Κουτσού Νίκος ν. Γιάγκου Μικελλίδη και Άλλων (2007) 1 ΑΑΔ 1256

(2007) 1 ΑΑΔ 1256

[*1256]10 Δεκεμβρίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΤΣΟΥ,

Εφεσείων,

v.

1.  ΓΙΑΓΚΟΥ ΜΙΚΕΛΛΙΔΗ,

2.  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΠΡΩΙΝΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ                               «ΠΟΛΙΤΗΣ»,

3.  ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΡΚΤΙΝΟΣ» ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 33/2005)

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Κατά πόσο δύο δημοσιεύματα εφημερίδας με γελοιογραφικά σκίτσα, κατά την περίοδο βουλευτικών εκλογών, ήσαν δυσφημιστικά για τον ενάγοντα, πρόεδρο πολιτικού κόμματος, ή αποτελούσαν πολιτική σάτιρα ― Εφαρμογή κριτηρίου του αντικειμενικού αναγνώστη ― Αποτελεί την ορθή προσέγγιση.

Ο εφεσείων, ο οποίος, κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν πρόεδρος του κόμματος «Νέοι Ορίζοντες», καταχώρησε αγωγή για δυσφήμιση που κατ’ ισχυρισμόν περιείχετο σε δύο δημοσιεύματα του εφεσίβλητου 1 στην εφεσίβλητη 2 εφημερίδα «Πολίτης», ιδιοκτησία της εφεσίβλητης 3. Τα εν λόγω δημοσιεύματα είχαν δημοσιευθεί κατά την περίοδο των βουλευτικών εκλογών του 2001 και σε αυτά ο εφεσείων επαραλληλίζετο με τον Μουσολίνι, το δε κόμμα του οι «Νέοι Ορίζοντες», εχαρακτηρίζετο ως θυγατρικό κόμμα του Μουσολίνι. Χαρακτηρισμοί δημοσιεύονταν επίσης για όλους τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων. Ο εφεσείων εξέλαβε τα δημοσιεύματα ως δυσφημιστικά, υπό την έννοια, ότι αυτά τον χαρακτήριζαν ως αυταρχικό, καταπιεστικό, τυραννικό, αντιδημοκρατικό και νεοφασιστικό, όπως και ο Μουσολίνι. Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά και ότι μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά με το νόημα το οποίο τους απέδωσε ο εφεσείων ή ότι είχαν πρόθεση έτσι να τον διαβάλουν, εδήλωσαν δε έτοιμοι να προσφέρουν απολογία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με δεδομένο το κριτήριο της αντίληψης του αντικειμενικού αναγνώστη υπό το σύνολο των περιστάσεων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα δημοσιεύματα, με τη χρήση υπερβολών και εξωπραγματικών καταστάσεων, συνιστούσαν σάτιρα ως μέσου [*1257]έκφρασης της γνώμης του συγγραφέα τους και δεν μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά με τη συνήθη και φυσική σημασία συγκεκριμένων λέξεων σε αυτά ή πιστευτά στην κυριολεξία από τον αντικειμενικό αναγνώστη υπό τις περιστάσεις.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι το δικαστήριο εξήλθε από τα δικογραφικά πλαίσια, που περιορίζοντο στις υπερασπίσεις της αληθείας και του εντίμου σχολίου, και επεκτάθηκε στο θέμα της σάτιρας. Αμφισβήτησε επίσης την κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας και εισηγήθηκε ότι δεν ήσαν ενώπιον του δικαστηρίου οι πολιτικές θέσεις του εφεσείοντος ώστε να επέτρεπαν τη διαπίστωση ότι τα επίδικα δημοσιεύματα συνιστούσαν πολιτική σάτιρα και όχι ψευδή παρουσίαση της πραγματικότητας. Και μάλιστα αφού ο ίδιος ο εφεσίβλητος 1 δεν έδωσε μαρτυρία ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί η πρόθεσή του να σατιρίσει, ενώ υπήρχε άλλη μαρτυρία που καταδείκνυε την πρόθεση του εφεσίβλητου 1 να δυσφημίσει τον εφεσείοντα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η υπεράσπιση είχε αρνηθεί το δυσφημιστικό των δημοσιευμάτων, ήταν δε καθήκον του δικαστηρίου να κρίνει, ως πρώτο ερώτημα που ετίθετο ενώπιόν του, κατά πόσο τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά. Η προσέγγισή του ήταν στα πλαίσια αυτά, καθ’ όσον η κρίση επί του κατά πόσον επρόκειτο για πολιτική σάτιρα αντανακλούσε ευθέως στο χαρακτηρισμό των δημοσιευμάτων ως δυσφημιστικών ή όχι.

2.  Η παροχή ή όχι μαρτυρίας από τον εφεσίβλητο 1 ουδόλως επηρέασε το ουσιαστικό θέμα, κριτήριο για το οποίο ήταν το πώς θα μπορούσε και πώς θα έπρεπε να αντιλαμβάνετο τα δημοσιεύματα ο αντικειμενικός αναγνώστης τοποθετημένος στο σύνολο των περιστάσεων που τα περιέβαλλαν. Την κρίση αυτή εκφράζει, ως καθοριστική του αντικειμενικού αναγνώστη, το ίδιο το δικαστήριο. Σημασία δεν είχαν δε οι ίδιες οι πολιτικές θέσεις του εφεσείοντος, αφού το δικαστήριο δεν θα εμπλέκετο σε κρίση επί της ορθότητάς τους παρά μόνο σε κρίση επί του κατά πόσο ο αντικειμενικός αναγνώστης, ο οποίος έχει υπόψη του τις πολιτικές θέσεις και τη δράση του εφεσείοντος ως πολιτικού, μπορούσε εύλογα να εξελάμβανε τις αναφορές στον εφεσείοντα στην κυριολεξία τους όπως εισηγείται ο εφεσείων ή μάλλον, όπως και έκρινε το δικαστήριο, ως πολιτική σάτιρα μέσω της οποίας και εξέφραζε τη δική του αντίληψη ο εφεσίβλητος 1.

Η έφεση απορρίφθηκε με £500 έξοδα.

[*1258]Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 12057/01), ημερομ. 15.12.04.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Βορκάς και M. Μηλιώτου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής  Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων Νίκος Κουτσού, πρόεδρος του κόμματος «Νέοι Ορίζοντες», εκλαμβάνοντας ως δυσφημιστικά για τον ίδιο δύο δημοσιεύματα του εφεσίβλητου 1 Γιάγκου Μικελλίδη στην εφεσίβλητη 2 εφημερίδα «Πολίτης», ιδιοκτησία της εφεσίβλητης 3, καταχώρησε αγωγή λιβέλλου εναντίον και των τριών. Τα δημοσιεύματα, που δημοσιεύθησαν κατά την περίοδο των βουλευτικών εκλογών του 2001, θα τα παραθέσουμε.

Το πρώτο, την 6.5.2001, δημοσιευθέν στη στήλη De Profundis, έχει τίτλο: Η γλυκιά αδιαφορία της 27ης Μαΐου» (ημέρας των εκλογών).  Περιέχει, εκτός από φωτογραφία του κ. Μικελλίδη, φωτογραφία του Στάλιν με τα ακόλουθα από κάτω «Ο πατερούλης-ακελικούλης Ιωσήφ Στάλιν. Απορρίπτει οποιοδήποτε ολίσθημα και ο αρχηγός Χριστόφιας μαζί με όλη την Κεντρική Επιτροπή, είναι υποδείγματα ενάρετων ανθρώπων, τόσο που θα μπορούσαν να είναι επίτροποι στον «Άγιο Σάββα». Ο Νίκος Κατσουρίδης στο παγκάρι.» Το υπόλοιπο περιεχόμενό του είναι:

«Το φαινόμενο των εκλογών, μας αφήνει παγερά αδιάφορους. Καμιά ελπίδα δεν μας δημιουργεί. Δεν βλέπουμε και δεν νιώθουμε καμιά αλλαγή σε αυτή την πυκνή ομίχλη που λέγεται Κύπρος. Εμένα, το μόνο που μου θυμίζει ότι έρχονται εκλογές, είναι οι χορταστικά λαλίστατες αφίσες στους δρόμους. «Εμείς δεν φάγαμε, μόνο εσείς φάγατε ή «Θα σας κτίσουμε και σχολεία», «Μαζί μέχρι το τέλος της αβύσσου», «Εμείς σταματήσαμε τα ναρκωτικά! Τώρα θα σας μαστουρώσουμε εσάς». Το πιο καταπληκτικό στην όλη υπόθεση, είναι οι αισθητικές παρουσιάσεις του ΑΚΕΛ, που μου θυμίζουν τη γιαγιά μου με κοκκινόμαυρο τάγκα βρακί!

[*1259]Ο λαός παρακολουθεί με απάθεια τους υποψηφίους των κομμάτων, να παρελαύνουν στην τηλεόραση και στον τύπο …

Οι περισσότεροι νιώθουν πλήρως αποξενωμένοι, λες και οι εκλογές γίνονται στη Μαδαγασκάρη! Οι υποψήφιοι, νέοι ή πιο μεγάλοι, περιέρχονται τις τηλεοράσεις, τους χορούς, τις συγκεντρώσεις, τα καφενεία των χωριών, τα νοσοκομεία, τις δημοτικές αγορές και το κεντρικό σφαγείο … Ξαφνικά θυμήθηκαν τις παλιές τους γειτονιές, τους παλιούς γνωστούς και φίλους. Τους τηλεφωνούν, τους επισκέπτονται και τους εύχονται Χριστός Ανέστη. Στο τέλος, οι κουβέντες τους καταλήγουν με μια καρτούδα, με σαφώς σημειωμένο το νούμερο του υποψηφίου. «Ψηφίστε τον νούμερο 26 και πολιτικά θα σας φέξει». Ο κόσμος τους κοιτάζει περίεργα, αδιάφορα και διερωτάται τι να θέλουν όλοι αυτοί! Οι αθκιασεροί τους κόφκουν και καμιά κουβέντα ή τους κάνουν καμιά ερώτηση τύπου: «πότε θα λειτουργήσει το νέο αεροδρόμιο ή πια η γνώμη τους για τις πατάτες», έτσι, για να δείξουν ότι είναι μέσα στα «πράγματα» και της οποίας την απάντηση, ούτε καν περιμένουν να ακούσουν …

Οι παράγοντες βρίσκονται σε πλήρη συναγερμό, για να φέρουν σε επαφή τους ψηφοφόρους με τους νέους βουλευτές, αλλά ο κόσμος δεν νομίζω ότι έχει καμιά διάθεση ή επιθυμία να τους γνωρίσει.

Πιστεύω ότι αν ήταν ελεύθερη η ψήφος, οι περισσότεροι  δεν θα πήγαιναν καν να ψηφίσουν …

Θα τους άφηναν να ψοφήσουν στα προεκλογικά κέντρα.

Ο ΔΗΣΥ,  είναι μάλλον σπαστικό και με προοπτικές δυσοίωνες. Προσπαθεί ανοργάνωτα να μαζέψει τα παιδιά και τα εγγόνια των παλιών Ενωτικών και να τα δρομολογήσει πάλι προς τη μάντρα.

Ο αρχηγός τους, αρκορούφητος και αρνητικός, χειροτερεύει την κατάσταση. Συμβουλή μας είναι να αντιγράψει το Χριστόφια και να γίνει πιο γλυκούδης και πιο γλυφτούδης. Πιστεύουμε, ότι με αυτό τον τρόπο θα έχει μεγαλύτερη επιτυχία…

Ο Κουτσού, πήρε την πάνω βόλτα και όσο περνά ο καιρός μοιάζει περισσότερο με το Μουσολίνι, τόσο στις σκέψεις, όσο και στις πράξεις.

[*1260]Ο Τάσσος, μουττάς, αδρός και με θέσεις εναντίον του ρουσφετιού, καταστρέφει το ΔΗΚΟ το κόμμα που μαζί με το ΑΚΕΛ ανακάλυψε το ρουσφέτι και το ανέβασε σε ύψος καλλιτεχνίας.

Ο Λυσσαρίδης, δεν φαίνεται πουθενά και οι μνηστήρες του συνεχίζουν να βάζουν κλάππες ο ένας στον άλλο.

Για τον Περδίκη, τι να πεις; Το μόνο που μπορείς να πεις είναι ότι είναι ΠΡΑΣΙΝΟΣ εναλλακτικός, τονίζοντας ότι αργεί ακόμα η εποχή του κυνηγίου, οπότε ο άνθρωπος δεν κινδυνεύει.

Το 1/3 των ψηφοφόρων, οι οπαδοί του ΑΚΕΛ τα, του πιο «συντηρητικού» κόμματος της Κύπρου, μ’ ένα μαγικό τρόπο, έχουν πειστεί ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο για να ψηφίσουν.

Φορούν ακόμα τις κόκκινες φανελούδες και τα καπελούθκια της ΠΕΟ και έχουν πειστεί ότι τα συμφέροντά τους τα υποστηρίζει μόνο το ΑΚΕΛ, το οποίο χρησιμοποιεί τη γνωστή «ρετσέτα»  ότι μόνο εμείς θα σας υποστηρίξουμε και ότι τώρα είναι η σειρά μας να σας «κανονίσουμε».

Είναι όπως πάντα εναντίον του διαζυγίου, εναντίον των Ρουμάνων, εναντίον του κουμαρκού, εναντίον των ναρκωτικών, εναντίον του να σκέφτεσαι πολύ και να προβληματίζεσαι, εναντίον της φαντασίας και γενικά του να διαταράσσεις τα λιμνάζοντα ύδατα.

Είναι υπέρ των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων, υπέρ της σούβλας, της δίαιτας, της λιτότητας, της υποκρισίας, του κυριακάτικου εκκλησιασμού μετά ανάμματος λαμπάδας και γενικώς είναι υπέρ της ενάρετης ζωής. Απορρίπτει οποιοδήποτε ολίσθημα και ο αρχηγός Χριστόφιας, μαζί με όλη την Κεντρική Επιτροπή, είναι υποδείγματα ενάρετων ανθρώπων, τόσο που θα μπορούσαν να είναι επίτροποι στον «Άγιο Σάββα». Ο Νίκος Κατσουρίδης στο παγκάρι!

Επειδή δεν ήταν ποτέ κόμμα εξουσίας, κατορθώνει να διαχωρίζει τις ευθύνες του από όλα τα κακώς έχοντα. Παρ’ όλη όμως την καλή εικόνα του, οι οπαδοί του είναι και αυτοί ελαφρώς πλαδαροί και αδιάφοροι. Δεν νομίζω ότι ενθουσιάζει κανένα με την ιδεολογία του. Απλώς, ο συντηρητισμός, η ευθυνοφοβία, η έλλειψη οράματος και το να ακολουθείς τους παλιούς κλασικούς τρόπους, είναι μια καλή ομπρέλα για να κρατήσεις από κάτω σου τους υποκριτές, φοβητσιάρηδες, παγαπόντες και ευ[*1261]θυνόφοβους Κυπρίους, τους οποίους το κύριο χαρακτηριστικό είναι η έλλειψη φαντασίας.

Πώς ψηφίζουμε

Οι μεγάλοι ψηφίζουν ακόμα με κάποιο ενδιαφέρον, τις πιο πολλές φορές λόγω της ιστορίας και των παλιών εμπειριών, οι δε νεότεροι, ψηφίζουν αδιάφορα το κόμμα των γονιών τους.

Ψηφίζουμε λόγω του πατέρα μας, των υποχρεώσεών μας απέναντι στους φίλους μας, λόγω κάποιας συναισθηματικής σχέσης και λόγω των συμφερόντων μας. Πολύ λίγοι ψηφίζουν διότι πραγματικά πιστεύουν. Ακόμα, φαίνεται πως σ’ αυτές τις εκλογές, οι δεξιοί αμφισβητούν πολύ περισσότερο την εξουσία, παρά οι αριστεροί. Ένα, όμως, είναι το καθοριστικό. Οι πολιτικές τοποθετήσεις των γονιών μας, καθορίζουν γενικά το τι θα ψηφίσουμε.

Κατά τα άλλα, όλα τα κόμματα είναι υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπέρ του κτισίματος του νέου νοσοκομείου, εναντίον του δάκου της ελιάς, εναντίον του μολυσμένου πατατόσπορου, υπέρ των συνομιλιών με τους Τούρκους, εναντίον των μπαγαπόντηδων του Χρηματιστηρίου, υπέρ των πατατοπαραγωγών, εναντίον των Ποντίων, των Αθιγκάνων και των Ρουμάνων. Πιστεύουν ότι όλοι οι Κύπριοι πρέπει να έχουν mobile, σπίτι και εξοχικό και να είναι όλοι δημόσιοι υπάλληλοι.

Όλοι θα φέρουν φοιτητές από το εξωτερικό, για να τους ψηφίσουν. Όλοι παίρνουν επιχορηγήσεις από την κυβέρνηση, τις πολυεθνικές εταιρείες και τους πλούσιους της Κύπρου και όλοι οι αρχηγοί τους, εκτός του Τάσσου και του Αναστασιάδη, έχουν γλυκό, κάπως χαντό ύφος στην τηλεόραση. ΨΗΦΙΣΤΕ ΤΟΥΣ!»

Το δεύτερο, την 27.5.2001, επίσης στη στήλη De Profundis, έχει τίτλο «Αρχίστε την Επανάσταση σήμερα!» και υπότιτλο «Οι επιλογές σας είναι ή να τους ψηφίσετε και να τους καταξιώσετε ή να ρίξετε λευκό και να τους πείτε: φτάνει πια!!!», αναφέρει δε τα εξής:

«Σήμερα ψηφίζουμε!

Πιστεύω ότι με την κάθετο ψηφοφορία  που μας αναγκάζουν να ψηφίσουμε, δεν ψηφίζουμε ανθρώπους αλλά κόμματα και κομματάρχες. Γενικά, οι εκλογές δεν έπρεπε να λέγονται «Βουλευ[*1262]τικές», αλλά «Κομματικές». ΠΡΟΣΟΧΗ! Όπου και αν βάλετε τον σταυρό σας, ψηφίζετε (δηλαδή καταξιώνετε) το κόμμα και την όλη προσφορά του. Έχετε δηλαδή την ευθύνη για την πολιτική του, τις αποφάσεις του και ορίζετε αυτούς τους ανθρώπους να σας αντιπροσωπεύουν, μέχρι και το 2005!, στα κέντρα αποφάσεων.

Σας παραθέτουμε πιο κάτω, ποιους έχουμε την εκλογή να ψηφήσουμε, με αλφαβητική σειρά:»

Ακολουθεί, με αλφαβητική σειρά, το όνομα του κάθε ενός από τα οκτώ κόμματα που συμμετείχαν στις εκλογές με γελοιογραφικό σκίτσο του αρχηγού του στο πλάϊ και αναφέρονται τα ακόλουθα για κάθε ένα:

«Α Κ Ε Λ:

Με αρχηγό του τον «baby face», Δημήτρη. Γύρω του, στο πολιτικό γραφείο, έχει συμβούλους τους αρχηγούς των λαϊκών κόκκινων εταιριών με τις μπλε γραβάτες, και τα μέλη της κόκκινης επαγρύπνησης.

Ποιοι το ψηφίζουν: οι απόγονοι των μικρο-εργατοϋπαλήλων και των άκληρων χωρικών του 1930, οι σπουδάσαντες στη Σοβιετική Ένωση με υποτροφίες του ΑΚΕΛ, οι υπάλληλοι των εταιριών του και ολίγοι μετρημένοι απόγονοι των ιδεολόγων του μεσοπολέμου. Φλάμπουρό του το σφυροδρέπανο. Κόμμα ιδεολογικά συγχυσμένο, συντηρητικό, χωρίς φαντασία και νέες ιδέες.

Α Δ Η Κ:  Κόμμα δοσίλογων, με καθαρές ιδεολογικές προδιαγραφές, δηλαδή το συμφέρον, σήμερα, χθες για πάντα  Αρχηγός του ο Ντίνος.  Οπαδοί του όλοι οι τρώγοντες και όσοι σκέφτονται να φάνε.  Φλάμπουρό του μια σακούλα νάιλον. 

ΔΗΚΟ:  Το κόμμα που ιδρύθηκε την τελευταία στιγμή από τον Μακάριο για να στεγάσει τους επίγονούς του. Αυτούς, που ακόμα και μετά θάνατο, θα τον έγλειφαν και θα προστάτευαν το «αλάθητό» του με νόμους!  Αρχηγός του ο Τάσσος, ο οποίος σαν πρώτη πράξη του, είχε την αποκοπή της γλώσσας των οπαδών του για να μην γλείφουν.  Αποτέλεσμα, οι περισσότεροι οπαδοί του τώρα να είναι βουβοί και το κόμμα να είναι το κόμμα των βωβών!

Φλάμπουρό του, κάτι γράμματα σε μια λευκή σημαία.  Ιδεολογικά ακαθόριστο.

[*1263]ΔΗΣΥ:  Αρχηγός του ο Νίκος.  Γύρω του ο σύνδεσμος Προστασίας Αλλοδαπών Καλλιτέχνιδων Κύπρου.  Ποιοι το ψηφίζουν;  Οι εθνικόφρονες απόγονοι των παλιών «κέκκων» κτηνοτρόφων, μικροεμπόρων, ρεσπέρηδων, παραγγελιοδόχων και των ολίγων μεγαλεμπόρων και τοκογλύφων.

Φλάμπουρό του η «Μπλε Πουλάδα».  Κόμμα χωρίς καμιά, πλέον, ιδεολογία.  Κόμμα με πολλή φαντασία που εκφράζεται σαν «άππωμα» και που η υλοποίησή της γεμίζει τις τσέπες των προσκείμενων.

ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ:  Αρχηγός του ο φτωχός αδελφός του «Μπερλουσκόνι», ο Γιώργος.  Οπαδοί του όλοι οι βρακοφαντασμένοι, οι climbers, οι προοδευτικοί asexual, οι κτηματομεσίτες, πολλοί χρηματιστές και γενικά οι marketers, οι ψιλο-κομπιουτεράδες κλπ.

Φλάμπουρό του το δεκάλιρο.

Κόμμα ιδεολογικά προσανατολισμένο προς τα services και τις πρακτικές λύσεις.

ΚΙΣΟΣ:  Κόμμα που ιδρύθηκε από τον Μακάριο να στεγάσει τους σοσιαλιστές και τον Λυσσαρίδη.  Αρχηγός του ο πρώην, νυν και αεί Βάσος.

Σερβίρει πράσινο σοσιαλισμό και Παπανδρεϊκό σεξουαλισμό στα παιδιά των γερασμένων διανοούμενων της αριστεράς.

Στο παρελθόν είχε καλύτερες μέρες, διότι αποτέλεσε, λόγω των στενών του σχέσεων με τον Μακάριο, ένα γερό εφαλτήριο για τις κρατικές θέσεις και γενικά το βόλεμα.  Ιδεολογικά συγχυσμένο και χαμένο στον πράσινο σοσιαλισμό.

Φλάμπουρό του το αποξηραμένο γαρύφαλλο και η σβησμένη, πια, δάδα!

ΝΕΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ:  Θυγατρικό κόμμα του κόμματος του Μουσολίνι. Αρχηγός του, η μετεμψύχωσή του, ο Νίκ Κουτσού, ο οποίος μόλις βάλει κανένα βουλευτή στη Βουλή, θα κάτσει πάνω σε ένα άσπρο άλογο και θα φορέσει περικεφαλαία με φτερό!!!

Ιδεολογία: νεοφασιστική, Φλάμπουρό του το καράβι «Ο Σκυλοπνίχτης». Και, τέλος, το κόμμα των Οικολόγων Περιβαλλοντιστών. Δηλαδή ο Περδίκης με το πράσινο βρακί.  Ο αρχηγός του «ακέφαλου μπουλουκιού» των τάχα-τάχα. Προσπαθεί κι΄αυτό έστω και για μια πράσινη θέση στον ήλιο...

Οπαδοί του, όλοι οι ανένταχτοι.»

Καταλήγει δε ως εξής:

[*1264]«Όλοι εμείς ζώντες και νεκροζώντανοι, θα επιλέξουμε ένα από τους πιο πάνω.  Θα τον σταυρώσουμε και θα του δώσουμε την εντολή μας.  Αυτός θα μας γράψει κανονικά για μια τετραετία. Θα ψηφίσουμε αναλόγως της οικογενειακής μας παράδοσης, των συμφερόντων μας (όπως έχουν αυτά διαμορφωθεί στη δεύτερη γενιά), τον φόβο μας για αλλαγή και τα ηθικά μας πιστεύω.

Θα ψηφίσουμε αδιαφορώντας για το πολιτικό αδιέξοδο που όλοι μας έχουν οδηγήσει.  Αδιαφορώντας για ην κοινωνική διαφθορά στην οποία μας έχουν μπλέξει, για τη φθορά των συνειδήσεων που έχουν προκαλέσει και γενικά για το ότι η προηγούμενη και η σημερινή πολιτική ηγεσία, μας έχουν αποξενώσει από τις ιδεολογίες μας, την αξιοπρέπεια μας και από τον ίδιο τον εαυτό μας.

Το Χρηματιστήριο και οι διαφοροποιήσεις που έγιναν μέσω αυτού, αποτελεί τον καθρέφτη της πολιτικής μας ιστορίας και είναι το επίτευγμα των πιο πάνω πολιτικών ηγεσιών.  Η ευθύνη είναι συλλογική.»

Παραπλεύρως υπάρχει γελοιογραφία μειδιώντος ανδρός επιδεικνύοντος τα οπίσθιά του όπου αναγράφοντο τα ονόματα και των οκτώ κομμάτων.

Ο εφεσείων, επισημαίνοντας τις επί μέρους αναφορές στον ίδιο στα δύο δημοσιεύματα, εισηγήθηκε ότι από αυτά προέβαλλε ο δυσφημιστικός ισχυρισμός ότι αυτός ήταν αυταρχικός, καταπιεστικός, τυρρανικός, αντιδημοκρατικός και νεοφασιστικός, όπως και ο Μουσολίνι. Οι εφεσίβλητοι αρνήθησαν ότι τα δημοσιεύματα ήσαν δυσφημιστικά και ότι μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά με το νόημα το οποίο τους απέδωσε ο εφεσείων  ή ότι είχαν πρόθεση έτσι να τον διαβάλουν, εδήλωσαν δε έτοιμοι να προσφέρουν απολογία. Διάθεση για απολογία εξεφράσθη και κατά την ακρόαση ενώπιόν μας, οι σχετικές όμως διαβουλεύσεις των μερών για διατύπωσή της δεν ευδοκίμησαν και έτσι η ακρόαση της έφεσης ολοκληρώθηκε.

Το ουσιαστικό επίδικο θέμα για την ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστή ήταν κατά πόσο τα δημοσιεύματα ήσαν δυσφημιστικά όπως τα εξέλαβε ο εφεσείων. Με δεδομένο το κριτήριο της αντίληψης του αντικειμενικού αναγνώστη υπό το σύνολο των περιστάσεων, η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα δημοσιεύματα, με τη χρήση υπερβολών και [*1265]εξωπραγματικών καταστάσεων, συνιστούσαν σάτιρα ως μέσου έκφρασης της γνώμης του συγγραφέα τους και δεν μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά με τη συνήθη και φυσική σημασία συγκεκριμένων λέξεων σε αυτά ή πιστευτά στην κυριολεξία από τον αντικειμενικό αναγνώστη υπό τις περιστάσεις. Αναφερθείσα σε έκταση στη νομολογία, υπέδειξε ότι στην περίπτωση μάλιστα δημοσίου προσώπου η κριτική που εκφράζεται μέσω της σάτιρας μπορεί να είναι και ακραία. Εξετάζοντας τα δημοσιεύματα στο σύνολό τους, στα οποία και περιείχοντο οι συγκεκριμένες αναφορές στον εφεσείοντα, ήταν φανερό, έκρινε η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής, ότι ο αντικειμενικός αναγνώστης θα αντιλαμβάνετο ότι αυτά περιείχαν τις υποκειμενικές αντιλήψεις του συγγραφέα τους εκφραζόμενες μέσω της σάτιρας λόγου και εικόνων όλου του πολιτικού κατεστημένου, καταλήγοντας ως εξής (σελ. 42-43):

«Τα επίδικα άρθρα δημοσιεύθηκαν λίγες μέρες πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2001.  Το θέμα των επίδικων δημοσιευμάτων ήταν η μη καταλληλότητα όλων των υποψηφίων για τις βουλευτικές εκλογές. Χρησιμοποίησε βαριούς χαρακτηρισμούς εναντίον όλων των πολιτικών κομμάτων και προσώπων.  Χρησιμοποίησε την πολιτική σάτιρα για να εκφράσει τη δυσαρέσκεια του για τα πολιτικά πρόσωπα και κόμματα που ήταν υποψήφιοι στις εκλογές. Η καταλληλότητα των υποψηφίων ήταν αναμφίβολα ζήτημα που απασχολούσε το κοινό εκείνες τις μέρες.  Δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι ο συγγραφέας χρησιμοποίησε ένα τόνο υπερβολικό που αγγίζει τα όρια της προσβολής.  Έχω την εντύπωση ότι οποιεσδήποτε απόψεις μπορούν να εκφραστούν εξίσου αποτελεσματικά χωρίς ο αρθρογράφος να καταφεύγει σε τέτοιου είδους υπερβολές.  Ωστόσο οι λέξεις και το μέσο που χρησιμοποιήθηκε δια να εκφράσει την γνώμη του ο συγγραφέας, δηλαδή της σάτιρας, όπου παριστάνονται εξωπραγματικές εικόνες και καταστάσεις είναι στοιχεία που οδηγούν τον αναγνώστη στη διαπίστωση ότι η κριτική που ασκείται δεν βασίζεται σε αληθινά γεγονότα.  Δεν είναι δυνατόν να διαβάσει αυτά τα άρθρα ο αναγνώστης και να σχηματίσει την γνώμη ότι ο ενάγοντας είναι ο Μουσολίνι ή μέλος του κόμματος του Μουσολίνι. Μπορεί ο αναγνώστης να αντιληφθεί ότι ο συγγραφέας πιστεύει ότι οι πολιτικές θέσεις του ενάγοντα και του κόμματος του είναι λανθασμένες ή ότι ο ενάγοντας είναι αυταρχικός και/ή απόλυτος στις απόψεις του, ή ότι η ιδεολογία του ενάγοντα είναι ξεπερασμένη.  Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι αυτή η κριτική είναι η υποκειμενική πολιτική κρίση του συγγραφέα.  Το γεγονός ότι στόχος του συγγραφέα δεν είναι μόνο [*1266]αυστηρή κριτική του ενάγοντα αλλά και όλων των πολιτικών κομμάτων και προσώπων αποδεικνύει ότι η κριτική που εκφράζει είναι η πραγματική του γνώμη. Εν πάση περιπτώσει δεν υπήρχε μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι ο εναγόμενος είχε ξεκινήσει κακόβουλη εκστρατεία εναντίον του ενάγοντα.»

Ο εφεσείων παραπονείται κατ’ αρχάς ότι το δικαστήριο εξήλθε από τα δικογραφικά πλαίσια, που περιορίζοντο στις υπερασπίσεις της αληθείας και του εντίμου σχολίου, και επεκτάθηκε στο θέμα της σάτιρας. Δεν είναι έτσι όμως τα πράγματα. Η υπεράσπιση, αν και ήγειρε επιγραμματικά και τις εν λόγω υπερασπίσεις, είχε αρνηθεί το δυσφημιστικό των δημοσιευμάτων, ήταν δε καθήκον του δικαστηρίου να κρίνει, ως πρώτο ερώτημα που ετίθετο ενώπιόν του, κατά πόσο τα δημοσιεύματα ήσαν δυσφημιστικά. Η προσέγγιση του ήταν στα πλαίσια αυτά, καθ΄όσον η κρίση επί του κατά πόσον επρόκειτο περί πολιτικής σάτιρας αντανακλούσε ευθέως στο χαρακτηρισμό των δημοσιευμάτων ως δυσφημιστικών ή όχι. Η διαπίστωση δε του δυσφημιστικού των δημοσιευμάτων πάντοτε προηγείται οποιασδήποτε υπερασπίσεως.

Ο εφεσείων αμφισβητεί και την ορθότητα της κρίσης του δικαστηρίου επί της ουσίας. Δεν ήσαν, λέγει, ενώπιον του δικαστηρίου οι πολιτικές θέσεις του εφεσείοντα ώστε να επέτρεπαν τη διαπίστωση ότι τα επίδικα δημοσιεύματα συνιστούσαν πολιτική σάτιρα και όχι ψευδή παρουσίαση της πραγματικότητας. Και μάλιστα αφού ο ίδιος ο εφεσίβλητος 1 δεν έδωσε μαρτυρία ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί η πρόθεσή του να σατιρίσει, ενώ υπήρχε άλλη μαρτυρία που καταδείκνυε την πρόθεση του εφεσίβλητου 1 να δυσφημίσει τον εφεσείοντα. Και πάλι όμως η εισήγηση παρεξηγεί τη νομική πτυχή των πραγμάτων. Τα άλλα δημοσιεύματα, που παρουσιάσθησαν και που ακολουθούσαν χρονικά μέχρι και την 22.6.2003, δηλαδή δύο χρόνια μετά, δεν ήσαν επίδικα, οι δε μάρτυρες δεν προσέθεταν ο,τιδήποτε στο θέμα που αφορούσε το δικαστήριο. Η παροχή ή όχι μαρτυρίας από τον εφεσίβλητο 1 ουδόλως επηρέαζε το ουσιαστικό θέμα, κριτήριο για το οποίο ήταν το πώς θα μπορούσε και πώς θα έπρεπε να αντιλαμβάνετο τα δημοσιεύματα ο αντικειμενικός αναγνώστης τοποθετημένος στο σύνολο των περιστάσεων που τα περιέβαλλαν. Την κρίση αυτή εκφράζει, ως καθοριστική του αντικειμενικού αναγνώστη, το ίδιο το δικαστήριο. Σημασία δεν είχαν δε οι ίδιες οι πολιτικές θέσεις του εφεσείοντα, αφού το δικαστήριο δεν θα εμπλέκετο σε κρίση επί της ορθότητάς τους παρά μόνο σε κρίση επί του κατά πόσο ο αντικειμενικός αναγνώστης, ο οποί[*1267]ος έχει υπόψη του τις πολιτικές θέσεις και τη δράση του εφεσείοντα ως πολιτικού, μπορούσε εύλογα να εξελάμβανε τις αναφορές στον εφεσείοντα στην κυριολεξία τους όπως εισηγείται ο εφεσείων ή μάλλον, όπως και έκρινε το δικαστήριο, ως πολιτική σάτιρα μέσω της οποίας και εξέφραζε τη δική του αντίληψη ο εφεσίβλητος 1. Και ο εφεσίβλητος 1 δεν αναφέρετο σε συγκεκριμένο πραγματικό γεγονός ως το υπόβαθρο της αντίληψης του που να απεδίδετο ψευδώς ως προς τον εφεσείοντα, αφού ο αντικειμενικός αναγνώστης δεν θα αντιλαμβάνετο τις αναφορές του κυριολεκτικά ώστε να ταύτιζε τον εφεσείοντα με το Μουσολίνι.

Είναι λοιπόν και η δική μας αντίληψη, σε συμφωνία με εκείνη της ευπαίδευτης πρωτόδικης δικαστή, ότι τα επίδικα δημοσιεύματα δεν μπορούσαν να γίνουν ευλόγως αντιληπτά ως έχοντα το νόημα το οποίο τα εξέλαβε ο εφεσείων να είχαν. Τα δημοσιεύματα, στο σύνολό και σε όλη τους την έκταση, αποτελούσαν σατιρική έκφραση της αντίληψης και γνώμης του εφεσείοντα για όλο το φάσμα της πολιτικής ζωής της Κύπρου με την κατ’ εξοχή χρήση για όλους τους αναφερόμενους πολιτικούς και όλα τα αναφερόμενα πολιτικά κόμματα τέτοιων υπερβολών και επιγραμματικών παραδοξοτήτων που να μη μπορούσαν να εκληφθούν ως πραγματικά ή κυριολεκτικά εκφραζόμενα.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με £500 έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με £500 έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο