Χριστοδουλίδου Mαρία Τουμαϊάν ν. Haroutioun Toumaian (2007) 1 ΑΑΔ 1024

(2007) 1 ΑΑΔ 1024

[*1024]3 Σεπτεμβρίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΑ ΤΟΥΜΑΪΑΝ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

HAROUTIOUN TOUMAIAN,

Kαθ’ ου η αίτηση.

(Nομικό Ερώτημα Αρ. 358)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ? Συνταγματικότητα νόμου ? Κατά πόσο το Άρθρο 11(2)(ε) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990, Ν.23/90 αντίκειται προς το Άρθρο 111.3 του Συντάγματος όπως τροποποιήθηκε με το Ν.95/89 και είναι ως εκ τούτου αντισυνταγματικό.

Οικογενειακό Δικαστήριο ? Δικαιοδοσία Οικογενειακών Δικαστηρίων τα οποία ιδρύθηκαν με τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο του 1990, Ν.23/90 ? Κατά πόσο περιλαμβάνει την εκδίκαση υποθέσεων ατόμων που ανήκουν σε Θρησκευτικές Ομάδες.

Οικογενειακό Δικαστήριο Θρησκευτικών Ομάδων ? Δικαιοδοσία και συγκρότηση των Οικογενειακών Δικαστηρίων Θρησκευτικών Ομάδων.

Νομικό Ερώτημα ? Παραπομπή συνταγματικού ερωτήματος από το Οικογενειακό Δικαστήριο για διάγνωση από το Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος.

Η αιτήτρια καταχώρησε αίτηση διατροφής εναντίον του καθ’ ου η αίτηση. Ο καθ’ ου η αίτηση είναι μέλος της αρμενικής θρησκευτικής ομάδας ενώ η αιτήτρια της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας της Κύπρου. Και οι δύο είναι κύπριοι πολίτες. Ο γάμος των διαδίκων τελέστηκε στην αρμενική εκκλησία.

Ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ενώπιον [*1025]του οποίου παρουσιάστηκε η αίτηση αποφάσισε ότι είχε δικαιοδοσία να της επιληφθεί, θεωρώντας ως δεσμευτική την απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην υπόθεση Rose Δάμτσα v. Πέτρου Δάμτσα (Αρ. 2) (2006) 1 Α.Α.Δ. 1389.

Ο δικηγόρος του καθ’ ου η αίτηση ήγειρε συνταγματικό ερώτημα το οποίο και ζήτησε να παραπεμφθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο για επίλυση βάσει του Άρθρου 144 του Συντάγματος. Το παραπεμφθέν ερώτημα αφορά το κατά πόσο το Άρθρο 11 (2) (ε) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990, Ν.23/90, στην περίπτωση διατροφής παιδιών που γεννήθηκαν από μέρη που τέλεσαν γάμο στην αρμενική εκκλησία και ένα από αυτά ανήκει στην θρησκευτική ομάδα των αρμενίων, αντίκειται προς το Άρθρο 111.3 του Συντάγματος όπως τροποποιήθηκε με το Ν.95/89, και είναι ως εκ τούτου αντισυνταγματικό.

Ο δικηγόρος του καθ’ ου η αίτηση εισηγήθηκε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου 3 του Συντάγματος η δικαιοδοσία και για θέματα διατροφής, γονικής μέριμνας, αναγνώρισης τέκνου, υιοθεσίας, περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και οποιαδήποτε άλλη γαμική ή οικογενειακή διαφορά υπάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων των Θρησκευτικών Ομάδων. Επομένως, εισηγήθηκε, δεν έχουν σ’ αυτά τα θέματα δικαιοδοσία τα Οικογενειακά Δικαστήρια, που ιδρύθηκαν με το Ν.23/90.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι εξουσίες του Οικογενειακού Δικαστηρίου των Θρησκευτικών Ομάδων, όπως διατυπώνονται στο Μέρος V του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων των Θρησκευτικών Ομάδων (ο περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμος του 1994, 87(Ι)/94, όπως τροποποιήθηκε, περιορίζονται στην εκδίκαση αγωγών διαζυγίου. Μετά την καταχώρηση αιτήσεως διαζυγίου το Δικαστήριο μπορεί επίσης να εξετάσει και ζήτημα παραχώρησης στο ένα σύζυγο της αποκλειστικής χρήσης ολοκλήρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει ως κύρια διαμονή των διαδίκων (οικογενειακή στέγη). Για όλα τα υπόλοιπα θέματα που δεν αναφέρονται ρητά στο Σύνταγμα όπως, γονική μέριμνα, διατροφή, αναγνώριση τέκνου, υιοθεσία και περιουσιακές σχέσεις των συζύγων,            δικαιοδοσία έχουν τα Οικογενειακά Δικαστήρια που ιδρύθηκαν με το Νόμο 23/90 στον οποίο καθορίζεται και η κατά τόπον δικαιοδοσία.

2.  Ο νομοθέτης θα μπορούσε να επεκτείνει τη δικαιοδοσία των Δι[*1026]καστηρίων των Θρησκευτικών Ομάδων και στην πιο πάνω ύλη. Όμως δεν είχε τέτοια συνταγματική υποχρέωση. Αυτή ήταν πάντοτε η πρόθεση του νομοθέτη, όπως εκδηλώνεται στα επίμαχα νομοθετήματα, η οποία συνάδει με τις συνταγματικές διατάξεις. Έφεση από απόφαση του Δικαστηρίου Θρησκευτικών Ομάδων εκδικάζεται από το ίδιο Οικογενειακό Εφετείο που επιλαμβάνεται και των εφέσεων από τα Οικογενειακά Δικαστήρια. Η ερμηνευτική προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου συνάδει και με τη σύγχρονη αντίληψη περί απονομής της δικαιοσύνης, η λειτουργία της οποίας βασίζεται στις αρχές της ισονομίας και της ισοπολιτείας και όχι στη δημιουργία ειδικών ξεχωριστών δικαστηρίων στη βάση της φυλής ή θρησκεύματος.

3.  Οι σχετικές διατάξεις των Νόμων, που αναφέρονται στο παραπεμφθέν ερώτημα δεν προσκρούουν στο Άρθρο 111 του Συντάγματος και δεν είναι, ως εκ τούτου αντισυνταγματικές.

Απάντηση στο παρεπεμφθέν ερώτημα

ως ανωτέρω. Εκδόθηκε διαταγή όπως τα έξοδα της διαδικασίας τα επωμισθεί ο καθ’ ου η αίτηση.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Μιχαλιάς v. Μιχαλιά (2007) 1 Α.Α.Δ. 675.

Νομικό Ερώτημα.

Νομικό Ερώτημα από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Αίτ. Διατροφής 1/06), κατόπιν αίτησης του δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση, το οποίο παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο για να αποφανθεί κατά πόσο το Άρθρο 11(2)(ε) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν. 23/90) αντίκειται στο Άρθρο 111.3 του Συντάγματος όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 95/89.

Λ. Βραχίμης, για την Αιτήτρια.

Α. Δανός, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εκκρεμεί διαδικασία η οποία αφορά σε αίτηση διατροφής εκ μέρους της αιτήτριας εναντίον του καθ’ ου η αίτηση. Ο καθ’ ου η [*1027]αίτηση είναι μέλος της αρμενικής θρησκευτικής ομάδας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2(3) του Συντάγματος, ενώ η αιτήτρια της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας της Κύπρου. Και οι δύο είναι κύπριοι πολίτες. Ο γάμος των διαδίκων τελέστηκε στην αρμενική εκκλησία. Η αίτηση παρουσιάστηκε ενώπιον του Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 10.1.2007. Παραθέτουμε αυτούσιο το πρακτικό του Προέδρου που καταδεικνύει το χειρισμό της αίτησης.

«ΑΠΟΦΑΣΗ

Θεωρώ δεσμευτική την απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην υπόθεση Rose Δάμτσα ν. Πέτρου Δάμτσα, (Αρ. 2) (2006) 1 Α.Α.Δ. 1389 ως προς το θέμα της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.

Γι’ αυτό και έχοντας υπόψη μου την πιο πάνω αυθεντία η οποία είναι σαφής, δεν έχω άλλη επιλογή από το να θεωρήσω ότι έχω δικαιοδοσία στην προκείμενη περίπτωση με βάση το άρθρο 11(2)(ε) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν.23/90), όπως τροποποιήθηκε από το Ν.26(Ι)/98, και το άρθρο 2 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/90), όπως τροποποιήθηκε με το Ν.21(Ι)/98.»

Mετά την πιο πάνω εξέλιξη ο δικηγόρος του καθ’ ου η αίτηση ήγειρε στις 9.2.2007 ενώπιον του Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας συνταγματικό ερώτημα το οποίο και ζήτησε να παραπεμφθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο για επίλυση βάσει του άρθρου 144 του Συντάγματος. Δεν υπήρξε ένσταση στο αίτημα και ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διατύπωσε το νομικό ερώτημα σε δύο ξεχωριστές παραγράφους. Είναι στην 1η όμως παράγραφο που περιέχεται με σαφήνεια ολόκληρο το ερώτημα. Η 2η παράγραφος, καθώς και αυτά που υποστηρικτικά καταγράφονται, για την επίλυση του εγερθέντος νομικού ερωτήματος, μεταδίδουν ουσιαστικά τη σκέψη του Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου, με την οποία, προφανώς, εκφράζει τη δική του απάντηση στο ερώτημα, αφήνοντας δηλαδή να νοηθεί πως οι πρόνοιες του άρθρου 3 του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.26(Ι)/98, προσκρούουν στις διατάξεις του άρθρου 111.3 του Συντάγματος.

Παραθέτουμε το ερώτημα:

«1. κατά πόσο το άρθρο 11(2)(ε) του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990, Ν.23/90, στην έκταση που εφαρμό[*1028]ζεται στην προκείμενη περίπτωση, δηλαδή περίπτωση διατροφής παιδιών που γεννήθηκαν από μέρη που τέλεσαν γάμο στην αρμένικη εκκλησία και ένα από αυτά ανήκει στην αρμένικη θρησκευτική ομάδα, αντίκειται στο άρθρο 111.3 του συντάγματος όπως τροποποιήθηκε με το Ν.95/89.»

Στην ενώπιον μας διαδικασία οι δικηγόροι των ενδιαφερομένων μερών κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις, τις οποίες και υιοθέτησαν χωρίς περαιτέρω σχόλια. Οι γραπτές αγορεύσεις είναι ομολογουμένως διατυπωμένες με καθαρή γλώσσα και σ’ αυτές εκφράζεται με ευκρίνεια η θέση της κάθε πλευράς.

Όπως υπέδειξε η Ολομέλεια πρόσφατα στην υπόθεση Μιχαλιάς ν. Μιχαλιά (2007) 1 Α.Α.Δ. 675, η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 144.1 του Συντάγματος περιορίζεται στη διερεύνηση του συνταγματικού ζητήματος, όπως αυτό έχει παραπεμφθεί ενώπιον του. Δεν λειτουργεί ως εφετείο ή αναιρετικό δικαστήριο. Με τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμο του 1964 το Ανώτατο Δικαστήριο και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο συγχωνεύτηκαν σε ένα, το Ανώτατο Δικαστήριο. Οι δικαιοδοσίες όμως που απονέμονται από το Σύνταγμα στα δύο πιο πάνω Δικαστήρια παραμένουν διακριτές ανάλογα με την καθ’ ύλην δικαιοδοσία που τους ορίζει το Σύνταγμα.

Το άρθρο 111 του Συντάγματος, όπως υφίσταται σήμερα μετά την τροποποίηση του με τον περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 1989 (Ν.95/1989) έχει ως εξής:

«111.1 Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος παν ζήτημα των ανηκόντων εις την ελληνικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν ή εις θρησκευτικήν ομάδα, δι’ ην ισχύουσιν αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου του άρθρου 2, σχέσιν έχον προς τον αρραβώνα, τον γάμον, το κύρος του γάμου, διέπεται από της ημερομηνίας της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος υπό του εκκλησιαστικού νόμου της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας ή υπό του εκκλησιαστικού νόμου εκάστης θρησκευτικής ομάδος, αναλόγως της περιπτώσεως.

Νόμος θέλει προβλέψει περί της ενώπιον Επισκόπου αποπείρας συνδιαλλαγής ή της πνευματικής λύσεως του γάμου.

2-Α Παν ζήτημα των ανηκόντων εις την ελληνικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν, σχέσιν έχον προς το διαζύγιον, τον χωρισμόν από κοίτης και τραπέζης ή την συνοίκησιν των συζύγων ή τας οικο[*1029]γενειακάς σχέσεις διαγιγνώσκεται υπό οικογενειακών δικαστηρίων έκαστον των οποίων σύγκειται:

(α) Εις την περί διαζυγίου δίκην εκ τριών δικαστών, ο εις των οποίων είναι αξιωματούχος κληρικός, νομομαθής διοριζόμενος υπό της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας και προεδρεύει τούτου, οι δε έτεροι δύο επιλέγονται μεταξύ νομομαθών ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου ανηκόντων εις την ελληνικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν, και διορίζονται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εις ην περίπτωσιν δεν διορίζεται αξιωματούχος κληρικός ως ανωτέρω, το Ανώτατον Δικαστήριον διορίζει και τον Πρόεδρον του Δικαστηρίου.

(β) εις πάσαν άλλην δίκην εξ’ ενός δικαστού ως νόμος θέλει ορίσει.

Β. Το διαζύγιον χωρεί μόνον –

(α) Δια τους εις το Καταστατικόν της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου λόγους ως ούτοι ισχύουν κατά την ημερομηνίαν ψηφίσεως υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων του περί της Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμου του 1989, εφ’ όσον ούτοι δεν αντίκεινται προς το Σύνταγμα·

(β) όταν αι μεταξύ των συζύγων σχέσεις έχουν κλονισθή τόσον ισχυρώς από λόγον ο οποίος αφορά το πρόσωπον του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βασίμως η εξακολούθησις της εγγάμου σχέσεως να είναι αφόρητος δια τον ενάγοντα· και

(γ) δι’ οιονδήποτε έτερον λόγον ως νόμος θέλει ορίσει, αφού ακουσθώσιν αι απόψεις της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου.

3. Παν ζήτημα των ανηκόντων εις θρησκευτικήν ομάδα δι’ ην ισχύουσιν αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου του άρθρου 2, σχέσιν έχον προς το διαζύγιον, τον χωρισμόν από κοίτης και τραπέζης ή την συνοίκησιν των συζύγων ή τας οικογενειακάς σχέσεις διαγιγνώσκεται υπό οικογενειακού δικαστηρίου, περί της ιδρύσεως, της συνθέσεως και της δικαιοδοσίας του οποίου νόμος θέλει ορίσει, τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω.

4. Νόμος θέλει προβλέψει περί της εφέσεως κατά των αποφάσεων των οικογενειακών δικαστηρίων, περί της συνθέσεως των [*1030]δικαζόντων και αποφασιζόντων επί των εφέσεων τούτων, ως και περί της δικαιοδοσίας και της εξουσίας των δευτεροβαθμίων τούτων δικαστηρίων. Νόμος συμφώνως ταις διατάξεσι της παρούσης παραγράφου δύναται να ορίση ότι το δευτεροβάθμιον δικαστήριον δύναται να απαρτίζηται εξ’ ενός ή πλειόνων δικαστών του Ανωτάτου δικαστηρίου, συνεδριαζόντων μόνων ή μετ’ άλλου ή άλλων δικαστών της δικαστικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας, ως ο νόμος θέλει ορίσει.

5. Ανεξαρτήτως των διατάξεων της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου εις τους ανήκοντας εις την Ελληνικήν Κοινότητα προσφέρεται η ελεύθερη επιλογή πολιτικού γάμου.

6. Ουδέν εκ των εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου διαλαμβανομένων δύναται να παρεμποδίση την εφαρμογήν των διατάξεων της πέμπτης παραγράφου του άρθρου 90 προκειμένης εκτελέσεως οιασδήποτε αποφάσεως ή διαταγής παντός εκκλησιαστικού δικαστηρίου.»

Μας ενδιαφέρει για την απάντηση του παραπεμφθέντος ερωτήματος η ορθή ερμηνεία της παραγράφου 3 του πιο πάνω άρθρου του Συντάγματος. Ιδιαίτερα η τελευταία φράση: «...........περί της ιδρύσεως, της συνθέσεως και της δικαιοδοσίας του οποίου Νόμος θέλει ορίσει, τηρουμένων των αναλογιών προς τα ανωτέρω.

Ο σκοπός του νομοθέτη, που λειτούργησε ως συνταγματικός νομοθέτης κατά την ψήφιση της τροποποίησης του άρθρου 111 του Συντάγματος, εκφράζει την πρόθεση του μέσα από τις πρόνοιες του ισχύοντος τώρα άρθρου 111. Πριν από την τροποποίηση του πιο πάνω άρθρου, κάθε ζήτημα αυτών που ανήκουν στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία και είχε σχέση με τον αρραβώνα, το γάμο, το διαζύγιο, το κύρος του γάμου, το χωρισμό από κοίτης και τραπέζης ή τη συνοίκηση των συζύγων ή τις οικογενειακές σχέσεις, υπαγόταν στην αποκλειστική δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Με την τροποποίηση του άρθρου 111 του Συντάγματος, που ενθέτουμε πιο πάνω, η δικαιοδοσία αυτή των εκκλησιαστικών δικαστηρίων καταργήθηκε για να μεταβιβαστεί κατά αποκλειστικότητα σε οικογενειακά δικαστήρια, με σύνθεση όπως προβλέπεται στο (α) της παραγράφου 2-Α του άρθρου 111. Να σημειώσουμε πως δεν διορίστηκε ποτέ αξιωματούχος κληρικός, καθώς διαλαμβάνεται στην εν λόγω παράγραφο. Γι’ αυτό και το Ανώτατο Δικαστήριο διορίζει και τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, διαδικασία που έχει έκτοτε παγιωθεί.

Ακολούθησε η θέσπιση του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων [*1031]Νόμου του 1990, Ν.23/90, ο οποίος προνοεί για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 111 του Συντάγματος διατηρώντας αλώβητες τις διατάξεις του ως προς τη δίκη για διαζύγιο. Καθορίζει όμως και την καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα των Οικογενειακών Δικαστηρίων.  Στο Τρίτο Μέρος του Νόμου με επικεφαλίδα «Δικαιοδοσία-Δίκαιο», έχουμε τις πιο κάτω πρόνοιες:

«ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Δικαιοδοσία-Δίκαιο

11.-(1) Τα οικογενειακά δικαστήρια έχουν τη δικαιοδοσία και ασκούν τις εξουσίες που τους ανατίθενται δυνάμει του Άρθρου 111 του Συντάγματος, του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου νόμου.

(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1), τα οικογενειακά δικαστήρια έχουν ειδικότερα την εξουσία να επιλαμβάνονται υποθέσεων που αφορούν-

(α) Λύση θρησκευτικού γάμου, ο οποίος τελέσθηκε κατά τα θέσμια της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

(β) Λύση θρησκευτικού γάμου οποιουδήποτε άλλου δόγματος εφόσον η λύση τέτοιου γάμου δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία των οικογενειακών δικαστηρίων των θρησκευτικών ομάδων.

(γ) Λύση πολιτικού γάμου.

(δ) Θέματα οικογενειακών σχέσεων σε δικαστική διαδικασία που εγείρεται σύμφωνα με τις διατάξεις διμερών ή πολυμερών συμβάσεων στις οποίες έχει προσχωρήσει η Κυπριακή Δημοκρατία.

(ε) Θέματα γονικής μέριμνας, διατροφής, αναγνώρισης τέκνου, υιοθεσίας, περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και οποιαδήποτε άλλη γαμική ή οικογενειακή διαφορά, εφόσον οι διάδικοι ή ένας από αυτούς έχουν τη διαμονή τους στη Δημοκρατία.

Νοείται ότι στην περίπτωση που υπάρχει περιουσία, σύμφωνα με την έννοια που αποδίδεται σε αυτή από το άρθρο 2 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου, τότε δεν απαιτείται οιαδήποτε διαμονή στην Κύπρο των διαδίκων ή ενός από αυτούς.»

Όπως υποδείξαμε πιο πάνω, όταν παραθέταμε τη διατύπωση [*1032]του ερωτήματος, μας ενδιαφέρει το (ε) της παραγράφου 2 του πιο πάνω άρθρου. Επαναλαμβάνουμε πως η εισήγηση του δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση είναι πως, σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου 3 του Συντάγματος η δικαιοδοσία και για θέματα διατροφής, γονικής μέριμνας, αναγνώρισης τέκνου, υιοθεσίας, περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και οποιαδήποτε άλλη γαμική ή οικογενειακή διαφορά υπάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων των Θρησκευτικών Ομάδων. Επομένως, εισηγείται, δεν έχουν σ’ αυτά τα θέματα δικαιοδοσία τα Οικογενειακά Δικαστήρια, που ιδρύθηκαν με το Ν.23/90.

Η Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις πρόνοιες  της παραγράφου 3 του άρθρου 111 του Συντάγματος, θέσπισε ειδική νομοθεσία που αφορά στην ίδρυση και δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων των Θρησκευτικών Ομάδων (ο περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμος του 1994, 87(Ι)/94, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα. Το Οικογενειακό Δικαστήριο των Θρησκευτικών Ομάδων, κατ’ αναλογίαν με τα Οικογενειακά Δικαστήρια, συγκροτείται για την εκδίκαση διαζυγίων από τρεις δικαστές, εκ των οποίων ο Πρόεδρος του και ένα από τα Μέλη του διορίζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο, είναι δε μέλη της δικαστικής υπηρεσίας. Το τρίτο Μέλος είναι εκπρόσωπος της θρησκευτικής ομάδας στην οποία ανήκουν οι διάδικοι, το οποίο και επιλέγεται από κατάλογο πέντε προσώπων που υποδεικνύεται από τον εκπρόσωπο της θρησκευτικής ομάδας στη Βουλή των Αντιπροσώπων και διορίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο. Δεν ακολουθείται η πιο πάνω διαδικασία αναφορικά με το διορισμό του εκπροσώπου της θρησκευτικής ομάδας, γι’ αυτό, και σύμφωνα πάλιν με το Νόμο, και κατ’ αναλογίαν με τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο 23/90, και το τρίτο μέλος του Δικαστηρίου διορίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο, και είναι βεβαίως μόνιμο μέλος της δικαστικής υπηρεσίας.

Οι εξουσίες του Οικογενειακού Δικαστηρίου των Θρησκευτικών Ομάδων, όπως διατυπώνονται στο Μέρος V του Νόμου περιορίζονται στην εκδίκαση αγωγών διαζυγίου, οι δε λόγοι για την έκδοση του απαριθμούνται στο Παράρτημα Α του Νόμου.  Επιπλέον, έχει δικαιοδοσία να επιλαμβάνεται παρεμπιπτουσών αιτήσεων επί αυτού του θέματος. Μετά την καταχώριση αιτήσεως διαζυγίου το Δικαστήριο μπορεί επίσης να εξετάσει και ζήτημα παραχώρησης στον ένα σύζυγο της αποκλειστικής χρήσης ολοκλήρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει ως κύρια διαμονή των διαδίκων (οικογενειακή στέγη). Για όλα τα υπόλοιπα θέματα που δεν αναφέρονται ρητά στο Σύνταγμα όπως, γονική μέριμνα, διατροφή, [*1033]αναγνώριση τέκνου, υιοθεσία και περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, δικαιοδοσία έχουν τα Οικογενειακά Δικαστήρια που ιδρύθηκαν με το Νόμο 23/90 στον οποίο καθορίζεται και η κατά τόπον δικαιοδοσία. Σ’ αυτά δε τα Δικαστήρια προσφεύγουν όλα τα άτομα – διάδικοι για όλες τις πιο πάνω διαφορές, πλην της αιτήσεως διαζυγίου η δικαιοδοσία του οποίου εκτείνεται και είναι αποκλειστική μόνο για τους ανήκοντες στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία. Για όλα δε τα θέματα, πλην της λύσης του γάμου, η δίκη διεξάγεται ενώπιον ενός δικαστή.

Επαναλαμβάνουμε, για τρίτη φορά, πως η εισήγηση του δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση είναι πως η πρόνοια αυτή στο Ν.23/1990 είναι αντισυνταγματική. Η δικαιοδοσία αυτή θα έπρεπε, λέγει ο συνήγορος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του Συντάγματος να αποδίδεται στο Οικογενειακό Δικαστήριο των Θρησκευτικών Ομάδων που ιδρύθηκε με το Νόμο 87(Ι) του 1994, όπως τροποποιήθηκε.

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Ο δικηγόρος της αιτήτριας δίδει ορθή απάντηση στην πιο πάνω θέση του συναδέλφου του. Ο νομοθέτης εφαρμόζοντας την επίμαχη πρόνοια του Συντάγματος, και έχοντας βεβαίως υπόψη τις προθέσεις του, θέσπισε τον Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμο του 1994, με αποκλειστική δικαιοδοσία την εκδίκαση αγωγών για διαζύγιο μεταξύ ατόμων που ανήκουν στις θρησκευτικές ομάδες όπως ρητά προβλέπει το άρθρο 2(3) του Συντάγματος, κατά τον ίδιο και ανάλογο τρόπο όπως προνοείται στον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο 23/90 γι’ αυτούς που ανήκουν στην ελληνική ορθόδοξο εκκλησία. Στα Οικογενειακά Δικαστήρια, που δημιουργήθηκαν με το Ν.23/90, όπως υποδείξαμε πιο πάνω, δόθηκε και δικαιοδοσία σε θέματα γονικής μέριμνας, διατροφής, αναγνώρισης τέκνου, υιοθεσίας, περιουσιακών σχέσεων κ.λπ. Σ’ αυτή τη δικαιοδοσία εμπίπτουν και εκδικάζονται οι υποθέσεις όλων των ενδιαφερομένων ατόμων, περιλαμβανομένων και αυτών που ανήκουν σε Θρησκευτική Ομάδα. Πρόβλεψε δηλαδή ο νομοθέτης, σύμφωνα με το επίμαχο άρθρο του Συντάγματος, Οικογενειακό Δικαστήριο με καθ’ ύλην δικαιοδοσία να εκδικάζει τις υποθέσεις αυτών που ανήκουν στις Θρησκευτικές Ομάδες και που αφορούν σε όλα τα θέματα που απαριθμούνται στο Νόμο, ενώ προνόησε για ειδικό δικαστήριο με ειδική σύνθεση για τη λύση του γάμου, όπως ρητά προβλέπει το Σύνταγμα. Θέμα που ανάγεται αποκλειστικά στον προσωπικό θεσμό που έχει άμεση σχέση με τον τρόπο ιερολόγησης του γάμου.  Θα μπορούσε βέβαια ο νομοθέτης να επεκτείνει τη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων των Θρησκευτικών Ομάδων [*1034]και στην πιο πάνω ύλη, δεν είχε όμως τέτοια συνταγματική υποχρέωση. Αυτή ήταν πάντοτε η πρόθεση του νομοθέτη, όπως εκδηλώνεται στα επίμαχα νομοθετήματα, η οποία συνάδει με τις συνταγματικές διατάξεις. Να υποδείξουμε επί του προκειμένου πως έφεση από απόφαση του Δικαστηρίου Θρησκευτικών Ομάδων εκδικάζεται από το ίδιο Οικογενειακό Εφετείο που επιλαμβάνεται και των εφέσεων από τα Οικογενειακά Δικαστήρια. (Δες: αντίστοιχα άρθρα 21 και 25 των Νόμων 23/90 και 87(Ι)/94. Να σημειώσουμε επίσης πως η ερμηνευτική μας προσέγγιση συνάδει και με τη σύγχρονη αντίληψη περί απονομής της δικαιοσύνης, η λειτουργία της οποίας βασίζεται στις αρχές της ισονομίας και ισοπολιτείας και όχι στη δημιουργία ειδικών ξεχωριστών δικαστηρίων στη βάση της φυλής, ή θρησκεύματος.

Η απάντηση μας επομένως στο ερώτημα είναι πως οι σχετικές διατάξεις των Νόμων, που αναφέρονται στο ερώτημα δεν προσκρούουν στο άρθρο 111 του Συντάγματος. Τα έξοδα της διαδικασίας θα επωμιστεί ο καθ’ ου η αίτηση.

Απάντηση στο παρεπεμφθέν ερώτημα ως ανωτέρω. Εκδίδεται διαταγή όπως τα έξοδα της διαδικασίας τα επωμισθεί ο καθ’ ου η αίτηση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο