Κυριακίδης Κύπρος ν. Διαχειριστικής Επιτροπής Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Κυπριακού Διυλιστηρίου Πετρελαίου Λτδ (2007) 1 ΑΑΔ 1271

(2007) 1 ΑΑΔ 1271

[*1271]11 Δεκεμβρίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 56/2005)

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Ταμείο προνοίας ― Αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών εναντίον Διαχειριστικής Επιτροπής Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Κυπριακού Διϋλιστηρίου Πετρελαίου Λτδ για επιπλέον πληρωμή ποσού κατά την αποχώρηση υπαλλήλου μέλους του Ταμείου Προνοίας και αποζημιώσεις ― Κατά πόσο η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν νομικά ορθή ή κατά πόσο η αίτηση έπρεπε να είχε στραφεί εναντίον του Ταμείου.

Πολιτική Δικονομία ― Αγωγή εναντίον ανυπάρκτου προσώπου ― Μη συγκροτημένα σώματα (unincorporated) ως μη διαθέτοντα νομική προσωπικότητα δεν ενάγουν ούτε ενάγονται.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας προδικαστική ένσταση, απέρριψε αίτηση του εφεσείοντος εναντίον της εφεσίβλητης, Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Κυπριακού Διϋλιστηρίου Πετρελαίου Λτδ (η Επιτροπή), με την οποία ο εφεσείων αξίωνε (α) επιπλέον πληρωμή ΛΚ.83.896,00 από το ποσό που πληρώθηκε σε αυτόν από το Ταμείο κατά την αποχώρησή του και (β) αποζημιώσεις. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η αίτηση λανθασμένα στράφηκε εναντίον της Επιτροπής και ότι αυτή έπρεπε να είχε στραφεί κατά του Ταμείου ως αυθύπαρκτου νομικού προσώπου συσταθέντος βάσει του Άρθρου 7(1) του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου του 1981 και τροποποιήσεων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης, κατέληξε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τους ισχυρισμούς του περί παράνομων και αντικαταστατικών ενεργειών της Επιτροπής η οποία, κατά την ενάσκηση των εξουσιών της ενήργησε μέσα σε λογικά [*1272]πλαίσια και με στόχο την περιφρούρηση των ωφελημάτων όχι μόνο των αποχωρούντων μελών του Ταμείου αλλά και των μελών που παρέμειναν. Η πληρωμή του αιτητή έγινε με βάση τους εξελεγμένους λογαριασμούς στους οποίους περιλαμβάνονται και μη πραγματοποιηθέντα κέρδη.

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ζητά τον παραμερισμό της.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, εφόσον η Επιτροπή δεν είναι νομικό πρόσωπο ούτε έχει τέτοια οντότητα ώστε να μπορεί να ενάγεται, η αίτηση δεν έπρεπε να στραφεί εναντίον της Επιτροπής αλλά εναντίον του Ταμείου.

2.  Οι διαπιστώσεις και η κατάληξη του δικαστηρίου επί του προδικαστικού θέματος συνιστούν στην ουσία ορθή εφαρμογή του καθιερωμένου κανόνα ότι μη συγκροτημένα σώματα ως μη διαθέτοντα νομική προσωπικότητα δεν ενάγουν ούτε ενάγονται.

Η έφεση απορρίφθηκε με £2.000 έξοδα συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αντωνίου κ.ά. v. Ταμ. Προνοίας Υπαλλήλων Ξενοδ. Βιομηχανίας (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 204,

Γρηγορίου v. Μιχαλάκης Πογιατζής και Σία Λτδ (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1924,

Κάρμιος κ.ά. v. Β.Ε.M.R.S OF ECO κ.ά. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1123,

Gray v. Pearson [1870] L.R. 5 C.P. 568,

Evans v. Hooper [1875] 1 Q.B.D 45,

C.A., London Association for Protection of Trader Greenland Ltd [1916] 2 A.C. 15, H.L,

Limassol Patriotic Club v. Kouvas 18 C.L.R. 106,

G .W. Stow v. F. Houry (1959 - 1960) 24 C.L.R. 206.

[*1273]Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 223/01), ημερ.17.1.2005.

Ζ. Νικολάου και Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Π. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής  Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων ήταν μέλος του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Κυπριακού Διϋλιστηρίου Πετρελαίου Λτδ («το Ταμείο») από 21.8.72 μέχρι 31.12.99 που αποχώρησε. Κατά την αποχώρησή του, πληρώθηκε από το Ταμείο ΛΚ109.243,03 και το Νοέμβριο του 2000 πληρώθηκε ακόμη ΛΚ23.958,43, σύνολο ΛΚ133.195,46.

Ο εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από το ποσό που εισέπραξε και με αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αξίωσε από τους εφεσίβλητους επιπλέον πληρωμή ΛΚ83.896,00 ποσό το οποίο, καθώς ισχυρίστηκε, αποτελούσε την ποσοστιαία αναλογία που δικαιούται από τα έσοδα του Ταμείου κατά το έτος 1999 και το οποίο του αποστερήθηκε παράνομα εξαιτίας ενεργειών και/ή παραλείψεων των εφεσιβλήτων. Αξίωσε επίσης αποζημιώσεις για τη ζημιά που κατ’ ισχυρισμό υπέστη εξαιτίας των παράνομων και αντικαταστατικών ενεργειών των εφεσιβλήτων τις οποίες λεπτομερώς εξειδικεύει στην αίτηση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε προδικαστικά το θέμα του κατά πόσο η αίτηση ορθά στρεφόταν εναντίον της Διαχειριστικής Επιτροπής και όχι εναντίον του Ταμείου. Για τους λόγους που εκτενώς εξηγούνται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο αποφάσισε ότι η αίτηση λανθασμένα στράφηκε εναντίον της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου και ότι αυτή έπρεπε να είχε στραφεί κατά του Ταμείου ως αυθύπαρκτου νομικού προσώπου συσταθέντος βάσει του άρθρου 7(1) του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου 1981 και τροποποιήσεων. Κρίθηκε ότι «η όλη διαδικασία είναι ανυπόστατη νομικά σαν αποτέλεσμα του τίτλου και του περιεχομένου του δικογράφου και δυστυχώς δεν θεραπεύεται ούτε με τροποποίηση του τίτλου.»

Παρά την πιο πάνω κατάληξη, το Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης «λόγω της σοβαρότητας της και του γεγονότος ότι σύμφωνα με δέσμευση όλων των μερών το αποτέλεσμα της θα επηρεάσει μια μεγάλη σειρά υποθέσεων επί των ιδίων ακριβώς νομικών και πραγματικών γεγονότων».

Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τους ισχυρισμούς του περί παράνομων και αντικαταστατικών ενεργειών της Διαχειριστικής Επιτροπής η οποία, κατά την ενάσκηση των εξουσιών της, ενήργησε μέσα σε λογικά πλαίσια και με στόχο την περιφρούρηση των ωφελημάτων όχι μόνο των αποχωρούντων μελών του Ταμείου αλλά και των μελών που παρέμειναν. Η πληρωμή του αιτητή έγινε με βάση τους εξελεγμένους λογαριασμούς στους οποίους περιλαμβάνονται και μη πραγματοποιηθέντα κέρδη. Η απόφαση της Επιτροπής για μείωση κατά 40% του πλεονάσματος που υπήρχε από το μη πραγματοποιηθέν κέρδος, λήφθηκε με βάση τους κανονισμούς και ύστερα από διαβουλεύσεις και συμβουλές ειδικών επί των θεμάτων αυτών, αναλογιστών, ελεγκτών και νομικών συμβούλων. Την ορθότητα των λογαριασμών επιβεβαίωσαν τόσο ο μάρτυρας του εφεσείοντα κ. Γ. Λοΐζου, εγκεκριμένος ελεγκτής, όσο και ο ελεγκτής του Ταμείου κ. Π. Λοΐζου. Εν ολίγοις, το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι πληρωμές προς τον εφεσείοντα κάλυπταν ακριβώς τα ποσά που αυτός δικαιούτο να εισπράξει κατά τον ουσιώδη χρόνο με βάση τους εξελεγμένους λογαριασμούς όπως εμφανίζονταν κατά τον ουσιώδη χρόνο και ως απόδειξη της ορθής και συνετής διαχείρισης των οικονομικών του Ταμείου από τη Διαχειριστική Επιτροπή.

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ζητά τον παραμερισμό της. Οι λόγοι έφεσης καλύπτουν την απόφαση επί του προδικαστικού θέματος και επί της ουσίας καθώς και επιμέρους θέματα. Η εξέταση της έφεσης επί του προδικαστικού θέματος θεωρούμε πως πρέπει να προηγηθεί γιατί μόνο αν επιτύχει επί αυτού θα έχει νόημα η περαιτέρω εξέταση των λόγων έφεσης που άπτονται της ουσίας.

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι το «Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Κυπριακού Διϋλιστηρίου Πετρελαίου Λτδ» είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο και έχει νομική προσωπικότητα στην έννοια του άρθρου 7(1)* του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου του 1981 (Ν. 44/1981 και [*1275]τροποποιήσεων μέχρι 2002 «ο νόμος»). Το άρθρο 14 του νόμου προνοεί για τη διοίκηση των Ταμείων Προνοίας και έχει ως εξής:

«14.-(1) Το ταμείον προνοίας διοικείται υπό Διαχειριστικής Επιτροπής αποτελούμενης εξ ουχί ολιγωτέρων των τριών προσώπων, ως ήθελεν ορισθή διά του καταστατικού του τοιούτου ταμείου.

(2) Η Διαχειριστική Επιτροπή εκάστου ταμείου προνοίας επιμελείται των υποθέσεων του ταμείου και αντιπροσωπεύει τούτο δικαστικώς και εξωδίκως.

(3) Η έκτασις της εξουσίας της Διαχειριστικής Επιτροπής προσδιορίζεται εκ του καταστατικού, ο δε προσδιορισμός ούτος ισχύει και έναντι τρίτου. Η εξουσία αυτής εν αμφιβολία εκτείνεται και εις πάσαν συναφή πράξιν.

(4) Δικαιοπραξίαι επιχειρηθείσαι υπό της Διαχειριστικής Επιτροπής ταμείου προνοίας εντός των ορίων της εξουσίας της δεσμεύουσι το τοιούτο ταμείον.

(5) Το ταμείον προνοίας ευθύνεται εκ των πράξεων ή παραλείψεων των αντιπροσωπευόντων αυτό οργάνων, εφ΄ όσον η πράξις ή παράλειψις έλαβε χώραν κατά την εκτέλεσιν των ανατιθεμένων εις αυτά καθηκόντων και συνεπάγεται υποχρέωσιν αποζημιώσεως. Ευθύνεται επί πλέον εξ ολοκλήρου και το υπαίτιον πρόσωπον.»

Το άρθρο 23(3) προνοεί ότι,

«23.(3) Πάσα διαφορά εγειρόμενη συνεπεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου μεταξύ μέλους οιουδήποτε ταμείου προνοίας και του τοιούτου ταμείου υπάγεται εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.»

Το πρωτόδικο δικαστήριο, με δεδομένη τη νομοθετική ρύθμιση ότι μόνο διαφορές μεταξύ μελών και του ταμείου προνοίας τους μπορούν να αχθούν προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, και αυτό σε συνάρτηση προς την πρόνοια ότι η Διαχειριστική Επιτροπή εκάστου ταμείου προνοίας αντιπροσωπεύει τούτο δικαστικώς και εξωδίκως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό σημαίνει πως μόνο το ταμείο ενεργεί μέσω της Διαχειριστικής Επιτροπής για τη διεκπεραίωση πράξεων σε σχέση με [*1276]δικαστηριακές ή άλλες υποθέσεις.

Το προαναφερόμενο συμπέρασμα του δικάσαντος δικαστηρίου είναι ορθό και υποστηρίζεται από τη νομολογία στην οποία το δικαστήριο παραπέμπει. Βλ. Αντωνίου κ.ά. ν. Ταμ. Προνοίας Υπαλλήλων Ξενοδ. Βιομηχανίας (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 204 και Γρηγορίου ν. Μιχαλάκης Πογιατζής και Σία Λτδ (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1924.

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών με αναφορά στο περιεχόμενο του δικογράφου της αίτησης, διαπίστωσε ότι προβάλλονται σ’ αυτό ισχυρισμοί που αφορούν ευθέως τη Διαχειριστική Επιτροπή στην οποία ο εφεσείων καταλογίζει ευθύνη για πράξεις και παραλείψεις σε σχέση με τη διαχείριση του Ταμείου από την οποία απαιτεί την καταβολή του ποσού των ΛΚ83.896,00 και αποζημιώσεων. Το συμπέρασμα στο οποίο τελικά κατέληξε το δικαστήριο είναι ότι, εφόσον η Επιτροπή δεν είναι νομικό πρόσωπο ούτε έχει τέτοια οντότητα ώστε να μπορεί να ενάγεται, η αίτηση δεν έπρεπε να είχε στραφεί εναντίον της Επιτροπής αλλά εναντίον του Ταμείου. Ενόψει τούτου, η όλη διαδικασία κρίθηκε ως νομικά ελαττωματική εξαιτίας του τίτλου και του περιεχομένου της αίτησης χωρίς δυνατότητα θεραπείας ούτε με τροποποίηση του τίτλου.

Θεωρούμε ότι οι διαπιστώσεις και η κατάληξη του δικαστηρίου επί του προδικαστικού θέματος συνιστούν στην ουσία ορθή εφαρμογή του καθιερωμένου κανόνα ότι μη συγκροτημένα σώματα ως μη διαθέτοντα νομική προσωπικότητα δεν ενάγουν ούτε ενάγονται. Βλ. Κάρμιος κ.ά. ν. B.E.M.R.S. OF ECO κ.ά. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1123, Gray v. Pearson [1870] L.R. 5 C.P. 568, Evans v. Hooper [1875] 1 Q.B.D. 45, C.A., London Association for Protection of Trader Greenland Ltd [1916] 2 A.C. 15, H.L., Limassol Patriotic Club v. Kouvas 18 C.L.R. 106, G.W. Stow v. F. Houry (1959-1960) 24 C.L.R. 206).

Για τον πιο πάνω λόγο η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Θεωρούμε ότι παρέλκει η εξέταση των λόγων έφεσης που άπτονται της ουσίας. Η έφεση απορρίπτεται με £2000 έξοδα συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ.

Η�έφεση απορρίπτεται με £2.000 έξοδα συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο