Κωνσταντίνου Τασούλλα, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του Ηρόδοτου Κωνσταντίνου ν. Χριστόφορου Κατσιαρδή (2007) 1 ΑΑΔ 1178

(2007) 1 ΑΑΔ 1178

[*1178]12 Νοεμβρίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΤΑΣΟΥΛΛΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10.1.1996,

Εφεσείουσα - Ενάγουσα,

ν.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΤΣΙΑΡΔΗ,

Εφεσιβλήτου - Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11974)

 

Αμέλεια ? Τροχαίο ατύχημα ? Οδηγός αυτοκινήτου το οποίο κατά τη διάρκεια νύκτας εκινείτο με χαμηλή ταχύτητα σε δρόμο που δεν φωτιζόταν και του οποίου το οπτικό πεδίο εμποδίστηκε από εξ αντιθέτου ερχόμενο αυτοκίνητο κτύπησε πεζό ο οποίος διασταύρωνε το δρόμο από δεξιά προς αριστερά σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου τραυματίζοντ?ς τον πολύ σοβαρά ? Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος ? Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης, κατά πλειοψηφία, από το Εφετείο.

Αμέλεια ? Τροχαίο ατύχημα ? Επίπεδο επιμέλειας του συνήθους συνετού οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με απρόσμενο και ξαφνικό κίνδυνο και ο οποίος στην απουσία περιθωρίων χώρου και χρόνου δεν αναμένεται να ασκήσει ήρεμη κρίση.

Εφετείο ? Εισήγηση Εφετείου για την ανάγκη της οικονομικής αποκατάστασης θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων με εξωδικαστική διευθέτηση από ένα καλώς οργανωμένο ασφαλιστικό ή κοινωνικό ταμείο που να μη λειτουργεί στη βάση των κριτηρίων της ευθύνης και της αμέλειας.

Το βράδυ της 15.2.1995, ενώ ο εφεσίβλητος – εναγόμενος (ο εφεσίβλητος) οδηγούσε το αυτοκίνητό του στη λεωφόρο Μόρφου, περιοχή Αρχάγγελος με ταχύτητα 38 ?.?.?. ή 50 ?.?.?., κτύπησε το θύμα το οποίο διασταύρωνε το δρόμο από δεξιά προς αριστερά σε σχέση με την πο[*1179]ρεία του αυτοκινήτου. Ο δρόμος δεν ήταν φωτισμένος και το θύμα το οποίο φορούσε ρούχα με σκούρο χρώμα τραυματίστηκε πολύ σοβαρά και παρέμεινε παραπληγικός χάνοντας και αυτή την ικανότητα της ομιλίας. Το σημείο σύγκρουσης απείχε 2.40 μ. από το αριστερό άκρο της διπλής λωρίδας στην οποία οδηγούσε ο εφεσίβλητος και είχε πλάτος 10.60μ. Την ώρα του ατυχήματος ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση άλλο αυτοκίνητο το οποίο έστριψε δεξιά σε σχέση με την πορεία του για να εισέλθει σε ένα δρόμο που στη μαρτυρία χαρακτηριζόταν ως «ράμπα». Μόλις το ερχόμενο από την αντίθετη κατεύθυνση αυτοκίνητο έστριψε, ο εναγόμενος πρόσεξε μπροστά του έναν πεζό που κινείτο με αργό βήμα, καθώς ο ίδιος είπε, διασταυρώνοντας το δρόμο από τα δεξιά, σε σχέση με την πορεία του. Χρησιμοποίησε αμέσως το σύστημα πεδήσεως του αυτοκινήτου του, δεν κατόρθωσε όμως να σταματήσει πριν από το θύμα που κτυπήθηκε με την αριστερή μπροστινή πλευρά του αυτοκινήτου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε τον εφεσίβλητο κάθε ευθύνης. Αυτό αποτελεί το επίδικο ζήτημα της παρούσας έφεσης, την οποία καταχώρησε η διαχειρίστρια της περιουσίας του θύματος λόγω της πλήρους ανικανότητας στην οποία περιέπεσε το θύμα.

Ο δικηγόρος του θύματος εισηγήθηκε πως στη βάση της μαρτυρίας που έγινε αποδεχτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο ο εναγόμενος θα έπρεπε να κριθεί εξ ολοκλήρου υπεύθυνος για το δυστύχημα, ή τουλάχιστο να του καταλογιστεί το μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Αρτεμίδη, Π. συμφωνούντος και του Κραμβή, Δ.:

1.  Όταν οδηγός επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια στην οδήγηση, και αντιμετωπίζει κίνδυνο τον οποίο δεν προκάλεσε ο ίδιος, οφείλει να λάβει μέτρα αποφυγής του. Ποία είναι τα ορθά και αναμενόμενα μέτρα είναι κάτι που κρίνεται ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις του κινδύνου που δημιουργήθηκε. Όταν ο κίνδυνος είναι απρόσμενος και ξαφνικός και δεν προσφέρονται περιθώρια χώρου και χρόνου, έστω δευτερολέπτου, δεν αναμένεται ο οδηγός να ασκήσει ήρεμη κρίση. Η αντίδρασή του θα οφείλεται, κατά κύριο λόγο, μάλλον στη λειτουργία των αντανακλαστικών του. Σ’ αυτή την αγωνιώδη προσπάθεια ο κάθε οδηγός μπορεί να αντιδράσει διαφορετικά. Δεν αναμένεται να κριθεί η ορθότητα της αντίδρασής του εκ των υστέρων με την άνεση χρόνου και σκέψης που διαθέτουν τρίτοι, οι οποίοι και σε μια τέτοια περίπτωση προβαίνουν σε άσκηση επί χάρτου.

[*1180]2.    Ο νόμος και οι νομολογιακές αρχές πρέπει να τηρούνται αναφορικά με τα κριτήρια που κάποιος καθίσταται υπόλογος για αμελή συμπεριφορά στην οδήγηση. Σε αντίθετη περίπτωση θα καθιερωνόταν η απόλυτη ευθύνη ανεξάρτητα από αμέλεια .

3.  Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστή σε σχέση με το θέμα της ευθύνης είναι ορθή εν όψει:

(α)          της άμεσης χρήσης του συστήματος πεδήσεως του αυτοκινήτου που λόγω όμως της μικρής απόστασης του από το θύμα, το δυστύχημα δεν αποφεύχθηκε,

(β)          του γεγονότος ότι το οπτικό πεδίο του εφεσίβλητου εμποδίστηκε από το εξ αντιθέτου ερχόμενο αυτοκίνητο,

(γ)          της ταχύτητας του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου που ήταν, υπό τις περιστάσεις, λογικά αναμενόμενη,

(δ)          της απουσίας μαρτυρίας για τη συχνότητα χρήσης του δρόμου από πεζούς, και

(ε) των σκούρων ρούχων του θύματος.

Β. Υπό Χατζηχαμπή, Δ.:

1.  Εάν ο εφεσίβλητος, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, οδηγούσε με ανάλογα λογική ταχύτητα, θα είχε τη δυνατότητα να κάνει όλα όσα έν ας λογικός οδηγός εύλογα θα αναμένετο να κάνει για να αποφύγει τον πεζό. Και μάλιστα, αφού η παρούσα περίπτωση δεν αφορούσε περίπτωση ξαφνικής εισόδου πεζού στο δρόμο.

2.  Ο εφεσίβλητος κρίνεται υπεύθυνος αμέλειας ο δε πεζός συντρέχουσας αμέλειας, με ίσα ποσοστά ευθύνης.

Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Οδυσσέως v. Χατζηλουκά (2002) 1 Α.Α.Δ. 185.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρ[*1181]χιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 3908/96), ημερομ. 30.1.2004.

Μ. Κυπριανού με Μ. Χαραλάμπους, για την Eφεσείουσα.

Χρ. Παρπόττα, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Με την απόφαση που θα εκδώσω συμφωνεί και ο Κραμβής, Δ..  Ο Δικαστής Χατζηχαμπής διαφωνεί και θα εκδώσει τη δική του απόφαση.

Το τροχαίο δυστύχημα που επεσυνέβη στις 15.2.1995, είχε τραγικές συνέπειες για το θύμα, που παρέμεινε τετραπληγικός χάνοντας ακόμη και αυτή την ικανότητα της ομιλίας.  Το ποσό που επιδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο £452.746.-  είναι ενδεικτικό του μεγέθους της κακοτυχίας που η μοίρα επιφύλαξε στο θύμα.  Το Δικαστήριο όμως απήλλαξε τον εναγόμενο οδηγό κάθε ευθύνης.  Και αυτό είναι το επίδικο ζήτημα που μας απασχόλησε στην έφεση, την οποία καταχώρισε η διαχειρίστρια της περιουσίας του θύματος καθότι ο ίδιος, όπως είπαμε ήδη, κατέστη  ολοκληρωτικά ανίκανος. 

Τα γεγονότα που κατέληξαν στο τραγικό συμβάν είναι τα εξής:  Ο εναγόμενος οδηγούσε το αυτοκίνητο του QH 711 στη λεωφόρο Μόρφου, περιοχή Αρχάγγελος, έξω από τη Λευκωσία, με κατεύθυνση την περιοχή όπου βρίσκεται ο Αμερικάνικος ραδιοφωνικός σταθμός.  Ήταν βράδυ γύρω στις 8:30.  Η μαρτυρία κατέδειξε πως ο δρόμος δεν ήταν φωτισμένος και το θύμα φορούσε ρούχα σκούρου χρώματος.  Η ταχύτητα του εναγόμενου, όπως ο ίδιος  κατέθεσε, αλλά και διαπιστώθηκε από Άγγλο εμπειρογνώμονα τον κ. Fry που κλήθηκε και έδωσε κατάθεση εκ μέρους του θύματος, ήταν γύρω στα 38 Μ.Α.Ω. ή 50 Χ.Α.Ω.  Για την ακρίβεια κατά τον κ. Fry 33-38 Μ.Α.Ω.  Την ίδια ώρα και από την αντίθετη κατεύθυνση ερχόταν άλλο αυτοκίνητο το οποίο έστριψε δεξιά σε σχέση με την πορεία του για να εισέλθει σε ένα δρόμο, που χαρακτηριζόταν στη μαρτυρία ως «ράμπα», προφανώς επειδή είναι ανηφορικός και οδηγεί σε παράλληλο δρόμο της λεωφόρου Μόρφου.  Και τα δύο αυτοκίνητα είχαν τα φώτα αναμμένα στη χαμηλή στάση.  Μόλις το ερχόμενο από την αντίθετη κατεύθυνση αυτοκίνητο έστριψε, ο εναγόμενος πρόσεξε μπροστά του ένα πεζό που κινείτο με αργό βήμα, καθώς ο ίδιος είπε, διασταυρώνοντας το δρόμο από τα δεξιά, σε σχέση με την πορεία του.  Χρησιμοποίησε αμέσως το σύστημα πεδήσεως του αυτοκινήτου του, δεν κατόρθωσε όμως να σταματήσει πριν από το θύμα που κτυπήθηκε με την αριστερή μπροστινή πλευρά του αυτο[*1182]κινήτου. 

Τα πραγματικά στοιχεία και ευρήματα που καταγράφηκαν από το λοχία Αντώνη Αντωνίου σε σχεδιάγραμμα δεν αμφισβητούνται. Το συνολικό μήκος των ιχνών τροχοπέδησης του οχήματος του εναγόμενου είναι 19.80 μ.  Το συνολικό πλάτος της διπλής λωρίδας, στην οποία οδηγούσε ο εναγόμενος, είναι 10.60 μ..  Το σημείο σύγκρουσης είναι 2.40 μ. από το αριστερό άκρο του δρόμου σε σχέση με την πορεία του εναγόμενου.  Η σύγκρουση του αυτοκινήτου με το θύμα έγινε σε σημείο 8.60 μ. από την έναρξη των ιχνών τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του εναγόμενου. 

Η εκδοχή του εναγόμενου έγινε πιστευτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Και δεν αμφισβητήθηκε ενώπιον μας. Επιβεβαιώθηκε μάλιστα και στο σημείο, που είναι πολύ σοβαρό, αναφορικά με την κίνηση του αυτοκινήτου που ερχόταν από απέναντι και έστριψε δεξιά σε κάποιο σημείο του δρόμου, σε σχέση με την πορεία του, για να μπει στη «ράμπα», εμποδίζοντας με αυτό τον τρόπο προς στιγμή το οπτικό πεδίο του εναγόμενου. Για το θέμα αυτό έδωσε μαρτυρία η ίδια η οδηγός του αυτοκινήτου, επιβεβαιώνοντας την εκδοχή του εναγόμενου.

Ο δικηγόρος του θύματος εισηγήθηκε πως στη βάση της μαρτυρίας που έγινε αποδεχτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο ο εναγόμενος θα έπρεπε να κριθεί εξ ολοκλήρου υπεύθυνος για το δυστύχημα, ή τουλάχιστο να του καταλογιστεί το μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης. Το απλό ερώτημα που θέσαμε στο δικηγόρο του εφεσείοντος, στην τραγική αυτή υπόθεση, ήταν:  ποίο το στοιχείο αμέλειας που επέδειξε ο εναγόμενος έναντι του θύματος, ή ποίο το δικό του φταίξιμο στο δυστύχημα που είχε αιτιώδη συνάφεια με τη σύγκρουση. Η απάντηση ήταν πως ο εναγόμενος όφειλε να οδηγεί, κάτω από τις συνθήκες που περιγράψαμε, πιο προσεκτικά ώστε να αντιμετωπίσει και τον πιθανό κίνδυνο από την παρουσία πεζών στο δρόμο.  Το μήκος των ιχνών τροχοπέδησης, υποστήριξε ο συνήγορος, αποδείκνυαν πως ο εναγόμενος πρέπει να είδε τον πεζό από απόσταση 25 – 38 μέτρων πριν από τη σύγκρουση, όπως είπε ο Άγγλος εμπειρογνώμονας, και επομένως είχε το χρόνο να ενεργήσει ορθά. Καθόρισε δε τον ορθό τρόπο όπως τον υπέδειξε ο εμπειρογνώμονας.  Υποστήριξε δηλαδή πως, αν ο εναγόμενος οδηγούσε με ταχύτητα 30 Μ.Α.Ω., θα σταματούσε το αυτοκίνητο με τη χρήση του συστήματος πεδήσεως 3 - 4 μέτρα πριν από τη σύγκρουση, ή αν ξεπατούσε τα φρένα θα ανακτούσε τον έλεγχο του οχήματος με το τιμόνι και με ένα ελιγμό θα απέφευγε το θύμα.  Ο εμπειρογνώμονας δέχτηκε πως η δεύτερη επιλογή δεν είναι για το συνή[*1183]θη επιμελή οδηγό.

Οι αρχές της νομολογίας μας είναι δεδομένες.  Προκύπτει όμως ενίοτε, καθώς είναι φυσικό, ζήτημα διαφορετικής εκτίμησης του δικαστή ως προς την υπαγωγή των πραγματικών περιστάσεων μιας υπόθεσης στις νομολογιακές αρχές.  Ο οδηγός έχει υποχρέωση να συμπεριφέρεται, κατά τον έλεγχο του οχήματος του όπως αναμένεται από ένα συνετό οδηγό.  Το επίπεδο αυτό επιμέλειας είναι αντικειμενικό. Θα λέγαμε δε πως, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες ρύθμισης της τροχαίας κίνησης στη χώρα μας, που δεν είναι και οι καλύτερες ιδιαίτερα για τους πεζούς, αλλά και την πτωχή εκτίμηση μας προς την οδική συνείδηση, το επίπεδο αυτό πρέπει να κρίνεται σε ψηλό βαθμό.  Όταν οδηγός επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια στην οδήγηση, και αντιμετωπίζει κίνδυνο τον οποίο δεν προκάλεσε ο ίδιος, οφείλει να λάβει μέτρα αποφυγής του.  Ποία είναι τα ορθά και αναμενόμενα μέτρα είναι κάτι που κρίνεται ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις του κινδύνου που δημιουργήθηκε.  Όταν ο κίνδυνος είναι απρόσμενος και ξαφνικός και δεν προσφέρονται περιθώρια χώρου και χρόνου, έστω δευτερολέπτου, δεν αναμένεται ο οδηγός να ασκήσει ήρεμη κρίση.  Η αντίδραση του θα οφείλεται, κατά κύριο λόγο, μάλλον στη λειτουργία των αντανακλαστικών του.  Σ΄ αυτή την αγωνιώδη προσπάθεια ο κάθε οδηγός μπορεί να αντιδράσει διαφορετικά. Δεν αναμένεται να κριθεί η ορθότητα της αντίδρασης του εκ των υστέρων με την άνεση χρόνου και σκέψης που διαθέτουν τρίτοι, οι οποίοι και σε  μια τέτοια περίπτωση προβαίνουν σε άσκηση επί χάρτου.

Η πλευρά του θύματος  κάλεσε ως μάρτυρα ειδικό εμπειρογνώμονα ο οποίος και εξέφρασε τη γνώμη του πως θα μπορούσε να αποφευχθεί το δυστύχημα αφού μελέτησε το σχεδιάγραμμα της σκηνής.  Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της μαρτυρίας που παραθέσαμε πιο πάνω, ήταν πως το δυστύχημα θα αποφευγόταν αν αντί 38 Μ.Α.Ω., ο εναγόμενος οδηγούσε 30 Μ.Α.Ω.  Με αυτή την ταχύτητα, καθώς είπε, θα κατόρθωνε να σταματήσει πριν από τη σύγκρουση. Παραθέσαμε επίσης και την άλλη εισήγηση του.  Έχουμε την αίσθηση πως αν συμφωνούσαμε με τα πιο πάνω θα ανατρέπαμε το νόμο και τις νομολογιακές αρχές, που αφορούν στα κριτήρια που καθίσταται κάποιος υπόλογος για αμελή συμπεριφορά στην οδήγηση και θα καθιερώναμε την απόλυτη ευθύνη ανεξάρτητα από αμέλεια.  Ο κ. Fry, δίδοντας τη δική του γνώμη ως προς το πώς θα αποφευγόταν η σύγκρουση δεν είχε προφανώς υπόψη του το συνήθη συνετό οδηγό, κάτι που εξάλλου παραδέχτηκε για τη δεύτερη του εισήγηση.  Θα προσθέταμε πως αυτό ενδεχομένως θα αναμενόταν από επιδέξιο επαγγελματία οδηγό σε αγώνες ταχύτητας.  Η πρώτη [*1184]εισήγηση βασίζεται στην επιθυμητή σκέψη μετά το κακό.  Και βεβαίως αν ο εναγόμενος οδηγούσε με ταχύτητα 10 ή 20 Χ.Α.Ω., θα αποφευγόταν το δυστύχημα.  Δεν μπορεί όμως αυτό να θεωρηθεί στοιχείο αμέλειας για αυταπόδεικτους λόγους.  Η πραγματικότητα είναι πως η ταχύτητα που οδηγούσε ο εναγόμενος ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη, αντέδρασε δε στη θέα του πεζού προσπαθώντας να σταματήσει το αυτοκίνητο.

Συμφωνούμε με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστή.  Ο εναγόμενος οδηγούσε η ώρα 8:30 το βράδυ με χαμηλή ταχύτητα μέσα στο χαμηλό δείκτη φωτισμού των μεγάλων φαναριών του αυτοκινήτου του, σε ένα δρόμο που δεν φωτιζόταν.  Το οπτικό πεδίο του εναγόμενου εμποδίστηκε σε κάποια στιγμή από άλλο αυτοκίνητο, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω.  Μόλις έφυγε το αυτοκίνητο αυτό ο εναγόμενος είδε το θύμα, που φορούσε σκούρα, στο δρόμο.  Το θύμα διασταύρωσε το δρόμο όχι με γρήγορο βηματισμό.  Ο εναγόμενος χρησιμοποίησε αμέσως το σύστημα πεδήσεως του αυτοκινήτου, λόγω όμως της μικρής απόστασης από το θύμα, το δυστύχημα δεν αποφεύχθηκε.  Και η απόσταση ήταν μικρή, 35-40 μέτρα.  Μπορεί ο αριθμός 35-40 να φαίνεται μεγάλος όταν αναφέρεται ή γράφεται. Ως ένδειξη όμως απόστασης στο δρόμο είναι μικρή, εφόσον βέβαια η ταχύτητα του οδηγού είναι υπό τις περιστάσεις η λογικά αναμενόμενη.  Δεν υπήρξε καμιά μαρτυρία για τη συχνότητα χρήσης του δρόμου από πεζούς.  Από την περιοχή και τη ρύθμιση της οδικής κυκλοφορίας εκεί δεν φαίνεται πως χρησιμοποιούσαν συχνά το δρόμο πεζοί.

Λυπούμαστε για το αποτέλεσμα. Ένας άνθρωπος οδηγήθηκε από κακή μοίρα στην κατάσταση που περιγράψαμε.  Ένα στιγμιαίο συμβάν, ένα ατύχημα που συνέβη μέσα σε κλάσμα δευτερολέπτου του κατέστρεψε τη φυσιολογική ζωή. Θα ήταν επιθυμητό τέτοιες κακοτυχίες, όταν συμβαίνουν στον άνθρωπο, να μην είναι αντικείμενο δικαστικής διαμάχης, που διεξάγεται στη βάση της ευθύνης και αμέλειας, αλλά σε πρώτο στάδιο εξωδικαστικής διευθέτησης από ένα καλώς οργανωμένο και υπό άμεμπτη διαχείριση ασφαλιστικό ή κοινωνικό ταμείο που να λειτουργεί με άλλα κριτήρια.

Η έφεση απορρίπτεται.  Υπό τις περιστάσεις δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Η απόκλιση μου από την απόφαση των αδελφών μου δικαστών οφείλεται σε μια διάφορη εκτίμηση ορισμένων στοιχείων της υπόθεσης σε συνάρτηση με το επίπεδο επιμέλειας του λογικού οδηγού υπό τις περιστάσεις.  Με δεδομένο το εύ[*1185]λογο της πρόβλεψης της παρουσίας πεζών στο δρόμο, φρονώ ότι, εφ΄όσον επρόκειτο για δυστύχημα που δεν επεσυνέβη την ημέρα με φυσικό φωτισμό, αλλά τη νύκτα και μάλιστα με έλλειψη φωτισμού νύκτας, και της ως εκ τούτων περιορισμένης δυνατότητας ευχερούς παρατήρησης και ελέγχου που προσέφεραν τα φώτα του αυτοκινήτου στη χαμηλή στάση, εδημιουργείτο υποχρέωση στον οδηγό να οδηγά με αυξημένη παρατηρητικότητα και ετοιμότητα και με τέτοια ταχύτητα που να μπορούσε να αντιδρούσε άμεσα για να απέφευγε οποιοδήποτε κίνδυνο μπορούσε να αποκαλύπτετο, όπως ήταν η παρουσία πεζού που διασταύρωνε το δρόμο.  Με αυτό το υπόβαθρο, κρίνω ότι η ελάχιστη απόσταση από την οποία ο οδηγός πρέπει να είδε τον πεζό, που προκύπτει από τα ίχνη τροχοπέδησης να ήταν 35-40 μέτρα, ήταν τέτοια που ο οδηγός, αν οδηγούσε με ανάλογα λογική ταχύτητα, να μπορούσε να είχε κάνει όλα όσα ένας λογικός οδηγός υπό τις περιστάσεις εύλογα θα αναμένετο να έκανε για να απέφευγε τον πεζό.  Από αυτή την άποψη, η ταχύτητα του οδηγού, που ήταν της τάξης των 35μ.α.ω., θα εκρίνετο υπερβολική υπό τις περιστάσεις αφού δεν θα επέτρεπε λογικά, όπως και δεν επέτρεψε, στον οδηγό να δει τόσο έγκαιρα τον πεζό ώστε να τον απέφευγε με τους ευλόγως αναμενόμενους χειρισμούς.  Και μάλιστα, αφού αυτή δεν ήταν περίπτωση ξαφνικής εισόδου στο δρόμο. 

Εκφράζοντας την εκτίμηση αυτή, επαναλαμβάνω την προσέγγιση που εξέφρασα στη διιστάμενη απόφαση μου στην υπόθεση Οδυσσέως ν. Χατζηλουκά (2002) 1 Α.Α.Δ. 185, με ιδιαίτερη αναφορά στη διάσταση της εγγενούς δυσχέρειας παρατήρησης και ελέγχου του δρόμου ελλείψει φωτός τ  ης ημέρας. 

Καθ΄όσον λοιπόν θα εξαρτάτο από εμένα, θα διαπίστωνα αμέλεια στον οδηγό με παράλληλη συντρέχουσα αμέλεια του πεζού και θα κατένειμα την ευθύνη εξ ίσου. 

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο