Supatan Mary Jane ν. Νικόλα Περιστιάνη (2007) 1 ΑΑΔ 1286

(2007) 1 ΑΑΔ 1286

[*1286]14 Δεκεμβρίου, 2007

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

MARY JANE SUPATAN,

Εφεσείουσα,

ν.

ΝΙΚΟΛΑ ΠΕΡΙΣΤΙΑΝΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Έφεση Αρ. 206)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Επέμβαση Εφετείου ― Έφεση κατά των διαπιστώσεων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας, σε υπόθεση διεκδίκησης δικαστικού διατάγματος πατρικής αναγνώρισης ανηλίκου τέκνου ― Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία ― Εκδόθηκε διαταγή επανεκδίκασης της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

Σε υπόθεση κατά την οποία η εφεσείουσα – αιτήτρια ζητούσε την έκδοση διατάγματος πατρικής αναγνώρισης της ανήλικης θυγατέρας της, η οποία γεννήθηκε στις 3.12.99, εναντίον του εφεσίβλητου – καθ’ ου η αίτηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή της εφεσείουσας αλλά και τη μαρτυρία μιας μάρτυρος της εφεσείουσας-αιτήτριας, ως αναξιόπιστες, αλλά δέχθηκε τη μαρτυρία της ιατρού μάρτυρος της εφεσείουσας – αιτήτριας και του εφεσίβλητου-καθ’ ου η αίτηση, ως αξιόπιστες.

Η εκδοχή του εφεσίβλητου ήταν ότι δεν είχε καμία απολύτως σεξουαλική επαφή με την εφεσείουσα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους 1999 και επομένως δεν υπήρχε πιθανότητα να ήταν εκείνος ο πατέρας της ανήλικης. Εν πάση περιπτώσει, όπως ο εφεσίβλητος είπε, όλες τις φορές που είχε σεξουαλική επαφή με την εφεσείουσα έπαιρνε προφυλάξεις αντισύλληψης, χρησιμοποιώντας προφυλακτικό, ενώ η ίδια η εφεσείουσα του έλεγε ότι έπαιρνε αντισυλληπτικό χάπι.

Με την παρούσα έφεση προσβάλλονται ως εσφαλμένα τα ευρήμα[*1287]τα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθώς επίσης και οι συνακόλουθες διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, ως προς τα γεγονότα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την έφεση κρίνοντας ότι η καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με συγκεκριμένα σημεία της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, ήταν εντελώς λανθασμένη και επίσης ότι η αξιολόγηση τόσο της μαρτυρίας του εφεσίβλητου όσο και της μαρτυρίας της εφεσείουσας ήταν, υπό τις περιστάσεις, εσφαλμένη.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας. Εκδόθηκε διαταγή επανεκδίκασης από άλλο Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 5/100), ημερομ. 16.9.04.

Ε. Ερωτοκρίτου, για την Εφεσείουσα.

Κ. Κενεβέζος, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:  Το πρωτόδικο δικαστήριο επιλήφθηκε αιτήσεως της εφεσείουσας-αιτήτριας με την οποία ζητείτο διάταγμα πατρικής αναγνώρισης της ανήλικης θυγατέρας της, εναντίον του εφεσίβλητου-καθ’ ου η αίτηση. 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, αφού άκουσε και αξιολόγησε την ενώπιόν της μαρτυρία  και εφάρμοσε τις σχετικές νομικές αρχές επί των γεγονότων της υπόθεσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια, με τη μαρτυρία της, απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της και συγκεκριμένα δεν συνέδεσε τον εφεσίβλητο, άμεσα, μαζί της μετά το Δεκέμβριο του 1998.  Κατά συνέπεια απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας διατάσσοντας την να καταβάλει και τα σχετικά έξοδα.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή της εφεσείου[*1288]σας αλλά και τη μαρτυρία μιας μάρτυρος της εφεσείουσας-αιτήτριας, ως αναξιόπιστες, αλλά δέχθηκε τη μαρτυρία της ιατρού μάρτυρος της αιτήτριας-εφεσείουσας και του εφεσίβλητου - καθ’ ου η αίτηση, ως αξιόπιστες. 

Ήταν η θέση της εφεσείουσας ότι είχε δεσμό με τον εφεσίβλητο από τον Απρίλιο του 1998 μέχρι το Μάιο του 1998 και αργότερα από τον Ιανουάριο του 1999, και συγκεκριμένα τις 9.1.99, μέχρι τον Νοέμβριο του 1999. Συγκεκριμένα είπε ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις αποκλειστικά με τον εφεσίβλητο από τις 9.1.99 μέχρι τον Μάιο του 1999, αλλά ότι η συναισθηματική τους σχέση τελείωσε τον Νοέμβριο του 1999.  Η κόρη της εφεσείουσας Marykol Supatan γεννήθηκε στις 3.12.99 και σύμφωνα με τη μαρτυρία της γυναικολόγου ιατρού κας Ηλέκτρας Νεοκλή-Λένα, την οποίαν το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη, η σύλληψη της ανηλίκου πρέπει να έγινε μεταξύ 10.3.99 και 15.3.99 και ότι μπορεί να έγινε από 1.3.99 μέχρι 20.3.99.

Η θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι αυτός είχε σεξουαλική σχέση με την εφεσείουσα μόνο σε τρεις-τέσσερις περιπτώσεις κατά το Δεκέμβριο του 1998 και ότι δεν είχε καμία απολύτως σεξουαλική επαφή με την εφεσείουσα καθόλο το έτος 1999, επομένως δεν υπήρχε πιθανότητα να ήταν εκείνος ο πατέρας της ανήλικης.  Εν πάση περιπτώσει, όπως ο εφεσίβλητος είπε, όλες τις φορές που είχε σεξουαλική επαφή με την εφεσείουσα έπαιρνε προφυλάξεις αντισύλληψης, χρησιμοποιώντας προφυλακτικό, ενώ η ίδια η εφεσείουσα του έλεγε ότι έπαιρνε αντισυλληπτικό χάπι. 

Ήταν παραδεκτό από την εφεσείουσα αλλά και τη φίλη της-μάρτυρα αιτήτριας 2  ότι αυτή, στο παρελθόν, είχε σεξουαλικές σχέσεις και με άλλα άτομα, όχι όμως κατά την περίοδο 9.1.99 μέχρι Μάιο του 99, κατά την οποία είχε σεξουαλικές σχέσεις αποκλειστικά και μόνο με τον εφεσίβλητο.

Όπως ήδη αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσείουσας και της μάρτυρος αιτήτριας 2 και δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.  Με την παρούσα έφεση προσβάλλονται ως λανθασμένα τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτοδίκου δικαστηρίου καθώς επίσης και οι συνακόλουθες διαπιστώσεις του δικαστηρίου, ως προς τα γεγονότα. 

Η θεμελιωμένη γενική αρχή αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τη διατύπωση διαπιστώσεων ως προς τα γεγονότα, είναι πως αυτά είναι έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Η επέμβαση [*1289]του Εφετείου (στην προκείμενη περίπτωση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου) δικαιολογείται μόνο στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση είναι εσφαλμένη ή ανεπαρκής ή ότι οι διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα έρχονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη.  Στην προκείμενη περίπτωση κρίνουμε πως η επέμβαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου είναι απαραίτητη.  Καταλήξαμε σ’ αυτό το συμπέρασμα για τους εξής λόγους:

(α)  Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσείουσας βασιζόμενο πάνω σε επουσιώδεις και μη σημαντικές αναφορές στη μαρτυρία της.  Για παράδειγμα το ότι η εφεσείουσα δεν θυμόταν πότε ακριβώς γνωρίστηκε με τον εφεσίβλητο, τον Απρίλη του 1998, δηλαδή αν ήταν αρχές, μέσα ή τέλος Απριλίου του 1998 και ότι δεν θυμόταν ακριβώς πότε χώρισε (αρχικά) με τον εφεσίβλητο, τον Μάιο του 1998, αλλά ανέφερε μόνον «γύρω στα μέσα Μαΐου του 1998», θεωρήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως ένδειξη αναξιοπιστίας της εφεσείουσας. 

Το ότι η εφεσείουσα είχε πει σε κάποιο σημείο της μαρτυρίας της ότι δεν είχε δεσμό με τον εφεσίβλητο από τον Μάιο του 98 μέχρι τον Οκτώβριο του 98 ενώ σε κάποιο άλλο σημείο είχε πει ότι δεν είχε δεσμό από τον Μάιο του 98 μέχρι το Δεκέμβριο του 98, θεωρήθηκε επίσης ως ένδειξη αναξιοπιστίας, παρόλο που η εφεσείουσα είχε αναφέρει ότι ξανάρχισε να έχει δεσμό και σεξουαλικές σχέσεις με τον εφεσίβλητο από τον Ιανουάριο του 1999 και συγκεκριμένα στις 9.1.99 και ο κρίσιμος χρόνος για τη σύλληψη της ανήλικης ήταν ο Μάρτιος του 1999.  Ακόμα, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε σημαντικό το ότι στη μαρτυρία της εφεσείουσας υπήρχε κάποια μικρή χρονική διαφορά αναφορικά με το πότε, για πρώτη φορά, η εφεσείουσα είχε σεξουαλική επαφή με τον εφεσίβλητο, τον Απρίλιο του 1998.  Ως ένδειξη αναξιοπιστίας της εφεσείουσας, θεωρήθηκε και το ότι αυτή τοποθέτησε το τέλος του δεσμού της  με τον εφεσίβλητο το Νοέμβριο του 99 ενώ είχε πεί ότι η σεξουαλική τους σχέση είχε τελειώσει τον Μάιο του 99, δηλαδή κατά τον τρίτο μήνα της εγκυμοσύνης της.  Και τούτο παρά το ότι η εφεσείουσα είχε εξηγήσει ότι και μετά το τέλος της σεξουαλικής σχέσης, υπήρχε συναισθηματική σύνδεση των δύο για κάποιο χρονικό διάστημα.  Επίσης το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ως ένδειξη αναξιοπιστίας της εφεσείουσας ότι αυτή ανέφερε, λανθασμένα, κατά ένα μήνα, την τελευταία ημερομηνία του κύκλου της εμμήνου ρύσης της, ενώ αυτό δεν είχε καμιά σημασία αναφορικά με τον κρίσιμο χρόνο σύλληψης της ανήλικης, ο οποίος διαπιστώθηκε και επιβεβαιώθηκε από την αξιόπιστη μαρτυρία της γυναικολό[*1290]γου ιατρού. 

(β)  Ως προς τον εφεσίβλητο, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ως ενδείξεις αξιοπιστίας του, στοιχεία τα οποία δεν θα μπορούσαν με οποιονδήποτε τρόπο να θεωρηθούν ως τέτοια.  Για παράδειγμα το ότι ο εφεσίβλητος δεν έκαμε αιματολογικές εξετάσεις επειδή, όπως είπε, έπαιρνε προφυλάξεις και μάλιστα στο στάδιο της αντεξέτασης έδειξε και προφυλακτικό που είχε στο πορτοφόλι του, θεωρήθηκε ως ένδειξη της ειλικρίνειας του.  Επιπρόσθετα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία υπέρ της εφεσείουσας αλλά ότι υπήρχε «ενισχυτική μαρτυρία» υπέρ του εφεσίβλητου. Ως τέτοια μαρτυρία ανέφερε την εξής:  ότι δεν προέτρεψε, ο εφεσίβλητος, την εφεσείουσα να προβεί σε άμβλωση και ότι του ήταν αδιάφορο αν αυτή έκανε κάτι τέτοιο ή όχι, ότι δεν συνόδευσε την εφεσείουσα στη γιατρό-γυναικολόγο στις 11.5.99 όταν η εφεσείουσα πήγε για εξετάσεις, ότι δεν διατήρησε το δεσμό του με την εφεσείουσα μετά το τέλος Δεκεμβρίου 1998 (που αυτή ήταν η εκδοχή του ίδιου του εφεσίβλητου και επομένως δεν θα μπορούσε να ήταν και ενίσχυση της εκδοχής του), ότι δεν ήταν παρών στη γέννηση της ανήλικης στις 3.12.99 και ότι δεν συγκατατέθηκε στο να δηλωθεί το όνομα του ως πατέρα της ανήλικης στο πιστοποιητικό γεννήσεως. 

Παρατηρούμε πως όλα τα πιο πάνω δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ενδεικτικά και ενισχυτικά της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, εφόσον τα προαναφερόμενα ήταν ή η εκδοχή του εφεσίβλητου ή πράξεις και ενέργειες στις οποίες δεν θα προέβαινε ένα πρόσωπο που προτίθεται να αμφισβητήσει την πατρότητα του παιδιού.  Εκτιμούμε, επομένως, ότι η καθοδήγηση του πρωτοδίκου δικαστηρίου αναφορικά με τα προαναφερόμενα σημεία της μαρτυρίας του εφεσιβλήτου, ήταν εντελώς λανθασμένη και επίσης ότι η αξιολόγηση τόσο της μαρτυρίας του εφεσίβλητου όσο και της μαρτυρίας της εφεσείουσας ήταν, υπό τις περιστάσεις, εσφαλμένη. 

Ενόψει των προαναφερομένων η επέμβαση μας είναι απαραίτητη.  Η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.  Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα δίκης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας. Εκδίδεται διαταγή επανεκδίκασης από άλλο Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο