Κόσσιφος Μάριος ν. Μαρίας Καραβία (2007) 1 ΑΑΔ 1062

(2007) 1 ΑΑΔ 1062

[*1062]11 Σεπτεμβρίου, 2007

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΟΣ ΚΟΣΣΙΦΟΣ,

Εφεσείων,

v.

ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΡΑΒΙΑ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 347/2005)

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Απόδοση αποκλειστικής ευθύνης για πρόκληση τροχαίου ατυχήματος σε οδηγό μοτοσικλέτας μεγάλου κυβισμού ο οποίος δεν συμμορφώθηκε με σήμα ΑΛΤ και εισήλθε στον κύριο δρόμο, ανακόπτοντας την πορεία αυτοκινήτου το οποίο εκινείτο επί του κυρίου δρόμου ― Εφετείο επιμέρισε την ευθύνη σε ποσοστό 70% για τον οδηγό της μοτοσικλέτας και σε ποσοστό 30% για την οδηγό του αυτοκινήτου.

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Επιμερισμός ευθύνης ― Η αιτιώδης συνάφεια και η υπαιτιότητα λαμβάνονται υπόψη για τον επιμερισμό της ευθύνης, η οποία κρίνεται πάντοτε υπό το πρίσμα της κοινής λογικής και της καθημερινής εμπειρίας ― Οι παραλείψεις των μερών συνεκτιμούνται υπό το φως των ενεργειών του μέσου συνετού ανθρώπου και όχι μικροσκοπικά.

Αμέλεια ― Επιμερισμός ευθύνης ― Αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Ο εφεσείων, ο οποίος οδηγούσε μεγάλου κυβισμού μοτοσικλέτα παρέλειψε να συμμορφωθεί σε σήμα τροχαίας ΑΛΤ στη συμβολή της οδού Φανερωμένης με την οδό Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα και συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης στην οδό Αγίου Λαζάρου που είναι κύριος δρόμος. Το σημείο σύγκρουσης ήταν σε απόσταση περίπου 18 μ. από το σημείο ΑΛΤ απ’ όπου κατευθυνόταν ο εφεσείων. Η εφεσίβλητη είχε ορατότητα 35 μ. προς την κατεύθυνση του εφεσείοντος.

Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή για αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές που υπέστη ως αποτέλεσμα του ατυχήματος. [*1063]Απέδιδε την αποκλειστική και/ ή σε μεγάλο βαθμό ευθύνη για το ατύχημα στην εφεσίβλητη.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας απέρριψε την αγωγή και έκρινε ότι αποκλειστικά υπεύθυνος για την πρόκληση του ατυχήματος ήταν ο ίδιος ο εφεσείων. Το Δικαστήριο καθόρισε το ποσό των αποζημιώσεων, επί βάσεως πλήρους ευθύνης της εφεσίβλητης, σε £6.000,00. Οι ειδικές αποζημειώσεις συμφωνήθηκαν και δηλώθηκαν επί της ίδιας βάσης, στο ποσό των £5.615,00. Ο τόκος, ενόψει της καθυστέρησης στην προώθηση της αγωγής, επιδικάστηκε από 17.12.2003, ημερομηνία καταχώρησης της έκθεσης απαίτησης.

Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την ευθύνη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Παρά το γεγονός ότι η εφεσίβλητη οδηγούσε σε δρόμο με προτεραιότητα, είχε ταυτόχρονα καθήκον, δεδομένης της διαμόρφωσης του δρόμου και της ορατότητας που υπήρχε προς την κατεύθυνση από την οποία εκινείτο ο εφεσείων,να τον αντιληφθεί πιο έγκαιρα και όχι σχεδόν όταν συγκρούστηκε μαζί του. Εάν είχε την προσοχή της στην πορεία της και ήλεγχε την κατάσταση που επικρατούσε στο δρόμο, δεδομένης και της μικρής ταχύτητας με την οποία οδηγούσε, δεν μπορεί παρά να τον έβλεπε πολύ πριν τη σύγκρουση. Η καθυστέρησή της να τον αντιληφθεί συνιστά και την αμέλειά της, η οποία βέβαια είναι μικρότερη από εκείνη του εφεσείοντος που είχε την πρωταρχική ευθύνη να δει το επερχόμενο αυτοκίνητο και να του δώσει την οφειλόμενη προτεραιότητα.

2.  Συνεκτιμώντας την αμέλεια των δύο οδηγών η ευθύνη καταμερίζεται σε ποσοστό 70% για τον εφεσείοντα και σε ποσοστό 30% για την εφεσίβλητη. Επιδικάζεται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης ποσό £1.800,00 ως γενικές αποζημιώσεις και ποσό £1.684,50 ως ειδικές αποζημιώσεις πλέον τόκος δυνάμει του νόμου από την ημερομηνία που καθόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση υπέρ του εφεσείοντος.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρ[*1064]χιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 1519/02), ημερομ. 17/11/05.

Γ. Λουκαΐδης, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Ανδρέου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η απόρριψη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας της Αγωγής Αρ. 1519/2002, η οποία καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα (ενάγοντα) εναντίον της εφεσίβλητης (εναγομένης), είχε ως αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας έφεσης.

Ο εφεσείων, ιδιοκτήτης και οδηγός της μεγάλου κυβισμού μοτοσικλέτας υπ’ αρ. εγγραφής HAP 682, με την αγωγή του αξίωνε από την εφεσίβλητη, οδηγό του υπ’ αρ. εγγραφής EPX 950 οχήματος, αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές που υπέστη ως αποτέλεσμα τροχαίου δυστυχήματος, στο οποίο ενεπλάκη την 21/12/2001. Απέδιδε την αποκλειστική και/ή σε μεγάλο βαθμό ευθύνη για το δυστύχημα στην εφεσίβλητη, κάτι βέβαια που αυτή με την Υπεράσπισή της απέρριπτε. Για να αποδείξει την υπόθεσή του, κατέθεσε ο ίδιος και ακόμη δύο μάρτυρες - ο συνεπιβάτης του και ο αστυνομικός εξεταστής της υπόθεσης.  Για την εφεσίβλητη κατέθεσε μόνο η ίδια.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης και της εφεσίβλητης, κατέληξε ότι οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες συνέβη το ατύχημα, έχουν ως εξής:-

«Στις 21/12/2001 και περί ώρα 7:25 το βράδυ η εναγομένη οδηγούσε το όχημα της με αριθμό εγγραφής EPX950, στην οδό Αγίου Λαζάρου. Ερχόταν από την οδό Παύλου Βαλσαμάκη και κατευθυνόταν προς το παλαιό ΓΣΖ.  Κρατούσε την αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία της, η δε ταχύτητα της ήταν 40 χιλιόμετρα ανά ώρα. Του οχήματος της προπορεύονταν άλλα οχήματα. Την ίδια ημέρα και ώρα ο ενάγοντας οδηγούσε την μεγάλου κυβισμού μοτοσικλέτα του με αριθμό εγγραφής ΗΑΡ682 και με συνεπιβάτη τον ΜΕ3, στην οδό Φανερωμένης, έξω από την εκκλησία του Αγίου Λαζάρου. Πρόθεση [*1065]του ήταν να στρίψει δεξιά, στην οδό Αγίου Λαζάρου η οποία σε σχέση με την οδό Φανερωμένης λειτουργεί ως κύριος δρόμος.  Προτεραιότητα δε έχουν τα οχήματα που διακινούνται στην οδό Αγίου Λαζάρου. Ο ενάγοντας παραλείποντας να σταματήσει στο ΑΛΤ στην συμβολή της οδού Φανερωμένης με την οδό Αγίου Λαζάρου, εισήλθε στην οδό Αγίου Λαζάρου αποκόπτοντας την ελεύθερη πορεία της εναγομένης. Η εναγομένη αντελήφθηκε την μοτοσικλέτα του ενάγοντα να βρίσκεται στα αριστερά σε σχέση με την δική της πορεία, όταν ο τελευταίος βρισκόταν σε απόσταση ενός μέτρου από την ίδια. Όταν είδε την μοτοσικλέτα πάτησε τα φρένα του οχήματος της και έστριψε το τιμόνι δεξιά, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Προκλήθηκε σύγκρουση των δύο οχημάτων, συνεπεία της οποίας ο ενάγοντας τραυματίστηκε. Η σύγκρουση επεσυνέβη στο σημείο Χ, όπως τούτο σημειώνεται στο σχεδιαγράφημα της σκηνής, Τεκμήριο 1. Η απόσταση του σημείου συγκρούσεως από το πεζοδρόμιο, σε σχέση με την πορεία του ενάγοντα είναι 5,40 μέτρα. Στα αριστερά της οδού Αγίου Λαζάρου, σε σχέση με την πορεία του ενάγοντα είναι 5,40 μέτρα. Στα αριστερά της οδού Αγίου Λαζάρου, σε σχέση και πάλι με την πορεία του ενάγοντα υπάρχουν θέσεις για χώρους στάθμευσης οχημάτων, ρυθμισμένοι από παρκόμετρα.  Το πλάτος της οδού Αγίου Λαζάρου στο ύψος της νησίδας είναι 11,00 μέτρα.»

Απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του συνεπιβάτη του, λόγω αμφιβολιών και ερωτηματικών, που δημιουργούσαν αντιφάσεις που διέκρινε σ’ αυτήν και που αφορούσαν στο κατά πόσο ο εφεσείων σταμάτησε προτού εισέλθει στην οδό Αγίου Λαζάρου.

Στη συνέχεια, καθοδηγούμενο από τις αρχές που καθορίζει η νομολογία σε σχέση με την ευθύνη, κατέληξε ότι:-

«Γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος ήταν το αμελές οδήγημα του ενάγοντα, ο οποίος οδηγούσε χωρίς την δέουσα επιμέλεια και προσοχή που όφειλε να επιδεικνύει τόσο προς τον ίδιο και τους άλλους χρήστες του δρόμου, όσο και προς την εναγομένη ειδικότερα. Παρέλειψε να συμμορφωθεί στο σήμα τροχαίας ΑΛΤ επί της οδού Φανερωμένης και εισήλθε στον κύριο δρόμο (οδός Αγίου Λαζάρου), χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι ήτο ασφαλές να το πράξει. Παρέλειψε να δώσει προτεραιότητα στο όχημα της εναγομένης που κινείτο στον κύριο δρόμο σε σχέση με την δική του πορεία.  Παρέλειψε επίσης να λάβει επαρκή μέτρα για την αντιμετώ[*1066]πιση του κινδύνου. Δεν εφάρμοσε το σύστημα τροχοπέδησης της μοτοσικλέτας του ούτε και έκαμε οποιοδήποτε ελιγμό για να αποφύγει τη σύγκρουση, ενέργεια που ήταν λογική υπό τις περιστάσεις.

Κατά την κρίση μου δεν μπορεί να αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη στην εναγομένη. Η τελευταία είχε δικαίωμα για ελεύθερη και ανεμπόδιστη χρήση του κύριου δρόμου και ο ενάγοντας αντίστοιχο καθήκον να σεβαστεί το δικαίωμα αυτό.  ...  Η εναγομένη μόλις αντιλήφθηκε τον κίνδυνο από τα αριστερά της, έστριψε το τιμόνι δεξιά και πάτησε τα φρένα του οχήματος της, αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει την σύγκρουση.  Υπό τις περιστάσεις δεν μπορούσε να κάμει τίποτα περισσότερο απ’ ότι έκαμε.»

Η κατάληξη ότι αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα φέρει ο εφεσείων δεν εμπόδισε το Δικαστήριο να εξετάσει και να καθορίσει, στη βάση των ιατρικών εκθέσεων που παρουσιάστηκαν εκ συμφώνου, τις γενικές αποζημιώσεις και τούτο για την περίπτωση που τα ευρήματά του ως προς την ευθύνη ανατραπούν κατ’ έφεση.  Καθόρισε το ποσό των γενικών αποζημιώσεων, επί βάσεως πλήρους ευθύνης της εφεσίβλητης, σε £6.000,00. Οι ειδικές αποζημιώσεις συμφωνήθηκαν και δηλώθηκαν από τους συνηγόρους επί της ίδιας βάσης, στο ποσό των £5.615,00. Ο τόκος, ενόψει καθυστέρησης στην προώθηση της αγωγής, επιδικάστηκε από 17/12/2003, ημερομηνία καταχώρισης της Έκθεσης Απαίτησης.

Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την ευθύνη.

Η πραγματική μαρτυρία, υποστηρίζει ο συνήγορος του εφεσείοντα, και η μαρτυρία, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο την αποδέχθηκε, δε δικαιολογούν απαλλαγή της εφεσίβλητης από οποιαδήποτε ευθύνη. Χωρίς να παραβλέπει ο κ. Λουκαΐδης ότι οδηγός επί κυρίας οδού έχει προτεραιότητα για τη χρήση του δρόμου, η οποία πρέπει να γίνεται σεβαστή από οδηγούς που προσεγγίζουν σ’ αυτήν από πάροδο, εισηγήθηκε ότι το σημείο της σύγκρουσης, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση περίπου 18 μ. από το σημείο του ΑΛΤ απ’ όπου κατευθυνόταν ο εφεσείων, όπως και η καλή ορατότητα των 35 μ., που είχε η εφεσίβλητη προς την κατεύθυνση του εφεσείοντα, δε δικαιολογούν την παράλειψή της να τον αντιληφθεί πριν τη σύγκρουση. Προσδιόρισε την αμέλειά της να συνίσταται στο ότι δεν αντιλήφθηκε τον εφεσείοντα, παρά μόνο ένα μέτρο πριν τη σύγκρουση, και ότι αυτή, έστω και οριακά, εκινείτο στο [*1067]αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας.

Οι ευθύνες και τα καθήκοντα των οδηγών που βρίσκονται στη θέση των διαδίκων της παρούσας, εξετάστηκαν και αναλύθηκαν κατ’ επανάληψη. Η αιτιώδης συνάφεια και η υπαιτιότητα λαμβάνονται υπόψη για τον επιμερισμό της ευθύνης, η οποία πάντοτε κρίνεται υπό το πρίσμα της κοινής λογικής και της καθημερινής εμπειρίας. Οι παραλείψεις των μερών συνεκτιμούνται υπό το φως των ενεργειών του μέσου συνετού ανθρώπου και όχι μικροσκοπικά. Ευθύνεται κάποιος για συντρέχουσα αμέλεια, εάν έχει καθήκον εύλογα να προβλέψει ότι θα μπορεί να ζημιωθεί, αν δεν ενεργήσει ως ένας λογικός άνθρωπος. Ο καταμερισμός της ευθύνης είναι, κατά κύριο λόγο, έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο, εφόσον καταδεικνύεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είτε εφάρμοσε εσφαλμένη αρχή δικαίου, είτε παραγνώρισε ουσιώδες γεγονός ή παράγοντα, έτσι ώστε να προκύπτει σφάλμα.

Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές στα γεγονότα της υπόθεσης, πιστεύουμε ότι δικαιολογείται να επέμβουμε. Η εφεσίβλητη δεν είναι άμοιρη ευθύνης. Ναι μεν οδηγούσε στον κύριο δρόμο και είχε προτεραιότητα για τη χρήση του, είχε όμως ταυτόχρονα καθήκον, δεδομένης της διαμόρφωσης του δρόμου και της ορατότητας που υπήρχε προς την κατεύθυνση από την οποία εκινείτο ο εφεσείων, να τον αντιληφθεί πολύ πιο έγκαιρα και όχι σχεδόν όταν συγκρούστηκε μαζί του. Ο εφεσείων, έστω και χωρίς να σταματήσει στο σημείο του ΑΛΤ, μετά που βγήκε από την πάροδο, κάλυψε απόσταση 18 μ. περίπου, χωρίς η εφεσίβλητη να τον αντιληφθεί. Όπως η ίδια κατέθεσε, δε γνώριζε ούτε από πού ερχόταν ο εφεσείων. Εάν είχε την προσοχή της στην πορεία της και έλεγχε την κατάσταση που επικρατούσε στο δρόμο, δεδομένης και της μικρής ταχύτητας με την οποία οδηγούσε, δεν μπορεί παρά να τον έβλεπε πολύ πριν τη σύγκρουση. Η καθυστέρησή της να τον αντιληφθεί συνιστά και την αμέλειά της, η οποία βέβαια είναι μικρότερη από εκείνη του εφεσείοντα, που είχε την πρωταρχική ευθύνη να δει το επερχόμενο αυτοκίνητο και να του δώσει την οφειλόμενη προτεραιότητα. 

Η πιο πάνω κατάληξη επιβάλλει τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και την κατανομή της ευθύνης μεταξύ των διαδίκων. Συνεκτιμώντας την αμέλεια των δύο οδηγών, καταμερίζουμε την ευθύνη τους για το δυστύχημα ως εξής: Εφεσείων 70%, εφεσίβλητη 30%. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τα ποσά των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων καθορίστηκαν σε £6.000,00 [*1068]και £5.615,00, αντίστοιχα.  Ως αποτέλεσμα, επιδικάζεται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης ποσό £1.800,00 ως γενικές αποζημιώσεις και ποσό £1.684,50 ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον τόκος δυνάμει του νόμου από 17/12/2003, όπως καθόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Τα έξοδα, πρωτόδικα και κατ’ έφεση, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση υπέρ του εφεσείοντος.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο