Kdouh Ali Mohammad (2007) 1 ΑΑΔ 1394

(2007) 1 ΑΑΔ 1394

[*1394]27 Δεκεμβρίου, 2007

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ALI MOHAMMAD KDOUH ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΕΛΑΣΗΣ ΤΟΥ ALI MOHAMMAD KDOUH ΣΤΙΣ Η.Π.Α. ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 5/12/2007.

(Αίτηση Αρ. 72/2007)

 

Φυγόδικοι ? Έκδοση φυγοδίκων ? Συνθήκη Έκδοσης Φυγοδίκων μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Η.Π.?., (η Συνθήκη), η οποία κυρώθηκε με τον περί της Συνθήκης Έκδοσης Φυγοδίκων μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Η.Π.Α. (Κυρωτικό) Νόμο του 1997, (Ν. 9(???)/97) ? Κατά πόσο ικανοποιήθηκε η πρόνοια του Άρθρου 17 της Συνθήκης αναφορικά  με τη συναίνεση του φυγόδικου για έκδοσή του.

Προνομιακά εντάλματα ? Habeas Corpus ? Διάταγμα κράτησης με σκοπό την έκδοση φυγοδίκου ? Κατά πόσο ο αιτητής απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε, ότι εκ πρώτης όψεως, η κράτησή του ήταν παράνομη ? Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με τη φύση των ενταλμάτων Habeas Corpus και τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις για έκδοσή τους.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας διέταξε την κράτηση και έκδοση του αιτητή στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για να δικαστεί για αδικήματα απάτης και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.

Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση για έκδοση εντάλ[*1395]ματος Habeas Corpus με στόχο τον έλεγχο της νομιμότητας της κράτησής του. Περαιτέρω, ζητά όπως ανασταλεί η διαδικασία έκδοσής του μέχρι τελικής αποπεράτωσης και εκδίκασης της παρούσας αίτησης ή νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου.

Ο αιτητής υποστηρίζει ότι δεν ικανοποιείται η πρόνοια του Άρθρου 17 της Συνθήκης, ότι ο ίδιος ποτέ δεν συγκατατέθηκε και ότι ανέφερε ρητά στο Δικαστήριο ότι ζητά να μείνει στην Κύπρο, αντί να μεταβεί στις Η.Π.Α.

Ο συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι αυτός θα πρέπει να αφεθεί ελεύθερος , αφού δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία έκδοσής του. Δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα από το Άρθρο 8 της Συνθήκης, δηλαδή αίτηση για έκδοση του μέσω της διπλωματικής οδού και τα όσα προβλέπονται προς υποστήριξή της. Τέλος ότι ο αιτητής αντιμετωπίζει ποινική υπόθεση στα κυπριακά δικαστήρια , γεγονός που εμποδίζει την έκδοσή του.

Οι καθ’ ων η αίτηση επικαλούμενοι τη συγκατάθεση του αιτητή, ο οποίος καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, εκπροσωπείτο από συνήγορο , υποστήριξαν ότι η κράτησή του είναι νόμιμη, στη βάση της απόφασης για έκδοσή του, η οποία στηρίχθηκε στη δική του συγκατάθεση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από το επισυνημμένο στην αίτηση Τεκμήριο 3 , προκύπτει ότι δεν αποστάληκε η επίσημη αίτηση μέσω της διπλωματικής οδού, είχε, όμως, ληφθεί μήνυμα, μέσω της Interpol Αμερικής, στη βάση του οποίου εκδόθηκε το προσωρινό ένταλμα σύλληψης – (Άρθρο 11 της Συνθήκης) – η νομιμότητα του οποίου δεν αμφισβητείται. Ακολούθως, καταχωρήθηκε η αίτηση έκδοσης, με σκοπό να προωθηθεί στο Δικαστήριο αίτημα για κράτηση του αιτητή μέχρι την υποβολή επισήμως του αιτήματος για έκδοσή του. Η δήλωση του αιτητή, η οποία έγινε κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 17 της Συνθήκης, οδήγησε στην έκδοσή του, χωρίς την ανάγκη περαιτέρω διαδικασίας.     

2.  Το Άρθρο 17 της Συνθήκης παρέχει τη δυνατότητα για έκδοση, όταν το πρόσωπο, του οποίου ζητείται η έκδοση, συναινεί. Στην προκείμενη περίπτωση η συναίνεση του αιτητή δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της αίτησης για έκδοσή του και αυτήν έλαβε υπόψη το Δικαστήριο για την απόφαση έκδοσής του.

3.  Ο αιτητής δεν αναίρεσε την συναίνεσή του, όταν ταυτόχρονα με τη [*1396]σαφή αναφορά του ότι συναινεί, εξέφρασε την επιθυμία να μείνει στην Κύπρο με τον αδελφό του για δικούς του προσωπικούς λόγους.

4.  Ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει ότι η κράτησή του είναι παράνομη.

5.  Εν όψει των προνοιών του Άρθρου 10(2)(β) και (5) του Νόμου 97/70, η θεραπεία για αναστολή της διαδικασίας έκδοσης του αιτητή, στερείται αντικειμένου.

Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Hachem v. Διευθ. Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191.

Αίτηση.

Σωτήρης Αργυρού, με Μιράντα Αγγελίδου, για τον Αιτητή.

Λουΐζα Χριστοδουλίδου - Ζαννέττου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Ρένα Παπαέτη, Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄ και Ζήνα Χαραλάμπους, Ασκούμενη Δικηγόρο, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με την αίτηση αυτή, ο αιτητής ζητά όπως ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησής του, δυνάμει αποφάσεως Επαρχιακού Δικαστή, με την οποία διατάχθηκε η έκδοσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, («Η.Π.Α»), και, συνακόλουθα, η κράτησή του μέχρι την έκδοσή του. Περαιτέρω, ζητά όπως ανασταλεί η διαδικασία έκδοσής του μέχρι τελικής αποπεράτωσης και εκδίκασης της παρούσας αίτησης ή νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου.  

Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και τα επισυνημμένα σ’ αυτήν, εναντίον του αιτητή είχε εκδοθεί στις 5/12/2007 προσωρινό ένταλμα σύλληψης, για σκοπούς έκδοσής του στις Η.Π.Α., σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης Έκδοσης Φυγοδίκων μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, (η «Συνθήκη»), η οποία κυρώθηκε με τον περί της Συνθήκης Έκδοσης [*1397]Φυγοδίκων μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (Κυρωτικό) Νόμο του 1997, (Ν. 9(ΙΙΙ)/97).  Ο αιτητής, σύμφωνα με το μήνυμα, το οποίο διαβιβάστηκε από την Interpol Αμερικής στις αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενέχεται σε αδικήματα απάτης και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, για τα οποία προβλέπονται από τον Αμερικανικό Νόμο ποινές φυλάκισης μέχρι 20 χρόνων. 

Ο αιτητής, το όνομα του οποίου, μετά από το μήνυμα της Interpol Αμερικής στις 4/12/2007, τέθηκε στον κατάλογο των προσώπων τα οποία απαγορεύεται να εγκαταλείψουν τη Δημοκρατία, εμποδίστηκε, στις 2020 της ίδιας ημέρας να αναχωρήσει από την Κύπρο και οδηγήθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Λάρνακας.  Εκεί πληροφορήθηκε ότι θα συλληφθεί για τα αδικήματα της απάτης και του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.  Συνελήφθη με προσωρινό ένταλμα σύλληψης στις 0300.  Στις 11.00 π.μ. της 5/12/2007, παρουσιάστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, στα πλαίσια της Αίτησης Έκδοσης Αρ. 1/2007, οπόταν, για πρώτη φορά, ήλθε σε επαφή με δικηγόρο.  Επειδή δεν είχε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ, δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί το λόγο της κράτησής του, όπως δεν αντιλήφθηκε τη σημασία των όσων ο συνήγορός του ανέφερε στο Δικαστήριο και της συναίνεσης με βάση το Άρθρο 17 της Συνθήκης.  Το Δικαστήριο δεν του εξήγησε ποιες θα ήταν οι συνέπειες της συγκατάθεσής του για έκδοσή του στις Η.Π.Α.  Από το ίδιο το πρακτικό του Δικαστηρίου, ισχυρίζεται, προκύπτει ότι η πρόνοια του Άρθρου 17 της Συνθήκης δεν ικανοποιείται.  Ο ίδιος δεν έδωσε με γραπτή ένορκη δήλωση τη συγκατάθεσή του, αλλά ούτε και προφορικά ενόρκως διαβεβαίωσε ότι συναινεί στην έκδοσή του. Ανεξάρτητα, καταλήγει ο αιτητής, από τον τρόπο που θα έπρεπε να δοθεί η συναίνεση, ο ίδιος δε συγκατατέθηκε.  Ρητά ανέφερε στο Δικαστήριο ότι εκείνο το οποίο ζητά είναι να μείνει στην Κύπρο, αντί να μεταβεί στις Η.Π.Α. 

Η αίτηση καταχωρήθηκε μονομερώς, με οδηγίες, όμως, του Δικαστηρίου επιδόθηκε.  Η κ. Χριστοδουλίδου, εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, χωρίς να καταχωρίσει γραπτή ένσταση, υποστήριξε το νόμιμο της κράτησης, στη βάση του πρακτικού του Δικαστηρίου και του επισυνημμένου στην αίτηση Τεκμηρίου 3.   

Ο συνήγορος του αιτητή, επικαλούμενος τα όσα αναφέρονται στο πρακτικό του Δικαστηρίου, εισηγήθηκε ότι αυτός θα πρέπει να αφεθεί ελεύθερος, αφού δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία έκδοσής του.  Δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα από το Άρθρο 8 της Συν[*1398]θήκης, δηλαδή αίτηση για έκδοση του αιτητή μέσω της διπλωματικής οδού και τα όσα προβλέπονται προς υποστήριξή της.  Τέλος, ο αιτητής αντιμετωπίζει ποινική υπόθεση στα κυπριακά δικαστήρια, γεγονός που εμποδίζει την έκδοσή του.

Οι καθ’ ων η αίτηση, αντίθετα, επικαλούμενοι τη συγκατάθεση του αιτητή, ο οποίος, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, εκπροσωπείτο από συνήγορο, υποστήριξαν ότι η κράτησή του είναι νόμιμη, στη βάση της απόφασης για έκδοσή του, η οποία στηρίχθηκε στη δική του συγκατάθεση.   

Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω σχετικά αποσπάσματα από το πρακτικό του Δικαστηρίου, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση του αιτητή και τη συνακόλουθη κράτησή του:-

«Δέχομαι να πάω.  Επιθυμώ να πάω στην Αμερική γιατί οι κατηγορίες που μου διάβασε ο δικηγόρος μου δεν τα έκανα, δεν είμαι ένοχος, γι’ αυτό θέλω να πάω εκεί.  Ζητώ από την καρδιά μου επειδή έκανα εγχείρηση και έχω πόνο στο στομάχι μου να κάτσω στον αδελφό μου στην Κύπρο παρά να πάω στις ΗΠΑ και να πάρουν το διαβατήριο μου και ότι θέλουν.

Δικαστήριο:

Αυτό δεν μπορεί να γίνει.  Θα πρέπει να παραμείνετε υπό κράτηση μέχρι να παραδοθείτε στο αιτούν κράτος. ...

Καθ’ ου η Αίτηση:

Έχω δύο μωρά και επιθυμώ να μιλήσω με την οικογένεια μου στο τηλέφωνο. 

Δικαστήριο:

...  η δήλωση του Καθ’ ου η αίτηση ότι συγκατατίθεται να εκδοθεί στο αιτούν κράτος περατώνει και την παρούσα διαδικασία. 

Εκ συμφώνου εκδίδεται διάταγμα για την έκδοση του Καθ’ ου η Αίτηση στις Η.Π.Α.  ...»

Από την απόφαση του Δικαστηρίου, είναι φανερό ότι η συγκατάθεση του αιτητή οδήγησε τη διαδικασία στο τέλος της.

Με βάση τη νομολογία, το ένταλμα habeas corpus εκδίδεται σε περίπτωση που πρόσωπο κρατείται παράνομα ή χωρίς εύλογη αιτία και σκοπός του είναι να παρουσιαστεί το πρόσωπο ή το όργανο, υπό τη φύλαξή του οποίου κρατείται ο αιτητής, στο Δικαστή[*1399]ριο και να δικαιολογήσει το νόμιμο της κράτησης.  Το βάρος απόδειξης ότι, εκ πρώτης όψεως, η κράτηση είναι παράνομη το έχει ο αιτητής και, ως θέμα τακτικής, αυτός πρέπει να αποδείξει μια εκ πρώτης όψεως υπόθεση, η οποία δημιουργεί ερωτηματικά ως προς τη νομιμότητα της κράτησής του. 

Το ένταλμα habeas corpus έχει το χαρακτήρα μιας ασυνήθιστης θεραπείας και εκδίδεται δικαιωματικά, as of right, όταν αποδειχθεί το παράνομο της κράτησης.  Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις habeas corpus είναι περιορισμένη.  Το Δικαστήριο δεν έχει την ευχέρεια να αναθεωρήσει τα ευρήματα του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της έκδοσης ή να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, εφόσον αυτό κινήθηκε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και μέσα στα νόμιμα όριά της.  Αναγνωρίζεται, όμως, στο Ανώτατο Δικαστήριο η αρμοδιότητα να διαπιστώσει κατά πόσο, από αντικειμενική θεώρηση, υπάρχει επαρκής μαρτυρία για την έκδοση - (βλ. Hachem ν. Διευθ. Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191). 

Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής, ο οποίος εκπροσωπείτο από συνήγορο καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, μετά που έλαβε γνώση μέσω του συνηγόρου του για το περιεχόμενο όλων των εγγράφων που ήταν στην κατοχή του συνηγόρου των αιτητών - και υπάρχει προς τούτο η δήλωση του συνηγόρου του αλλά και του αιτητή - δήλωσε ότι συμφωνεί να μεταβεί στις Η.Π.Α., χωρίς περαιτέρω διαδικασία.  Από το επισυνημμένο στην αίτηση Τεκμήριο 3, προκύπτει ότι δεν είχε αποσταλεί η επίσημη αίτηση μέσω της διπλωματικής οδού, είχε, όμως, ληφθεί μήνυμα, μέσω της Interpol Αμερικής, στη βάση του οποίου εκδόθηκε το προσωρινό ένταλμα σύλληψης - (Άρθρο 11 της Συνθήκης) - η νομιμότητα του οποίου δεν αμφισβητείται.  Ακολούθως, καταχωρήθηκε η αίτηση έκδοσης, με σκοπό να προωθηθεί στο Δικαστήριο αίτημα για κράτηση του αιτητή μέχρι την υποβολή επισήμως του αιτήματος για την έκδοσή του.  Η δήλωση του αιτητή, η οποία έγινε κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 17 της Συνθήκης, το οποίο προβλέπει ότι:- 

«Αν το πρόσωπο που καταζητείται επίσημα συναινεί, υπό μορφή ένορκης δήλωσης ή διαφορετικά, να παραδοθεί στο Αιτούν Κράτος, το Αιτούμενο Κράτος δύναται να παραδώσει το πρόσωπο όσο πιο σύντομα γίνεται χωρίς περαιτέρω διαδικασία.» 

οδήγησε στην έκδοσή του, χωρίς την ανάγκη περαιτέρω διαδικασίας.

[*1400]Η θέση του συνηγόρου του αιτητή - ότι απαιτείται να προηγηθούν της συναίνεσης όλα όσα προβλέπει η Συνθήκη και ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος του 1970, (Ν. 97/70), για να μπορεί να χωρήσει η έκδοση του αιτητή - δε βρίσκω να ευσταθεί.  Το ίδιο το Άρθρο 17 της Συνθήκης παρέχει αυτή τη δυνατότητα, όταν το πρόσωπο, του οποίου ζητείται η έκδοση, συναινεί.  Η εισήγηση του συνηγόρου ότι η συναίνεση, η οποία δόθηκε από τον αιτητή, δεν είναι σύμφωνη με το Άρθρο 17 της Συνθήκης, αφού δε δόθηκε υπό μορφή ένορκης δήλωσης, επίσης στερείται ερείσματος.  Η συναίνεση του αιτητή δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της αίτησης για έκδοσή του και αυτήν έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο για την απόφαση έκδοσής του στις Η.Π.Α. 

Τα όσα ο αιτητής αναφέρει στην ένορκη δήλωσή του, με σκοπό να καταδείξει ότι δεν έδωσε τη συναίνεσή του, δε βρίσκω να ικανοποιούν το βάρος που αυτός έχει να αποδείξει τον ισχυρισμό του.  Το γεγονός ότι, ταυτόχρονα με τη σαφή αναφορά του ότι συναινεί, εξέφρασε την επιθυμία, για λόγους υγείας, να μείνει στον αδελφό του, αντί να μεταβεί στις Η.Π.Α., δεν αναιρεί τη συναίνεση, την οποία έδωσε για την έκδοσή του. 

Κάτω από τις περιστάσεις, βρίσκω ότι ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει την απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, ότι, δηλαδή, η κράτησή του είναι παράνομη. 

Σ’ ό,τι αφορά τη διαζευκτική θεραπεία, η οποία ζητείται, για αναστολή της διαδικασίας έκδοσης του αιτητή μέχρι τελικής αποπεράτωσης της αίτησης, αυτή είναι χωρίς αντικείμενο, ενόψει των προνοιών του Άρθρου 10(2)(β) και (5) του Ν. 97/70.

Η αίτηση απορρίπτεται, χωρίς διαταγή για έξοδα.

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο