Exalco S.A. ν. Αλουμινέξ Λτδ και Άλλων (2007) 1 ΑΑΔ 991

(2007) 1 ΑΑΔ 991

[*991]23 Ιουλίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

EXALCO S.A.,

Εφεσείουσα - Ενάγουσα,

ν.

1.           AΛΟΥΜΙΝΕΞ ΛΤΔ,

2.           ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

3.           ΣΕΡΓΙΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

Εφεσιβλήτων - Εναγομένων 2 & 3.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 287/2005)

 

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Καθορίζουν τα επίδικα θέματα ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορεί να επεκταθεί στην επίλυση θεμάτων τα οποία δεν περιλαμβάνονται στα δικόγραφα.

Αγωγή — Εξέταση αγωγής πάνω σε λανθασμένη βάση — Άρνηση Εφετείου να επέμβει κατ’ έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η αγωγή απερρίφθη, λόγω απουσίας σχετικού λόγου έφεσης.

Δόλος — Ισχυρισμός για ύπαρξη δόλου — Πρέπει να είναι ρητός στα δικόγραφα και να δίδονται λεπτομέρειες.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Επέμβαση Εφετείου — Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Η εφεσείουσα – ενάγουσα καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης – εναγόμενης εταιρείας και των διευθυντών της, εφεσιβλήτων – εναγομένων 2 και 3 αξιώνοντας αλληλεγγύως και/ ή κεχωρισμένως το ποσό των £24.107 το οποίο αντιπροσώπευε την αξία συγκεκριμένης ποσότητας προφίλ αλουμινίου που η πρώτη πώλησε και παρέδωσε στην εφεσίβλητη – εναγόμενη εταιρεία στη βάση τιμολογίου, ημερ. 25/1/00, το οποίο θα έπρεπε να εξοφληθεί εντός 60 ημερών από την έκδοσή του. Μετά την παράδοση των πιο πάνω εμπορευμάτων στην εφεσίβλητη – εναγόμενη εταιρεία, οι εφεσίβλητοι – εναγόμενοι 2 και 3 παραχώρησαν σε άλλη εταιρεία αλουμινίου τα αποθέματα των εμπορευμάτων της εφεσίβλητης – εναγόμενης εταιρείας ως αντάλλαγμα [*992]για την παραχώρηση σ’ αυτούς μετοχών, με αποτέλεσμα η τελευταία να αδρανοποιηθεί. Οι εφεσίβλητοι – εναγόμενοι 2 και 3 υποσχέθηκαν στην εφεσείουσα – ενάγουσα ότι θα εξοφλήσουν οι ίδιοι προσωπικώς το τιμολόγιο άλλα δεν το έπραξαν παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της εφεσείουσας – ενάγουσας. Η έκθεση απαίτησης περιείχε ισχυρισμό για ανάληψη από τους εφεσίβλητους – εναγόμενους 2 και 3 της εν λόγω υποχρέωσής τους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, πέρα από την ανάλυση της μαρτυρίας και την κατάληξή του στα ευρήματα και συμπεράσματά του, ασχολήθηκε και με το θέμα άρσης του εταιρικού πέπλου με βάση την Salomon v. Salomon & Co. [1897] A.C.22 (παρατηρώντας ότι η πλευρά της ενάγουσας ισχυρίζεται ότι οι εναγόμενοι 2 και 3 ευθύνονται προσωπικώς για την εξόφληση του τιμολογίου γιατί καταδολίευσαν την ενάγουσα) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκαν γεγονότα που δικαιολογούσαν την άρση του εταιρικού πέπλου.

Οι λόγοι έφεσης βασικά αφορούν ισχυρισμό ότι λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα, αφού τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να εξετάσει θέμα άρσης του εταιρικού πέπλου, αφού δεν υπήρχε ισχυρισμός δόλου σε κανένα σημείο της δικογραφίας.

2.  Η αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 2 και 3 είχε σαν αντικείμενο την ανάληψη από τους εν λόγω εφεσίβλητους προσωπικής υποχρέωσης για εξόφληση του τιμολογίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το θέμα αυτό. Η εφεσείουσα όμως δεν ήγειρε ως λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το αντικείμενο της αγωγής σε λανθασμένη βάση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί το Εφετείο να του επιληφθεί.

3.  Δεν έχουν τεθεί ενώπιον του Εφετείου ικανοποιητικά στοιχεία τα οποία να δικαιολογούν την επέμβασή του επί των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων 2 και 3 απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

 

[*993]Αναφερόμενη υπόθεση:

Salomon v. Salomon & Co [1897] A.C.22.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθ. Αρ. 2548/02), ημερομ. 19.7.05.

Μ. Μάρκου, για την Eφεσείουσα.

Α. Πογιατζής, για τους Εφεσίβλητους 2 και 3.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Η αιτία αγωγής, οι εκδοχές των δύο πλευρών και το ιστορικό της υπόθεσης φαίνονται στην πρωτόδικη απόφαση, από την οποία παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα:

«Με την προκειμένη αγωγή η ενάγουσα διεκδικεί από τους εναγομένους, αλληλεγγύως και/ή ξεχωριστά από τον καθ΄ένα, το ποσόν των £24.107, επιπλέον τόκους και έξοδα.  Το ποσόν των £24.107 αποτελεί την αξία εμπορευμάτων τα οποία η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην εναγομένη αρ.1.

Στην έκθεση απαίτησης δικογραφείται η ακόλουθη εκδοχή περί τα γεγονότα:  Η ενάγουσα είναι αλλοδαπή εταιρεία με κύκλο εργασίας την παραγωγή και εμπορία προφίλ αλουμινίου (δηλαδή προϊόντων παραχθέντων από αλουμίνιο).  Η εναγομένη αρ. 1 είναι ημεδαπή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με κύκλο εργασιών την εμπορία και επεξεργασία προφίλ αλουμινίου, ενώ οι εναγόμενοι αρ. 2 και 3 είναι οι μόνοι διευθυντές και κύριοι μέτοχοί της.  Στα πλαίσια εμπορικής συνεργασίας μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης αρ. 1, η πρώτη πώλησε και παρέδωσε στη δεύτερη συγκεκριμένη ποσότητα προφίλ αλουμινίου αξίας £24.107.  Εξεδόθηκε σχετικώς το τιμολόγιο αρ. 38/00 («το τιμολόγιο»), ημερ. 25.1.00, το οποίο θα έπρεπε να εξοφληθεί εντός 60 ημερών από την έκδοσή του.  Μετά την παράδοση των εμπορευμάτων αυτών στην εναγομένη αρ. 1, η οποία και τα απεδέχθηκε πλήρως, οι εναγόμενοι αρ. 2 και 3 παρεχώρισαν στην [*994]εταιρεία Muskita Aluminium Industries Ltd. (« η Muskita») τα αποθέματα των εμπορευμάτων της εναγομένης αρ. 1 και άλλα περιουσιακά της στοιχεία ως αντάλλαγμα για την παραχώριση σε αυτούς μετοχών της Muskita.  H Muskita κατέστη δημόσια εταιρεία και οι μετοχές της είχαν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.  Στα αποθέματα εμπορευμάτων της εναγομένης αρ. 1, τα οποία παρεχωρήθηκαν στην Muskita, περιλαμβάνονταν και τα προφίλ αλουμινίου τα οποία πωλήθηκαν και παρεδόθηκαν στην εναγομένη αρ. 1 δυνάμει του τιμολογίου.  Ως αποτέλεσμα αυτής της παραχώρησης, η εναγομένη αρ. 1, η οποία διεξήγαγε εργασίες ανταγωνιστικές προς τη Muskita, αδρανοποιήθηκε.  Οι εναγόμενοι αρ. 2 και 3 υπεσχέθηκαν ρητώς και διεβεβαίωσαν την ενάγουσα και τους αντιπροσώπους της στην Κύπρο ότι θα εξοφλούσαν οι ίδιοι προσωπικώς το τιμολόγιο. Παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας, οι εναγόμενοι παραλείπουν να εξοφλήσουν το τιμολόγιο.  Οι εναγόμενοι αρ. 2 και 3, οι οποίοι με τη συμπεριφορά και τις δηλώσεις τους κατέστησαν προσωπικώς υπεύθυνοι για την εξόφληση του τιμολογίου, προφασίζονται αδυναμία εξόφλησης του λόγω της πτώσης της αξίας των μετοχών της Muskita.  Τέλος, επειδή το τιμολόγιο κατέστη ληξιπρόθεσμο στις 27.3.00, το ποσόν των £24.107 είναι τοκοφόρο προς 8% από την ημερομηνία αυτή.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .  . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Επί της ουσίας της αγωγής, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι «μετά από αφαίρεση ωρισμένων υπερχρεώσεων και την επιστροφή ποσοτήτων αλουμινίου …. Αλλά και πληρωμές έχουν τακτοποιήσει το χρέος του ….. τιμολογίου αρ. 38/00», ότι μετά την παράδοση των επιδίκων προφίλ αλουμινίου αυτοί έγιναν «απόλυτοι κύριοι» τους και ότι οι εναγόμενοι αρ. 2 και 3 δεν ευθύνονται προσωπικώς εφ΄όσον πάντοτε ενεργούσαν ως διευθυντές της εναγομένης αρ. 1.

. . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Σημειώνω ότι, ανεξαρτήτως των θέσεων που προβάλλει με την υπεράσπιση, στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας η εναγομένη αρ. 1, διά του δικηγόρου της, παρεδέχθηκε ότι οφείλει το ποσόν του τιμολογίου και δήλωσε έτοιμη να δεχθεί απόφαση για το ποσόν αυτό.  Όμως, η πλευρά της ενάγουσας επέμεινε να προωθήσει την αγωγή εναντίον όλων των εναγομένων υποστηρίζοντας ότι οι εναγόμενοι αρ. 2 και 3 ευθύνονται για την εξόφληση του τιμολογίου αλληλεγγύως και/ή ξεχωριστά ο καθ΄ένας.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, πέρα από την ανάλυση της μαρτυρίας και την κατάληξή του στα ευρήματα και συμπεράσματα του, [*995]ασχολήθηκε και με το θέμα της άρσης του εταιρικού πέπλου, με βάση τη γνωστή υπόθεση Salomon v. Salomon & Co [1897] Α.C. 22, δηλώντας ότι «η κατ΄ισχυρισμό προσωπική ευθύνη των εναγομένων αρ. 2 και 3 όσον αφορά την εξόφληση του τιμολογίου, θα διερευνηθεί υπό το πρίσμα της θεωρίας της άρσης του εταιρικού πέπλου».  Παρατήρησε ακολούθως κατά λέξη ότι «στην προκείμενη περίπτωση η πλευρά της ενάγουσας ισχυρίζεται οι εναγόμενοι αρ. 2 και 3 ευθύνονται προσωπικώς για την εξόφληση του τιμολογίου γιατί καταδολίευσαν την ενάγουσα». 

Επισημαίνουμε ευθύς πως η θέση αυτή είναι εσφαλμένη.  Σε κανένα σημείο της δικογραφίας, ήτοι στην Έκθεση Απαίτησης,  υπάρχει ισχυρισμός δόλου.  Όπως σωστά μας επισημάνθηκε, ένας ισχυρισμός δόλου θα έπρεπε να είναι ρητός και να δίδονται λεπτομέρειες. Το Δικαστήριο στην περίπτωση αυτή καταλήγει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι υπήρχε τέτοιος ισχυρισμός, που προέκυπτε μέσα από τα γεγονότα της υπόθεσης.  Αναφέρει επί τούτου: «Προσδιορίζουν δε ως πράξη τέτοιας καταδολίευσης την απόφαση τους να παραχωρήσουν στην εταιρεία Muskita, με αντάλλαγμα την απόκτηση από τους ιδίους μετοχών της, τα περιουσιακά στοιχεία της εναγομένης αρ. 1 καθώς και αποθέματά της σε προφίλ αλουμινίου, περιλαμβανομένων των προφίλ αλουμινίου που πωλήθηκαν και παραδόθηκαν δυνάμει του τιμολογίου».

Αν, όμως, εξετάσει ένας την Έκθεση της Απαίτησης, θα δει ότι η αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων 2 και 3 βασίζεται στον ισχυρισμό της ανάληψης από τους ιδίους προσωπικώς της υποχρέωσης να εξοφλήσουν το τιμολόγιο, ζήτημα του οποίου δεν επελήφθη το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Σχετικές είναι οι παράγραφοι 9 και 12 της Έκθεσης Απαίτησης, τις οποίες παραθέτουμε:

«9.  Οι Εναγόμενοι 2 και 3 παραδέχθηκαν τα πιο πάνω αναφερόμενα γεγονότα, τα οποία καταγράφονται και στο ενημερωτικό δελτίο και πρόσκληση για εγγραφή (Prospectus), που εξέδωσε η Muskita προς το κοινό για την απόκτηση μετοχών της τελευταίας και υποσχέθηκαν ρητά και διαβεβαίωναν του Ενάγοντες και τους αντιπρόσωπους τους στην Κύπρο ότι θα κατέβαλλαν οι ίδιοι προσωπικά την αξία του πιο πάνω αναφερόμενου τιμολογίου στους Ενάγοντες.

12.  Είναι η θέση των Εναγόντων ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 με την πιο πάνω αναφερόμενη συμπεριφορά τους και των ρητών [*996]υποσχέσεων και διαβεβαιώσεων που κατά καιρούς έδωσαν στους Ενάγοντες και τους αντιπροσώπους τους στην Κύπρο, ότι έχουν αναλάβει προσωπική ευθύνη απέναντι στους Ενάγοντες για την πάνω οφειλή των Εναγομένων 1 προς τους Ενάγοντες.»

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)

Στους λόγους έφεσης όμως δεν εγείρεται τέτοιο θέμα, αφού δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής εξέτασε το αντικείμενο της αγωγής σε λανθασμένη βάση. Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να του επιληφθούμε. Έτσι, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε την έφεση με βάση τους λόγους που συμπεριλήφθηκαν στο εφετήριο.

Οι λόγοι της έφεσης βασικά αφορούν ισχυρισμό ότι λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκαν γεγονότα που  δικαιολογούσαν την άρση του εταιρικού πέπλου, αφού τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένα. 

Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε ευρήματα γεγονότων, αξιοπιστίας και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δε χρειάζεται να παραθέσουμε αυθεντίες.  Αρκεί να πούμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι το αρμόδιο δικαστήριο για να κρίνει τα πιο πάνω, αφού έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες και δεν χωρεί επέμβαση του Εφετείου, εκτός όπου τα ευρήματα και τα συμπεράσματα δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία.  Δεν έχουν τεθεί ενώπιον μας ικανοποιητικά στοιχεία που να μας πείθουν ότι στην παρούσα περίπτωση χωρεί τέτοια επέμβαση.  Η πρωτόδικη Δικαστής ανέλυσε με λεπτομέρεια τη μαρτυρία και αιτιολόγησε πλήρως τα ευρήματά της, αναφερόμενη ειδικά και στην εντύπωση που έκαναν οι μάρτυρες εκατέρωθεν, με βάση τον τρόπο που απαντούσαν στις ερωτήσεις.

Κάτω από τις συνθήκες, η έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων 2 και 3 απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας-ενάγουσας.

Η έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων 2 και 3 απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο