(2007) 1 ΑΑΔ 1320
[*1320]17 Δεκεμβρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΠΑΠΑΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ,
Εφεσείων - Ενάγων,
ν.
ΜΑΡΙΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσίβλητης - Εναγομένης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 131/2006)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Απόρριψη αγωγής από το πρωτόδικο Δικαστήριο επειδή η μαρτυρία του ενάγοντος κρίθηκε αναξιόπιστη και δεν τεκμηριώθηκε η αξίωσή του εναντίον της εναγόμενης για οφειλόμενο υπόλοιπο δικηγορικής αμοιβής ― Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή του εφεσείοντος – ενάγοντος, που είναι δικηγόρος, εναντίον της εφεσίβλητης – εναγόμενης για την ανάκτηση του ποσού των £2.500, οφειλόμενο υπόλοιπο για τις υπηρεσίες που της πρόσφερε σε σχέση με εξεταζόμενο ποινικό αδίκημα και την ποινική υπόθεση που ακολούθησε.
Οι λόγοι έφεσης ουσιαστικά αφορούν το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν αναξιόπιστος, αφού εσφαλμένα, σύμφωνα με τη συνήγορό του, έκρινε ότι υπήρχαν αντιφάσεις μεταξύ παραδεκτών γεγονότων και μαρτυρίας. Περαιτέρω γίνεται ισχυρισμός ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτίμησε το πρακτικό ημερ. 30.10.00 επί του οποίου ο εφεσείων βασίζει ουσιαστικά την υπόθεσή του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην έκθεση απαίτησης αναφέρεται ότι η εφεσίβλητη είχε συμφωνήσει να δώσει στον εφεσείοντα το προαναφερθέν ποσό για τις υπηρεσίες του και η συμφωνία αυτή υποστηρίζεται και από το [*1321]πρακτικό της 30.10.00. Η θέση της εφεσίβλητης, όπως προκύπτει από το πρακτικό της 30.10.00 ότι θα πλήρωνε τον εφεσείοντα προς το τέλος του ερχόμενου μήνα, είναι σε ουσιώδη αντίφαση με τη θέση της στην έκθεση υπεράσπισης ότι δεν όφειλε οποιοδήποτε ποσό στον εφεσείοντα.
2. Με βάση τα ανωτέρω, εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι ο εφεσείων ήταν αναξιόπιστος.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση υπέρ του εφεσείοντος.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Παπακόκκινου v. Σμιρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 9947/03), ημερομ. 28.2.06.
Ι. Παπαμιλτιάδους, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χρ. Ευτυχίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων (ενάγων) που είναι δικηγόρος, προσέφερε υπηρεσίες στην εφεσίβλητη/εναγομένη τόσο σε στάδιο προσωποκράτησης σε εξεταζόμενο ποινικό αδίκημα όσο και στην ποινική υπόθεση που ακολούθησε (12641/00 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας) στην οποία η εφεσίβλητη ήταν κατηγορούμενη.
Ενόψει του ότι προέκυψε μεταξύ τους διαφορά στο θέμα της αμοιβής του, ο εφεσείων καταχώρησε εναντίον της εφεσίβλητης την αγωγή αρ. 9947/03 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία αξίωνε το ποσό των «£2,500 υπόλοιπο παραστάσεων και/ή επισκέψεων και/ή εμφανίσεων και/ή εξόδων και/ή υπηρεσιών ως ανωτέρω στην παρ. 3 πλέον ΦΠΑ». Στην παράγραφο 3 διατυπώνει τη βάση της απαίτησης του ως εξής:
[*1322]«3) Κατά ή περί την 30/10/00 ο Ενάγοντας ζήτησε να αποσυρθεί από την υπόθεση της Κατηγορουμένης για οικονομικούς λόγους επειδή η εναγομένη δεν πλήρωσε το συμφωνηθέν και/ή εύλογο υπόλοιπο ποσό των £2,500 πλέον ΦΠΑ για παραστάσεις, επισκέψεις, εμφανίσεις και/ή έξοδα και/ή υπηρεσίες. Η εναγομένη εδέχθηκε ενώπιον του Κακουργοδικείου να πληρώσει το τέλος του ερχόμενου μήνα δηλαδή τα τέλη του Νοεμβρίου 2000 και αυτό φαίνεται στα πρακτικά του Δικαστηρίου ημερ. 30/10/00 στην εν λόγω υπόθεση.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε τον εφεσείοντα και την εφεσίβλητη και αφού έλαβε υπόψη παραδεκτά γεγονότα αναφορικά με την υπόθεση που αντιμετώπιζε η εφεσίβλητη, αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, έκρινε ότι ο εφεσείων δεν ήταν πειστικός μάρτυρας αφού περιέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις και έτσι απέρριψε την αγωγή του.
Με την παρούσα έφεση που βασίζεται σε 9 λόγους, ουσιαστικά προσβάλλεται το εύρημα του δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν αναξιόπιστος, αφού εσφαλμένα, σύμφωνα με τη συνήγορο του εφεσείοντα, έκρινε το δικαστήριο ότι η προφορική του μαρτυρία σε δύο σημεία ήταν σε ουσιώδη διάσταση με τα παραδεκτά γεγονότα που δηλώθηκαν και γιατί εσφαλμένα συνέδεσε τις δύο αντιφάσεις «με τη διεκδικούμενη αμοιβή του και την ποινική δίκη». Περαιτέρω γίνεται ισχυρισμός ότι λανθασμένα εκτίμησε το πρωτόδικο δικαστήριο το πρακτικό ημερ. 30/10/00.
Είναι σαφώς νομολογογημένο ότι θέματα αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκουν κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο δικαστήριο και το δικαστήριο τούτο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που καθόρισε η νομολογία. Επεμβαίνει μόνο στην περίπτωση που τα ευρήματα στα οποία κατάληξε το πρωτόδικο δικαστήριο αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα του. Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο μπορεί να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα (βλ. μεταξύ άλλων, Παπακόκκινου ν. Σμιρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653, όπου γίνεται αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία).
Επανερχόμενοι στην πρωτόδικη απόφαση το κρίνουμε ουσιώδες να παραθέσουμε τα όσα διαμείφθηκαν κατά την 30/10/00, εφόσον ο εφεσείων βασίζει ουσιαστικά την υπόθεση του πάνω σ’ αυτό το πρακτικό προς επιβεβαίωση της κατ’ ισχυρισμό του ιδίου συμ[*1323]φωνίας για πληρωμή από την εφεσίβλητη του ποσού των £2.500 ως υπολοίπου για τις υπηρεσίες του προς αυτή. Το πρακτικό έχει ως ακολούθως:
«κ. Παπαμιλτιάδους: Στο στάδιο αυτό παρακαλώ όπως το Δικαστήριο σας μου εγκρίνει την απόσυρση από δικηγόρος της κατηγορουμένης 2 για προσωπικούς και οικονομικούς λόγους.
Δικαστήριο: Τι εννοείτε προσωπικούς και οικονομικούς λόγους:
κ. Παπαμιλτιάδους: Είμαι στεναχωρημένος από την συμπεριφορά της έναντι των προσπαθειών μου. Έμεινε κάποιο υπόλοιπο ποσό που την προειδοποίησα πριν ένα μήνα και πριν 6-7 μέρες και αυτή αρνήθηκε. Εν τω μεταξύ ενημέρωσα τους συναδέλφους, τον Πρωτοκολλητή και τον αντίδικο συνάδελφο τόσο προσωπικά με ημερομηνία 27.10.2000.
Δικαστήριο προς κατηγορουμένη 2: Έχετε να πείτε τίποτε;
Κατηγορουμένη 2: Ζητώ χρόνο να βρώ οποιονδήποτε άλλο δικηγόρο.
Δικαστήριο προς κατηγορουμένη 2: Όχι ακόμη δεν δώσαμε την άδεια στον δικηγόρο αν θα αποχωρήσει ή όχι. Έχετε να πείτε οτιδήποτε σε σχέση με το αίτημα του δικηγόρου σας να αποσυρθεί: Ήταν οικονομικοί λόγοι;
Κατηγορουμένη 2: Οικονομικοί λόγοι. Πλήρωσα μέχρι τώρα ΛΚ2,500.
Δικαστήριο προς κατηγορουμένη 2: Όχι λεπτομέρειες. Ποία είναι η θέση σας;
Κατηγορουμένη 2: Θα πληρώσω τον ερχόμενο μήνα προς το τέλος του μήνα. Δεν μπορώ τώρα να πληρώσω. Του το είπα.
Δικαστήριο προς κατηγορουμένη 2: Δηλαδή εσάς δεν είναι επιθυμία σας να απολύσετε τον δικηγόρο σας;
Κατηγορουμένη 2: Όχι. Αλλά μετά ένιωσα ότι μου ήρθε σαν εκβιασμός. Το ένιωσα επειδή δεν μπορείς να με πληρώσεις ότι δεν υπάρχει τέτοια εμπιστοσύνη. Για να τον επιλέξω σημαίνει ότι τον εμπιστευόμουν»
[*1324]Μετά την πιο πάνω στιχομυθία και ενόψει της υπόσχεσης της εφεσίβλητης να πληρώσει τον εφεσείοντα, το δικαστήριο δεν του επέτρεψε, παρόλο που υποβλήθηκε ξανά το αίτημα, να αποσυρθεί από δικηγόρος και έτσι συνέχισε να υπερασπίζεται την εφεσίβλητη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού πρώτα ασχολείται με τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της μαρτυρίας, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Όσον αφορά τον Ενάγοντα, το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να σημειώσω είναι πως δύο τουλάχιστο επιμέρους αλλά ουσιώδες πτυχές της εκδοχής του βρίσκονται σε διάσταση με τις παραδοχές που έγιναν. Συγκεκριμένα ενώ δια ζώσης ανέφερε πως στις 30.10.2000, που ζήτησε άδεια από το Κακουργιοδικείο να αποσυρθεί, η υπόθεση βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο, στα παραδεκτά γεγονότα δηλώθηκε πως η 30.10.2000 ήταν μόλις η πρώτη ημέρα της δίκης. Ακολούθησε μια μακρά ακροαματική διαδικασία που ανάλωσε 15 συνολικά συνεδριάσεις και ολοκληρώθηκε μόλις στις 2.2.2001 και με την επιβολή ποινής. Επιπλέον ενώ προφορικά ανέφερε πως εκείνος, και ουδείς άλλος εκπροσώπησε μέχρι τέλους την Εναγόμενη στη δίκη του Κακουργιοδικείου, αρνούμενος επίμονα πως η Εναγόμενη προχώρησε στον διορισμό και άλλου δικηγόρου και δη του κ. Μιχαλάκη Κυπριανού, στα παραδεκτά γεγονότα δηλώθηκε πως από την 3η κιόλας δικάσιμο εμφανίζονταν από κοινού με τον κ. Κυπριανού για λογαριασμό της Εναγόμενης. Μάλιστα ως προκύπτει από τη μαρτυρία της Εναγόμενης, η οποία επί του προκειμένου δεν αμφισβητήθηκε ιδιαιτέρως, ο κ. Κυπριανού από τον διορισμό του και εντεύθεν ανέλαβε τα ηνία στην εκπροσώπηση της Εναγομένης.
Τα δύο προαναφερθέντα σημεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την γενικότερη εκδοχή του Ενάγοντος. Δεν αφορούν την κατ’ ισχυρισμό συμφωνηθείσα αμοιβή αυτή καθαυτή, αλλά άπτονται της δίκης που αφορούσε η αμοιβή. Ο ίδιος ο Ενάγων αλλά και η δικηγόρος του αγορεύοντας συνάρτησαν τη φύση, το μάκρος και την πολυπλοκότητα της υπόθεσης με το ύψος της κατ’ ισχυρισμό συμφωνηθείσας αμοιβής. Συνεπώς η περιγραφή των τεκταινομένων της δίκης, υπό την ευρύτερη έννοια, κατέστη σημαντική και κάθε αντίφαση επί του προκειμένου μεταξύ προφορικής μαρτυρίας και παραδεκτών γεγονότων δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ουσιώδης.
Μολονότι στις αστικές υποθέσεις τα παραδεκτά γεγονότα δεν [*1325]είναι θεσμοθετημένα όπως στις ποινικές υποθέσεις (βλ. άρθρο 19 του περί Αποδείξεως Κεφ.9) η δέσμευση για τα μέρη που προκύπτει είναι κατ’ ουσία η ίδια. Ίδια συνεπώς θα πρέπει να ΄ναι η κρίση επί της αξιοπιστίας προσώπου που διαφοροποιείται από τα παραδεκτά γεγονότα. Στην Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444, 452 λέχθηκαν τα εξής:
«…..η άρνηση των παραδεκτών γεγονότων και η προβολή αντιφατικών εκδοχών σε σχέση με ουσιώδες μέρος των γεγονότων δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως προσφυγή στο ψεύδος, για την αντιμετώπιση ενοχοποιητικών περιστατικών».
Σχετικές είναι και οι υποθέσεις Ανδρέου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 498 και Κ.Ο.Τ. ν. Χαραλάμπους (2000) 2 Α.Α.Δ. 185.
Ενόψει των πιο πάνω δεν μπορεί να γίνει δεκτή η μαρτυρία του Ενάγοντος. Ασχέτως των προαναφερθέντων, θα πρέπει να σημειώσω πως ο Ενάγων έτσι κι αλλιώς δεν με έπεισε με την εκδοχή του. …………..».
Εξετάσαμε με προσοχή τα σημεία της μαρτυρίας του εφεσείοντα και τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε αναξιόπιστος και έχουμε καταλήξει ότι αυτά δεν αποτελούσαν ουσιώδεις αντιφάσεις. Η ουσία του θέματος, όπως άλλωστε αυτό δικογραφείτο στην έκθεση απαίτησης, ήταν ότι η εφεσίβλητη είχε συμφωνήσει όπως του δώσει ακόμα £2.500 για τις υπηρεσίες του και ότι η συμφωνία αυτή υποστηρίζεται και από το πρακτικό της 30/10/00. Μπορεί εκεί η εφεσίβλητη να μην ανάφερε ρητά ότι χρωστά το συγκεκριμένο ποσό στον εφεσείοντα, αλλά προκύπτει σαφώς ότι του ώφειλε κάποιο ποσό που ο ενάγων καθόριζε στις £2.500 και αυτό σε αντίθεση με την Έκθεση Υπεράσπισης όπου η εφεσίβλητη αναφέρει ότι με τις δύο πληρωμές που έκανε, £2.000 στις 5/12/99 και £2.500 στις 9/10/00 (δηλαδή πριν τις 30/10/00), εξοφλήθηκε η αμοιβή του εφεσείοντα για τις υπηρεσίες του. Η θέση της εφεσίβλητης, όπως προκύπτει από το πρακτικό της 30/10/00 ότι θα πλήρωνε τον εφεσείοντα προς το τέλος του ερχόμενου μήνα, είναι σε ουσιώδη αντίφαση με τη θέση της στην Έκθεση Υπεράσπισης ότι δεν όφειλε οποιοδήποτε ποσό στον εφεσείοντα.
Με βάση όλα τα πιο πάνω κρίνουμε ότι εσφαλμένα ο εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτό[*1326]δικη απόφαση παραμερίζεται μαζί με τη διαταγή για τα έξοδα.
Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα/ενάγοντα για το ποσό των Λ.Κ.2.500, με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση υπέρ του εφεσείοντος.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο