Pόπας άλλως Iερόθεος Xριστοδούλου (2008) 1 ΑΑΔ 43

(2008) 1 ΑΑΔ 43

[*43]22 Ιανουαρίου, 2008

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΑΛΛΩΣ ΡΟΠΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΚΑΙ/ Ή ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ/ Ή ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 02/03/07, 23/02/07 ΚΑΙ 05/03/07 ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ, ΠΟΥ ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΕΦΟΔΙΑΣΟΥΝ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ ΜΕ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΚΑΙ/ Ή ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΠΟΥ ΕΛΑΒΕ Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΙΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ 6741, 6751, 6742, ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΠΑΝΑΓΙΔΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ 16/09/98 ΣΤΗΝ ΛΕΜΕΣΟ.

(Αίτηση Αρ. 75/2007)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Mandamus ― Αιτητής, ο οποίος εξέτιε ποινή φυλάκισης διά βίου, καταχώρησε αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Mandamus με στόχο την εξασφάλιση μαρτυρικού υλικού το οποίο, σύμφωνα με ισχυρισμό του, θα τον βοηθήσει στην προσπάθεια επανάνοιξης της υπόθεσής του για να αποδείξει την αθωότητά του ― Απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης για χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

Προνομιακά εντάλματα ― Mandamus ― Προϋπόθεση εκδόσεως των ενταλμάτων Mandamus είναι να ικανοποιηθεί το Ανώτατο Δικαστήριο για την ύπαρξη νομικού καθήκοντος κατώτερου Δικαστηρίου ή αρχής η οποία ασκεί δημόσια εξουσία για την εκτέλεσή του, το οποίο όμως καθήκον αρνείται να εκτελέσει ― Πότε είναι εφικτή η θεραπεία με το ένδικο μέσο Mandamus.

[*44]Ο αιτητής, ο οποίος εκτίει ποινή ισόβιας φυλάκισης για την εκ προμελέτης δολοφονία του Μάριου Παναγίδη, από τις 25.6.99, καταχώρησε την παρούσα αίτηση με την οποία ζητά άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Mandamus με το οποίο να διατάσσεται ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και/ή ο Αρχηγός της Αστυνομίας και/ή ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης να παραδώσουν σε αυτόν ή στον δικηγόρο του όλο το μαρτυρικό υλικό που προέκυψε μετά την καταδίκη του και την διεκπεραίωση της έφεσής του. Στόχος του αιτητή, όπως ισχυρίζεται στην ένορκη δήλωσή του, είναι η εξασφάλιση του μαρτυρικού υλικού το οποίο θα τον βοηθήσει στην προσπάθεια επανάνοιξης της υπόθεσής του για να αποδείξει την αθωότητά του.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ο συνήγορος του αιτητή, μετά από προβληματισμό, απέσυρε το αίτημα εναντίον του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης . Στη συνέχεια αναφέρθηκε (α) στο Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο αφορά στο δικαίωμα μη υποβολής προσώπου σε απάνθρωπη και ταπεινωτική συμπεριφορά, (β) στο Άρθρο 6 της ίδιας Σύμβασης, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, (γ) στα αντίστοιχα Άρθρα 8, 12 και 30 του Συντάγματος, (δ) στο Άρθρο 4(2) του 7ου  Πρωτοκόλλου της πιο πάνω Σύμβασης, το οποίο κυρώθηκε από τον περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Έβδομο Πρωτόκολλο) (Κυρωτικό) Νόμο του 2000 (Ν. 18(ΙΙΙ)/00) και (ε) στο Άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.

Ο δικηγόρος του αιτητή συνέδεσε το αίτημα του αιτητή για αποκάλυψη και εξασφάλιση μαρτυρικού υλικού και με το καθήκον της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά και των αρμοδίων αρχών να ενεργούν δίκαια. Αναφέρθηκε επίσης και στην αρχή της ισότητας των όπλων και στο δικαίωμα του αιτητή να έχει ελεύθερη πρόσβαση στο Δικαστήριο για το θέμα επανανοίγματος της υπόθεσής του, το οποίο, όπως ισχυρίστηκε, στην προκείμενη περίπτωση, δυσχεραίνεται από την άρνηση των αρχών να του παραχωρήσουν το μαρτυρικό υλικό το οποίο θα αποτελέσει σε μεταγενέστερο στάδιο, το υπόβαθρο για το τελικό του αίτημα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη νομική πτυχή που διέπει την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων και επίσης στο σκοπό και τις προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος Mandamus αποδέχθηκε την αίτηση, αφού βεβαιώθηκε ότι από το υλικό που είχε τεθεί ενώπιόν του, φάνηκε πως, εκ πρώτης όψεως, ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

Η αίτηση έγινε δεκτή.

[*45]Αίτηση.

Σ. Δράκος και Κ. Ξυδά, για τον Αιτητή.

Cur. adv. vult.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: O Αιτητής, με μονομερή αίτηση ζητά άδεια για την υποβολή αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Mandamus.  Αν το αίτημα του εγκριθεί, σκοπεύει να αιτηθεί με δια κλήσεως αίτηση διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται ο Γενικός Εισαγγελέας και/ή ο Αρχηγός Αστυνομίας και/ή ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης «να αποκαλύψουν και/ή να εφοδιάσουν και/ή να παραδώσουν στον Αιτητή και/ή στο δικηγόρο του .... αντίγραφα και/ή περιγραφή, εκεί που είναι αναγκαίο, όλου του νέου μαρτυρικού υλικού που ανακαλύφθηκε» μετά την καταδίκη του Αιτητή για ανθρωποκτονία και μετά τη διεκπεραίωση της έφεσης που καταχώρησε, και το οποίο αφορούσε στη δολοφονία του Μάριου Παναγίδη, για την οποία ο Αιτητής καταδικάστηκε σε ισόβια φυλάκιση.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση γεγονότων που συνοδεύουν την αίτηση, ο Αιτητής εκτίει ποινή φυλάκισης δια βίου η οποία του επιβλήθηκε στις 25.6.99 για την εκ προμελέτης δολοφονία του πιο πάνω προσώπου.  Μαζί του καταδικάστηκαν επίσης, δύο άλλα πρόσωπα, ο Νίκος Νικολάου και Ara Harutyunian.  Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι μετά την καταδίκη του, ο Harutyunian, απέστειλε στο Γενικό Εισαγγελέα διάφορες επιστολές, με τις οποίες παραδέχεται ότι ο ίδιος διέπραξε τη δολοφονία του Μάριου Παναγίδη.  Την παραδοχή του την διατύπωσε αργότερα και σε γραπτή κατάθεση προς την Αστυνομία. Ο Αιτητής ισχυρίζεται επίσης, ότι μέσω των εφημερίδων πληροφορήθηκε ότι ο Harutyunian, στις 29.3.01 μεταφέρθηκε από την Αστυνομία στη Λεμεσό και παρέδωσε το φονικό όπλο και άλλα τεκμήρια σχετικά με το φόνο του Μάριου Παναγίδη, τα οποία είχε κρυμμένα.  Επίσης, πληροφορήθηκε ότι σε μεταγενέστερη ημερομηνία ο Harutyunian υπέδειξε στους ανακριτές τον τόπο όπου δοκίμασε το όπλο, προτού διαπράξει το φόνο.  Τέλος, ισχυρίζεται ότι στις 16.9.03 η Αστυνομία πήρε από τον Νίκο Νικολάου κατάθεση, η οποία περιήλθε στην κατοχή του Αιτητή μέσω του δικηγόρου του πιο πάνω προσώπου.

Από το 2001, ο Αιτητής μέσω των δικηγόρων του, κατά διαστήματα προέβαινε σε διαβήματα προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Γενικό Εισαγγελέα, την Επίτροπο Διοίκησης, τον Υπουργό Δικαιοσύνης και τον Αρχηγό Αστυνομίας, για να ερευνηθεί το μαρτυρικό υλικό που εξασφαλίστηκε, χωρίς όμως επιτυ[*46]χία.  Παράλληλα, ζητούσε να εφοδιαστεί με αντίγραφα του μαρτυρικού υλικού.

Επειδή ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, σε απαντητική επιστολή ημερ. 20.12.04 θεώρησε ότι δεν ενδείκνυτο να γίνει οτιδήποτε εκ μέρους του, εφόσον εκκρεμούσε η προσφυγή του Αιτητή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο Αιτητής ανέμενε τη διεκπεραίωσή της.

Με αφορμή την απόρριψη της προσφυγής του περί το τέλος του 2006, ο δικηγόρος του επανέφερε τα αιτήματα του πελάτη του, με νέες επιστολές προς τους πιο πάνω αξιωματούχους, στις αρχές του 2007.  Πρώτος απάντησε ο Αρχηγός Αστυνομίας, ο οποίος στην επιστολή του ημερ. 23.2.07 προς το δικηγόρο του Αιτητή, ανέφερε τα εξής:-

«Επιθυμώ να αναφερθώ στην επιστολή σας ημερομηνίας 14/2/07, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι θεωρούμε ότι η έρευνα για το συγκεκριμένο θέμα που αναφέρεται στην επιστολή σας, έχει εξαντληθεί.  Το θέμα απασχόλησε το Κακουργιοδικείο και έχει κριθεί και από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Κατά συνέπεια δεν προτίθεμαι να προβώ σε οποιαδήποτε ενέργεια, εκτός μόνο μετά από οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.»

Ο Γενικός Εισαγγελέας, στη δική του επιστολή ημερ. 2.3.07 απάντησε ότι δεν είχε να προσθέσει οτιδήποτε, πέραν των όσων ο προκάτοχός του ανέφερε στην επιστολή του ημερομηνίας 20.12.04.

Το τελευταίο διάβημά του Αιτητή μέσω του δικηγόρου του, έγινε στις 17.4.2007 στα πλαίσια της Ποινικής Έφεσης 6741.  Ο δικηγόρος του, επικαλούμενος το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ζητούσε επίσημα όπως επανανοίξει η υπόθεση του πελάτη του, λόγω εξεύρεσης νέου μαρτυρικού υλικού, το οποίο και ζητούσε να του παραδοθεί.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, στις 4.7.07 απάντησε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα ούτε για επανάνοιγμα, ούτε για επανάληψη της υπόθεσης.  Σε άλλη επιστολή του ημερομηνίας 4.12.07, σε αίτημα του δικηγόρου του Αιτητή, όπως φροντίσει για να διαφυλαχθεί όλο το μαρτυρικό υλικό που ήταν στην κατοχή του Γενικού Εισαγγελέα, απάντησε ότι δεν βρισκόταν οποιοδήποτε μαρτυρικό υλικό στην κατοχή του και ότι αν τέτοιο υπήρχε, αυτό θα βρίσκε[*47]ται είτε κατατεθειμένο στο Δικαστήριο, είτε θα είναι στα χέρια της Αστυνομίας.

Όπως ισχυρίζεται ο ίδιος ο Αιτητής στην ένορκη δήλωσή του, σκοπός του είναι να εξασφαλίσει το μαρτυρικό υλικό το οποίο θα τον βοηθήσει στην προσπάθειά του να επανανοίξει την υπόθεσή του για να αποδείξει την αθωότητά του.

Συνήθως η θεραπεία με το προνομιακό ένταλμα Mandamus, χρησιμοποιείται για να διαταχθεί κατώτερο Δικαστήριο να ασκήσει συγκεκριμένη εξουσία, μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του.  Όμως η θεραπεία μπορεί να εξασφαλιστεί για να εξαναγκάσει και άλλες αρχές ή όργανα ή πρόσωπα τα οποία ασκούν δημόσια εξουσία, για να εκτελέσουν δημόσιο καθήκον το οποίο επιβάλλει ο Νόμος.  Όπως είναι γνωστό, προνομιακά εντάλματα εκδίδονται με βάση την αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος.  Όπως έχει νομολογηθεί, δεν χωρεί η έκδοση προνομιακού εντάλματος για αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, εφόσον η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος είναι διαφορετική.  Ο διαχωρισμός των δύο, δεν είναι πάντα εύκολος, αλλά η φύση της απόφασης είναι συνήθως πιο καθοριστική της πράξης, παρά το όργανο που την εξέδωσε.  Προϋπόθεση για την παραχώρηση της θεραπείας, είναι ο Αιτητής να έχει δικαίωμα να ζητήσει την εκτέλεση του συγκεκριμένου καθήκοντος.  Επίσης, ο Αιτητής θα πρέπει προτού αποταθεί στο Δικαστήριο για άδεια, να έχει αιτηθεί από το δημόσιο όργανο την εκτέλεση του καθήκοντός του, αλλά αυτό να έχει αρνηθεί να συμμορφωθεί.

Ζήτησα από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τον Αιτητή, να διευκρινήσει ποιο είναι το νομικό και δημόσιο καθήκον των τριών προσώπων, τα οποία αναφέρονται στο αιτητικό.  Μετά από προβληματισμό, ο κ. Δράκος απέσυρε το αίτημα εναντίον του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης.  Στη συνέχεια, απαντώντας στο ερώτημα του Δικαστηρίου, αναφέρθηκε: (α) στο Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο αφορά στο δικαίωμα μη υποβολής προσώπου σε απάνθρωπη και ταπεινωτική συμπεριφορά, (β) στο Άρθρο 6 της ίδιας Σύμβασης, το οποίο αφορά στο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, (γ) στα αντίστοιχα Άρθρα 8, 12 και 30 του Συντάγματος, (δ) στο Άρθρο 4(2) του 7ου Πρωτοκόλλου της πιο πάνω Σύμβασης, το οποίο κυρώθηκε από τον περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Έβδομο Πρωτόκολλο) (Κυρωτικό) Νόμο του 2000 [*48](Ν. 18(ΙΙΙ)/00) και (ε) στο Άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155

Σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν πειστεί ότι από τις πιο πάνω πρόνοιες προκύπτει νομικό καθήκον αποκάλυψης του υλικού, με προοπτική την ενίσχυση των προσπαθειών του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσης, ο δικηγόρος του Αιτητή εισηγήθηκε, διαζευκτικά, ότι το καθήκον μπορεί να αναδυθεί από το Αγγλικό Δίκαιο το οποίο εφαρμόζεται, όπως εισηγήθηκε, δυνάμει του Άρθρου 3 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο προβλέπει ότι στις περιπτώσεις που για θέματα ποινικής δικονομίας δεν υπάρχει ειδική διάταξη στο Κεφ. 155 ή σε άλλο νομοθέτημα, τότε εφαρμόζεται το δίκαιο που ισχύει στην Αγγλία.  Ειδικά για το καθήκον αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού μετά την καταδίκη, αυτό ενυπάρχει, ανέφερε ο δικηγόρος του Αιτητή, τόσο στο Κοινοδίκαιο όσο και στην Αγγλική νομοθεσία••. Στη συνέχεια, ο κ. Δράκος αναφέρθηκε σε Αγγλική νομολογία, η οποία κατά την άποψή του υποστηρίζει τη θέση ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει καθήκον να αποκαλύψει όλο το μαρτυρικό υλικό που εξασφαλίζει ακόμα και μετά την καταδίκη•••.

Εκτός από τα πιο πάνω, ο δικηγόρος του Αιτητή συνέδεσε το αίτημα του πελάτη του για αποκάλυψη και εξασφάλιση του μαρτυρικού υλικού και με το καθήκον της Κατηγορούσας Αρχής αλλά [*49]και των αρμοδίων αρχών, να ενεργούν δίκαια. Επίσης, αναφέρθηκε και στην αρχή της ισότητας των όπλων και στο δικαίωμα του πελάτη του να έχει ελεύθερη πρόσβαση στο Δικαστήριο για το θέμα του επανανοίγματος της υπόθεσης του, το οποίο, όπως είπε, στην προκειμένη περίπτωση δυσχεραίνεται από την άρνηση των αρχών να του παραχωρήσουν το μαρτυρικό υλικό το οποίο θα αποτελέσει σε κατοπινό στάδιο, το υπόβαθρο για το τελικό αίτημά του.

 

Στο στάδιο της εξέτασης αίτησης για χορήγηση άδειας, δεν αρμόζει να εξετάζεται  η ουσία της τελικής θεραπείας.  Αρκεί ο Αιτητής να αποδείξει ότι η έκδοση του τελικού διατάγματος είναι ένα ενδεχόμενο.  Δεν έχω πρόθεση να υπεισέλθω στην ουσία των θεμάτων που ήγειρε ο δικηγόρος του Αιτητή.  Όμως, έχω βεβαιωθεί ότι από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου, φαίνεται ότι εκ πρώτης όψεως ικανοποιούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις για την χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

Η αίτηση εγκρίνεται.  Ο Αιτητής να καταχωρήσει μέσα σε 15 μέρες από σήμερα, αίτηση δια κλήσεως, την οποία να ορίσει στις 8.2.08 για επίδοση στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και στον Αρχηγό Αστυνομίας.

Η αίτηση γίνεται δεκτή.

Άρθρο 4 – Κανένας δεν δικάζεται ή τιμωρείται δύο φορές για το ίδιο ποινικό αδίκημα

1.                     Κανένας δεν δικάζεται ή τιμωρείται εκ νέου σε ποινική διαδικασία μέσα στη δικαιοδοσία του ίδιου Κράτους για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη τελικά αθωωθεί ή καταδικαστεί σύμφωνα με το δίκαιο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού.

2.                     Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εμποδίζουν το επανάνοιγμα της υπόθεσης σύμφωνα με το δίκαιο και την ποινική δικονομία του εν λόγω Κράτους αν υπάρχει μαρτυρία για νέα γεγονότα ή γεγονότα τα οποία μόλις έχουν ανακαλυφθεί, ή αν υπάρχει ουσιαστικό ελάττωμα στην προηγούμενη διαδικασία, το οποίο θα εδύνατο να επηρεάσει το αποτέλεσμα της υπόθεσης.

3.                     Καμία διάταξη του Άρθρου αυτού δεν αναστέλλεται δυνάμει του Άρθρου 5 της Σύμβασης.

••  Έγινε αναφορά στο Criminal Procedure and Investigations Act 1996. 

•••  Μεταξύ των υποθέσεων στις οποίες έκαμε αναφορά είναι και οι R. v. Chief  Constable of the West Midlands Police, ex parte Wiley [1994] 3 WLR 433, R. v. Meads (unreported), Court of Appeal, 25 February 1994, transcript 92/5886/S2.  Επίσης έκαμε αναφορά στο Σύγγραμμα Disclosure in Criminal Proceedings του John Niblett, 1997, 1η Έκδοση, σελ. 109-112.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο