Μουζούρης Σίμος ν. Κόσμο-Πλαστ και Σία και Άλλου (2007) 1 ΑΑΔ 896

(2007) 1 ΑΑΔ 896

[*896]12 Ιουλίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΣΙΜΟΣ ΜΟΥΖΟΥΡΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

1. ΚΟΣΜΟ-ΠΛΑΣΤ & ΣΙΑ,

2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 296/2005)

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι το ποσό των λιρών Κύπρου £25.264,52 στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο ότι ο εφεσείων εδικαιούτο για παράνομη απόλυση, ήταν μικρότερο από το προβλεπόμενο στην παράγραφο 2 του Μέρους IV του Τέταρτου Πίνακα του Νόμου. Έπεται ότι το Δικαστήριο ορθά αφαίρεσε το ποσό που του είχε δοθεί κατά χάρη. Σε αντίθετη περίπτωση ο εφεσείων θα ελάμβανε διπλή αποζημίωση, κάτι που δεν είναι ορθό.

 

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τα κριτήρια του Άρθρου 4 του Πρώτου Πίνακα, προτού καταλήξει στο ποσό των £25.264,52 σεντ. Εν όψει της ανωτέρω παράλειψης του Δικαστηρίου η έφεση επιτρέπεται μερικώς και η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για να επανεκδικάσει μόνο το ύψος του ποσού της αποζημίωσης, αφού ληφθούν υπόψη όλα τα κριτήρια που απαριθμούνται στο Άρθρο 4 του πιο πάνω Πίνακα.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με το ½ των εξόδων της έφεσης εναντίον των εφεσιβλήτων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κολιού v. Γεώργιος Δ. Κουννάς & Υιο? Λτδ (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1117,

Ιακώβου v. Παπαδάκη (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2079,

[*897]Cabras & Bros Ltd v. Χαραλάμπους κ.?. (1992) 1 Α.Α.Δ. 302,

Demades Auto Supplies (Limassol) Ltd v. Ιωαννίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 228.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Πάφου (Υπόθ. Αρ. 448/02), ημερομ. 19.8.05.

Ζ. Νικολάου, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Πετρίδου, για τον Εφεσίβλητο 1.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο 2.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι αρ. 1 διατηρούσαν βιομηχανία με έδρα την Πάφο και ασχολούνταν με την κατασκευή και πώληση πλαστικών προϊόντων.  Ο εφεσείων είχε προσληφθεί στην υπηρεσία τους το 1977 και η απασχόληση του τερματίστηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2001 σύμφωνα με επιστολή ημερ. 3 Αυγούστου 2001 με τη δικαιολογία ότι είχε καταστεί πλεονάζον προσωπικό.  Κατά το χρόνο της απόλυσης του διατηρούσε τη θέση του διευθυντή πωλήσεων εσωτερικού.

Ο εφεσείων καταχώρισε αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών Πάφου με την οποία αξίωνε από τους εφεσίβλητους 1 (εργοδότες του) αποζημιώσεις για παράνομο και αδικαιολόγητο τερματισμό της απασχόλησης του σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, (Ν. 24/67 ως έχει τροποποιηθεί) και διαζευκτικά από τους εφεσίβλητους 2 πληρωμή με βάση το άρθρο 18(1) και Τέταρτο Πίνακα του εν λόγω Νόμου αν αποδεικνυόταν ότι η απόλυση του οφειλόταν σε πραγματικές συνθήκες πλεονασμού.  Η θέση των εφεσιβλήτων 1 ήταν ότι δεν απέλυσαν παράνομα τον εφεσείοντα αλλά ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του ήταν δικαιολογημένος αφού αυτός κατέστη πλεονάζον προσωπικό, με την έννοια του Νόμου, λόγω αναδιοργά[*898]νωσης και αναδιάρθρωσης της επιχείρησης και/ή κατάργησης της θέσης που κατείχε.  Με την απόλυση του οι εφεσίβλητοι 1 πλήρωσαν στον εφεσείοντα και το ποσό των λιρών Κύπρου £12.764,43 σεντ ως «δώρο κατά χάρη» (ex gratia) καθώς επίσης και λίρες Κύπρου £2.476,04 ως πληρωμή αντί προειδοποίσης.  Ο εφεσίβλητος 2 (το Ταμείο) προώθησε τη θέση ότι η απόλυση δεν ήταν λόγω πλεονασμού.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών του εφεσείοντα δεν έγινε κάτω από συνθήκες πλεονασμού αλλά συνιστούσε παράνομη απόλυση από τον εργοδότη (εφεσίβλητους 1) και αφού αφαίρεσε το προαναφερθέν ποσό που του είχε χορηγηθεί κατά χάρη του επεδίκασε το ποσό των λιρών Κύπρου £12.500,09 σεντ ως αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της υπηρεσίας του πλέον τόκο και λίρες Κύπρου £700 έξοδα. Το Δικαστήριο προχώρησε και προέβηκε σε πρόνοια (βασιζόμενο στο άρθρο 3(2) του Νόμου) όπως από το πιο πάνω ποσό οι απολαβές ενός έτους που ανέρχονται σε λίρες Κύπρου £5.609.77 σεντ καταβληθούν στον εφεσείοντα από τους εφεσίβλητους 1, το δε υπόλοιπο ποσό των λιρών Κύπρου £6.890,32 σεντ από τους εφεσίβλητους 2 (το Ταμείο). Σημειώνουμε εδώ ότι οι εργοδότες (εφεσίβλητοι 1) δεν αμφισβήτησαν την ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου ότι δεν ήταν περίπτωση τερματισμού των υπηρεσιών του εφεσείοντα λόγω πλεονασμού. 

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Με τον πρώτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα αφαίρεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο το ποσό των λιρών Κύπρου £12.764.43 σεντ (που του είχαν χορηγήσει κατά χάρη οι εργοδότες του) από το ποσό των λιρών Κύπρου £25.264.52 σεντ που είχε καταλήξει ότι δικαιούτο ως αποζημιώσεις.  Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια έτσι ώστε να του επιδικάσει «μεγαλύτερες από το ελάχιστο ποσό το οποίο προνοείται από τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο».

Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις. Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης είμαστε της άποψης ότι, από τη στιγμή που το Δικαστήριο κατέληξε ότι η απόλυση του εφεσείοντα ήταν παράνομη και ότι οι αποζημιώσεις που δικαιούτο για παράνομη απόλυση ανέρχονταν στις λίρες Κύπρου £25.264,52 σεντ, ορθά αφαίρεσε το ποσό των λιρών Κύπρου £12.764.43 σεντ που οι εφεσίβλητοι 1 (εργοδότες) είχαν καταβάλει στον εφεσείοντα σε χρόνο και συνθήκες που ήταν άσχετες με παράνομο τερματισμό.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα βασίστηκε στις πρόνοιες της παραγράφου 2 του [*899]Πρώτου Πίνακα του Νόμου όπου διαλαμβάνεται ότι «εν ουδεμιά περιπτώσει η αποζημίωσις θα είναι μικρότερη του ποσού το οποίο ο εργοδοτούμενος θα ελάμβανε εάν είχε κηρυχθεί υπό του εργοδότου του ως πλεονάζον και εδικαιούτο εις πληρωμήν δυνάμει του Μέρους IV, ως αυτή υπολογίζεται δυνάμει του Τέταρτου Πίνακα, λαμβανομένης όμως υπόψιν απασχόλησης από της 1ης Ιανουαρίου 1960».

Από την αγόρευση του εφεσείοντα δεν φαίνεται αν με την πρόσθεση του ποσού, που του δόθηκε κατά χάρη, στο ποσό που τελικά του επιδικάσθηκε, το συνολικό ποσό δεν συνάδει με την προαναφερθείσα πρόνοια του Νόμου.  Να το θέσουμε διαφορετικά, δεν έγινε σαφής ισχυρισμός και ούτε αποδείχθηκε, ότι το ποσό των λιρών Κύπρου £25.264,52 που κατάληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εδικαιούτο ο εφεσείων για παράνομη απόλυση ήταν μικρότερο από ό,τι προβλέπεται στην προαναφερθείσα παράγραφο (2) του Μέρους IV του Τέταρτου Πίνακα.  Επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αφαίρεσε το ποσό που είχε δοθεί στον εφεσείοντα κατά χάρη.  Αντίθετη ενέργεια από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα οδηγούσε σε διπλή πληρωμή του εφεσείοντα, κάτι που δεν  είναι ορθό. Τούτο υποστηρίζεται από τις υποθέσεις Κολιού ν. Γεώργιος Δ. Κουννάς &Υιοί Λτδ (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1117 και Ιακώβου ν. Παπαδάκη (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2079 παρόλο που οι υποθέσεις αυτές δεν αφορούν αποζημίωση για παράνομο τερματισμό.  Η ουσία τους είναι ότι δεν πρέπει ένας να αποζημιώνεται δύο φορές.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να επιδικάσει ψηλότερο ποσό από αυτό των λιρών Κύπρου £25.264,52 σεντ.  Όπως εξηγεί στην αγόρευση του ο συνήγορος του εφεσείοντα, το Δικαστήριο επεδίκασε το ελάχιστο ποσό που θα εδικαιούτο ο εφεσείων αν θεωρείτο ότι απολύετο λόγω πλεονασμού και όχι μεγαλύτερο ποσό.  Το ελάχιστο ποσό προβλέπεται από την παράγραφο (2) του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, το δε μέγιστο ποσό από την παράγραφο (3) του ιδίου Πίνακα.  Γίνεται περαιτέρω ισχυρισμός ότι απέτυχε να ασκήσει ορθά τη διακριτική του ευχέρεια διότι δεν ασχολήθηκε με τα κριτήρια του άρθρου 4 του Πρώτου Πίνακα, προτού καταλήξει στο ποσό των £25.264, 52 σεντ.  Επικαλέστηκε ο συνήγορος δύο αποφάσεις όπου για παρόμοια παράλειψη το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε τις εφέσεις και παρέπεμψε τις υποθέσεις στο πρωτόδικο Δικαστήριο για επανεκδίκαση στο θέμα αυτό της αποζημίωσης.  (Βλ. Cabras & Bros Ltd v. Χαραλάμπους κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 302 και Demades Auto Supplies (Limassol) Ltd v. Ιωαννίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 228). 

[*900]

Εξετάσαμε και αυτό τον ισχυρισμό. Στην υπόθεση Demades (πιο πάνω), η επανεκδίκαση δεν διατάχθηκε γιατί δεν τηρήθηκαν τα κριτήρια του άρθρου 4.  Όμως πράγματι στην υπόθεση Cabras (πιο πάνω) από την πρωτόδικη απόφαση δεν φαινόταν αν το Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα κριτήρια του άρθρου 4 του Πρώτου Πίνακα, αλλά μόνο τα δύο, δηλαδή (α) τα ημερομίσθια και (β) τη διάρκεια της υπηρεσίας. 

Τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο κατά τον καθορισμό της αποζημίωσης φαίνονται στο άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα και έχουν ως ακολούθως:

«4.  Πλην ως προνοείται υπό των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος Πίνακος, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει απόλυτον διακριτικήν εξουσίαν ως προς το υπ’ αυτού επιδικασθησόμενον ποσόν.  Κατά τον υπολογισμόν όμως του επιδικασθησομένου τούτου ποσού, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δέον να λάβη υπ’ όψιν του, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

(α)   τα ημερομίσθια και πάσας τας άλλας απολαβάς του εργοδοτουμένου·

(β)   την διάρκειαν της υπηρεσίας του εργοδοτουμένου·

(γ)   την απώλειαν προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτουμένου·

(δ)   τας πραγματικάς συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου·

(ε) την ηλικίαν του εργοδοτουμένου.»

Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα ακόλουθα:

«Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα, το Δικαστήριο έχει απόλυτη διακριτική εξουσία ως προς το ποσό της αποζημίωσης που θα επιδικαστεί. Η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα ημερομίσθια δύο ετών (άρθρο 3 του Πίνακα, όπως τροποποιήθηκε), ενώ, από την άλλη, η αποζημίωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ποσού που θα ελάμβανε ο εργοδοτούμενος αν είχε κηρυχθεί ως πλεονάζων.

[*901]Στην υπό κρίση υπόθεση ο Αιτητής προσελήφθη στην υπηρεσία της Εργοδότρια Εταιρεία στις 27.9.1977 και απολύθηκε στις 27.9.2001, παρέμεινε δηλαδή στην υπηρεσία της για εικοσιτέσσερα συναπτά έτη.  Για τους σκοπούς του Νόμου οι απολαβές του Αιτητή ανέρχονταν στις Λ.Κ.353.34 εβδομαδιαίως.  Σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα σε συνδυασμό με τον Τέταρτο Πίνακα του Νόμου και σε συνάρτηση με την πιο πάνω περίοδο απασχόλησης του δικαιούται σε αποζημιώσεις που αντιστοιχούν με τις απολαβές 71,5 βδομάδων, ήτοι ποσό (71,5 Χ Λ.Κ.353,35) Λ.Κ.25264,52=.»

Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι τα μόνα από τα πιο πάνω κριτήρια που έλαβε υπόψη είναι το (α) και (β), και αυτά μόνο φραστικά,  χωρίς δηλαδή οποιαδήποτε εξήγηση πώς αυτά επηρεάζουν το ποσό της αποζημίωσης.  Τα γεγονότα φαίνεται να ομοιάζουν με αυτά της προαναφερθείσας υπόθεσης Cabras & Bros Ltd όπου δεν φαινόταν από την πρωτόδικη απόφαση αν το Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη και τα υπόλοιπα κριτήρια εκτός από το (α) και (β) και έτσι επέτρεψε την έφεση μερικώς, καταλήγοντας ως εξής:

«Ενόψει των πιο πάνω, εκδίδουμε την ακόλουθη διαταγή.  Παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο η υπόθεση για να επανεκδικαστεί μόνο στο ζήτημα της επιδίκασης του ποσού της αποζημίωσης σε ένα έκαστο των εφεσιβλήτων. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται κατά το μισό, υπέρ της εφεσείουσας, ενώ στο πρωτόδικο Δικαστήριο θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας δίκης. Η απόφαση του Δικαστηρίου στα υπόλοιπα επίδικα ζητήματα επικυρώνεται.»

Ενόψει όλων των πιο πάνω επιτυγχάνει και η παρούσα έφεση μερικώς. Παραπέμπεται η υπόθεση στο πρωτόδικο Δικαστήριο για να επανεκδικάσει μόνο το ύψος του ποσού της αποζημίωσης αφού ληφθούν υπόψη όλα τα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου.

Το ένα δεύτερο των εξόδων της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων, ενώ στο πρωτόδικο Δικαστήριο να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας δίκης. 

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς με το ½ των εξόδων της έφεσης εναντίον των εφεσιβλήτων.

 

[*902]

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο