(2007) 1 ΑΑΔ 1042
[*1042]11 Σεπτεμβρίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
POLYFORD HOLDINGS LTD KAI AΛΛΟΙ,
Εφεσείοντες,
v.
ROSESTAGE ENTERPRISES LTD ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΕΝΑΓΟΥΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ/Ή ΩΣ ΜΕΤΟΧΟΙ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΑΙ/Ή ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ ΑΡ. 1 ΚΑΙ ΑΡ. 25 ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΠΛΗΝ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΙ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 188/2005)
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Παρεμπίπτον διάταγμα δυνάμει του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (N.14/60) ― Προϋποθέσεις εκδόσεως ― Ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση, ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας, πιθανότητα να υποστεί ο ενάγων ανεπανόρθωτη ζημιά και στάθμιση κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το ζητούμενο διάταγμα
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Παρεμπίπτον διάταγμα ― Εφαρμοστέες αρχές ― Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν.14/60) ― Προϋποθέσεις έκδοσης ― Πιθανότητα ότι ο ενάγων δικαιούται σε θεραπεία, στην επιφύλαξη του Άρθρου 32 ανωτέρω ― Κατά πόσο η εν λόγω προϋπόθεση ικανοποιήθηκε στην παρούσα υπόθεση όπου η επίδικη διαφορά περιλάμβανε και ζητήματα επιστροφής περιουσίας που είχε ήδη αποξενωθεί.
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Παρεμπίπτον διάταγμα το οποίο εκδόθηκε με μονομερή αίτηση ― Εξουσία του Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) ― Δεν υπεισέρχεται στη διάγνωση της ουσίας της αγωγής.
Η εφεσίβλητη – ενάγουσα καταχώρησε αγωγή κατά των 29 εναγομένων, 4 φυσικών προσώπων και 25 εταιρειών για ισχυριζόμενο δόλο που διαπράχθηκε με στόχο τη νομιμοποίηση αντικαταστατικών [*1043]και παράνομων πράξεων περιλαμβανομένων και πράξεων αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων. Στην ουσία η εφεσίβλητη – ενάγουσα επιδιώκει, μεταξύ άλλων, την ακύρωση των αποφάσεων των Εκτάκτων Γενικών Συνελεύσεων των εναγομένων 1 και 25 στις 15.5.03 και 25.8.03 αντίστοιχα και την αναίρεση όλων των μεταγενέστερων ενεργειών, πράξεων, μεταβιβάσεων μετοχών και αποξενώσεων περιουσιακών στοιχείων.
Η εφεσίβλητη – ενάγουσα εξασφάλισε στο πλαίσιο της αγωγής την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων με τα οποία απαγορευόταν στις εναγόμενες 7 και 8 η πώληση, μεταβίβαση, διάθεση, επιβάρυνση ή κατά άλλο τρόπο αποξένωση των μετοχών που κατέχουν, αντιστοίχως, σε αριθμό άλλων εναγομένων εταιρειών, που εξειδικεύονται. Το Δικαστήριο έκρινε ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και πως ήταν δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθούν τα διατάγματα, προς παγοποίηση της μετοχικής δομής, ώστε να παρεμποδιστεί περαιτέρω αλλαγή και απομάκρυνση από την προηγούμενη κατάσταση, ενδεχόμενο που θα πρόσθετε στις δυσκολίες, αν η εφεσίβλητη-ενάγουσα επιτύγχανε στην αγωγή της.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας λόγους που αφορούσαν στο υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στην κρίση του ότι θεμελιώθηκαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και συγκεκριμένα οι προϋποθέσεις ότι θεμελιώθηκε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση ή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής και ότι θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Υπέβαλαν ακόμη ότι το απαγορευτικό διάταγμα «ήταν απρόσφορο μέτρο γιατί η κατ’ ισχυρισμό αποξένωση περιουσιακών στοιχείων είχε ήδη από αρκετό χρόνο γίνει», ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας δεν έκλινε υπέρ της εφεσίβλητης - ενάγουσας και ότι το θέμα που εξετάζεται είναι δεδικασμένο ή η επιδίωξη των διαταγμάτων καταχρηστική.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο κ. D. Malamen ο οποίος έκαμε τη σχετική ένορκη δήλωση για την έκδοση των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων αντεξετάστηκε και σε κανένα στάδιο δεν αμφισβητήθηκε η προσωπική του γνώση ως προς τα γεγονότα ούτε και του υποβλήθηκαν σχετικές ερωτήσεις.
2. Η εισήγηση των εφεσειόντων ότι το απαγορευτικό διάταγμα δεν [*1044]ήταν πρόσφορο παραγνωρίζει το ότι αυτό στόχευε στην παρεμπόδιση άλλων αποξενώσεων και πως δεν ήταν ούτε η θέση τους πως δεν υπήρχαν οι μετοχές των οποίων απαγορευόταν η αποξένωση.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάνθηκε ότι: (α) δεν είχε νομική υποχρέωση να αποφασίσει στην παρούσα διαδικασία την ακριβή φύση της αγωγής ώστε να αποφανθεί αν πληρούντο οι προϋποθέσεις για έγερση παράγωγης αγωγής ή παράγωγης και προσωπικής ενωμένης σε μια αγωγή, εφόσον οι θέσεις των διαδίκων ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες, (β) υπήρχε πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής και (γ) ικανοποιούντο τα ζητήματα της τρίτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εντός των ορθών πλαισίων.
Η έφεση απορρίφθηκε με £700 έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Δημοκρατία της Σλοβενίας v. Beogradska Banca DD (1999) 1 A.A.Δ. 225.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 3250/04), ημερομ. 27.4.05.
Κ. Μελάς, για τους Εφεσείοντες.
Σ. Πίττας και Π. Κούρτελλος, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη (ενάγουσα) εταιρεία, διατυπώνει με την αγωγή σειρά αξιώσεων κατά των 29 Εναγομένων, 4 φυσικών προσώπων και 25 εταιρειών. Στη ρίζα του ερείσματος που προβάλλουν βρίσκεται ο κατ’ ισχυρισμόν δόλος που διαπράχθηκε με στόχο τη νομιμοποίηση αντικαταστατικών και παράνομων πράξεων που περιλαμβάνουν και αποξένωση περιουσιακών στοιχείων, προς αποκλεισμό του D. Malamen και στέρηση [*1045]δικαιωμάτων του, για τον οποίο, η ίδια, ενόψει συμφωνίας καταπιστεύματος, ενομιμοποιείτο να κινήσει την αγωγή.
Συνοψίζει ως ακολούθως τις αξιώσεις το πρωτόδικο δικαστήριο:
«Στην προκειμένη περίπτωση οι αιτητές με την αγωγή τους εξαιτούνται διάφορες δηλώσεις και διατάγματα τα οποία στην ουσία επιδιώκουν να ακυρώσουν τις αποφάσεις των Εκτάκτων Γενικών Συνελεύσεων των εναγομένων 1 και 25 στις 15.5.03 και 25.8.03 αντίστοιχα και να αναιρέσουν όλες τις μετέπειτα ενέργειες, πράξεις, μεταβιβάσεις μετοχών, αποξενώσεις περιουσιακών στοιχείων. Επίσης, μεταξύ άλλων, ζητούν διατάγματα με τα οποία επιδιώκουν να επαναφέρουν τη μετοχική δομή των μητρικών και θυγατρικών εταιρειών στην κατάσταση που ήταν προτού ο D. Malamen αποχωρήσει από τον Όμιλο και περαιτέρω την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων που ανήκαν στην εναγόμενη 1 και τα οποία αποξενώθηκαν».
Αντικείμενο της έφεσης είναι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία ενέκρινε μέρος της αίτησης της εφεσίβλητης για παρεμπίπτοντα διατάγματα. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού απέρριψε το αίτημα για ορισμένα προστακτικής φύσης διατάγματα, εξέδωσε διατάγματα με τα οποία απαγορευόταν στις εναγόμενες εταιρείες 7 και 8 η πώληση, μεταβίβαση, διάθεση, επιβάρυνση ή κατά άλλο τρόπο αποξένωση των μετοχών που κατέχουν, αντιστοίχως, σε αριθμό άλλων εναγομένων εταιρειών, που εξειδικεύονται. Έκρινε συναφώς το πρωτόδικο δικαστήριο πως συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) και πως ήταν δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθούν τα διατάγματα, προς παγοποίηση της μετοχικής δομής, ώστε να παρεμποδιστεί περαιτέρω αλλαγή και απομάκρυνση από την προηγούμενη κατάσταση, ενδεχόμενο που θα πρόσθετε στις δυσκολίες, αν η εφεσίβλητη επιτύγχανε στην αγωγή της.
Η εφεσείουσα εγκατέλειψε τρεις από τους λόγους έφεσης και από τους υπόλοιπους επτά συζήτησε, ως πρώτο, τον αναφερόμενο στην εισήγησή της πως το θέμα ήταν δεδικασμένο ή πως η επιδίωξη των διαταγμάτων ήταν καταχρηστική. Η αιτιολογία του σχετικού 10ου λόγου έφεσης, παραπέμπει στην αίτηση 160/03 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, όπως αναφέρεται, για διάλυση της πρώτης εναγόμενης εταιρείας Polyford Holdings Ltd. Στο πλαίσιο εκείνης της αίτησης, η οποία τελικά αποσύρθηκε, απορρίφθηκε αίτημα για παρεμπίπτον διάταγμα που αφορούσε και στην αποξέ[*1046]νωση της περιουσίας της. Οπότε, πάντοτε κατά την αιτιολογία του λόγου έφεσης, «η απόφαση αυτή αποτελεί δεδικασμένο γιατί και οι ενδιάμεσες αποφάσεις αποτελούν δεδικασμένο έστω και αν η κυρίως αίτηση ή η αγωγή αποσύρεται ή συμβιβάζεται αργότερα και ως εκ τούτου η παρούσα Αίτηση των Εφεσιβλήτων συνιστά καταπίεση και/ή κατάχρηση». Εν τούτοις, όπως ορθά επεσήμαναν οι εφεσίβλητοι, με το περίγραμμα της αγόρευσής τους προώθησαν την εισήγησή τους πάνω σε διαφορετική βάση. Χωρίς αναφορά στην αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα που απορρίφθηκε, θεωρούν πως το δεδικασμένο ή η κατάχρηση προκύπτει από το γεγονός της απόσυρσης της αίτησης αρ. 160/03 και παραμένουν αναπάντητες και οι περαιτέρω επισημάνσεις της εφεσίβλητης πως όχι μόνο το θέμα δεν καλύπτεται από το λόγο έφεσης αλλά δεν είχε και εγερθεί πρωτοδίκως. Ο λόγος έφεσης προσδιορίζει το επίδικο αντικείμενο και αυτός δεν έχει τεκμηριωθεί. Σημειώνουμε, εν πάση περιπτώσει, πως δεν έχει επεξηγηθεί με κανένα τρόπο η διασύνδεση μεταξύ των δυο διαδικασιών. Ούτε καν το γεγονός ότι, εν προκειμένω, η αίτηση και το απαγορευτικό διάταγμα που εκδόθηκε αφορούν σε μετοχές όχι της εναγόμενης 1 αλλά των εναγομένων εταιρειών 7 και 8.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αφορούν στο υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και στην εσφαλμένη, κατά την εισήγηση, πρωτόδικη κρίση πως εξ αυτού θεμελιώθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 και πως ήταν δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθεί το διάταγμα. Υποστήριξαν (λόγος έφεσης 9) πως στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου οποιοδήποτε σχετικό υλικό αφού ο D. Malamen, στην ένορκη δήλωση του οποίου στηρίχτηκε η αίτηση, δεν αποκάλυψε την πηγή των πληροφοριών του. Περαιτέρω, όμως, πως ούτως ή άλλως κακώς κρίθηκε πως θεμελιώθηκε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση ή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής. Κατά την εισήγησή τους (λόγοι έφεσης 2 και 3), από τα δεδομένα, περιλαμβανομένων και των στοιχείων αναφορικά με τη σχέση του D. Malamen προς την εφεσίβλητη εταιρεία (λόγος έφεσης 6) προέκυπτε πως η εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείτο να κινήσει η ίδια την αγωγή, που δεν ήταν ούτε παράγωγη ούτε προσωπική. Ενώ, παράλληλα, (λόγος έφεσης 4) δεν θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο αφού οι αποζημιώσεις στο τέλος, αν η αγωγή επιτύγχανε, θα ήταν η μόνη θεραπεία. Όπως προσθέτουν συναφώς, το απαγορευτικό διάταγμα «ήταν απρόσφορο μέτρο γιατί η κατ’ ισχυρισμό αποξένωση περιουσιακών στοιχείων είχε ήδη από αρκετό χρόνο γίνει». Ούτε δε το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ της εφεσίβλητης (λόγος έφεσης 5) αφού με το απαγο[*1047]ρευτικό διάταγμα, όπως αναγνώρισε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν θα επανέρχονταν τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση και η εκτίμηση για περαιτέρω δυσκολίες που θα προκαλούσε η ενδεχόμενη περαιτέρω μεταβίβαση μετοχών ήταν αυθαίρετη. Και, πάντως, παραγνώριζε πως με την έκδοση του διατάγματος οι ίδιοι θα επηρεάζονταν δυσμενώς αφού θα παρέλυαν οι επιχειρηματικοί τους σχεδιασμοί.
Σε συμφωνία με την εισήγηση της εφεσίβλητης, καταλήγουμε πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος που να δικαιολογεί παρέμβασή μας. Σημειώνουμε, εν πρώτοις, ως προς την πηγή της πληροφόρησης του D. Malamen, την υπόδειξη της εφεσίβλητης ότι προέκυπτε από την ένορκη δήλωση πως «τα γεγονότα που περιέχονται σ’ αυτή είτε τα γνώριζε προσωπικά ο κ. D. Malamen είτε δήλωνε την πηγή της πληροφόρησής του». Απάντηση επ’ αυτού δεν έχουμε και πάντως δεν έχουμε οποιασδήποτε μορφής συγκεκριμενοποίηση με αναφορά σε κάποιο γεγονός ώστε να είναι δυνατό να εκτιμηθεί και η επίδραση που η όποια έλλειψη θα επαγόταν. Αναφορά έγινε μόνο στη «δήθεν αποξένωση περιουσιακών στοιχείων», και αυτών της Polyford Holdings Ltd, για να επισημάνει, όμως, η εφεσίβλητη, με παραπομπή σε συγκεκριμένη παράγραφο της ένορκης δήλωσης της Ol. Ruda που υποστήριζε την ένσταση πως, αν μη τι άλλο, αυτές οι αποξενώσεις ήταν παραδεκτές. Ούτε επ’ αυτού υπάρχει απάντηση και σημειώνουμε πως και ενώπιόν μας οι εφεσείοντες, όπως είδαμε, υποστήριξαν πως αφού οι μεταβιβάσεις έγιναν, το απαγορευτικό διάταγμα δεν ήταν πρόσφορο. Παραγνωρίζοντας, βεβαίως, επί του προκειμένου πως το διάταγμα στόχευε στην παρεμπόδιση άλλων αποξενώσεων και πως δεν ήταν ούτε η θέση τους πως δεν υπήρχαν οι μετοχές των οποίων απαγορευόταν η αποξένωση. Προσθέτουμε και την τελική επισήμανση της εφεσίβλητης. Ότι ο D. Malamen αντεξετάστηκε και σε κανένα στάδιο δεν αμφισβητήθηκε η προσωπική του γνώση ούτε και του υποβλήθηκαν σχετικές ερωτήσεις.
Όλα τα υπόλοιπα ζητήματα, ως προς την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος και πιθανότητα επιτυχίας, τα εξέτασε ειδικά το πρωτόδικο δικαστήριο. Συνόψισε τους ισχυρισμούς που υποβλήθηκαν στις εξαιρετικά μακροσκελείς ένορκες δηλώσεις που κατατέθηκαν, περιλαμβανομένων και των συμπληρωματικών, και προσδιόρισε τα επίμαχα σημεία. Αναφέρθηκε ακόμα και σε σχετική νομολογία ως προς τα θέματα που άπτονταν του ζητήματος της νομιμοποίησης της εφεσίβλητης και κατέληξε πως θα ήταν λάθος η οριστική, σε εκείνο το στάδιο, απόφανση επί των ζητημάτων που εγείρονταν. Ως εξής:
«Στην προκείμενη περίπτωση μελέτησα τους ισχυρισμούς των εναγόντων στη δικογραφία, έχοντας πάντα κατά νου τις θέσεις των καθ’ ων η αίτηση και έχω βεβαιωθεί ότι αποκαλύπτεται συζητήσιμη υπόθεση. Το Δικαστήριο στα πλαίσια έκδοσης παρεμπίπτοντος διατάγματος δεν μπορεί και δεν θα ήταν σωστό να αποφασίσει σοβαρά και περίπλοκα επίδικα θέματα που άπτονται της ουσίας της διαφοράς. Η εκδίκαση της αίτησης δεν αποτελεί εκδίκαση της αγωγής και είναι άκρως ανεπιθύμητο το δικαστήριο να υπεισέρχεται σε βάθος στα επίδικα θέματα και να τα αποφασίζει σ’ αυτό το πρόωρο στάδιο. Μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις όπου τα γεγονότα δεν είναι αμφισβητούμενα και τα νομικά σημεία απλά και εμφανή ως προς τις επιπτώσεις, το Δικαστήριο μπρεί κατ’ εξαίρεση να αποτολμήσει να πάρει θέση. Συνήθης περίπτωση είναι όπου σύμβαση για πώληση γης δεν κατατίθεται στο κτηματολόγιο και ο ενάγων με την αγωγή του διεκδικεί ειδική εκτέλεση χωρίς να τηρούνται οι επιτακτικές προϋποθέσεις του Νόμου. Στην υπό εκδίκαση αίτηση, με κανένα τρόπο δεν θεωρώ ότι είναι αναγκαίο για σκοπούς παρεμπίπτοντος διατάγματος να αποφασίσω την ακριβή φύση της αγωγής των εναγόντων, ώστε να αποφανθώ αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έγερση παράγωγης αγωγής ή παράγωγης και προσωπικής ενωμένης σε μια αγωγή, εφόσον οι θέσεις των διαδίκων είναι εκ διαμέτρου αντίθετες*. Ούτε θεωρώ αναγκαίο να αποφασίσω κατά πόσο οι εναγόμενοι 2, 3 και 4, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από τους αιτητές ως «οι παραβάτες», πραγματικά ελέγχουν την εταιρεία, δεδομένου ότι η εταιρεία, όπως αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση, ανήκει κατά 90% στη Tanor S.A. και πολύ περισσότερο δεν θεωρώ αναγκαίο σε αυτό το στάδιο να εξετάσω ποιοι ελέγχουν την Tanor S.A**. Όμως έχω βεβαιωθεί ότι εκ πρώτης όψεως και με βάση τα όσα αποκαλύπτονται στην αγωγή, υπάρχει σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση σε ό,τι αφορά τα διατάγματα που ζητούνται με τις παραγράφους Α και Β της αίτησης.
Και, περαιτέρω, ως προς την πιθανότητα επιτυχίας, στη βάση των προηγούμενων, ως εξής:
«Έχω μελετήσει προσεκτικά όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία αλλά δεν έχω πεισθεί από τα επιχειρήματα των καθ’ ων η αίτηση [*1049]ότι οι αιτητές αναφορικά με τα διατάγματα Α και Β στερούνται πιθανότητας επιτυχίας. Οι αιτητές έχουν θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου αρκετό υλικό το οποίο αν τελικά γίνει δεκτό μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχία. Αναφέρομαι κυρίως στους ισχυρισμούς για τις περιβάλλουσες συνθήκες αναδιοργάνωσης του Ομίλου Εταριειών, τις τροποποιήσεις του καταστατικού και όλες τις μετέπειτα ενέργειες των εναγομένων. Αν τελικά οι ενάγοντες αιτητές καταφέρουν να αποδείξουν τον ισχυριζόμενο δόλο, τότε δεν βλέπω γιατί η πιθανότητα επιτυχίας να μην είναι ορατή. Ο δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση πρόβαλε γενικά για όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 πολλά επιχειρήματα για να εισηγηθεί ότι δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις. Όμως πολλά από αυτά τα επιχειρήματα, όσον εύλογα εκ πρώτης όψεως και αν φαίνονται, δεν μπορούν να αποφασιστούν σ’ αυτό το στάδιο αφού θα ήταν πρόωρο. Είναι επιχειρήματα τα οποία άπτονται της ουσίας των επιδίκων διαφορών των διαδίκων και τα οποία για να αποφασιστούν θα πρέπει να κριθεί πρώτα η αξιοπιστία μαρτύρων και να εξεταστεί σε βάθος η νομική πτυχή του κάθε επιχειρήματος. Σ’ αυτό το στάδιο όμως το επίπεδο, με το οποίο κρίνεται η ισχυρότητα της μαρτυρίας και εξετάζεται το κάθε νομικό επιχείρημα, δεν είναι πολύ ψηλό και αυτό εξηγεί και την κατάληξή μου ότι ικανοποιείται κα η δεύτερη προϋπόθεση σε ό,τι αφορά τα αιτούμενα με τις παραγράφους Α και Β διατάγματα».
Οι εφεσείοντες επαναφέρουν το θέμα με τη βασική εισήγηση πως θα μπορούσε και θα έπρεπε, ενόψει του υλικού που υπήρχε, το πρωτόδικο δικαστήριο να επιλύσει, σε εκείνο το στάδιο, τα ζητήματα που εγέρθηκαν. Με προτεινόμενη κατάληξη, βεβαίως, τη διαπίστωση πως η αγωγή δεν ήταν καν βιώσιμη. Η εφεσίβλητη υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση και επικαλέστηκε τη Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Βeogradska Banca DD (1999) 1 A.A.Δ. 225, ειδικά ως προς τις αρχές που διέπουν την κρίση σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων στο πλαίσιο αίτησης για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής στην πρωτόδικη απόφαση ούτε έχουμε ικανοποιηθεί ότι οι εκτιμήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, ως προς τα ελάχιστα προαπαιτούμενα, είναι λανθασμένες. Η υπόθεση εκκρεμεί, θα δικαστεί στην ουσία της, η μαρτυρία που θα προσαχθεί θα αξιολογηθεί και, υπό το φως των διαπιστώσεων που θα γίνουν ως προς τα γεγονότα, ασφαλώς θα κριθούν και τα νομικά ζητήματα που εγείρονται. Επομένως, δεν θα επεκταθούμε σε οτιδήποτε άλλο.
Απομένουν τα ζητήματα της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου [*1050]32 και, βεβαίως, της εν τέλει άσκησης της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Δεν κρίνουμε εσφαλμένη την εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως, ενόψει της φύσης της επίδικης διαφοράς, που περιλαμβάνει και ζητήματα επιστροφής περιουσίας που ήδη αποξενώθηκε, θα προκαλούσε πρόσθετες δυσκολίες η ενδεχόμενη διατάραξη του status quo ante με την αποξένωση και άλλων περιουσιακών στοιχείων. Όταν δεν προέκυπτε και κάποιας μορφής εξειδικευμένη βλάβη στα δικαιώματα των άλλων, σε βαθμό που να δικαιολογούσε την άποψη πως το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ τους.
Ως προς το τελευταίο, ούτε και ενώπιόν μας επισημάνθηκε οτιδήποτε το συγκεκριμένο και προσθέτουμε και την παραπομπή της εφεσίβλητης στην ίδια την ένορκη δήλωση της Ol. Ruda σύμφωνα με την οποία, όπως αναφέρουν, οι μεταβιβάσεις μετοχών που προηγήθηκαν «έγιναν για σκοπούς αναδιάρθρωσης της εταιρικής δομής των εν λόγω εταιρειών, χωρίς να επηρεάζονται τα ιδιοκτησιακά συμφέροντα της εναγόμενης αρ. 1, εταιρείας».
Η έφεση απορρίπτεται, με £700 έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με £700 έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο