβασης.

Ο εφεσείων έχει ισχυριστεί πρωτοδίκως ότι ο εφεσίβλητος ήταν αμελής γιατί,

(i) Τον είχε διαβεβαιώσει ότι η μέθοδος των ακτίνων laser δεν θα είχε αρνητικές επιπτώσεις ενόψει της ύπαρξης κερατόκωνου και

(ii)   Δεν τον προειδοποίησε για τους κινδύνους που περιείχε η εφαρμογή της μεθόδου PRK με τη χρήση ακτίνων laser.

Ο εφεσείων κατέθεσε ότι μετά την εξέταση στην οποία υποβλήθηκε από τον εφεσίβλητο, ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε ότι παρά την ύπαρξη του κερατόκωνου όλα θα πήγαιναν καλά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε στη σχετική απόφαση του ότι σε ερώτηση που υποβλήθηκε στον εφεσίβλητο, αν είχε προειδοποιήσει τον εφεσείοντα, ο εφεσίβλητος απάντησε ότι υπήρξε «πλήρης ενημέρωση». Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η πιο πάνω δήλωση του εφεσίβλητου δεν αξιολογήθηκε ορθά, με αποτέλεσμα να καταλήξει προφανώς σε λανθασμένο συμπέρασμα αναξιοπιστίας του εφεσείοντος.

Το θέμα της υποχρέωσης ενός γιατρού να αποκαλύψει στον ασθενή τις πιθανότητες κινδύνου που περικλείει μια ιατρική επέμβαση έχει εξεταστεί στην υπόθεση Bolam (πιο πάνω) στην οποία τονίστηκε ότι αν οι πιθανότητες ύπαρξης κινδύνου είναι μηδαμινές ο γιατρός δεν έχει τέτοια υποχρέωση. Επιπρόσθετα τονίστηκε [*780]ότι για να επιτύχει ένας ασθενής σε ισχυρισμό ότι δεν είχε προειδοποιηθεί για τα πιθανά αποτελέσματα μιας θεραπείας, θα πρέπει να αποδείξει ότι έστω και αν του δινόταν η προειδοποίηση, δεν θα έδινε τη συγκατάθεση του για τη συγκεκριμένη θεραπεία.

Στην παρούσα περίπτωση σημειώνουμε ότι ο ίδιος ο εφεσείων είχε επισκεφθεί τον εφεσίβλητο και είχε ζητήσει να υποβληθεί σε θεραπεία με ακτίνες laser. Ο εφεσίβλητος ανέφερε κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του ότι είχε ενημερώσει πλήρως τον εφεσείοντα για τους κινδύνους που μπορούσαν να προκύψουν. Έστω και αν ο πιο πάνω ισχυρισμός του εφεσίβλητου δεν γινόταν αποδεκτός, η εικόνα παραμένει ότι ο εφεσίβλητος είχε διενεργήσει 1.500 παρόμοιες επεμβάσεις προηγουμένως και μόνο σε τρεις περιπτώσεις είχε δεχθεί παράπονα για τα αποτελέσματα των επεμβάσεών του. Αφού ο ίδιος πίστευε ότι με βάση τις πιο πάνω επεμβάσεις και τις επιπρόσθετες ακαδημαϊκές γνώσεις που κατείχε, ότι με τη χρήση των σημερινών σύγχρονων μηχανημάτων δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος για το μάτι και σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία που είχε δοθεί, ο εφεσίβλητος δεν είχε υποχρέωση να προειδοποιήσει τον εφεσείοντα για τους πιθανούς κινδύνους που μπορούσαν να προκύψουν. Επιπρόσθετα η παράλειψη του εφεσείοντος να αναφέρει ότι έστω και αν του δινόταν η σχετική προειδοποίηση δεν θα έδινε τη συγκατάθεσή του, καθιστά το λόγο αυτό της έφεσης ανεδαφικό. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Bolam (πιο πάνω) από το Δικαστή McNair στην καθοδήγηση του προς τους ενόρκους,

“Suppose you come to the conclusion that proper practice requires some warning to be given, if a warning had been given, would it have made any difference? Only the plaintiff can answer that question and he was never asked it.”

Σε ελεύθερη μετάφραση:

“Αν υποθέσουμε ότι καταλήγετε σε συμπέρασμα ότι η ορθή πρακτική απαιτεί να δοθεί κάποια προειδοποίηση, και μια προειδοποίηση έχει δοθεί, θα έκαμνε οποιαδήποτε διαφορά; Μόνο ο ενάγων θα μπορούσε να απαντήσει και τέτοια ερώτηση ουδέποτε του υποβλήθηκε.”

(στ) Η καθυστέρηση στην έκδοση της πρωτόδικης απόφασης.

Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 3/8/2001, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεφύλαξε την απόφαση στις 23/10/2003 και εξέδωσε την απόφαση του στις 26/7/2004, δηλαδή εννέα περίπου μήνες μετά τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας. Είναι η θέση του εφε[*781]σείοντος ότι λόγω της πιο πάνω καθυστέρησης υπήρξε εκτροπή στη σύλληψη, κατανόηση και ολοκληρωμένη αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, με αποτέλεσμα την παραβίαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Προς υποστήριξη της πιο πάνω εισήγησης έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε λανθασμένες εκτιμήσεις πάνω σε συγκεκριμένα θέματα τα οποία οφείλονταν στην πάροδο του χρονικού διαστήματος των εννέα μηνών και προς τούτο έγινε επίκληση της απόφασης Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, στην οποία τονίστηκε ότι ο ισχυρισμός για επηρεασμό στη σύλληψη και κατανόηση των γεγονότων από το Δικαστήριο θα πρέπει να συνοδεύεται με συγκεκριμένες αναφορές στη δικαστική απόφαση που υποστηρίζουν τον ισχυρισμό αυτό.

Η πιο πάνω εισήγηση είναι ανεδαφική. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 30.2 του Συντάγματος, που αντιστοιχεί στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (αρ. 39/62), η διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων κάθε πολίτη πρέπει να διενεργείται μεταξύ άλλων “εντός ευλόγου χρόνου”. Ο εύλογος χρόνος σε μια δικαστική διαδικασία εξαρτάται από την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, τη συμπεριφορά των διαδίκων και τη συμπεριφορά των δικαστικών αρχών. (Βλ. D.J. Harris, M. O’ Boyle και C. Warwick “Law of the European Convention on Human Rights”, p. 222-230).

Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τονίσει επανειλημμένα ότι η έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί ένα σημαντικό συστατικό της έννοιας της δικαιοσύνης και ότι η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης καταλήγει σε άρνηση της ίδιας της δικαιοσύνης. Το θέμα της καθυστέρησης έκδοσης απόφασης σε πολιτικές υποθέσεις εξετάστηκε σε αριθμό υποθέσεων. Στην υπόθεση Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512, που αφορούσε μια απλή υπόθεση οδικού δυστυχήματος, το αποτέλεσμα της οποίας θα βασιζόταν στην αξιοπιστία των μαρτύρων, το Ανώτατο Δικαστήριο αφού έκρινε ότι η παρατηρηθείσα καθυστέρηση των πέντε χρόνων, τριών μηνών και εννέα ημερών για την έκδοση της απόφασης ήταν υπερβολική, εκτός του πλαισίου του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και κατά παράβαση των δικαιωμάτων των διαδίκων, διέταξε τον παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης. Λίγο αργότερα στην υπόθεση Ανδρέας Σταύρου Μακρή και Άλλοι ν. Χ” Ευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203, η καθυστέρηση που σημειώθηκε για την έκδοση της απόφασης ήταν οκτώ περίπου χρόνια. Το Ανώτατο Δικαστήριο αν και τόνισε ότι τα Δικαστήρια έχουν επιτακτικό καθήκον [*782]να απονέμουν δικαιοσύνη μέσα σε εύλογο χρόνο, εντούτοις έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι η καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης οδήγησε σε εσφαλμένη εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων.

Στην υπόθεση Αθανασίου ν. Κουνούνη (πιο πάνω) η καθυστέρηση που σημειώθηκε ήταν 18 μήνες και το Ανώτατο Δικαστήριο στη σχετική απόφαση του σημείωσε ότι,

“Επρόκειτο για μακρά, περίπλοκη και πολύπλοκη υπόθεση. Παρόλο που το χρονικό διάστημα το οποίο διέρρευσε μεταξύ της επιφύλαξης και της έκδοσης της απόφασης ήταν μεγαλύτερο απ’ ότι επιθυμείτο, δεν έχει τεθεί ούτε έχει αποκαλυφθεί οτιδήποτε ενώπιον μας το οποίο να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό ότι η καθυστέρηση είχε δυσμενείς επιπτώσεις στη σύλληψη και κατανόηση της μαρτυρίας ή οποιασδήποτε πτυχής της υπόθεσης.”

Στην υπόθεση Λουκής Λουκαΐδης ν. Εκδοτικής Εταιρείας Αλήθεια Λτδ κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 22 που αφορούσε αγωγή λιβέλλου για δεκαεπτά δυσφημιστικά δημοσιεύματα, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η καθυστέρηση των 16 μηνών που παρατηρήθηκε μέχρι την έκδοση της απόφασης δεν επέφερε εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, ανεξάρτητα από το περίπλοκο και το πολυμερές της υπόθεσης.

Έχουμε ήδη παραθέσει συνοπτικά την εικόνα της ιατρικής μαρτυρίας που έχει προσαχθεί και από τις δύο πλευρές και αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς, σύμφωνα με την εισήγηση του εφεσείοντος, το χρονικό διάστημα των εννέα μηνών που έχει παρέλθει έχει επηρεάσει την κατανόηση και την αξιολόγηση από το Δικαστήριο των διαφόρων πτυχών της μαρτυρίας. Οι διάφορες λεπτομέρειες που έχουν δοθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ως αιτιολογία της εισήγησης ότι με την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε υπήρξε εκτροπή από τις πρόνοιες του άρθρου 30.2 του Συντάγματος, δεν υποστηρίζουν μια τέτοια άποψη. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

Έχοντας υπόψη την πιο πάνω κατάληξη δεν κρίνουμε σκόπιμο να ασχοληθούμε με το θέμα των αποζημιώσεων.

Η έφεση απορρίπτεται με £1.000 έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

Η�έφεση απορρίπτεται με £1.000 έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο