Galatariotis Telecommunications Ltd ν. Δημήτρη I. Σιουκιούρογλου Λτδ και Άλλης (2008) 1 ΑΑΔ 29

(2008) 1 ΑΑΔ 29

[*29]21 Ιανουαρίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

GALATARIOTIS TELECOMMUNICATIONS LTD,

Εφεσείουσες,

v.

1.    ΔΗΜΗΤΡΗ Ι. ΣΙΟΥΚΙΟΥΡΟΓΛΟΥ ΛΤΔ,

2.    PREMIER CHEMICAL CO LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12163)

 

Αποζημιώσεις ― Επιδίκαση ποσού μικρότερου από την αποδειχθείσα ζημιά ελλείψει μαρτυρίας για κάθε επί μέρους στοιχείο της ζημιάς ξεχωριστά ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης - κατά πλειοψηφία - από το Εφετείο.

Οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι), καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία αξίωναν το ποσό των Λ.Κ.18.000 το οποίο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους χρεώθηκε το τηλέφωνό τους από τις κλήσεις προσώπων άσχετων με τους εφεσίβλητους, λόγω της διαρροής σε τρίτα πρόσωπα τηλεφωνικής γραμμής που είχαν προσθέσει οι εφεσείοντες – εναγόμενοι (οι εφεσείοντες) στο τηλεφωνικό τους σύστημα. Αυτό συνέβηκε όταν οι εφεσείοντες ανέλαβαν στη βάση συμφωνίας με τους εφεσίβλητους την αναβάθμιση του τηλεφωνικού τους συστήματος με την προσθήκη νέων γραμμών.

Οι εφεσείοντες ήγειραν ανταπαίτηση για την οποία εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση για Λ.Κ. 2.969, 78 με αναστολή εκτέλεσης μέχρι την τελική απόφαση στην αγωγή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες των εφεσιβλήτων και εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων για το ποσό των Λ.Κ.9.000 το οποίο έκρινε ότι «υπό τις περιστάσεις αντιπροσωπεύει δίκαιο ποσό των γενικών αποζημιώσεων για την πλευρά των εναγόντων», με τόκο 8% πλέον έξοδα.

[*30]Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Ισχυρίσθηκαν, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση είναι λανθασμένη, αναιτιολόγητη και αντίθετη με την προσαχθείσα μαρτυρία, ότι εστηρίζετο σε απαράδεκτη μαρτυρία και ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ήταν εσφαλμένη.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Νικολάου, Δ. συμφωνούντος και του Αρτέμη, Δ.:

1.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο θα έπρεπε να επιδίκαζε υπέρ των εφεσιβλήτων ποσό ύψους £11.137,27 το οποίο αποτελούσε την αποδειχθείσα ζημιά σύμφωνα με τα δικά του δικαιολογημένα ευρήματα. Αντί τούτου θεώρησε ότι επειδή «δεν έχει τεθεί μαρτυρία με συγκεκριμένα στοιχεία για το κάθε ένα παράνομο τηλεφώνημα ξεχωριστά» έπρεπε να επιδικαστεί ποσό «αρκετά μικρότερο». Κατέληξε, χωρίς πραγματική εξήγηση, στο επιδικασθέν ποσό των £9.000.

2.  Οι εφεσίβλητοι δεν προσέβαλαν με έφεσή τους την εν λόγω μείωση στην οποία προέβη το Επαρχιακό Δικαστήριο και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τους αποδοθεί το σύνολο της αποδειχθείσας ζημιάς. Αυτό όμως δεν αποτελεί λόγο να στερηθούν και το μικρότερο ποσό των £9.000.

Β. Υπό Φωτίου, Δ.:

1. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει το ποσό των £9.000 δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί.

2. Ο υπολογισμός της ζημιάς δεν ήταν δύσκολος. Αντίθετα οι εφεσίβλητοι υπολόγισαν τη ζημιά τους με πολλή ακρίβεια, παρουσιάζοντας προς τούτο μαρτυρία αλλά το δικαστήριο έκρινε ότι δεν την απέδειξαν και η απόφασή του αυτή δεν προσβάλλεται. Η αρχή που τέθηκε στην υπόθεση Chaplin v. Hicks [1911] 2 KB 786, ότι ο αδικοπραγών δεν απαλλάσσεται από την ανάγκη για πληρωμή αποζημιώσεων όταν οι αποζημιώσεις δεν μπορούν να υπολογισθούν με ακρίβεια, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Εκείνο που μπορούσε να πράξει το Δικαστήριο ήταν μόνο η επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων. Ο υπολογισμός των Λ.Κ.9000 φαίνεται να είναι εντελώς αυθαίρετος και χωρίς οποιαδήποτε βάση.

Η έφεση απορρίφθηκε, κατά πλειοψηφία, με €1.300 έξοδα.

[*31]Έφεση.

Έφεση από τις εφεσείουσες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Μάρκου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 10250/99), ημερομ. 8.9.2004.

Κ. Βελάρης με Σ. Α. Αγγελίδη, για τις Εφεσείουσες.

Γ. Κολοκασίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση μας δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Νικολάου, Δ..  Ο Φωτίου, Δ. θα δώσει δική του διϊστάμενη απόφαση.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Τα όσα συνθέτουν την επίδικη διαφορά καταγράφονται στην απόφαση του Φωτίου, Δ. με τον οποίο συμφωνούμε ότι «οι εφεσείουσες είχαν ευθύνη να αποζημιώσουν τους εφεσίβλητους για τις ζημιές που υπέστησαν ….».  Δεν συμμεριζόμαστε όμως την άποψη ότι η επιδικασθείσα ζημιά των £9.000 δεν είχε αποδειχθεί.

Επί του θέματος της ζημιάς έχουμε καταλήξει ομόφωνα στα ακόλουθα πρωτοδίκως διαπιστωθέντα δεδομένα.  Πρώτο, ότι κατά την περίοδο που ενδιαφέρει, ήτοι μεταξύ Μαΐου 1997 και Ιουνίου 1998, έγιναν από την υπό αναφορά τηλεφωνική γραμμή των εφεσειουσών τηλεφωνήματα συνολικού ύψους £24.806.  Δεύτερο, ότι σύμφωνα με μαρτυρία η οποία θεωρήθηκε βάσιμη, «ο μέσος όρος των αναμενομένων τηλεφωνημάτων ήταν £507,79».  Τρίτο, ότι οι εφεσείουσες όφειλαν να διέκοπταν τη λειτουργία της γραμμής από τον Απρίλιο του 1998 που εγκαταστάθηκε καταγραφέας και είχαν επομένως τη δυνατότητα γνώσης, με αποτέλεσμα να μη δικαιούνται στο ποσό των £7.575,25 για τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του 1998.

Αφαιρουμένου του ποσού των £7.575,25 από το σύνολο των £24.806,00 απομένει υπόλοιπο ύψους £17.230,75 για την περίοδο από Μάιο του 1997 μέχρι Απρίλιο του 1998.  Από το εν λόγω υπόλοιπο αφαιρείται το ποσό των αναμενόμενων τηλεφωνημάτων της αντίστοιχης περιόδου, συνολικού ύψους £6.093,48 (£507,79 Χ 12). Απομένει αποδειχθείσα ζημιά ύψους £11.137,27.  Αυτό ήταν το ποσό που το Επαρχιακό Δικαστήριο, σύμφωνα με τα δικά του δικαιολογημένα ευρήματα, θα έπρεπε να επιδίκαζε.  Αντί τούτου θεώ[*32]ρησε ότι επειδή «δεν έχει τεθεί μαρτυρία με συγκεκριμένα στοιχεία για το κάθε ένα παράνομο τηλεφώνημα ξεχωριστά» έπρεπε να επιδικαστεί ποσό «αρκετά μικρότερο». Κατέληξε, χωρίς πραγματική εξήγηση, στο επιδικασθέν ποσό των £9.000.

Μας είναι αδύνατο να αντιληφθούμε τον σκοπό για τον οποίο το Επαρχιακό Δικαστήριο ανέμενε στοιχεία για το κάθε ένα παράνομο τηλεφώνημα.  Αν αυτός σχετιζόταν με το ύψος της χρέωσης, έχουμε  ως αδιαμφισβήτητο το συνολικό ποσό και αυτό είναι που έχει εν τέλει σημασία.  Αν εξάλλου αυτός σχετιζόταν με την ταυτότητα των άγνωστων παρανομούντων, θα ήταν κατά την άποψη μας εξωπραγματικό να ανέμενε κανείς επί μέρους  στοιχεία.

Οι εφεσίβλητοι δεν προσέβαλαν με έφεσή τους την εν λόγω μείωση στην οποία προέβη το Επαρχιακό Δικαστήριο και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τους αποδοθεί το σύνολο της αποδειχθείσας ζημιάς. Αυτό όμως δεν αποτελεί λόγο να στερηθούν και το μικρότερο ποσό των £9.000.

Η έφεση απορρίπτεται με €1.300 έξοδα.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:  Η εφεσείουσα,  που, μεταξύ άλλων, ασχολούνταν και με την πώληση και συντήρηση ειδών τηλεπικοινωνίας, κατά το έτος 1989 πώλησαν στους εφεσίβλητους ένα τηλεφωνικό σύστημα και σε αργότερο στάδιο, περί το Νοέμβριο του 1995, συμφώνησαν με τους εφεσίβλητους για την αναβάθμιση του τηλεφωνικού τους συστήματος με την προσθήκη νέων γραμμών.  Ήταν πρωτόδικα ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων ότι ενώ η συμφωνία τους με την εφεσείουσα ήταν όπως ενεργοποιήσουν σε λειτουργία μια νέα γραμμή ούτως ώστε κάποιος που τηλεφωνούσε προς τα γραφεία τους να μπορεί να μιλά απ’ ευθείας με το άτομο που θέλει να μιλήσει μαζί του χωρίς την ανάγκη να περάσει το τηλεφώνημα του από την κεντρική τηλεφωνήτρια, οι εφεσείοντες επιπρόσθετα και εν αγνοία των εφεσιβλήτων ενεργοποίησαν και μια δεύτερη λειτουργία.  Αποτέλεσμα ήταν ότι, κάποιος που βρισκόταν εκτός των γραφείων των εφεσιβλήτων αφού πληκτρολογούσε τον αριθμό της συγκεκριμένης γραμμής και τον αριθμό 9, έπαιρνε εξωτερική γραμμή και το τηλεφώνημα χρεωνόταν στις εφεσίβλητες εταιρείες.  Λόγω του ότι διέρρευσε η ύπαρξη αυτής της γραμμής, τρίτα άτομα, άσχετα με τις εφεσίβλητες εταιρείες, τηλεφωνούσαν, ακόμα και στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να χρεωθούν οι εφεσίβλητοι με το ποσό των Λ.Κ. 18.000.  Ήγειραν λοιπόν την αγωγή αρ. 10250/99 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία αξίωναν το ποσό των Λ.Κ. 18.000 και/ή γενικές αποζημιώσεις.

[*33]Κατά την πρωτόδικη διαδικασία υπήρξε και ανταπαίτηση για την οποία εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση για ΛΚ2.969,78 με αναστολή εκτέλεσης μέχρι την τελική απόφαση στην αγωγή, πρωτόδικα ή κατ’ έφεση.

Αναφορικά με την αγωγή, το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε πέντε μάρτυρες από την πλευρά των εφεσιβλήτων και δύο από την πλευρά των εφεσειόντων και αφού έλαβε υπόψη κάποια παραδεκτά γεγονότα, αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες των εφεσιβλήτων και αναξιόπιστους αυτούς των εφεσειόντων.  Τελικά εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων για το ποσό των Λ.Κ. 9,000 το οποίο έκρινε ότι «υπό τις περιστάσεις αντιπροσωπεύει δίκαιο ποσό των γενικών αποζημιώσεων για την πλευρά των εναγόντων», με τόκο 8% πλέον έξοδα.

Με την παρούσα έφεση, που βασίζεται σε 4 λόγους έφεσης, οι εφεσείοντες (εναγόμενοι) προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Ουσιαστικά ισχυρίζονται τα εξής:  (α) ότι η απόφαση είναι λανθασμένη, αναιτιολόγητη και αντίθετη προς την προσαχθείσα μαρτυρία, (β) το πρωτόδικο δικαστήριο στήριξε την απόφαση του σε απαράδεκτη μαρτυρία, δηλαδή σε τεκμήρια που είχαν γίνει αποδεκτά μόνο για την ύπαρξη τους και όχι το περιεχόμενο τους,  (γ) παρερμήνευσε τον όρο 9(α) ως προς την έννοια του DISA και (δ) έσφαλε ως προς την αξιολόγηση των μαρτύρων και συγκεκριμένα ότι εσφαλμένα έκρινε αξιόπιστους τους Γιάννη Σουκιούρογλου (Μ.Ε.3) και Κούλλη Γεωργίου (Μ.Ε.4), και αναξιόπιστο τον Μ.Υ.2 Δημήτρη Δημητρίου.

Αναφορικά με τον (δ) λόγο, που αφορά τα ευρήματα αξιοπιστίας,  αναφέρουμε ότι είναι σαφώς νομολογογημένο ότι τέτοιο θέμα ανήκει κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο δικαστήριο και το δικαστήριο τούτο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που καθόρισε η νομολογία.  Επεμβαίνει μόνο στην περίπτωση που τα ευρήματα στα οποία κατάληξε το πρωτόδικο δικαστήριο αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα του.  Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο μπορεί να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα (βλ. μεταξύ άλλων,  Παπακόκκινου ν. Σμιρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653, όπου γίνεται αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία).

Εξετάσαμε τους λόγους για τους οποίους η πλευρά των εφε[*34]σειόντων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε αξιόπιστους τους προαναφερθέντες μάρτυρες των εφεσιβλήτων και αναξιόπιστο τον Μ.Υ.2 Δημήτρη Δημητρίου και για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια καταλήξαμε ότι δεν εχουμε πεισθεί ότι η υπόθεση είναι τέτοια που να επιτρέπεται η επέμβαση μας.

Ο Μ.Ε. 3 Γιάννης Σιουκιούρογλου που ήταν ένας από τους διευθυντές των εφεσιβλήτων εταιρειών, παρουσίασε ως τεκμήρια 9 και 9Α τη συμφωνία αγοράς του τηλεφωνικού συστήματος (Purchase Agreement) και εγχειρίδιο, που σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, τους δόθηκε μαζί με το σύστημα.  Ενόψει του ότι δόθηκε μεγάλη σημασία στα όσα χαρακτηρίζουν τον χαρακτηρισμό (feature) DIZA, παραθέτουμε τη σχετική πρόνοια του εγχειριδίου.

         «Feature          Description

         Diza                  An outside caller may dial directly into the                                   system without attendant intervention and                                     gain complete access to system features,                                                          stations and outgoing trunks”

Σύμφωνα με μαρτυρία που προέρχεται και από τους δυο διάδικους, το DIZA  σημαίνει Direct Inward System Access, δηλαδή ότι υπάρχει δυνατότητα για κάποιον εκτός γραφείου που χρησιμοποιεί μια εξωτερική γραμμή να γίνει μέρος του συστήματος.

Βασική διαφορά μεταξύ των διαδίκων ήταν το κατά πόσο κατά τη συμφωνία αναβάθμισης του τηλεφωνικού συστήματος οι οδηγίες των εφεσιβλήτων προς την εφεσείουσα ήταν να εγκαταστήσουν και γραμμή με βάση την οποία ένα πρόσωπο εκτός των γραφείων των εφεσιβλήτων θα μπορούσε να τηλεφωνήσει απευθείας όχι μόνο μέσα στην εταιρεία, αλλά και στο εξωτερικό.  Η θέση του Γιάννη Σιουκιούρογλου ήταν ότι δε ζήτησαν να υπάρχει η ευχέρεια διενέργειας τηλεφωνημάτων από τρίτους προς το εξωτερικό και να χρεώνεται το τηλεφώνημα στις εφεσίβλητες εταιρείες, όπως έγινε η εγκατάσταση από την εφεσείουσα.  Ο μόνος μάρτυρας των εφεσειουσών που κατάθεσε κάτι που αφορά τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος DIZA, ήταν ο Μ.Υ.2 Δημήτρης Δημητρίου που υποστήριζε ότι δεν μπορεί να υπάρχει διαχωρισμός στον τρόπο λειτουργίας του συστήματος αυτού ώστε κάποιος πελάτης να τηλεφωνά από έξω και να μιλά μόνο με εσωτερικούς αριθμούς, χωρίς να μπορεί να πάρει εξωτερική γραμμή, αλλά οι δυνατότητες αυτές πρέπει να συνυπάρχουν. 

[*35]Η θέση αυτή του Μ.Υ.2 Δημήτρη Δημητρίου δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί όπως (α) δέχθηκε ως αξιόπιστο μάρτυρα τον Μ.Ε.3 Σιουκιούρογλου ότι δε ζήτησαν και ούτε τους εξυπηρετούσε η εγκατάσταση γραμμής για απευθείας τηλεφωνήματα στο εξωτερικό με χρέωση των εταιρειών τους και (β) ότι η εκδοχή αυτή υποστηριζόταν και από το τεκμ. 13 (εγκύκλιος προς «όλο το προσωπικό»), το κείμενο της οποίας έχει ως ακολούθως:

«Για λόγους αποσυμφόρησης του τηλεφωνικού μας κέντρου και καλύτερης εξυπηρέτησης σας, σας συνιστούμε να παίρνετε τηλέφωνο απευθείας στο πρόσωπο που επιθυμείτε χωρίς να περνά το τηλεφώνημα σας μέσω της τηλεφωνήτριας.

Για να μπορέσετε να χρησιμοποιήσετε αυτή την μέθοδο το τηλέφωνο σας πρέπει να είναι digital δηλαδή με κουμπάκια.  Θα χρησιμοποιείτε τον αριθμό τηλεφώνου 485697 και στην συνέχεια το ext. του προσώπου που θέλετε να επικοινωνήσετε.

Για καλύτερη εξυπηρέτησης σας, σας εσωκλείουμε τους αριθμούς των ext.”

Η πρωτόδικη δικαστής ορθά επισημαίνει ότι παρά τη θέση των εφεσειουσών στην έκθεση υπεράσπισης τους (παραγρ. 9(ii) ότι η «ειδική διευθέτηση για να μπορεί το διευθυντικό προσωπικό να τηλεφωνεί από το σπίτι του στο εξωτερικό μέσω του συστήματος και να χρεώνονται οι ενάγουσες και όχι ο καλών προσωπικά» έχει ζητηθεί από τους εφεσίβλητους, η θέση αυτή δεν έχει υποστηριχθεί με οποιουδήποτε είδους μαρτυρία. 

Με βάση το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εγκατάσταση του συστήματος με τη δυνατότητα να μπορεί κάποιος τρίτος να τηλεφωνά στο εξωτερικό και η κλήση να χρεώνεται στις εφεσίβλητες (βασικά την εφεσίβλητη 2) έγινε από την εφεσείουσα χωρίς να ζητηθεί τούτο από τους εφεσίβλητους, κρίνουμε ότι είναι ορθό, όπως ορθή είναι και η απόφαση του δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα είχαν ευθύνη να αποζημιώσουν τους εφεσίβλητους για τις ζημιές που υπέστησαν λόγω της ύπαρξης αυτής της γραμμής. Έκρινε το δικαστήριο ότι ώφειλαν η εφεσείουσα «με επιμέλεια να ακολουθήσουν τις οδηγίες των πελατών τους ούτως ώστε ο προγραμματισμός της λειτουργίας DISA να γινόταν σύμφωνα με τις οδηγίες των πελατών τους.»

Το επόμενο θέμα είναι η εξέταση των λόγων έφεσης που αμφι[*36]σβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στο θέμα των αποζημιώσεων. Εισηγούνται, η πλευρά της εφεσείουσας, ότι εσφαλμένα το δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των ΛΚ9.000. 

Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι ενώ η πλευρά των εφεσιβλήτων είχε παρουσιάσει μαρτυρία για ειδική ζημιά και συγκεκριμένα για το ποσό των ΛΚ17.668,93 (με την έκθεση απαίτησης όπως τροποποιήθηκε ζητούσαν ΛΚ18.000) και ενώ το δικαστήριο είχε καταλήξει ότι απέτυχαν να αποδείξουν τη ζημιά τους, εσφαλμένα προχώρησε τελικά και επιδίκασε το προαναφερθέν ποσό των ΛΚ 9.000.  Το σφάλμα συνίσταται στο ότι εφάρμοσε μια νομική αρχή που τέθηκε στην υπόθεση Chaplin v. Hicks [1911] 2 KB 786 η οποία όμως δεν τύγχανε εφαρμογής στα γεγονότα της υπόθεσης.

Στο θέμα αυτό των αποζημιώσεων το πρωτόδικο δικαστήριο ανάφερε τα εξης:

«Πόση ζημιά;

 

Συνεπεία των τηλεφωνημάτων από μη εξουσιοδοτημένα άτομα υπήρξε ζημιά για την πλευρά των Εναγόντων.

Προκύπτει από τη μαρτυρία του ΜΕ4 και το Τεκμήριο 1 ότι ο μέσος όρος των αναμενομένων τηλεφωνημάτων ήταν £507,79.

Aποτελεί πραγματικό γεγονός ότι από τους μήνες Μάιο 1997 μέχρι Ιούνιο 1998 η Ενάγουσα αρ. 2 πλήρωσε για τηλεφωνήματα £24.806.  Aν αφαιρεθεί ο μέσος όρος των £507,79 για τους 14 μήνες δηλαδή £24.806 – (£507,79 Χ 14  = £7.109,06), καταλήγουμε στο ποσό των £17.696,94.

Οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το ποσό αυτό (κατ’ ακρίβεια με τους δικούς του υπολογισμούς £17.688,93) αποτελεί τη ζημιά τους γιατί πρόκειται για τηλεφωνήματα από τρίτους μη εξουσιοδοτημένους.

Κρίσιμο σημείο είναι βέβαια ότι μαρτυρία ως προς το από ποιον έγινε το κάθε τηλεφώνημα για τα τηλεφωνήματα που συμποσούνται σε £17.696 δεν υπάρχει.

Υπάρχει όμως η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι τρίτα μη εξουσιοδοτημένα άτομα με τα τηλεφωνήματα προκάλεσαν την αδικαιολόγητη αύξηση των τηλεφωνικών εξόδων.

[*37]Με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία μπορεί πιστεύω να καταλήξει το Δικαστήριο και στο συμπέρασμα (και καταλήγει) ότι μέχρι και τη διακοπή της λειτουργίας για την εξωτερική γραμμή τέτοια μη εξουσιοδοτημένη χρήση της έγινε κατ’ επανάληψη.

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω πιστεύω ότι οι Ενάγοντες είναι εκείνοι οι οποίοι θα πρέπει να υποστούν τις συνέπειες του γεγονότος ότι η ζημιά τους δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια.

Ταυτόχρονα αυτό δε σημαίνει ότι οι Ενάγοντες δεν θα πρέπει να αποζημιωθούν.

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα των Mayne and McGregor, on Damages 12η έκδοση:

«Τhe fact that damages cannot be assessed with certainty does not relieve the wrongdoer of the necessity of paying damages”.

Και σε μετάφραση:

«Το γεγονός ότι αποζημιώσεις δεν μπορούν να υπολογιστούν με ακρίβεια δεν απαλλάσσει τον παραβάτη από την αναγκαιότητα, να πληρώσει αποζημιώσεις».

Επίσης στον υπολογισμό της ζημιάς θα πρέπει πιστεύω να αφαιρεθούν τα τηλεφωνικά έξοδα του Μαΐου 1998 και Ιουνίου 1998 (£2.520 και £5.055,25) δηλαδή ποσό £7.575,25 αφού ο καταγραφέας είχε εγκατασταθεί περί τον Απρίλιο του 1998 και άρα όφειλαν οι Ενάγοντες να διέκοπταν την λειτουργία της εξωτερικής γραμμής ενωρίτερα.  Λαμβάνοντας συνεπώς υπόψη τούτα, και έχοντας κατά νου ότι α) η ζημιά των Εναγόντων δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, β) το γεγονός ότι η ορθότητα της μεθοδολογίας της στατιστικής μελέτης του ΜΕ4 δεν έχει κλονιστεί, γ) το γεγονός ότι υπάρχει μεν εύρημα του Δικαστηρίου ότι τρίτα μη εξουσιοδοτημένα άτομα με τα τηλεφωνήματα προκάλεσαν αδικαιολόγητη αύξηση των τηλεφωνικών εξόδων αλλά πέραν τούτου δεν έχει τεθεί μαρτυρία με συγκεκριμένα στοιχεία για το κάθε ένα παράνομο τηλεφώνημα ξεχωριστά, πιστεύω ότι η πλευρά των Εναγόντων θα πρέπει να αποζημιωθεί με κάποιο ποσό αρκετά μεν μικρότερο από τη ζημιά που υπολόγισε ο ΜΕ4 αλλά ταυτόχρονα όχι αμελητέο.  Υπό τις [*38]περιστάσεις, πιστεύω εν όψει των πιο πάνω, ποσό £9.000 αντιπροσωπεύει δίκαιο ποσό των γενικών αποζημιώσεων για την πλευρά των Εναγόντων.»

Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα ισχυρίστηκε η πλευρά της εφεσείουσας.  Δυστυχώς στο θέμα αυτό των αποζημιώσεων η δική μου απόφαση είναι διαφορετική από αυτή των αδελφών δικαστών.  Προσωπικά έχω καταλήξει ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιδικάσει το ποσό των ΛΚ9,000 δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί.  Με την έκθεση απαίτησης των εφεσιβλήτων, όπως αυτή είχε τροποποιηθεί, με την παράγραφο Α ζητείται το ποσό των ΛΚ18.000 «όπως εξηγείται στις παραγράφους 10 και 11 πιο πάνω».  Είναι δηλαδή σαφές ότι ζητούν το ποσό ως ειδική ζημιά, γιαυτό και στη μαρτυρία τους, υπολογίζοντας το ποσό με βάση τα ποσά που χρεώθηκαν λόγω των ενεργειών τρίτων, το καθόριζαν με ακρίβεια στις £17.688,93.  Ενώ το δικαστήριο καταλήγει, με δικούς του υπολογισμούς, στις £17.696,93 δεν επιδικάζει αυτό το ποσό, αλλά ούτε και το ποσό των £17,688.93 που ανάφεραν οι εφεσίβλητοι στη μαρτυρία τους, ούτε και το ποσό των ΛΚ18,000 που ζητούσαν με την αγωγή τους.  Στην απουσία αντέφεσης, μένουμε με την απόφαση για ΛΚ9,000 η οποία όμως, κατά την άποψη μου, δεν υποστηρίζεται από καμιά μαρτυρία έστω κι’ αν με την έκθεση απαίτησης ζητούνταν και γενικές αποζημιώσεις. 

Ήδη ανάφερα ότι οι αποζημιώσεις, όπως απαιτήθηκαν, ήταν ειδικές.  Τέτοιες ζημιές πρέπει να δικογραφούνται και να αποδεικνύονται αυστηρά (βλ. μεταξύ άλλων Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Πίριλλου ν. Κονναρή (2000) 1 ΑΑ.Δ. 1153, Παναγή κ.ά v. Κακόψιτου κ.ά (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 839  και R.K.B. Leathergoods Ltd ν. Aγγελίδη (2004) 1(Β) A.A.Δ. 1071.

Στην παρούσα υπόθεση ενώ οι ζημιές είχαν δικογραφηθεί και είχε προσαχθεί μαρτυρία, το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν είχαν αποδειχθεί οι ζημιές των εφεσιβλήτων, όπως οι τελευταίοι τις επικαλούνταν.  Το εύρημα αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσίβλητους είτε με έφεση είτε με αντέφεση. Το ερώτημα είναι αν η κατάληξη του δικαστηρίου να επιδικάσει το ποσό των ΛΚ9.000 δικαιολογείται νομικά. Βασικά το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε στο προαναφερθέν απόσπασμα από το σύγγραμα Mayne and McGregor on Damages, 12η έκδοση, ότι «the fact that damages cannot be assessed with certainty does not relieve the wrongdoer of the necessity of paying damages”. («Το γεγονός ότι οι [*39]αποζημιώσεις δεν μπορούν να υπολογισθούν με ακρίβεια δεν απαλλάσσει τον αδικοπραγούντα από την ανάγκη να πληρώσει αποζημιώσεις.»)

Κρίνω ορθό να παραθέσω ολόκληρο το σχετικό κείμενο από το προαναφερθεν σύγγραμμα (McGregor on Damages, 16η έκδοση, σελ. 236, παράγραφοι 357 και 358), που βρίσκεται κάτω από τον τίτλο «The problem of certainty” στο οποίο περιλαμβάνεται και το μέρος στο οποίο βασίστηκε το πρωτόδικο δικαστήριο.  Αυτό έχει ως εξής:

«Α plaintiff claiming damages must prove his case.  To justify an award of substantial damages he must satisfy the court both as to the fact of damage and as to its amount.  If he satisfies the court on neither, his action with fail, or at the most he will be awarded nominal damages where a right has been infringed.  If the fact of damage is shown but no evidence is given as to its amount so that it is virtually impossible to assess damages, this will generally permit only an award of nominal damages; this situation is illustrated by Dixon ν. Deveridge and Twyman v. Knowles.

On the other hand, where it is clear that some substantial loss has been incurred, the fact that an assessment is difficult because of the nature of the damage is no reason for awarding no damages or merely nominal damages. As Vaughan Williams L.J. put it in Chaplin v. Hicks, the leading case on the issue of certainty:  “The fact that damages cannot be assessed with certainty does not relieve the wrongdoer of the necessity for paying damages.”  Indeed if absolute certainty were required as to the precise amount of loss that the plaintiff had suffered, no damages would be recovered at all in the great number of cases.  This is particularly true since so much of damages claimed are in respect of prospective, and therefore necessarily contingent, loss.  Of course, as Devlin J. said in Biggin v. Permanite:  Where precise evidence is obtainable, the court naturally expects to have it, (but) where it is not, the court must do the best it can.”  ………………………………....…….»

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Ένας ενάγων που απαιτεί αποζημιώσεις πρέπει να αποδείξει την απαίτηση του.  Για να δικαιολογήσει την επιδίκαση αποζημιώσεων για ένα σημαντικό ποσό θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο τόσο ότι υπέστη τη ζημιά όσο και το ποσό αυτής.  [*40]Αν δεν ικανοποιήσει το δικαστήριο για οποιοδήποτε από τα πιο πάνω η αγωγή του θα πρέπει να απορριφθεί ή το πιο πολύ να του επιδικασθούν ονομαστικές αποζημιώσεις εφόσον φανεί ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμα του.  Αν το γεγονός της ζημιάς αποδεικνύεται αλλά δεν έχει δοθεί μαρτυρία αναφορικά με το ύψος της με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να υπολογιστούν, αυτό γενικά επιτρέπει την επιδίκαση ονομαστικών μόνο αποζημιώσεων.  Αυτή η κατάσταση απεικονίζεται στην Dixon v. Deveridge and Twyman v. Knowles.

Από την άλλη όπου είναι σαφές ότι κάποια ουσιαστική ζημιά έχει υποστεί ο ενάγων, το γεγονός ότι ο υπολογισμός της είναι δύσκολος λόγω της φύσης της ζημιάς, αυτό δεν είναι λόγος για τη μη επιδίκαση αποζημιώσεων ή την επιδίκαση μόνο ονομαστικών αποζημιώσεων.  Όπως ο Vaugham William L.J., το έθεσε στην Chaplin v. Hicks, σημαντική υπόθεση στο θέμα του ακριβούς της ζημιάς, «το γεγονός ότι οι αποζημιώσεις δεν μπορούν να υπολογιστούν με ακρίβεια, δεν απαλλάσσει τον αδικοπραγούντα από την ανάγκη να πληρώσει αποζημιώσεις».  Πράγματι αν απαιτείτο απόλυτη απόδειξη όσον αφορά το ακριβές ποσό της ζημιάς που υπέστη ο ενάγων, τότε δε θα ανακτούνταν αποζημιώσεις στις πιο πολλές υποθέσεις.  Αυτό είναι ιδιαίτερα ορθό, διότι αρκετές από τις αποζημιώσεις, που απαιτούνται αφορούν μελλοντική ζημιά και γιαυτό κατ’ ανάγκη ενδεχόμενη.  Βέβαια όπως ο Devlin J, ανάφερε στην υπόθεση Biggin v. Permanite:  «όπου μπορεί να ληφθεί μαρτυρία για το ακριβές ποσό της ζημιάς, το δικαστήριο αναμένει να την έχει (αλλά) όπου όμως αυτό δεν μπορεί, το δικαστήριο πρέπει να κάνει ότι καλύτερο μπορεί…»

Ότι η αρχή που τέθηκε στην υπόθεση Chaplin v. Hicks [1911] 2 KB 786 περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου η ζημιά (είτε αυτή απαιτείται ως ειδική είτε ως γενικές αποζημιώσεις) είναι αδύνατο ή δύσκολο να αποδειχθεί, όπως για παράδειγμα η ενδεχόμενη μελλοντική ζημιά, κυρίως σε περιπτώσεις που χάνεται η ευκαιρία για ένα ενάγοντα να κερδίσει χρήματα, φαίνεται από την ίδια την υπόθεση Chaplin v. Hicks καθώς και υποθέσεις που εξέτασαν τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση αυτή (βλ. μεταξύ άλλων Otter v. Chruch, Adams Tatham & Co. (a firm) [1953] 1 All E.R. 168, Hoston v. East Berkshire [1987] 2 All E.R. 909, Nestle v. National Westminster Bank PLC [1994] 1 All E.R. 118 και Allied Mapler v. Simmons [1995] 4 All E.R. 907).  Στην ίδια την Chaplin v. Hicks η παράβαση της σύμβασης εκ μέρους των εναγομένων εμπόδισε την ενάγουσα από του να λάβει μέρος σε διαγωνισμό [*41]ομορφιάς με αποτέλεσμα να αποστερηθεί της ευκαιρίας να κερδίσει ένα από τα βραβεία, δηλαδή είτε εργοδότηση για 3 έτη με £5 την εβδομάδα που ήταν το πρώτο βραβείο, είτε παρόμοια εργοδότηση με £4 την εβδομάδα που ήταν το δεύτερο, είτε με £3 την εβδομάδα που ήταν το τρίτο.

Τα ίδια διατυπώνονται και στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 15η έκδοση, σελ. 210-211, παράγραφοι 5-07, ότι δηλαδή τα όσα αποφασίστηκαν στην Chaplin v. Hicks αφορούν περιπτώσεις που οι ζημιές, συνήθως μελλοντικές και υποθετικές, είναι δύσκολο να αποδειχθούν.

 Στην παρούσα υπόθεση ο υπολογισμός της ζημιάς δεν ήταν δύσκολος.  Αντιθέτως οι εφεσίβλητοι υπολόγισαν τη ζημιά τους με πολλή ακρίβεια, παρουσιάζοντας προς τούτο μαρτυρία αλλά το δικαστήριο έκρινε ότι δεν την απέδειξαν  και η απόφαση του αυτή δεν προσβάλλεται.  Είμαι της άποψης ότι η πιο πάνω αρχή (Chaplin v. Hicks) δεν τύγχανε εφαρμογής.  Το μέγιστο που μπορούσε να πράξει το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν η επιδίκαση ονομαστικών μόνο αποζημιώσεων. Ότι στις περιπτώσεις που αποδεικνύεται η ευθύνη ενός εναγομένου αλλά ο ενάγων αποτυγχάνει να αποδείξει τη ζημιά του, αυτό που δικαιούται είναι μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις (nominal damages) υποστηρίζεται και από αρκετή νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Ttantis v. Hadjimichael a.o. (1982) 1 C.L.R. 301, Παπακόκκινου ν. Θεοδότου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379, Χατζηκυπρής κ.ά. ν. Sanifex Agencies Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 447).  Καταλήγω λοιπόν ότι ο υπολογισμός των Λ.Κ.9000 στη δική μας περίπτωση, φαίνεται να είναι εντελώς αυθαίρετος και χωρίς οποιαδήποτε πραγματική βάση.  Aυτό που θα δικαιούνταν οι εφεσίβλητοι ήταν μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις τις οποίες καθορίζω στα €50.

Αυτό που παραμένει να εξεταστεί είναι το θέμα των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας εφόσον επιδικάζεται ποσό €50 υπέρ των εφεσιβλήτων. Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Παπακόκκινου κ.ά. ν. Θεοδότου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379, 384) «σε περιπτώσεις που επιδικάζονται μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις το δικαστήριο έχει την ευχέρεια να στερήσει τον ενάγοντα των εξόδων του ή ακόμη να τον καταδικάσει στην πληρωμή εξόδων της άλλης πλευράς».  Στην παρούσα υπόθεση θα περιορισθώ στην αποστέρηση των εφεσιβλήτων από έξοδα στην πρωτόδικη διαδικασία.  Θα επιβαρυνθούν όμως με τα έξοδα της έφεσης.

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει με €2.000 έξοδα (πε[*42]ριλαμβανομένου του ΦΠΑ) υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων. Η πρωτόδικη απόφαση (όσον αφορά την απαίτηση) μαζί με τη διαταγή για έξοδα παραμερίζονται.

Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων για το ποσό των €50, χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται, κατά πλειοψηφία, με €1.300 έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο