Στυλιανού Θεόδωρος ν. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ και Άλλων (2007) 1 ΑΑΔ 968

(2007) 1 ΑΑΔ 968

[*968]20 Ioυλίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Εφεσείων - Ενάγων,

ν.

1. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛΤΔ,

2. ΣΟΥΛΗ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ,

3. ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 89/2005)

 

Αστικά αδικήματα — Δυσφήμιση — Λίβελλος — Δυσφημιστικό δημοσίευμα σε εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας το οποίο δεν αναφερόταν προσωπικά στον ενάγοντα αλλά αφορούσε μια τάξη κρατικών υπαλλήλων στην οποία αυτός ανήκε ? Κατά πόσο η αγωγή του ενάγοντος για αποζημιώσεις λόγω δ?σφήμισής του, είχε οποιαδήποτε προοπτική επιτυχίας.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντος, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού, για αποζημιώσεις για δυσφήμιση. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι το δημοσίευμα στην εφημερίδα «Πολίτης» ήταν μεν δυσφημιστικό από απόψεως περιεχομένου, όμως έκρινε πως αυτό δεν αφορούσε προσωπικά τον εφεσείοντα. Με το επίδικο δημοσίευμα, το οποίο αφορούσε αγώνα ποδοσφαίρου στο Τσίρειο στάδιο στη Λεμεσό μεταξύ των ομάδων Απόλλωνα και Αποέλ, αποδιδόταν στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού (α) ανικανότητα λήψης δραστικών μέτρων προς αποφυγή γεγονότων βίας, (β) πλήρης αδιαφορία παροχής της απαιτούμενης ασφάλειας στους οπαδούς του Αποέλ και (γ) εσκεμμένη και κατ’ επανάληψη τάση να μην προσκαλεί τους εκπροσώπους του συνδέσμου ΠΑΝ.ΣΥ.ΦΙ Αποέλ στις συσκέψεις που προηγούνταν των αγώνων στη Λεμεσό, παρά την περί του αντιθέτου απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας. Το ίδιο κείμενο δημοσιεύθηκε την ίδια ημέρα και σε άλλες εφημερίδες όπως «ο Φιλελεύθερος» και «η Σημερινή»

[*969]Με την παρούσα έφεσή του ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Αποφασίστηκε ότι:

Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τίποτε από όσα αναφέρονται στο επίδικο δημοσίευμα αφορά προσωπικά τον εφεσείοντα, είναι ορθή. Το δημοσίευμα αφορά την Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού γενικά, που αριθμεί περίπου 700 άτομα. Ακόμη και στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι αφορά περισσότερο αυτούς με τις ψηλότερες θέσεις στην ιεραρχία και πάλιν η δυσφήμιση αφορά τάξη προσώπων, και δεν περιορίζεται στον εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Knupffer v. London Express Newspaper Ltd [1944] Q.B.D.495.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθ. Αρ. 729/03), ημερομ. 1.2.05.

Ρ. Χατζηαράπη για Κ. Μελά, για τον Eφεσείοντα.

Μ. Μηλιώτου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:  Η  παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 1/2/05 που εκδόθηκε στην αγωγή αρ. 729/03 με την οποία η αξίωση του εφεσείοντα για αποζημιώσεις για δυσφήμιση απορρίφθηκε με έξοδα.  Διευκρινίζεται ότι παρόλο που το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε το επίδικο δημοσίευμα ότι ήταν δυσφημιστικό από άποψης περιεχομένου, έκρινε ότι αυτό δεν αφορούσε προσωπικά τον εφεσείοντα.  Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων ήταν ο Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού.  Ανέλαβε τη διεύθυνση από το Μάιο του 2002.

Από πλευράς εφεσιβλήτων έχει καταχωρηθεί σχετική ειδοποίη[*970]ση με την οποία προβάλλονται (α) παράπονο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι το εν λόγω δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό και (β) ότι σε περίπτωση που η έφεση επιτύχει  τότε πρέπει να επιδικασθούν μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις.

Το θεωρούμε σκόπιμο όπως προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης να αναφερθούμε στα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο και τα οποία δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους.  Η διαφορά έγκειται στο τελικό συμπέρασμα του δικαστηρίου.

Στις 21/12/02 επρόκειτο να διεξαχθεί αγώνας ποδοσφαίρου στο Τσίρειο στάδιο Λεμεσού μεταξύ των ομάδων Απόλλωνα - Αποέλ.  Στις 18/12/02 δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πολίτης» ιδιοκτήτης της οποίας είναι οι εφεσίβλητοι 1, δημοσίευμα σχετικά με τον εν λόγω αγώνα.  Συντάκτης του επίδικου κειμένου ήταν ο εφεσίβλητος 2 και υπεύθυνος σύνταξης στην πιο πάνω εφημερίδα ο εφεσίβλητος 3. Μεταξύ άλλων στο επίδικο δημοσίευμα αποδιδόταν στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού (α) ανικανότητα να λάβει δραστικά μέτρα προς αποφυγή γεγονότων βίας, (β) πλήρης αδιαφορία να παρέχει την απαιτούμενη ασφάλεια στους οπαδούς του Αποελ και (γ) εσκεμμένη και κατ’ επανάληψη τάση να μην προσκαλεί του εκπροσώπους του συνδέσμου ΠΑΝ.ΣΥ.ΦΙ Αποέλ στις συσκέψεις που προηγούνταν των αγώνων στη Λεμεσό, παρά την απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας όπως προσκαλούνται οι εκπρόσωποι του συνδέσμου στις συσκέψεις αυτές.  Το ίδιο κείμενο δημοσιεύθηκε την ίδια ημέρα και σε άλλες εφημερίδες όπως «ο Φιλελεύθερος» και «η Σημερινή».  Κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης ο εφεσείων είχε τη θέση του Βοηθού Αρχηγού στο Αρχηγείο της Αστυνομίας.  Σε χρόνο προγενέστερο της 21/12/02 έγινε στα γραφεία της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού σύσκεψη υπό τον Μ.Ε.3 Α. Καρυόλεμο, αφού κλήθηκαν οι εκπρόσωποι και όλοι οι παράγοντες ποδοσφαίρου με αντικείμενο την ομαλή διεξαγωγή του ποδοσφαιρικού αγώνα Απόλλωνα  – Αποέλ.  Παρών ήταν και εκπρόσωπος του Αποέλ ο οποίος ανέφερε ότι υπηρχε διάσταση μεταξύ του και του εκπροσώπου του ΠΑΝ.ΣΥ.ΦΙ Αποέλ γι’ αυτό δεν ήθελαν να εμπλακεί ο ΠΑΝ.ΣΥ.ΦΙ σε εκείνη τη σύσκεψη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε πέντε μάρτυρες από την πλευρά του εφεσείοντα (περιλαμβανομένου και του ιδίου) και δύο από την πλευρά των εφεσιβλήτων και αφού εξέτασε το εν λόγω δημοσίευμα, κατέληξε ότι τούτο ήταν δυσφημιστικό αλλά ότι αυτό δεν αναφερόταν προσωπικά στον εφεσείοντα.  Βασιζόμενο λοιπόν στα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Knupffer ν. [*971]London Express Newspaper Ltd. [1944] Q.B.D. 495, στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 3 έκδοση, Τόμος 24, παράγρ. 23 και στο σύγγραμμα Gatley on Libel & Slander, 7η έκδοση, παραγραφ. 282, 283, απέρριψε την αγωγή.  Μεταξύ άλλων ανέφερε τα ακόλουθα:

«Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, και παρ’ όλο ότι το δημοσίευμα από μόνο του είναι δυσφημιστικό έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις το περιεχόμενο του επίδικου δημοσιεύματος δεν δικαιολογούσε στο μέσο συνετό πολίτη να αντιληφθεί ότι μέσω του συγκεκριμένου περιεχομένου φωτογραφιζόταν ο ενάγοντας ή ότι το δημοσίευμα είχε στόχο ή αφορούσε και αυτόν προσωπικά, κρίνεται δε ότι οι συγκεκριμένες αναφορές οι οποίες έχουν κριθεί δυσφημιστικές αποτελούν λέξεις και φράσεις οι οποίες αφορούν τη συμπεριφορά μελών της αστυνομικής διεύθυνσης Λεμεσού η οποία απαρτίζεται από 700 άτομα σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του ενάγοντα, είναι ως εκ τούτου δύσκολο να γίνει δεκτό ότι, ο ενάγοντας έστω διευθυντής, ένα από τα μέλη της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού, φωτογραφιζόταν στο δημοσίευμα.  Το πιο πάνω συμπέρασμα του Δικαστηρίου στηρίζεται ειδικότερα και στα πιο κάτω στοιχεία:

………………………………………….....……………………»

Προχωρεί το πρωτόδικο δικαστήριο και παραθέτει τέσσερεις λόγους γιατί έκρινε ότι το εν λόγω δημοσίευμα δεν αναφερόταν στον εφεσείοντα προσωπικά, οι οποίοι περιληπτικά έχουν ως ακολούθως:

(α)  Στο γεγονός ότι δεν γινόταν ρητή αναφορά στον ενάγοντα.  Περαιτέρω όσον αφορά το μέρος της ανακοίνωσης που διατύπωνε τη θέση ότι δεν προσκλήθηκε στη σύσκεψη ο ΠΑΝ.ΣΥ.ΦΙ. – Αποέλ και ότι αυτή η παράλειψη γινόταν κατ’ επανάληψη, το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων ανέλαβε ως Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού το Μάιο του 2002 και αυτή ήταν η πρώτη φορά μέσα στο 2002 που θα αγωνιζόταν το Αποέλ στη Λεμεσό.  Έτσι κι’ αν ακόμα η διατύπωση του δημοσιεύματος ήταν τέτοια που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αναφερόταν σε πρόσωπο, αυτό ήταν ο προηγούμενος Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού.  Άλλωστε υπεύθυνος στη σύσκεψη που δεν προσκλήθηκε ο ΠΑΝ.ΣΥ.ΦΙ. ήταν ο Μ.Ε.3 Α. Καρυόλεμος, όχι ο εφεσείων.

(β)  Το δημοσίευμα αφορούσε την Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού που σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντα αποτε[*972]λείτο από 700 μέλη, περιλαμβανομένου και του ιδίου ως Ανώτερου Διευθυντή και του Βοηθού Αστυνομικού Διευθυντή καθώς και άλλων Υπεύθυνων Τμημάτων.

(γ)  Το γεγονός ότι ο ίδιος ο εφεσείων και οι μάρτυρες του έκριναν ότι αναφερόταν σ’ αυτόν το δημοσίευμα, δεν ήταν δεσμευτικό για το δικαστήριο αφού αυτό εφάρμοσε το αντικειμενικό κριτήριο, και

(δ)  Ο ίδιος ο εφεσείων στη μαρτυρία του ανέφερε ότι με το δημοσίευμα δημιουργείτο έλλειψη εμπιστοσύνης σε αυτόν και στα μέλη της Αστυνομίας ως προς την εφαρμογή του Νόμου και της τάξης στη Λεμεσό.  Προχωρεί το δικαστήριο και εξηγεί ότι «Με αυτή όμως τη μαρτυρία διαφαίνεται ότι και ο ίδιος ακόμη αναγνωρίζει ότι δημιουργείτο η αντίληψη που αφορούσε όλα μέλη της Λεμεσού γενικά χωρίς συγκεκριμένη προσωπικότητα ούτε καν αναφορά για την ηγεσία της αστυνομικής διεύθυνσης Λεμεσού γίνεται ή την διοικούντων αυτής.»

Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης το θεωρούμε ορθότερο να παραθέσουμε αυτούσιο το επίδικο δημοσίευμα. Αυτό, στην έκταση που μας αφορά, έχει ως ακολούθως:

«Ο ΠΑΝ.ΣΥ.ΦΙ καλεί τα μέλη του να δουν τον αγώνα με τον ΑΠΟΛΛΩΝΑ από Γιγαντοοθόνη Απέχουν οι «πορτοκαλί»

«Από γιγαντοοθόνη στο οίκημα του ΠΑΝΣΥΦΙ θα παρακολουθήσουν τον εκτός έδρας αγώνα κυπέλλου με τον Απόλλωνα οι οργανωμένοι οπαδοί του ΑΠΟΕΛ.  Με ανακοίνωση που εξέδωσε χθες ο ΠΑΝΣΥΦΙ, επισημαίνει τον κίνδυνο πρόκλησης επεισοδίων, ενώ εκφράζει έλλειψη εμπιστοσύνης προς την αστυνομική διεύθυνση Λεμεσού.  Η ανακοίνωση αναφέρει:

«Ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Φιλάθλων ΑΠΟΕΛ στην ψεσινή τακτική εβδομαδιαία συνεδρία του, έλαβε την ακόλουθη σημαντική απόφαση:  Να καλέσει όλα τα μέλη του αλλά και όλους τους ΑΠΟΕΛίστες να μην παρευρεθούν στον πρώτο αγώνα των ομίλων του κυπέλλου αυτό το Σάββατο εναντίον του Απόλλωνα στην Λεμεσό.

Αντί αυτού ο Σύνδεσμος προσκαλεί όλα τα μέλη του στο fan club του ΠΑΝ.ΣΥ.ΦΙ να παρακολουθήσουμε τον αγώνα μέσο γιγαντοοθόνης, δίδοντας παράλληλα το αντίτιμο ποσό που θα αντιστοιχούσε στο εισιτήριο του αγώνα για οικονομική ενίσχυ[*973]ση του ΑΠΟΕΛ.

Οι λόγοι που μας οδήγησαν στην πιο πάνω απόφαση είναι σε όλους γνωστοί και οι ακόλουθοι:

1.  Τα συνεχιζόμενα και σοβαρά κρούσματα βίας που παρουσιάζονται στην Λεμεσό ενάντια στους οπαδούς μας. 

2.  Η ανικανότητα της αστυνομικής διεύθυνσης Λεμεσού να λάβει δραστικά μέτρα προς αποφυγή αυτών των γεγονότων και η πλήρης αδιαφορία της να παρέχει στους οπαδούς μας την απαιτούμενη ασφάλεια.

3.  Η εσκεμμένη και κατ’ επανάληψη τάση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού να μην προσκαλεί τους εκπροσώπους του συνδέσμου μας στις συσκέψεις που προηγούνται των αγώνων στην Λεμεσό, παρά την απόφαση του Αρχηγείου της Αστυνομίας όπως καλούνται οι εκπρόσωποι των συνδέσμων στις συσκέψεις αυτές.

4.  ……………………………………............…………………»

Τα όσα ακολουθούν στην παράγραφο 4 του δημοσιεύματος δεν περιέχουν (ούτε και έγινε ισχυρισμός ότι περιέχουν) οτιδήποτε το δυσφημιστικό.  Αυτό που έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ως δυσφημιστικό, είναι το περιεχόμενο των παραγράφων 2 και 3 πιο πάνω.

Με βάση τα πιο πάνω, και αρχίζοντας από τους λόγους έφεσης, το πρώτο που χρήζει εξέτασης είναι αν ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι το επίδικο δημοσίευμα δεν αφορούσε προσωπικά τον εφεσείοντα. Σχετικά με το κατά πόσο το δημοσίευμα αναφερόταν προσωπικά στον εφεσείοντα ανάφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«Έπεται στη συνέχεια το ερώτημα εάν το γεγονός ότι ο ενάγοντας ο οποίος σύμφωνα με τα ευρήματα την επίδικη περίοδο ήταν ο αστυνομικός διευθυντής Λεμεσού, αναγνωρίζεται ως πρόσωπο στο οποίο αντανακλούν οι δηλώσεις και το περιεχόμενο του δυσφημιστικού δημοσιεύματος ως επίσης αν αυτός δικαιούται υπό την ιδιότητα του τότε αστυνομικού διευθυντή Λεμεσού να εγείρει την παρούσα αγωγή στη βάση του συγκεκριμένου περιεχομένου και περιστάσεις που περιβάλλουν την υπόθεση.

Έχοντας μελετήσει με προσοχή το επίδικο δημοσίευμα παρα[*974]τηρώ κυρίως ότι δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε πρόσωπο ή άτομο.  Δηλαδή δεν πρόκειται για την περίπτωση όπου το δημοσίευμα αναφέρεται σε κάποιο πρόσωπο ωστόσο αυτό δεν κατονομάζεται, αλλά γίνεται αναφορά σε κάποιο τμήμα κρατικής υπηρεσίας όπως είναι η Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού ως τμήμα της αστυνομικής δύναμης Κύπρου.

Θεωρώ ακόμη ότι προβάλλει και ένα άλλο ερώτημα μετά την πιο πάνω διαπίστωση, το ερώτημα κατά πόσο δύναται να εγείρονται αγωγές λίβελου από πρόσωπα τα οποία ανήκουν σε τέτοιες υπηρεσίες και ποια είναι αυτά τα πρόσωπα όταν δυσφημίζεται κάποιο τμήμα κρατικής υπηρεσίας.  Επειδή όμως το θέμα παρουσιάζει μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον αφού ο ενάγοντας ήγειρε την παρούσα στη βάση του ότι δυσφημείται το πρόσωπο του μέσω του δημοσιεύματος, συνακόλουθα το Δικαστήριο θα επικεντρωθεί στο κατά πόσο το επίδικο δημοσίευμα αφορά τον ενάγοντα ή αντανακλά στην προσωπικότητα του.»

Προχωρά το πρωτόδικο δικαστήριο και αναφέρει ότι για απάντηση του πιο πάνω ερωτήματος βρίσκει καθοδήγηση από το σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 24 παραγρ. 23 με τίτλο «Ποια πρόσωπα δικαιούνται να εγείρουν αγωγή», καθώς και το σύγγραμμα «Gatley on Libel and Slander, 7η έκδοση, και την υπόθεση Knupffer, ανωτέρω, που περιγράφεται ως βασική επί του θέματος αυθεντία.

Στο σύγγραμμα «Gatley on Libel & Slander”, πιο πάνω, παραγρ. 283, στην οποία έκανε αναφορά και το πρωτόδικο δικαστήριο, διαβάζουμε τα εξής:

«Where the words complained of reflect on a body or class of persons generally, such as lawyers, clergymen, publicans, or the like, no particular member of the body or class can maintain an action. “If” said Wiles J. in Eastwood v. Holmes, “a man wrote that all lawyers were thieves, no particular lawyer could sue him, unless there was something to point to the particular individual.”

Σε δική μας μετάφραση:

«Όταν οι λέξεις για τις οποίες γίνεται το παράπονο αντανακλούν σε ένα σώμα ή τάξη προσώπων γενικά, όπως δικηγόρους, κληρικούς, ιδιοκτήτες κέντρων αναψυχής ή παρόμοιους, δεν μπορεί συγκεκριμένο μέλος του σώματος ή της τάξης αυτής να εγείρει αγωγή. «Εάν», όπως είπε ο Wiles Δ. στην Eastwood [*975]ν. Holmes, «ένας άνθρωπος έγραφε ότι όλοι οι δικηγόροι ήσαν κλέφτες, δεν μπορούσε συγκεκριμένος δικηγόρος να εγείρει αγωγή, εκτός αν υπήρχε κάτι που έδειχνε σ’ αυτό το συγκεκριμένο πρόσωπο.»

Στο ίδιο σύγγραμμα, παραγραφος 285 κάτω από τον τίτλο «The real test” διαβάζουμε το εξής:

«Τhe crucial question in these cases in which an individual plaintiff sues in respect of defamation of a class or group of individuals is whether on their true construction the defamatory words were published of and concerning the individual plaintiff.  Unless this can be answered in the affirmative he has no cause of action”.  “The true question always is: was the individual or were the individuals bringing the action personally pointed to by the words complained of?”

Σε δική μας μετάφραση:

«Η κρίσιμη ερώτηση σ’ αυτές τις υποθέσεις στις οποίες ένας συγκεκριμένος ενάγων εγείρει αγωγή σχετική με δυσφήμιση μιας τάξης ή ομάδας προσώπων, είναι το κατά πόσο στην ορθή τους ερμηνεία οι δυσφημιστικές λέξεις φαίνεται να δημοσιεύθηκαν με τρόπο που αφορά το συγκεκριμένο ενάγοντα.  Αν η ερώτηση αυτή δεν απαντηθεί θετικά, τότε δεν έχει αιτία αγωγής.  Η ακριβής ερώτηση είναι πάντοτε η εξής:  Ήταν το συγκεκριμένο ή ήταν τα συγκεκριμένα πρόσωπα που ήγειραν την αγωγή τα πρόσωπα που εδείχνοντο προσωπικά από τις δυσφημιστικές λέξεις;»

To πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε επίσης και στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Knupffer (πιο πάνω):

«When defamatory words are written or spoken of a class of persons it is not open to a member of that class to say that the words were spoken of him unless there was something to show that the words about the class refer to him as an individual.  In this case there was nothing to show that the words referred to the appellant as an individual.”

Σε δική μας μετάφραση:

«Όπου οι δυσφημιστικές λέξεις έχουν γραφεί ή λεχθεί αναφορικά με μια τάξη προσώπων, δεν είναι δυνατό για ένα μέλος της [*976]τάξης αυτής να ισχυρισθεί ότι οι λέξεις έχουν λεχθεί αναφορικά με τον ίδιο εκτός αν υπήρχε κάτι που να δείχνει ότι οι λέξεις αναφορικά με την τάξη αναφέρονταν στον ίδιο τον εφεσείοντα ως άτομο.»

Μελετήσαμε με προσοχή το επίδικο δημοσίευμα και έχουμε καταλήξει, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι τίποτε απ’ όσα εκεί αναφέρονται αφορά προσωπικά τον εφεσείοντα.  Αφορά την Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού γενικά, κάπου 700 άτομα.  Έστω όμως και αν θεωρήσουμε ότι αφορά περισσότερο αυτούς που είχαν τις ψηλότερες στην ιεραρχία θέσεις και πάλιν η δυσφήμιση αφορά τάξη προσώπων, και δεν περιορίζεται στον εφεσείοντα.  Τα γεγονότα στην Knupffer είναι παρόμοια με τα γεγονότα της δικής μας περίπτωσης με την έννοια ότι ο ενάγων και σε εκείνη την περίπτωση ήταν ο επικεφαλής του κλάδου του συνδέσμου, οι δραστηριότητες του οποίου εδυσφημούντο και ισχυριζόταν ότι έπρεπε να θεωρηθεί ότι δυσφημείτο ο ίδιος προσωπικά, ισχυρισμός βέβαια που είχε απορριφθεί.

Με βάση τα πιο πάνω, καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.  Με την κατάληξη αυτή δε χρειάζεται να εξετάσουμε τα όσα εγείρονται με την ειδοποίηση εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο