Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Νίκου Παπαευσταθίου (2007) 1 ΑΑΔ 856

(2007) 1 ΑΑΔ 856

[*856]12 Ιουλίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΑΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12139)

 

Αστικά αδικήματα ? Δυσφήμιση ? Δημοσιεύματα σε ημερήσια εφημερίδα παγκύπριας κυκλοφορίας με τα οποία, κατ’ ισχυρισμόν, αποδίδονταν στον ενάγοντα ανεντιμότητα, έλλειψη ακεραιότητας χαρακτήρος και απόδοση αλλότριων κινήτρων προς εξυπηρέτηση των επαγγελματικών και οικονομικών του συμφερόντων ? Απόρριψη υπερασπίσεων της αλήθειας των γραφομένων και του έντιμου σχολίου ? Επιδίκαση αποζημιώσεων πρωτοδίκως υπέρ του ενάγοντος £25.000 ? Ανατροπή πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση ? Κρίθηκε ότι στα πλαίσια στάθμισης του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης από τη μια και του δικαιώματος προάσπισης της φήμης, από την άλλη, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, υπερέχει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης ? Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. και στις αρχές που αυτή διαμόρφωσε σε σχέση με το στάθμισμα αυτών των δύο δικαιωμάτων.

Συνταγματικό Δίκαιο — Δικαίωμα ελευθερίας λόγου και τύπου ?Άρθρο 19 του Συντάγματος και Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ? Προστασία της φήμης ? Αναγνωρίζεται ρητά ως λόγος περιορισμού του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, δυνάμει του Άρθρου 10 της Σύμβασης.

Ο εφεσίβλητος ο οποίος είναι δικηγόρος από το 1980 και εκλελεγμένος Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου από το Φεβρουάριο του έτους 2000 και κατά τον ουσιώδη χρόνο, καταχώρησε αγωγή για δυσφήμιση που κατ’ ισχυρισμόν περιείχετο σε δημοσιεύματα και ένα σκίτσο της εφημερίδας ΠΟΛΙΤΗΣ, της οποί[*857]ας οι εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες. Τα δημοσιεύματα αυτά έγιναν στις 16.6.01, 20.6.01 και 21.6.01 και αφορούσαν το νομικό καθεστώς της δυσφήμισης και κατά πόσο αυτό θα έπρεπε να τροποποιηθεί και να εκσυγχρονιστεί ή να παραμείνει ως είχε. Ο μεν Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος εξέφρασε τη θέση ότι το νομικό καθεστώς της δυσφήμισης δεν έχρηζε οποιασδήποτε τροποποιήσεως, η δε εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ και αρκετοί δικηγόροι είχαν εκφράσει τη θέση πως ο Νόμος θα έπρεπε να εκσυγχρονιστεί και να φιλελευθεροποιηθεί. Μεταξύ των διαδίκων είχε δημιουργηθεί έντονη αντιπαράθεση επί του θέματος αυτού.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο και επεδίκασε υπέρ του αποζημιώσεις ύψους £25.000 με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης και έξοδα. Επίσης εξέδωσε απαγορευτικό διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στους εφεσείοντες να συνεχίσουν να δυσφημίζουν το? εφεσίβλητο.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση αμφισβητώντας την ορθότητά της. Ισχυρίστηκαν ότι τα επίδικα δημοσιεύματα δεν ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο ή και αν ακόμα αυτά ήταν δυσφημιστικά, ήταν αλήθεια ή αποτελούσαν έντιμο σχόλιο, καθώς και ότι, εν πάσει περιπτώσει, οι επιδικασθείσες εις βάρος τους αποζημιώσεις είναι υπερβολικές το δε απαγορευτικό διάταγμα αδικαιολόγητο.

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αντέφεση, στην ουσία ειδοποίηση εφεσίβλητου, υποστηρίζοντας ότι θα έπρεπε να επιδικασθούν υπέρ του ψηλότερες αποζημιώσεις, λαμβανομένων υπόψη των δυσφημιστικών κειμένων και των συνθηκών υπό τις οποίες δημοσιε?θηκαν.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού εξέτασε τα επίδικα δημοσιεύματα τόσο ξεχωριστά όσο και στην ολότητά τους και για τους λόγους που λεπτομερώς εξηγούνται στην απόφασή του, έκρινε ότι κανένα από τα επίδικα δημοσιεύματα δεν ήταν δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο και ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη. Κατά την εκτίμηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν βέβαια μη αρεστά στον εφεσίβλητο. Όμως αυτά δεν επηρέασαν την υπόληψη ή τη φήμη του και μπορούσαν να γίνουν ανεκτά από ένα δημόσιο πρόσωπο, όπως τον Πρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, στα πλαίσια της άσκησης του δικαιώματος της ελευθερίας λόγου και έκφρασης τύπου, σε μια δημοκρατική κοινωνία. Εκτενής αναφορά έγινε από το Ανώτατο Δικαστήριο στη σχετική νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. Τέλος το Ανώτατο Δικαστήριο απο[*858]φάνθηκε ότι:

«Στα πλαίσια της στάθμισης του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης από τη μια και του δικαιώματος προάσπισης της φήμης, από την άλλη, κρίνουμε πως, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής, υπερέχει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης».

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την ειδοποίηση εφεσίβλητου λόγω εκπρόθεσμης καταχώρησής της.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση υπέρ των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η ειδοποίηση εφεσιβλήτου απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη χωρίς άλλη διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Steel and Morris v. U.K., App. No. 21325/93 [1993] 18 E.H.R.R. C.D. 172,

Tolstoy Miloslavsky v. U.K., App. No. 18139/91, Ser. A, vol. 316, 323 [1995] 20 E.H.R.R. 442,

Lingens v. Austria, App. No. 9815/82, Ser. A, vol. 103 [1986] 8 E.H.R.R. 407,

Barfod v. Denmark, App. No. 11508/85, Ser. A, vol. 149 [1991] 13 E.H.R.R. 493,

Krone Verlag GmBH & Co Kg v. Austria, App. No. 34315/96, ημερ. 26.2.02,

Lopes Gomes da Silva v. Portugal, App. No. 37698/97, 2000-X [2002] 34 E.H.R.R. 56,

Fressoz & Roire v. France, App. No. 29183/95, ËÌÂÚ. 21.1.99,

Toma v. Luxembourg, App. No. 38432/97, ËÌÂÚ. 29.3.01,

Oberschilck v. Austria, App. No. 11662/85, Ser. A, vol. 204, [1995] 19 E.H.R.R. 389,

[*859]Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.?. v. Αλωνεύτη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1863,

R (ProLife Alliance) v. BBC [2002] 2 All E.R. 756,

Slim a.o. v. Daily Telegraph Ltd a.o. [1968] 1 All E.R. 497,

Stephanou v. HjiEfthymiou a.o. (1976) 1 C.L.R. 225.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 7409/01), ημερομ. 9.8.04.

Μ. Μηλιώτου, για τους Εφεσείοντες.

Ο Eφεσίβλητος παρουσιάζεται προσωπικά.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι, οι οποίοι είναι ιδιοκτήτες της καθημερινής εφημερίδας ΠΟΛΙΤΗΣ, δημοσίευσαν στην εφημερίδα τους στις 16.6.01, 20.6.01 και 21.6.01 δημοσιεύματα τα οποία θεωρήθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο ως δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο-ενάγοντα. Ο εφεσίβλητος-ενάγοντας είναι δικηγόρος από το 1980 με εργασία και επαγγελματική δραστηριότητα σε όλη την Κύπρο και διετέλεσε Γραμματέας και Αντιπρόεδρος του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου κατά τις περιόδους 1994-1997 και 1997 μέχρι 2000 αντίστοιχα.  Από το Φεβρουάριο του έτους 2000 και κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο εκλελεγμένος Πρόεδρος του προαναφερόμενου Συλλόγου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε υπέρ  του εφεσίβλητου αποζημιώσεις ύψους £25.000.- με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της πρωτόδικης απόφασης και έξοδα και επίσης εξέδωσε απαγορευτικό διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στους εφεσείοντες να συνεχίσουν να δυσφημίζουν τον εφεσίβλητο.  

Οι εφεσείοντες με την παρούσα έφεση προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενοι ότι τα επίδικα δη[*860]μοσιεύματα δεν ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο, ότι έστω και αν ήταν δυσφημιστικά ήταν αλήθεια ή αποτελούσαν έντιμο σχόλιο, καθώς και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι επιδικασθείσες εις βάρος τους αποζημιώσεις είναι υπερβολικές και ότι το διάταγμα που εκδόθηκε εναντίον τους δεν δικαιολογείται. 

Ο εφεσίβλητος καταχώρισε αντέφεση, στην ουσία ειδοποίηση εφεσιβλήτου, στην οποία ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε εις βάρος του και ότι οι αποζημιώσεις που έπρεπε να επιδικασθούν υπέρ του θα έπρεπε να ήταν ψηλότερες, λαμβανομένων υπόψη των δυσφημιστικών κειμένων και των συνθηκών υπό τις οποίες δημοσιεύθηκαν. 

Κατά την ακρόαση της έφεσης τέθηκε ενώπιόν μας το ζήτημα του εκπροθέσμου της ειδοποίησης εφεσιβλήτου.  Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε ότι η ειδοποίηση εφεσιβλήτου είναι εκπρόσθεσμη δεδομένου ότι η έφεση επιδόθηκε στις 10.11.04 και η ειδοποίηση εφεσιβλήτου καταχωρίστηκε στις 10.12.04, δηλαδή μετά την παρέλευση των 4 εβδομάδων  που προνοούνται στους σχετικούς κανονισμούς (Δέστε: Καν. 9  των περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβασίμων Εφέσεων) (Τροποποιητικοί) (αρ. 2) Διαδικαστικών Κανονισμών του 1996, ως έχουν τροποποιηθεί).  

Εξετάσαμε το ζήτημα του εκπροθέσμου της ειδοποίησης εφεσιβλήτου και καταλήξαμε ότι όντως αυτή καταχωρίστηκε εκπρόθεσμα δεδομένου ότι καταχωρίστηκε τριάντα μέρες μετά την επίδοση της ειδοποίησης έφεσης και επομένως πέραν του χρόνου των 4 εβδομάδων που προνοείται από τον προαναφερόμενο κανονισμό.  Ο εφεσίβλητος εισηγήθηκε ότι έστω και αν η αντέφεση καταχωρίστηκε εκπρόθεσμα κατά μια ή δύο μέρες, οι εφεσείοντες κωλύονται από του να προβάλουν αυτό το ζήτημα δεδομένου ότι δεν το προέβαλαν προηγουμένως αλλά μόνον στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης και αντέφεσης. Δεν συμφωνούμε με τον εφεσίβλητο και εκτιμούμε πως το ζήτημα της εμπρόθεσμης καταχώρισης έφεσης και αντέφεσης είναι ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος και δεν μπορεί να προβάλλεται θέμα κωλύματος ή απεμπόλησης δικαιωμάτων σε σχέση με τέτοιο θέμα.  Ως εκ τούτου κρίνουμε την ειδοποίηση εφεσιβλήτου ως εκπρόθεσμη και απορριπτέα.

Όσον αφορά την έφεση θα εξετάσουμε τα επίδικα δημοσιεύματα τόσο ξεχωριστά όσο και στην ολότητά τους: 

[*861](α) Το πρώτο δημοσίευμα ημερ. 16.6.2001 έγινε στην όγδοη σελίδα της εφημερίδας κάτω από τον τίτλο «Βαρόμετρο» και με βελάκι να δείχνει προς τα κάτω.  Έγραφε τα εξής: «Ν. Παπαευσταθίου, Πρ. Δικηγορικού Συλλόγου, Εξέφρασε έντονες επιφυλάξεις για την τροποποίηση του περί Λιβέλου Νόμου.  Γεγονός είναι πως εάν ο νόμος αλλάξει κάποιοι μεγαλοδικηγόροι θα χάσουν πολλά …. Και θα πρέπει να ξαναμορφωθούν.»

(β)   Στην έκδοση ημερ. 20.6.2001 στην 17η σελίδα της εφημερίδας κάτω από τον τίτλο «ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΓΙΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ, Ο ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΕΙ ΤΗΝ ‘ΕΠΙΣΤΗΜΟΣΥΝΗ’ ΤΟΥΣ. ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ».  

Στο άρθρο αυτό αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι στην ανακοίνωση του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου διατυπώνονται απόψεις που απέχουν κατά πολύ από τα κρατούντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.  Στη συνέχεια αναγράφεται ότι προφανώς ο κ. Παπαευσταθίου εμμένει στη διατήρηση της Αποικιοκρατικής Νομοθεσίας της δεκαετίας του ΄30 αγνοώντας τις κοσμογονικές αλλαγές που έχουν επέλθει στον τομέα της πληροφόρησης, αλλά και την ανάγκη εκσυγχρονισμού που επεσήμαναν επιφανείς Νομικοί με δημόσιες δηλώσεις τους. Κατά το κείμενο, έκπληξη προκαλεί η αναφορά του κ. Παπαευσταθίου «σε ανησυχία του από δηλώσεις και συζητήσεις που γίνονται χωρίς επιστημοσύνη ….».  Στη συνέχεια αναγράφεται ότι προφανώς ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου θεωρεί ότι οι κ.κ. Μ. Παπαπέτρου, Χρ. Κληρίδης, Χρ. Πουργουρίδης, Ρ. Ερωτοκρίτου, Α. Πασχαλίδης και σωρεία άλλων επιφανών Νομικών, Μελών του Συλλόγου του, υπολείπονται «επιστημοσύνης».  Και καταλήγει το κείμενο ως εξής:  «Πέραν αυτού, όμως, απόψεις για την ορθότητα ενός νόμου δεν μπορούν να έχουν μόνον οι δικηγόροι, εκτός αν το πολίτευμα μας δεν είναι δημοκρατία αλλά αριστοκρατία.»

(γ)  Επίσης στην έκδοση της 20.6.01, στην όγδοη σελίδα, κάτω από τον τίτλο «ΒΑΡΟΜΕΤΡΟ», με βελάκι να δείχνει προς τα πάνω, αναγράφονται τα εξής:  «Ν. Παπαευσταθίου, Πρ. Δικηγορικού Συλλόγου, για τα περί ‘επιστημοσύνης’ που μας είπε χθες.  Προς Θεού το βελάκι πάνω, μην θυμώσει ….!». 

Στην έκδοση της ίδιας εφημερίδας, στη σελ. 8, και πάλι κάτω από τον τίτλο «ΒΑΡΟΜΕΤΡΟ» και με βελάκι να δείχνει προς τα πάνω, αναγράφονται τα εξής:  «Άλλο ένα βελάκι πάνω παρακαλώ!  Κερνάει το μαγαζί …..  Ανακηρύξαμε βλέπετε την 20η  Ιουνίου Παγκόσμια Ημέρα ‘Επιστημοσύνης’».

[*862](δ) Στην έκδοση της 20.6.01, στη σελ. 9, με τίτλο «ΕΝΑΣ ΘΡΑΣΥΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΑΠΟΛΟΓΕΙΤΑΙ ….» διερωτάται ο δημοσιογράφος ποιος δικαιούται σ’ αυτή τη χώρα να εκφέρει απόψεις για το πόσο δίκαιη ή άδικη είναι μια νομοθεσία και για το εάν χρήζει ή όχι αλλαγής.  Αν κρίνει κανείς από τα όσα αναφέρει η ανακοίνωση του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου κ. Ν. Παπαευσταθίου, τότε οι  μόνοι που απολαμβάνουν αυτού του δικαιώματος θα πρέπει να είναι οι δικηγόροι ή για να το θέσουμε καλύτερα, όπως λέγει, οι δικηγόροι που συμφωνούν με τις απόψεις του.    Στη συνέχεια, με ύφος σκωπτικό και ειρωνικό, ο δημοσιογράφος λέγει «και εγώ ως απαίδευτος και στερούμενος ‘επιστημοσύνης’ (sic), οφείλω σίγουρα μια απολογία.»  Μετά αναφέρει ο δημοσιογράφος ότι η φιλοσοφία που διέπει την όλη ανακοίνωση (εννοείται του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου κ. Παπαευσταθίου) «όζει μιας απαράδεκτης έπαρσης, η οποία προσωπικά με μειώνει και με προσβάλλει βαθύτατα ως σκεπτόμενο άτομο και πολίτη αυτού του τόπου.»  Στη συνέχεια ο αρθρογράφος αναφέρει για το δικαίωμα της έκφρασης και λέγει ότι, κρίνοντας από τα γραφόμενα του κ. Παπαευσταθίου, θα πρέπει το δικαίωμα αυτό, όταν και εφόσον αφορά τους Νόμους, «να περιορίζεται στους πάνσοφους εκείνους ανθρώπους που έχουν ‘επιστημοσύνη’ (sic). Δεν γνώριζα επίσης ο καημένος, ότι υπάρχουν επιστήμονες και μη επιστήμονες δικηγόροι και ότι οι άνθρωποι που υποστηρίζουν την αλλαγή του Νόμου για το λίβελο, όπως ο Μιχάλης Παπαπέτρου, ο Χρήστος Κληρίδης, ο Χρήστος Πουργουρίδης, ο Αντώνης Πασχαλίδης και σωρεία άλλων εγκρίτων Νομικών – μελών του Δικηγορικού Συλλόγου – και  ενίοτε νομοθετών, δεν έχουν αυτή την …. πολύτιμη ‘επιστημοσύνη’ την οποία διαθέτουν (αυτό ουδόλως το αμφισβητώ, ε;) μόνον ο κ. Παπαευσταθίου και όσοι νομικοί συμφωνούν με τις απόψεις του.  Συγνώμη ξανά!».

(ε)  Στην έκδοση της 21.6.2001, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας με συνέχεια στην τέταρτη σελίδα, δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο «ΕΠΙΜΕΝΕΙ ΣΤΟΥΣ ΛΙΒΕΛΟΥΣ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ, ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΑΝΑΧΡΟΝΙΣΤΙΚΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΟΣΩΝ ΖΗΤΟΥΝ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟ».    Στο άρθρο αυτό αναγράφεται ότι ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου κ. Παπαευσταθίου, με επιστολή του προς την εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ, κάνει ακόμα πιο ξεκάθαρη τη θέση του υπέρ της διατήρησης της αναχρονιστικής νομοθεσίας για το λίβελο.  Επιτίθεται στην εφημερίδα κατά ένα περίεργο τρόπο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ότι περιέχει στοιχεία εμπάθειας και προσωπικής εμπλοκής, ενώ παράλληλα αφήνει εκτεθειμένους όσους τις προηγούμενες μέρες υποστήριξαν ότι η νομοθεσία πρέπει να [*863]αναθεωρηθεί.  Καταλήγει το άρθρο ως εξής:  «Αρκετοί δικηγόροι με τους οποίους χθες συζητήσαμε αυτή την τοποθέτηση του συλλόγου, εξέφρασαν έκπληξη και δυσφορία, καθώς έγκριτα μέλη του συλλόγου είχαν εκφράσει δημοσίως διαφορετική θέση και η άποψη τους δεν ελήφθη υπόψη.»

(στ) Στην έκδοση της 21.6.2001, στην τέταρτη σελίδα, με τίτλο «ΕΠΑΝΕΧΕΤΑΙ ΜΕ ΝΕΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ, ΕΠΙΜΕΝΕΙ ΣΤΟΝ ΑΝΑΧΡΟΝΙΣΜΟ», ο αρθρογράφος αναφέρει πως ο εφεσίβλητος, με δεύτερη επιστολή του, κάνει ακόμα πιο ξεκάθαρη τη θέση του υπέρ της διατήρησης της αναχρονιστικής νομοθεσίας για το λίβελο, επιτίθεται στην εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΗΣ» κατά τρόπο «που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ότι περιέχει στοιχεία εμπάθειας και προσωπικής εμπλοκής» και αφήνει εκτεθειμένους όσους υποστήριξαν πως η νομοθεσία πρέπει να αναθεωρηθεί.  Στη συνέχεια ο αρθρογράφος παραθέτει τις απόψεις δικηγόρων οι οποίοι είχαν εκφραστεί υπέρ της αναθεώρησης της σχετικής νομολογίας και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επίσημη θέση του δικηγορικού συλλόγου βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με έγκριτους νομικούς, μέλη του συλλόγου, αλλά και με όλα τα κόμματα καθώς και με την Ένωση Συντακτών, αλλά και με την Ευρωπαϊκή συμπόρευση που επιδιώκει η Κυπριακή Πολιτεία.  Καταλήγει το άρθρο ως εξής:  «Τα σχόλια, που πήραμε μετά την έκδοση της ανακοίνωσης, εστρέφοντο και κατά συγκεκριμένων προσώπων που έσυραν και δέσμευσαν όλους τους δικηγόρους σε μια θέση που δεν τους εκφράζει.  Κάποιοι μάλιστα δεν παρέλειψαν να επισημάνουν ότι ο ίδιος ο Πρόεδρος του Συλλόγου Νίκος Παπαευσταθίου, δεν κρύβει ότι έχει εξειδίκευση στις αγωγές λιβέλων και όπως είναι προφανές, τυχόν αναθεώρηση της νομοθεσίας θα σημαίνει παράλληλα και αναθεώρηση των δικηγορικών εργασιών, όπως και των εσόδων κάποιων μεγάλων δικηγορικών γραφείων.»

(ζ) Σε άρθρο επίσης της 21.6.2001, στην πρώτη σελίδα με συνέχεια στην τέταρτη σελίδα, με τίτλο «Η απάντηση του ΠΟΛΙΤΗ», αναγράφεται ότι το επίπεδο δημοσιογραφικής δεοντολογίας των αρθρογράφων της εφημερίδας κρίνεται από χιλιάδες ανθρώπους που τη διαβάζουν, γι΄ αυτό ο αρθρογράφος δεν θα σχολιάσει «τις προσωπικές, υπεροπτικές και εμπαθείς ειρωνείες ενός δικηγόρου που διαπρέπει στις αγωγές εναντίον των δημοσιογράφων.»  Πριν και μετά αυτή την αναφορά γίνεται ονομαστική αναφορά στον εφεσίβλητο.  Το άρθρο ουσιαστικά απαντά σε επιστολή του εφεσίβλητου με την οποία ο κ. Παπαευσταθίου παραπονείτο γιατί η εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ δεν είχε δημοσιεύσει ολόκληρη την προηγούμενη επιστολή του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου, καθώς επί[*864]σης και για το ότι η εφημερίδα αναφερόταν προσωπικά στον κ. Παπαευσταθίου και όχι στον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο.    Υποδεικνύει ο αρθρογράφος ότι δεν προσωποποιήθηκε η ανακοίνωση του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου εφόσον έγινε ρητή αναφορά σ’ αυτόν και εξηγεί γιατί θεώρησε πως η ανακοίνωση του Συλλόγου συνιστά κατηγορία εναντίον άλλων δικηγόρων.  Διερωτάται ο αρθρογράφος: «Τι άλλο από κατηγορία είναι όταν το Δ.Σ. δηλώνει ότι ‘παρακολουθεί με ανησυχία δηλώσεις και συζητήσεις που γίνονται χωρίς επιστημοσύνη’, γνωρίζοντας ότι τις περισσότερες δηλώσεις τις έκαναν δικηγόροι;  Δηλαδή, οι δικηγόροι που πήραν μέρος σε συζητήσεις, φέρθηκαν επιπόλαια και διατύπωσαν απόψεις χωρίς να εξετάσουν σε βάθος τα θέματα που συζητούσαν.»  Στο τρίτο μέρος του προαναφερόμενου άρθρου ο αρθρογράφος χαρακτηρίζει ως αστείο και πέρα για πέρα ψευδέστατο ισχυρισμό του κ. Παπαευσταθίου ότι οι δικές του δηλώσεις δεν είχαν δημοσιευτεί σε ρεπορτάζ για την Αστυνομία, που είχε δημοσιευθεί την περασμένη Κυριακή, λόγω των θέσεων και δηλώσεων του κ. Παπαευσταθίου σε σχέση με την νομοθεσία για τους λιβέλους.  Ο αρθρογράφος εξηγεί ότι οι δηλώσεις του κ. Παπαευσταθίου δεν δημοσιεύθηκαν στο πρώτο μέρος του ρεπορτάζ αλλά θα δημοσιεύονταν στο δεύτερο μέρος την ερχόμενη Κυριακή.  Εν πάση περιπτώσει ο αρθρογράφος αντικρούει τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου ότι η μη δημοσίευση των απόψεων του στο πρώτο μέρος του ρεπορτάζ έγινε σκόπιμα και λόγω των απόψεων του στο θέμα της νομοθεσίας για τους λιβέλους.

(η)  Σε άλλο άρθρο, στη σελ. 3 της εφημερίδας ΠΟΛΙΤΗΣ, της 21.6.2001, με τίτλο «ΤΟΤΕ ΗΤΑΝ ΑΛΛΟΥ ΠΑΠΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ», υπενθυμίζεται η στάση των δικηγόρων όταν ο δικηγόρος Μιχαλάκης Κυπριανού είχε σταλεί στη φυλακή για περιφρόνηση του Δικαστηρίου και αντιπαραβάλλεται με τη στάση του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου σε σχέση με απαγορευτικό διάταγμα που εκδόθηκε εναντίον του ΠΟΛΙΤΗ (σε άλλη υπόθεση, όχι στην προκείμενη), όπου ο Σύλλογος χαρακτήρισε δηλώσεις και συζήτησεις σε σχέση με το διάταγμα ως συνιστούσες «επέμβαση στο έργο της δικαστικής εξουσίας».  Κατά τον αρθρογράφο οι ενέργειες των δικηγόρων στην υπόθεση Μιχαλάκη Κυπριανού ήταν πολύ χειρότερες από τις δηλώσεις και συζητήσεις που έγιναν σε σχέση με το απαγορευτικό διάταγμα που εκδόθηκε εναντίον του ΠΟΛΙΤΗ.   Επανέρχεται επίσης στο ζήτημα της «επιστημοσύνης» και λέγει ότι τώρα ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος μιλά για «επιστημοσύνη» ενώ τότε είχαν προβεί σε διάφορες ενέργειες έξω από τις Φυλακές.  Επικρίνεται επίσης ο Δικηγορικός Σύλλογος για το ότι ανέλαβε να εξηγήσει ότι η ελευθερία του τύπου δεν μπορεί και δεν [*865]πρέπει να τίθεται υπεράνω των ατομικών δικαιωμάτων του πολίτη.  Καταλήγει το άρθρο ως εξής: «Σαφώς τα ατομικά δικαιώματα είναι υπεράνω όλων, αλλά ποιος θα καθορίσει πότε το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται καλύτερα από την ελευθερία του Τύπου, παρά από τον περιορισμό της;  Και μιλάμε για την ‘ελευθερία του Τύπου’, δηλαδή την ελεύθερη ενημέρωση των πολιτών και όχι την ασυδοσία, είτε των δημοσιογράφων, είτε μερικών δικηγόρων που βγάζουν χοντρά λεφτά από τις αγωγές λιβέλων.»

(θ) Στην έκδοση της 21.6.2001, στην 8η σελίδα, με τίτλο «ΒΑΡΟΜΕΤΡΟ» και με βελάκι προς τα κάτω αναγράφονται τα εξής:  «Ν. Παπαευσταθίου, Πρ. Δικηγορικού Συλλόγου.  Και κρίσεις επί της δημοσιογραφικής δεοντολογίας κάνει τώρα ο κ. Παπαευσταθίου.  Έχει όμως δημοσιογραφική ‘επιστημοσύνη’ και μιλά;  Με βάση τη λογική του,  θα έπρεπε.  Έτσι δεν είναι;»

(ι)  Στην έκδοση της 21.6.2001, επίσης στην 8η σελίδα, με τίτλο «ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ!», αναγράφεται, μεταξύ άλλων, πως είναι κατανοητή η προσπάθεια του επαγγελματικού Σωματείου των Δικηγόρων να προασπίσει τα συμφέροντα κάποιων μελών του, εμμένοντας στη διατήρηση μιας αναχρονιστικής και αποικιοκρατικής νομοθεσίας όπως είναι αυτή για το λίβελο και τα συναφή δικαστικά απαγορευτικά διατάγματα.  Στο ίδιο άρθρο αναγράφεται επίσης ότι ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος αλλά και πρωτίστως ο ίδιος ο Πρόεδρος του, που όπως αναφέρει ο αρθρογράφος, δήλωνε στον αρθρογράφο στο παρελθόν ότι είναι εξειδικευμένος δικηγόρος σε θέματα λιβέλου, θα πρέπει να αντιληφθούν και να κατανοήσουν ότι αυτή η νομοθεσία που στρέφει την κοινωνία μας πολλά χρόνια πίσω θα αλλάξει.  Όπως παρατηρείται στο ίδιο άρθρο στη νέα Βουλή υπάρχει η δυνατότητα (τροποποίησης του Νόμου) αφού οι Βουλευτές-Δικηγόροι έπαψαν να αποτελούν πλειοψηφία. 

(ια)  Στη σελ. 9 της έκδοσης της 21.6.2001, κάτω από τον τίτλο «Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΣΚΙΤΣΟΓΡΑΦΟΥ», υπάρχει σκίτσο που παρουσιάζει άνδρα ντυμένο με στρατιωτική στολή που δείχνει με το δάκτυλο σε άλλο άνδρα ντυμένο με ρούχα αιχμαλώτου στον οποίο αναγράφεται η λέξη «Τύπος», την είσοδο στο ναζιστικό στρατόπεδο Άουσβιτς λέγοντας «Μέσααα!  Δεν μπορείς να κυκλοφορείς ελεύθερος χωρίς επιστημοσύνη».  Μπροστά από τον άνδρα με τη στρατιωτική στολή υπάρχει τραπεζάκι με πινακίδα που γράφει «Παπαευσταθίου, Πρόεδρος Δικηγόρων». 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, αφού αναφέρθηκε στο δυ[*866]σφημιστικό χαρακτήρα των προαναφερομένων δημοσιευμάτων, για τον εφεσίβλητο, και αφού απέρριψε τις υπερασπίσεις της αλήθειας και του ευλόγου ή εντίμου ή δικαίου σχολίου, και αφού έκρινε πως η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη δεν ήταν δεόντως δικογραφημένη, εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για αποζημιώσεις ύψους £25.000.- καθώς και το προαναφερόμενο απαγορευτικό διάταγμα. 

Ήταν μη αμφισβητούμενο πως οι εφεσείοντες δημοσίευσαν τα επίδικα κείμενα στην εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ, των ημερομηνιών 16.6.01, 20.6.01 και 21.6.01, ότι αυτοί είναι ιδιοκτήτες της εφημερίδας ΠΟΛΙΤΗΣ, ότι η εφημερίδα αυτή είναι καθημερινή εφημερίδα και οι πωλήσεις της την 16.6.01 ανέρχονταν σε 4.253 φύλλα, την 20.6.01 σε 4.091 φύλλα  και την 21.6.01 σε 4.258 φύλλα.  Κατά τον ουσιώδη χρόνο η εφημερίδα ήταν η δεύτερη σε κυκλοφορία.  Ο εφεσίβλητος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν δικηγόρος, συνεταίρος στο Δικηγορικό Γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος & Σία με επαγγελματική δραστηριότητα σε όλες τις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου.  Ήταν επίσης ο εκλελεγμένος Πρόεδρος του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου από το έτος 2000 και καθόλον τον ουσιώδη χρόνο.  Με αφορμή παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα που εκδόθηκε στις 13.6.01 στην Αγωγή 5668/01 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εναντίον των εφεσειόντων, άρχισε μια δημόσια συζήτηση αναφορικά με το ζήτημα της δυσφήμισης. Την 19.6.01 το Συμβούλιο του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου προέβη σε ανακοίνωση (τεκμήριο 5) η οποία στάληκε και στην εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ, στην οποία εκφράζονταν απόψεις για το θέμα που προκάλεσε τη δημόσια συζήτηση.  Την 20.6.01 ο εφεσίβλητος απέστειλε στους εφεσείοντες επιστολή (τεκμήριο 6).  

Για να γίνουν πιο κατανοητές οι περιβάλλουσες συνθήκες μέσα στις οποίες δημοσιεύθηκαν τα προαναφερόμενα, κατ’ ισχυρισμό, δυσφημιστικά κείμενα θα πρέπει να γίνει αναφορά και στα τεκμήρια 5 και 6, δηλαδή την ανακοίνωση του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου και την επιστολή του εφεσίβλητου προς την εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ.  Στην ανακοίνωση του Συλλόγου, αναφορικά με τη δημόσια συζήτηση για τροποποίηση της νομοθεσίας περί Αστικών Αδικημάτων που αφορά τη δυσφήμιση και την εξουσία των Δικαστηρίων να εκδίδουν προσωρινά διατάγματα, το Συμβούλιο του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:  «Έχουμε την άποψη ότι η νομοθεσία που διέπει τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα (λίβελο) λειτούργησε στον τόπο μας και εφαρμόστηκε από τα Δικαστήρια κατά τρόπο αρκετά ικανοποιητικό.  Διαπιστώνουμε ότι δεν υφίσταται, ούτε και έχει προβληθεί μέ[*867]χρι σήμερα, οποιοσδήποτε ουσιαστικός ή σοβαρός λόγος που να συνηγορεί υπέρ της άποψης για τροποποίηση του υφιστάμενου καθεστώτος.  Και στη συνέχεια αναγράφονται τα εξής:  «Με ανησυχία παρακολουθούμε δηλώσεις και συζητήσεις που γίνονται χωρίς επιστημοσύνη, χωρίς εξέταση σε βάθος των θεμάτων και χωρίς ανάλυση, για τροποποίηση νομοθεσιών, με αφορμή μια δικαστική απόφαση ή ένα γεγονός.»

Στην προαναφερόμενη επιστολή προς την εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ ο εφεσίβλητος, ως Πρόεδρος του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου έγραφε, μεταξύ άλλων, στις 20.6.01 και τα εξής:  «Αντιπαρέρχομαι τις ειρωνείες και το επίπεδο της δημοσιογραφικής δεοντολογίας από τους αρθρογράφους της εφημερίδας σας και δεν θα επιχειρήσω να κατέλθω στο επίπεδο της συζήτησης που επιχειρείται από την εφημερίδα σας, για να παρατηρήσω ότι σχολιασμός θέσεων και απόψεων μπορεί να γίνεται μόνον αφού παρατίθενται οι θέσεις και απόψεις του σχολιαζομένου.  Για δικούς σας λόγους επιλέξατε να μη δημοσιεύσετε την ανακοίνωση του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και πρόσθετα παραπλανητικά αναφέρετε ότι η ανακοίνωση ήταν του Προέδρου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.»  Σε άλλο σημείο της επιστολής αναγράφεται ότι η εφημερίδα παραπλανεί όταν αναφέρεται σε δήθεν κατηγορία του εφεσίβλητου και του Συλλόγου εναντίον άλλων συναδέλφων τους, «ότι στερούνται επιστημοσύνης».  Γίνεται ακόμα λόγος, στην προαναφερόμενη επιστολή, ότι η εμπάθεια της εφημερίδας για το πρόσωπο του εφεσίβλητου είναι πρόδηλη και ότι εσκεμμένα η εφημερίδα δεν δημοσίευσε τις δηλώσεις του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου σε σχέση με την Αστυνομία, ενώ γι’ αυτό το θέμα υπήρχε δισέλιδο δημοσίευμα της εφημερίδας.

Το πρώτο ζήτημα που εξέτασε η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής ήταν το κατά  πόσο τα προαναφερόμενα κείμενα ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο.  Κατέληξε ότι όλα τα κείμενα, εξεταζόμενα ξεχωριστά, αλλά και στο σύνολό τους ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο.  Συγκεκριμένα σε σχέση με το δημοσίευμα της 16.6.01, στη σελ. 8 της εφημερίδας (τεκμήριο 2), και ειδικά σε σχέση με τις λέξεις και φράσεις «γεγονός είναι πως εάν ο νόμος αλλάξει κάποιοι μεγαλοδικηγόροι θα χάσουν πολλά …. Και θα πρέπει να ξαναμορφωθούν», σε συνδυασμό με τη φωτογραφία του εφεσίβλητου και την αναφορά του δημοσιεύματος ότι ο κ. Παπαευσταθίου εξέφρασε έντονες επιφυλάξεις για την τροποποίηση της νομοθεσίας του λιβέλου, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αποδίδουν στον εφεσίβλητο αλλότρια κίνητρα όσον αφορά τις επιφυλάξεις του, δηλαδή ότι ο εφεσίβλητος είχε ως κίνητρο του την εξυ[*868]πηρέτηση οικονομικών ή επαγγελματικών συμφερόντων.  Σε σχέση με το δημοσίευμα της 20.6.01, στη σελ. 17 της εφημερίδας (τεκμήριο 3), και συγκεκριμένα για τις λέξεις και φράσεις «προφανώς ο κ. Παπαευσταθίου εμμένει στην διατήρηση της Αποικιοκρατικής Νομοθεσίας της δεκαετίας του 1930» και «έκπληξη προκαλεί η αναφορά του  κ. Παπαευσταθίου σε ανησυχία του από δηλώσεις και συζητήσεις που γίνονται χωρίς επιστημοσύνη» το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι με το δημοσίευμα παρουσιαζόταν ότι ο εφεσίβλητος καταλόγιζε σε συναδέλφους του, που εξέφρασαν αντίθετες απόψεις, ότι «υπολείπονται επιστημοσύνης» και περαιτέρω ότι στο δημοσίευμα υπήρχε παραποίηση της ανακοίνωσης η οποία αποδιδόταν προσωπικά στον εφεσίβλητο ενώ ήταν ανακοίνωση του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου.  Για το δημοσίευμα της 20.6.01, στη σελ. 9 (τεκμήριο 3), το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως, στο δημοσίευμα,  η λέξη «επιστημοσύνη» (που χρησιμοποιήθηκε στην ανακοίνωση του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου) χρησιμοποιείται κατά τρόπο όχι μόνον ειρωνικό αλλά και σαρκαστικό, εκθέτοντας μ΄ αυτό τον τρόπο τον εφεσίβλητο σε χλευασμό, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι η προαναφερόμενη λέξη συνοδεύεται από τη λέξη (sic) κάτι που δείχνει, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε λέξη ανύπαρκτη και/ή λανθασμένη και ο αρθρογράφος υποδεικνύει, με αυτό τον τρόπο, αυτό το γεγονός, στους αναγνώστες.  Η ίδια λέξη «επιστημοσύνη» αναφέρεται και στο δημοσίευμα της 20.6.01, στη σελ. 8 (τεκμήριο 3), όπου υπάρχει και φωτογραφία του εφεσίβλητου.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε και πάλι πως, στο δημοσίευμα, ο χλευασμός του εφεσίβλητου με τη λέξη «επιστημοσύνη» είναι ολοφάνερος και πέραν τούτου ότι αποδίδεται προσωπικά στον εφεσίβλητο η ανακοίνωση του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου (τεκμήριο 5). 

Για το δημοσίευμα της 21.6.01, στην πρώτη σελίδα (τεκμήριο 4), και ειδικά για τις φράσεις «κάποιοι μάλιστα δεν παρέλειψαν να επισημάνουν ότι ο ίδιος ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, Νίκος Παπαευσταθίου, δεν κρύβει ότι έχει εξειδίκευση στις αγωγές λιβέλων και όπως είναι προφανές τυχόν αναθεώρηση της Νομοθεσίας θα σημαίνει παράλληλα και αναθεώρηση των δικηγορικών εργασιών όπως και των εσόδων κάποιων μεγάλων δικηγορικών γραφείων», το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως καταλογίζονται στον εφεσίβλητο αλλότρια κίνητρα και συγκεκριμένα εξυπηρέτηση των επαγγελματικών και οικονομικών του συμφερόντων.  Επιπρόσθετα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως καταλογίζονται στον εφεσίβλητο πράξεις και συμπεριφορά που επηρεάζουν σοβαρά την υπόληψη του, αφού χρησιμοποιεί στην ουσία το αξίωμα του σαν Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου για εξυπηρέτηση οι[*869]κονομικών, προσωπικών και επαγγελματικών συμφερόντων.

Για το δημοσίευμα της 21.6.01, στη σελ. 4 (τεκμήριο 4), και ειδικά  για τις φράσεις «γι΄ αυτό δεν θα σχολιάσω αυτές τις υπεροπτικές και εμπαθείς ειρωνείες ενός δικηγόρου που διαπρέπει στις αγωγές εναντίον των δημοσιογράφων», το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αποδίδουν στον εφεσίβλητο όχι μόνον εμπάθεια αλλά και κίνητρα που σκοπό έχουν και πάλι την εξυπηρέτηση των δικών του οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων.  Τα ίδια κίνητρα, έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι αποδίδονται στον εφεσίβλητο και με το δημοσίευμα της 21.6.01, στη σελ  3 του τεκμηρίου 4.  Συγκεκριμένα έκρινε πως οι φράσεις «και μιλάμε για την ελευθερία του Τύπου, δηλαδή την ελεύθερη ενημέρωση των πολιτών και όχι την ασυδοσία είτε των δημοσιογράφων, είτε μερικών δικηγόρων που βγάζουν χοντρά λεφτά από τις αγωγές λιβέλων», αναφέρονται στο πρόσωπο του εφεσίβλητου και ότι ο αρθρογράφος υπονοεί και φωτογραφίζει τον εφεσίβλητο έχοντας υπόψη ότι αυτός είναι δικηγόρος που ασχολείται με υποθέσεις λιβέλου. 

Με το δημοσίευμα της 21.6.01, στη σελ. 8 του τεκμηρίου 4, και ιδιαίτερα με τις λέξεις  «έχει όμως δημοσιογραφική επιστημοσύνη και μιλά;   Με βάση τη λογική του, θα έπρεπε, έτσι δεν είναι;», κάτω από τη φωτογραφία του εφεσίβλητου, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως και πάλι ο εφεσίβλητος χλευάζεται από τον αρθρογράφο, ιδιαίτερα με τη χρήση της λέξης επιστημοσύνη.

Το δημοσίευμα της 21.6.01, στη σελ. 8 του τεκμηρίου 4, και ιδιαίτερα οι φράσεις «αλλά και πρωτίστως και ο ίδιος ο Πρόεδρός του, ο οποίος παρεμπιπτόντως δήλωνε στο γράφοντα κατά τις πρώτες μέρες έκδοσης του ‘Π’ ως εξειδικευμένος δικηγόρος σε θέματα λιβέλου» σε συνδυασμό με τη φράση «είναι κατανοητή η προσπάθεια του επαγγελματικού Σωματείου των Δικηγόρων να προασπίσει τα συμφέροντα κάποιων μελών του εμμένοντας στη διατήρηση μιας αναχρονιστικής και αποικιοκρατικής νομοθεσίας όπως είναι αυτή για το λίβελο», κρίθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι καταλογίζουν στον εφεσίβλητο ότι αποσκοπεί στην προώθηση των οικονομικών του συμφερόντων, δεδομένου ότι ο ίδιος επιβεβαίωσε στον αρθρογράφο ότι είναι εξειδικευμένος σε αγωγές λιβέλου. 

Τέλος αναφορικά με το σκιτσογράφημα που δημοσιεύεται στη σελ. 9 του τεκμηρίου 4, ημερ. 21.6.01, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι είναι δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο αφού του αποδίδεται ότι είναι αυταρχικός, φασί[*870]στας και δικτάτορας.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται κατά πρώτον ο δυσφημιστικός χαρακτήρας των  προαναφερομένων δημοσιευμάτων.  Ως εκ τούτου εξετάσαμε με πολλή προσοχή το καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί τα προαναφερόμενα δημοσιεύματα  λαμβάνοντας υπόψη τις περιβάλλουσες συνθήκες υπό τις οποίες δημοσιεύθηκαν τα προαναφερόμενα κείμενα. Οι περιβάλλουσες συνθήκες συνίστανται ουσιαστικά στην έκδοση παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος εναντίον της εφημερίδας ΠΟΛΙΤΗΣ, στα πλαίσια άλλης αγωγής, που έδωσε ουσιαστικά την αφορμή για δηλώσεις και συζητήσεις, στον τύπο, αναφορικά με την ανάγκη ή όχι τροποποίησης του Νόμου σε σχέση με τη δυσφήμιση.  Στα πλαίσια αυτά διάφοροι δικηγόροι αλλά και η εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ τάχθηκαν υπέρ της τροποποίησης του Νόμου και ουσιαστικά υπέρ της φιλελευθεροποίησης του νομικού καθεστώτος, υπό την έννοια ότι μεγαλύτερη ελευθερία θα πρέπει να δοθεί στον Τύπο και γενικά στα Μ.Μ.Ε. να σχολιάζουν θέματα γενικού ενδιαφέροντος που απασχολούν το κοινό.  Στις περιβάλλουσες συνθήκες της παρούσας υπόθεσης περιλαμβάνονται βέβαια και η προαναφερόμενη ανακοίνωση του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου αλλά και η προαναφερόμενη επιστολή του ίδιου του εφεσίβλητου προς της εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ. 

Κατά την εξέταση της υπόθεσης είχαμε κατά νου δύο ανθρώπινα δικαιώματα που πρέπει να προστατευθούν και να εξισορροπηθούν:

(α)  Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 19 του Συντάγματος και από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και

(β)  Το δικαίωμα της προάσπισης της αξιοπρέπειας και της φήμης του ανθρώπου, που προστατεύεται από το άρθρο 2 της Σύμβασης.  Το δικαίωμα αυτό πιθανόν να περιλαμβάνεται και στο ευρύτερο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 15 του Συντάγματος και από το άρθρο 8 της Σύμβασης. 

Και τα δύο προαναφερόμενα δικαιώματα είναι εξίσου σημαντικά και κατά συνέπεια τα Δικαστήρια εξετάζοντας υποθέσεις όπως την παρούσα θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα και προσεκτικά ώστε να μην παραβιάζεται, στο βαθμό που είναι δυνατό, οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα δικαιώματα.

[*871]Η προστασία της φήμης αναγνωρίζεται ρητά ως ένας από τους λόγους για τους οποίους μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, δυνάμει του άρθρου 10 της Σύμβασης.  Το εδάφιο 1 του άρθρου 10 προνοεί ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης.  Το εδάφιο 2 όμως του άρθρου 10 προνοεί ότι η άσκηση των δικαιωμάτων που καλύπτονται από το εδάφιο 1 μπορεί να υπαχθεί σε όρους και περιορισμούς που προνοούνται από το Νόμο και είναι απαραίτητοι σε μια δημοκρατική κοινωνία για την προστασία, μεταξύ άλλων, της φήμης και των δικαιωμάτων άλλων προσώπων. Συνεπάγεται επομένως ότι δεν υφίσταται οποιοδήποτε δικαίωμα στη δυσφήμιση οποιουδήποτε προσώπου, όπως αποφασίστηκε και στην υπόθεση Steel and Morris v. U.K., App. No. 21325/93 [1993] 18 E.H.R.R. C.D. 172.   

Στην υπόθεση Tolstoy Miloslavsky v. U.K., App. No. 18139/91, Ser. A, vol. 316, 323 [1995] 20 E.H.R.R. 442 το Ε.Δ..Δ..Α. δεν σχολίασε αρνητικά τους στόχους του Αγγλικού περί Δυσφήμισης Νόμου, για Προστασία της Ιδιωτικής Φήμης, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι στόχοι εκείνοι θεωρήθηκαν ως θεμιτοί. 

Κατά την εξέταση υποθέσεων όπως την παρούσα η προστασία του δικαιώματος στη φήμη δεν θα πρέπει να είναι υπέρμετρη σε σχέση με την προστασία άλλων ανταγωνιστικών δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης.  Θα πρέπει να υπάρχει μεταξύ των δύο μια αναλογία.  Εκτός από την αρχή της αναλογικότητας μια άλλη παράμετρος του όλου θέματος είναι και αυτή του τι συνιστά αναγκαία προστασία σε μια δημοκρατική κοινωνία.  Θα πρέπει δηλαδή το Δικαστήριο να διερωτάται σε κάθε δεδομένη περίπτωση κατά πόσον η προστασία της φήμης του επηρεαζομένου προσώπου είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, η οποία έχει το δικαίωμα της πληροφόρησης αναφορικά με ζητήματα  δημοσίου ή γενικού ενδιαφέροντος και η οποία εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να δείχνει την απαραίτητη ανοχή και ανεκτικότητα στις αντίθετες απόψεις.

Η σύγχρονη τάση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι να περιορίζει το δικαίωμα στη φήμη προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, στο οποίο το Δικαστήριο αναγνωρίζει υψηλή αξία. Στην υπόθεση Lingens v. Austria, App. No. 9815/82, Ser. A, vol. 103 [1986] 8 E.H.R.R. 407 at para. 41 το Δικαστήριο παρατήρησε πως η ελευθερία της έκφρασης, όπως προστατεύεται από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 10, συνιστά ένα από τα ουσιαστικά θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας και μια από τις βασικές προϋποθέσεις [*872]για την πρόοδο της και για την ικανοποίηση των ατόμων.  Η ελευθερία αυτή, με τις εξαιρέσεις της παραγράφου 2, εφαρμόζεται όχι μόνον σε πληροφορίες και ιδέες που είναι αρεστές ή τουλάχιστον θεωρούνται ως μη εχθρικές ή αδιάφορες αλλά επίσης και σε εκείνες που είναι προσβλητικές, εκπλήττουν ή ενοχλούν.  Αυτό απαιτεί  ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία.  Όπως όμως ανάφερε το Ε.Δ.Δ.Α., η ελευθερία της έκφρασης ρητά περιορίζεται προς όφελος της προστασίας της φήμης ενός ατόμου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 10.  Το στάθμισμα αυτών των δύο δικαιωμάτων έχει εξεταστεί σε σειρά αποφάσεων του Ε.Δ.Δ.Α. σύμφωνα με τις οποίες οιοσδήποτε περιορισμός του ενός δικαιώματος πρέπει να είναι ανάλογος και απαραίτητος για την προστασία του άλλου δικαιώματος.   

Στην υπόθεση Barfod v. Denmark, App. No. 11508/85, Ser. A. vol. 149 [1991] 13 E.H.R.R, 493, στην παρα. 29, το Δικαστήριο τόνισε πως η έννοια της αναλογικότητας δεν εξυπακούει ισότητα μεταξύ ανταγωνιστικών συμφερόντων. Η έννοια της αναλογικότητας εξυπακούει ότι οι στόχοι του άρθρου 10(2) θα πρέπει να αντιπαραβληθούν με την αξία της ανοικτής συζήτησης θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος.  Για να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ των δύο αυτών συμφερόντων το Δικαστήριο δεν πρέπει να παραγνωρίσει τη μεγάλη σημασία της μη αποθάρρυνσης του κοινού από του να εκφράζει τη γνώμη του πάνω σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, λόγω φόβου ποινικών ή άλλων κυρώσεων.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, πολιτικά ή άλλα δημόσια πρόσωπα θα πρέπει να ανέχονται πιο εύκολα τη δημόσια κριτική. 

Στην υπόθεση Krone Verlag GmBH & Co Kg v. Austria, App. Νο. 34315/96, ημερ. 26.2.02 (Δέστε:  Gatley on Libel and Slander, 10η έκδοση, σελ. 724), το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο ενάγοντας, που ήταν πολιτικός, είχε εισέλθει στο δημόσιο στίβο και θα έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες. 

Στην υπόθεση Lopes Gomes da Silva v. Portugal, App. No. 37698/97, 2000-X [2002] 34 E.H.R.R. 56 το Δικαστήριο παρατήρησε ότι στους δημοσιογράφους μπορεί να επιτραπεί και ένας βαθμός υπερβολής ή ακόμα και πρόκλησης, ειδικά επειδή και ο ενάγων είχε χρησιμοποιήσει παρόμοια γλώσσα σε δικό του κείμενο που είχε δημοσιευθεί δίπλα στο κείμενο του δημοσιογράφου, με αποτέλεσμα οι αναγνώστες να είναι σε θέση να διαμορφώσουν τις [*873]δικές τους απόψεις.  Στην περίπτωση εκείνη, όπου ο ενάγων είχε χαρακτηριστεί ως ο πιο γελοίος υποψήφιος που μπορούσε να βρεθεί, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε προσωπική επίθεση εναντίον του ενάγοντος αλλά ότι το τί η εφημερίδα έγραφε γι’ αυτόν αποτελούσε μέρος των ρίσκων της πολιτικής ζωής.

Στην υπόθεση Fressoz & Roire v. France, App. No. 29183/95, ημερ. 21.1.99 που αφορούσε σε δημοσίευμα σχετικά με εργατική διαφορά που είχε δημιουργηθεί σε εργοστάσιο αυτοκινήτων, όταν οι εργάτες ζητούσαν αύξηση μισθών και η διεύθυνση αρνείτο, οπόταν άρχισε να ασχολείται με το θέμα ο τύπος.  Το συγκεκριμένο δημοσίευμα έδειχνε ότι ο Πρόεδρος της εταιρείας πήρε ψηλές αυξήσεις ο ίδιος, ενώ την ίδια στιγμή αντιτίθετο σε αύξηση για τους εργάτες.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι με το να προβαίνει η εφημερίδα σε τέτοια σύγκριση, το σχετικό δημοσίευμα συνέτεινε σε μια δημόσια συζήτηση επί θέματος γενικού ενδιαφέροντος και δεν είχε σκοπό να βλάψει την υπόληψη του Προέδρου της εταιρείας.  Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι όχι μόνον ο τύπος έχει καθήκον να μεταδίδει πληροφορίες και ιδέες σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος αλλά ταυτόχρονα και το κοινό έχει το δικαίωμα να λαμβάνει τέτοιες πληροφορίες.  Έτσι η καταδίκη του δημοσιογράφου κρίθηκε ότι παραβίαζε το άρθρο 10 της Σύμβασης.  Σχετική είναι και η απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. στην υπόθεση Toma v. Luxembourg, App. No. 38432/97, ημερ. 29.3.01.

 

Είναι θεμελιωμένο από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. ότι όσον πιο προκλητική είναι η δήλωση την οποία σχολιάζει μια εφημερίδα τόσον πιο σκληρό και δυνατό μπορεί να είναι και το σχόλιο (Δέστε:  Oberschilck v. Austria, App. No. 11662/85, Ser. A, vol. 204, [1995] 19 E.H.R.R., 389 – Δέστε, επίσης Gatley, ανωτέρω, σελ. 732).

Κατά την εξέταση της παρούσας υπόθεσης καθοδηγηθήκαμε και από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Αλωνεύτη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1863 και την απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση R (ProLife Alliance) v. BBC [2002] 2 All E.R. 756.

Έχοντας τις προαναφερόμενες αρχές κατά νουν εξετάσαμε με προσοχή όλα τα επίδικα δημοσιεύματα και το σκίτσο, ξεχωριστά αλλά και συνολικά, μη παραγνωρίζοντας ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο γινόταν μια δημόσια συζήτηση αναφορικά με το νομικό καθεστώς της δυσφήμισης και κατά πόσον αυτό θα έπρεπε να τροποποιηθεί και να εκσυγχρονιστεί ή να παραμείνει ως είχε.  Ο μεν [*874]Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος, του οποίου Πρόεδρος τότε ήταν ο εφεσίβλητος, είχε εκφράσει θέσεις ότι το νομικό καθεστώς της δυσφήμισης δεν έχρηζε οποιασδήποτε τροποποιήσεως, η δε εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ και αρκετοί δικηγόροι είχαν εκφράσει τη θέση πως ο Νόμος θα έπρεπε να εκσυγχρονιστεί και να φιλελευθεροποιηθεί.   Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος είχε εκδηλώσει ανησυχία για το ότι εκφράζονταν απόψεις και από άτομα χωρίς επιστημοσύνη, που σήμαινε προφανώς ότι δεν ήταν αρμόδια για να εκφράσουν απόψεις για το συζητούμενο θέμα, αλλά οι εφεσείοντες εξέλαβαν αυτή τη θέση ως υπονοούσαν ότι μη νομικοί δεν είχαν δικαίωμα να συζητούν και να σχολιάζουν νομικά θέματα ή ακόμα ότι δικηγόροι που εξέφρασαν απόψεις δεν είχαν τις απαιτούμενες γνώσεις για το θέμα που σχολίαζαν.  Μεταξύ των διαδίκων υπήρξε έντονη αντιπαράθεση που φαίνεται και από την προαναφερόμενη επιστολή του εφεσίβλητου προς τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας ΠΟΛΙΤΗΣ.  Από το λεκτικό της προαναφερόμενης επιστολής φαίνεται πως και ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε βαριά γλώσσα για τους εφεσείοντες με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να συνεχίσουν την αντιπαράθεση μαζί του επίσης με ανάλογα βαριά γλώσσα.  Αποτέλεσμα αυτής της αντιπαράθεσης ήταν ότι οι εφεσείοντες απέδωσαν στον εφεσίβλητο, ως Πρόεδρο του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου και ουσιαστικά προσωποποιώντας τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο με τον  Πρόεδρό του, ότι, στη διαμόρφωση της άποψης του επηρεαζόταν από τα συμφέροντα των δικηγόρων και ιδιαίτερα αυτών που ασχολούνταν με υποθέσεις λιβέλων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο ίδιος.  Απέδωσαν ακόμα στον εφεσίβλητο ότι υποτιμούσε άλλους, μή αναγνωρίζοντάς τους αρμοδιότητα ή γνώσεις να συζητούν το συγκεκριμένο θέμα.  Είπαν ακόμα ότι ο ίδιος σχολίαζε τα περί δεοντολογίας των δημοσιογράφων χωρίς να είναι ειδικός για το θέμα, ενώ απαιτούσε ειδικότητα για όσους σχολιάζουν νομικά θέματα.  Επιπρόσθετα, με το σκίτσο, αποδίδεται στον εφεσίβλητο διάθεση ουσιαστικά να φυλακίσει δημοσιογράφους που ασχολούνται με θέματα στα οποία δεν είναι ειδικοί ή επαϊοντες. Γινόταν επίσης σύγκριση της στάσης των δικηγόρων στην υπόθεση Μιχαλάκη Κυπριανού με τη στάση τους όταν εκδόθηκε παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα εναντίον του ΠΟΛΙΤΗ.

Θεωρούμε ότι, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων, υπό το φως της νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α., τα επίδικα  δημοσιεύματα ξεχωριστά αλλά κι ως σύνολο δεν πρέπει να θεωρηθούν ως δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο.  Συγκεκριμένα στο τεκμήριο 2, σελ. 8, υπό  τον τίτλο «ΒΑΡΟΜΕΤΡΟ» η επισήμανση πως εάν ο Νόμος αλλάξει κάποιοι μεγαλοδικηγόροι θα χάσουν πολλά [*875]και θα πρέπει να ξαναμορφωθούν δεν μπορεί, κατά την κρίση μας, να θεωρηθεί ότι αποδίδει στον εφεσίβλητο ανεντιμότητα, έλλειψη ακεραιότητας ή ότι αυτός διαμορφώνει τις απόψεις του με βάση συμφεροντολογικά κίνητρα. Είναι προφανές πως αν υπάρξει φιλελευθεροποίηση του σχετικού νόμου και οι αγωγές για δυσφήμιση ελαττωθούν ή εκλείψουν, κάποιοι δικηγόροι και ιδιαίτερα εκείνοι που ασχολούνται με τέτοιες υποθέσεις, θα χάσουν κάποια από τα έσοδά τους.  Αυτό είναι που τόνισαν οι εφεσείοντες.  Όσο για το ότι πρέπει να ξαναμορφωθούν οι δικηγόροι θεωρούμε ότι αυτό σημαίνει πως αν τροποποιηθεί ο νόμος οι δικηγόροι θα πρέπει να ενημερωθούν για το νέο νόμο και τις νέες σχετικές πρόνοιες.  

Έστω και αν καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι το προαναφερόμενο δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο, θα θεωρούσαμε ότι καλύπτεται από την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου για θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος που προνοείται στο άρθρο 19(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.  Στην ουσία οι θέσεις που εκφράστηκαν στο δημοσίευμα συνιστούσαν τέτοιο σχόλιο, που βασιζόταν στις θέσεις και δηλώσεις του εφεσίβλητου, που είχαν προηγηθεί και στις οποίες αναφερθήκαμε πιο πάνω.  Κατά την κρίση μας, αυτό ήταν έντιμο σχόλιο, αφού θεωρούμε ότι ήταν η έκφραση της έντιμης και ειλικρινούς γνώμης των εφεσειόντων έστω και αν μετέδιδε το νόημα ότι η διαγωγή του εφεσίβλητου ήταν ανειλικρινής (Δέστε: Slim and Others v. Daily Telegraph Ltd and Another [1968] 1 All E.R. 497, 502 και Stephanou v. HjiEfthymiou and Others (1976) 1 C.L.R. 225).  Παρατηρούμε επίσης πως ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε ότι το σχόλιο έγινε κακόπιστα, κάτι που αν αποδεικνυόταν θα οδηγούσε την υπεράσπιση σε αποτυχία.

Για το τεκμήριο 3, στη σελ. 17 της έκδοσης της 20.6.01 και το ότι ο εφεσίβλητος εμμένει στη διατήρηση της αποικιοκρατικής νομοθεσίας του 1930 και ανησυχεί για τις δηλώσεις που γίνονται χωρίς επιστημοσύνη, επίσης δεν θεωρούμε ότι συνιστούν δυσφήμιση για τον εφεσίβλητο.  Πράγματι η σημερινή νομοθεσία θεσπίστηκε πριν πολλά χρόνια, την περίοδο της αποικιοκρατίας.  Όσον αφορά την έλλειψη επιστημοσύνης, για την οποία τόσος λόγος έγινε, θεωρούμε πως οι εφεσείοντες σχολίασαν με σκωπτικό τρόπο την αναφορά του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου σε ανησυχία για δηλώσεις και συζητήσεις που γίνονται χωρίς επιστημοσύνη. Δεν μπορούμε όμως να ερμηνεύσουμε αυτό το δημοσίευμα ως δημοσίευμα που αποδίδει στον εφεσίβλητο έλλειψη γνώσεως Ελληνικής γλώσσας, ότι χρησιμοποίησε λέξη που δεν υπάρχει στην Ελληνική γλώσσα ή ότι υποτιμά τις γνώσεις άλλων δικηγόρων που εξέφρασαν αντίθετες απόψεις ή ακόμα ότι επιθυμεί να φημώσει ή να φυ[*876]λακίσει οποιονδήποτε. Θεωρούμε ότι οι εφεσείοντες τόνιζαν μεν, έντονα, τη θέση του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου ότι μη γνώστες του θέματος δεν θα έπρεπε να εκφράζουν απόψεις επιπόλαια, αλλά ότι το κείμενο δεν  μπορεί να εκληφθεί ότι μειώνει την υπόληψη ή τη φήμη του εφεσίβλητου.  Το γεγονός ότι οι εφεσείοντες προσωποποιούν την ανακοίνωση του Παγκυπρίου  Δικηγορικού Συλλόγου και την παρουσιάζουν ως ανακοίνωση του ιδίου του εφεσιβλήτου επίσης δεν το θεωρούμε δυσφημιστικό.  Προφανώς, επειδή ο εφεσίβλητος ήταν Πρόεδρος του Συλλόγου και υπ΄ αυτή του την ιδιότητα υπέγραψε την ανακοίνωση, οι εφεσείοντες θεώρησαν ότι μπορούσαν να αναφέρονται στον εφεσίβλητο.

Στη σελ. 9 του τεκμηρίου 3 και πάλι γίνεται πολύς λόγος για το ζήτημα της επιστημοσύνης.  Θεωρήθηκε πως το άρθρο εκείνο καθιστά τον εφεσίβλητο αντικείμενο περιφρόνησης και χλεύης επειδή έγινε σαρκαστική χρήση της λέξης επιστημοσύνη. Πάλι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τα συμπεράσματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου εφόσον δεν θεωρούμε ότι η χρήση της λέξης επιστημοσύνη στο άρθρο εκείνο γίνεται κατά τον τρόπο που περιγράφει το πρωτόδικο δικαστήριο. Η ίδια διαφωνία μας με το πρωτόδικο δικαστήριο ισχύει και πάλι για τη λέξη επιστημοσύνη που φαίνεται στο δημοσίευμα της σελ. 8 του τεκμηρίου 3 της 20.6.01. 

Για το δημοσίευμα της 21.6.01,στην πρώτη σελίδα του τεκμηρίου 4, επίσης διαφωνούμε πως το άρθρο εκείνο αποδίδει αλλότρια κίνητρα όπως εξυπηρέτηση των επαγγελματικών και οικονομικών συμφερόντων του εφεσίβλητου.  Διαφωνούμε και με την κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου πως το δημοσίευμα εκείνο επηρεάζει την υπόληψη του εφεσίβλητου, εφόσον κρίνομε πως δεν αποδίδεται σ’ αυτόν χρησιμοποίηση του αξιώματος του ως Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου, για εξυπηρέτηση οικονομικών, προσωπικών και επαγγελματικών συμφερόντων.

Στη σελ. 4 του τεκμηρίου 4, της 21.6.01, στην απάντηση του ΠΟΛΙΤΗ στην επιστολή του εφεσίβλητου γίνεται αναφορά σε υπεροπτικές και εμπαθείς ειρωνείες ενός δικηγόρου.  Δεν μπορούμε όμως να παραγνωρίσουμε τη γλώσσα που χρησιμοποίησε και ο ίδιος ο εφεσίβλητος στην επιστολή του προς τον ΠΟΛΙΤΗ.  Θεωρούμε πως η απάντηση του ΠΟΛΙΤΗ ήταν ανάλογη με την επιστολή του εφεσίβλητου και επομένως, υπό τις περιστάσεις, ούτε αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως δυσφημιστική για τον εφεσίβλητο.

Στη σελ. 3 του τεκμηρίου 4, στις 21.6.01, ο συσχετισμός μεταξύ ελευθερίας του τύπου και ασυδοσίας δημοσιογράφων και μερικών [*877]δικηγόρων που βγάζουν χοντρά λεφτά από τις αγωγές λιβέλων επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δυσφημιστικός για τον εφεσίβλητο.  Το ότι ο εφεσίβλητος διαπρέπει ως δικηγόρος σε αγωγές λιβέλων  εναντίον δημοσιογράφων, κατά την κρίση μας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δυσφήμιση γι’ αυτόν.

Στη σελ. 8 του τεκμηρίου 4, της 21.6.01, το ερώτημα αν ο εφεσίβλητος έχει επιστημοσύνη για να σχολιάζει ζητήματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας επίσης κρίνουμε ότι δεν είναι δυσφημιστικό.   Το άλλο δημοσίευμα της σελ. 8 του τεκμηρίου 4 όπου γίνεται αναφορά σε προσπάθεια του επαγγελματικού σωματείου των δικηγόρων να προασπίσει τα συμφέροντα κάποιων μελών του εμμένοντας στη διατήρηση μιας αναγχρονιστικής και αποικιοκρατικής νομοθεσίας, και πάλι διαφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι καταλογίζει στον εφεσίβλητο κίνητρα προώθησης των οικονομικών του συμφερόντων.  Όπως αναφέραμε υπήρξε αντιπαράθεση θέσεων μεταξύ του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου και της εφημερίδας ΠΟΛΙΤΗΣ αναφορικά με την ανάγκη τροποποίησης του Νόμου.  Η εφημερίδα καλώς ή κακώς θεώρησε πως η θέση του Συλλόγου επηρεαζόταν και από τα συμφέροντα κάποιων μελών του, περιλαμβανομένου και του εφεσίβλητου, τα οποία έχουν εισοδήματα από αγωγές λιβέλων.  Παρά το ότι πρόκειται για οξεία κριτική της εφημερίδας τόσο για το Σύλλογο όσο και για τον εφεσίβλητο, θεωρούμε πως στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας μπορεί να γίνει ανεκτή ακόμη και μια τέτοια οξεία κριτική, επί θέματος γενικού ενδιαφέροντος, όπως η τροποποίηση του Νόμου για την ελευθερία λόγου και έκφρασης, και ιδιαίτερα από πλευράς των Μ.Μ.Ε..

Το σκιτσογράφημα στη σελ. 9 του τεκμηρίου 4, κατά την εκτίμηση μας, πρέπει να εξεταστεί ως σκιτσογράφημα, δηλαδή με τον απαραίτητο βαθμό χιούμορ.  Ναι μεν υπάρχει το ναζιστικό στρατόπεδο Άουσβιτς στο πίσω μέρος του σκίτσου, όμως είναι προφανές ότι το νόημα του σκίτσου είναι  πως ο εφεσίβλητος, ως Πρόεδρος των δικηγόρων, επιθυμεί να κλείσει το στόμα δημοσιογράφων που εκφράζουν απόψεις επί θεμάτων στα οποία δεν είναι αρμόδιοι ή ειδικοί.  Με αυτό το φακό κρίνουμε και το σκίτσο ως μη δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο. Σίγουρα διαφωνούμε ότι το σκίτσο αποδίδει στον εφεσίβλητο ιδιότητες Φασίστα, Ναζί κλπ., εφόσον περιορίζεται ουσιαστικά η ιδιότητα που αποδίδεται στον εφεσίβλητο, στο ότι αυτός εξέφρασε άποψη ότι μόνον όσοι έχουν επιστημοσύνη μπορούν να σχολιάζουν ένα θέμα.  Κατά την κρίση μας, ένα τέτοιο σκίτσο μπορεί να γίνει ανεκτό.  Και για το σχόλιο που εκφράζεται με το σκίτσο, θα καταλήγαμε ότι καλύπτεται από [*878]την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου για θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος, αν καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι αυτό είναι δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο, για τους ίδιους λόγους που αναφέρθηκαν σε σχέση με το δημοσίευμα της σελ. 8 του τεκμηρίου 2.

Για τους λόγους που εξηγήσαμε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι κανένα από τα επίδικα δημοσιεύματα δεν ήταν δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο και ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη.  Κατά την εκτίμησή μας, τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν βέβαια μη αρεστά στον εφεσίβλητο όμως δεν επηρέασαν την υπόληψη ή τη φήμη του και μπορούν να γίνουν ανεκτά από ένα δημόσιο πρόσωπο, όπως τον Πρόεδρο του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου, στα πλαίσια της άσκησης του δικαιώματος της ελευθερίας λόγου και έκφρασης του τύπου, σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Στα πλαίσια της στάθμισης του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης από τη μια και του δικαιώματος προάσπισης της φήμης, από την άλλη, κρίνουμε πως, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής, υπερέχει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης.   

Κατά συνέπεια η έφεση πετυχαίνει και η πρωτόδικη απόφαση ανατρέπεται και ακυρώνεται.  Έξοδα στο παρόν δικαστήριο και πρωτόδικα επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Όπως αναφέραμε η ειδοποίηση εφεσιβλήτου απορρίπτεται, ως εκπρόθεσμη, αλλά, υπό τις περιστάσεις, χωρίς άλλη διαταγή για έξοδα.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση υπέρ των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η ειδοποίηση εφεσιβλήτου απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη χωρίς άλλη διαταγή για έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο