Σαρίκα Δέσποινα ν. Άδωνη Mιχαηλίδη (2008) 1 ΑΑΔ 54

(2008) 1 ΑΑΔ 54

[*54]24 Iανουαρίου, 2008

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΣΑΡΙΚΑ,

Εφεσείουσα - Ενάγουσα,

ν.

ΑΔΩΝΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου - Εναγoμένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2005)

 

Αγωγή ― Απόρριψη αγωγής μετά από συζήτηση ζητήματος το οποίο δεν ήταν επίδικο ― Κατά πόσο η απόρριψη της αγωγής ήταν ορθή.

Η εφεσείουσα – ενάγουσα καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου – εναγόμενου ως ιδιοκτήτη νυκτερινού κέντρου διασκέδασης στην Πάφο, αξιώνοντας αποζημιώσεις για τραύματα που είχε υποστεί από αμέλειά του, όταν έπεσε στην πίστα του κέντρου. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αμέλειας στην έκθεση απαίτησης, η ύπαρξη λουλουδιών στην πίστα την κατέστησαν υγρή και συνεπώς ολισθηρή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσείουσας και του ιατρού που προσέτρεξε να τη βοηθήσει, έκρινε δε πως ο κάτοχος του κέντρου ήταν ένοχος αμέλειας. Το Δικαστήριο καθόρισε ως γενικές αποζημιώσεις το ποσό των £3.000 και ως αποζημιώσεις για τις ειδικές ζημιές το ποσό των £1.429,54 σεντ.

Εν τέλει το Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή, ως μη αποκαλύπτουσα αγώγιμο δικαίωμα, υπέκειτο σε απόρριψη, και αυτό επειδή στην έκθεση απαίτησης αναφερόταν πως ο εφεσίβλητος ήταν ο ιδιοκτήτης και όχι ο κάτοχος του κέντρου.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα αυτής της κατάληξης. Με επιχειρηματολογία πως ο όρος ιδιοκτήτης περιλαμβάνει και τον κάτοχο, με αναφορά στις λεπτομέρειες της μαρτυρίας που δόθηκε ως προς τη θέση ευθύνης που ο εφεσίβλητος αποδεχόταν ότι είχε αλλά, περαιτέρω, και με την εισήγηση πως λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού προβληματίστηκε, δεν έδωσε τη δυνατότητα τροποποίη[*55]σης της έκθεσης απαίτησης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο εφεσίβλητος, όχι μόνο δεν αρνείτο αλλά στην πραγματικότητα δεχόταν πως υπείχε έναντι της εφεσείουσας καθήκον επιμέλειας. Γι’ αυτό και οι ισχυρισμοί       του, αφορούσαν στα μέτρα που έλαβε για την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος. Δεν ήταν λοιπόν επίδικο το ζήτημα του καθήκοντος επιμέλειας του εφεσίβλητου έναντι της εφεσείουσας και δεν δικαιολογείτο να επεκταθεί σ’ αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο.

2. Ο εφεσίβλητος δεν άσκησε αντέφεση σε σχέση με το υπόλοιπο μέρος της απόφασης. Κατά συνέπειαν, στη βάση των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου που δεν προσβλήθηκαν ως προς την αμέλεια, που θα πρέπει πλέον να αντιστοιχηθούν προς τον εφεσίβλητο, της μη στοιχειοθέτησης συντρέχουσας αμέλειας και των ποσών που καθορίστηκαν ως αποζημιώσεις, εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου για €7.574,51, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, ως η αξίωση.

Η έφεση επιτράπηκε. Εκδόθηκε απόφαση και διαταγή εξόδων ως ανωτέρω.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Μαλαχτός, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 526/02), ημερομ. 10.12.2004.

Π. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Κ. Μ. Χατζηπιέρας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα - ενάγουσα διεκδίκησε από τον εναγόμενο-εφεσίβλητο, ως ιδιοκτήτη του κέντρου διασκέδασης Μπουάτ  Ηνίοχος στην Πάφο, αποζημιώσεις για τραύματα που υπέστη από αμέλειά του.  Γλίστρησε και έπεσε στην πίστα του κέντρου και ήταν στο επίκεντρο των λεπτομερειών αμέλειας, όπως [*56]τις παρέθεσε στην Έκθεση Απαίτησης, η ύπαρξη λουλουδιών στην πίστα τα οποία την κατέστησαν υγρή και συνεπώς ολισθηρή.

Ο εφεσίβλητος αμφισβήτησε τον τραυματισμό αλλά και την αμέλεια που του αποδόθηκε.  Προσδιόρισε όσα εκείνος θεωρούσε ως αποκλειστική ή συντρέχουσα αμέλεια της εφεσείουσας και, περαιτέρω, κάτω από ειδικό κεφάλαιο στην υπεράσπισή του, παρέθεσε τα μέτρα που ισχυριζόταν ότι έλαβε για την αντιμετώπιση του φαινομένου να ρίπτονται από τους πελάτες λουλούδια στην πίστα.  Μεταξύ τους, η τοποθέτηση προειδοποιητικών πινακίδων αλλά και ο τακτικός καθαρισμός ως αποτέλεσμα του οποίου η πίστα, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν στην πραγματικότητα καθαρή και, πάντως, μη ολισθηρή.  Ούτως ή άλλως, υποστήριξε πως ήταν εφαρμόσιμη στην περίπτωση η αρχή volenti non fit injuria.

Kατέθεσαν ως μάρτυρες η εφεσείουσα και ιατρός που προσέτρεξε για να τη βοηθήσει αλλά και που ήταν σε θέση να αναφερθεί στην κατάσταση της πίστας. Από την άλλη, ο εφεσίβλητος και δυο εργαζόμενοι στο κέντρο.  Η μαρτυρία περιστράφηκε γύρω από τις περιστάσεις της κατ’ ισχυρισμόν πτώσης της εφεσείουσας, το ρίξιμο των λουλουδιών, την κατάσταση της πίστας γενικώς αλλά και κατά το συγκεκριμένο χρόνο, τον κατ’ ισχυρισμόν καθαρισμό της ως θέμα γενικής πρακτικής αλλά και ειδικά εκείνο το βράδυ και στην κατ’ ισχυρισμόν ύπαρξη προειδοποιητικών πινακίδων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσείουσας και του ιατρού.  Και, για λόγους που εξήγησε, απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και των μαρτύρων που εκείνος κάλεσε.  Δεν υπήρχαν προειδοποιητικές πινακίδες, εξ αιτίας των λουλουδιών η πίστα ήταν υγρή και ολισθηρή και κατά το ισοζύγιο των πιθανοτήτων σ’ αυτό οφειλόταν η πτώση της εφεσείουσας. Οπότε, με αρκετά εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία, έκρινε πως ο κάτοχος του κέντρου, όπως ήταν ο όρος που χρησιμοποίησε, ήταν ένοχος αμέλειας.  Περαιτέρω, πάντα με αναφορά στη νομολογία, έκρινε πως δεν ήταν βάσιμη η εισήγηση πως εφαρμοζόταν στην περίπτωση η αρχή volenti non fit injuria ενώ και ο ισχυρισμός για συντρέχουσα αμέλεια της εφεσείουσας απέμενε μετέωρος αφού οι λεπτομέρειες γι’ αυτή, στην υπεράσπιση, δεν κάλυπταν ό,τι από τα γεγονότα όπως τα διαπίστωσε συνιστούσε τη συμπεριφορά της.  Σημειώνουμε συναφώς πως με την υπεράσπιση της αποδιδόταν μέθη και τρόπος χορού επικίνδυνος ή απρόσεκτος που δεν δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο.

Ο τραυματισμός της εφεσείουσας ήταν αρκετά σοβαρός, το πρω[*57]τόδικο δικαστήριο τον περιέγραψε με λεπτομέρεια και, στη βάση της εν τέλει πλήρους αποκατάστασης του γόνατός της που για μερικούς μήνες είχε ακινητοποιηθεί με γύψινο επίδεσμο, καθόρισε ως γενικές αποζημιώσεις για τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη το ποσό των £3.000 και ως αποζημιώσεις για τις ειδικές ζημιές, στις οποίες επίσης με λεπτομέρεια αναφέρθηκε, το ποσό των £1.429,54 σεντ.

Δεν ακολούθησε, όμως, απόφαση υπέρ της εφεσείουσας γι‘ αυτά τα ποσά.  Η υπόθεση πήρε μια εντελώς απρόσμενη τροπή.  Χωρίς να είχε εγερθεί από τον εφεσίβλητο τέτοιο θέμα και χωρίς, βεβαίως, να είχε η εφεσείουσα την ευκαιρία να ακουστεί, το πρωτόδικο δικαστήριο είδε μοιραίο πρόβλημα στον τρόπο με τον οποίο ήταν διατυπωμένη η Έκθεση Απαίτησης.  Αναφερόταν σε αυτή πως ο εφεσίβλητος ήταν ο ιδιοκτήτης του κέντρου, ευθύνη θα μπορούσε να είχε αποδοθεί μόνο στην περίπτωση που ήταν κάτοχος και συνεπώς η αγωγή, ως μη αποκαλύπτουσα αγώγιμο δικαίωμα, υπέκειτο σε απόρριψη.  Αυτό ήταν και το αποτέλεσμα, μάλιστα με όλα τα έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.  Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος είχε ισχυριστεί πως πήρε τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή ατυχήματος δεν εξυπακούει πως απαρέγκλιτα «είχε και τη νομική υποχρέωση να πράξει τούτο».  Ούτε είχε σημασία το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος χαρακτήριζε ως δικό του το κέντρο.  Για να καταλήξει το πρωτόδικο δικαστήριο πως απλώς «δυνατό αυτός να είναι κάτοχος του κέντρου, εκτός αν η διεύθυνση του κέντρου ανήκει σε κάποια εταιρεία».  Ας σημειωθεί, χωρίς ποτέ από οποιονδήποτε να είχε γίνει λόγος για εταιρεία ενώ ο ίδιος ο εφεσίβλητος απεριφράστως στην υπεράσπισή του παραδέχτηκε πως ήταν ο ιδιοκτήτης του κέντρου.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα αυτής της κατάληξης.  Με επιχειρηματολογία πως ο όρος ιδιοκτήτης περιλαμβάνει και τον κάτοχο, με αναφορά στις λεπτομέρειες της μαρτυρίας που δόθηκε ως προς τη θέση ευθύνης που ο εφεσίβλητος αποδεχόταν ότι είχε αλλά, περαιτέρω, και με την εισήγηση πως λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού προβληματίστηκε δεν έδωσε τη δυνατότητα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης.

Ο εφεσίβλητος υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.  Τόνισε τη διαφορά μεταξύ του ιδιοκτήτη και του κατόχου, επικαλέστηκε το Άρθρο 51(2)(β) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, και εισηγήθηκε πως, εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει λόγος έφεσης σε σχέση με την πράγματι ιδιότητα του εφεσίβλητου ως κατόχου σε σχέση με την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέβη σε θετική διαπίστωση, δικαίως μάλιστα, αφού ούτε κατά τη διαδικα[*58]σία είχε γίνει πράγματι, από τη μια ή την άλλη πλευρά, λόγος για κατοχή.  Αφού ήταν δε ευθύνη της εφεσείουσας η αποτελεσματική διατύπωση και απόδειξη των ισχυρισμών της, ορθά απορρίφθηκε η αγωγή χωρίς, με πρωτοβουλία του Δικαστηρίου, να είχε επιτραπεί η τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης.

Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε άλλες λεπτομέρειες και θα είμαστε και σύντομοι κατά την αιτιολόγηση της δικής μας κατάληξης, που είναι διαφορετική από εκείνη του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Η ενάγουσα, με την Έκθεση Απαίτησης, απέδιδε στον εφεσίβλητο αμέλεια και εξυπακουόταν, στη βάση των ισχυρισμών της, πως αυτός είχε, έναντί της, καθήκον επιμέλειας.  Οτιδήποτε και αν θα ήταν δυνατό να λεχθεί σε σχέση με την Έκθεση Απαίτησης, ιδωμένη αυτοτελώς, αν δηλαδή θα έπρεπε ή όχι, παρά το υπόλοιπο περιεχόμενό της, να περιλάμβανε και ρητή αναφορά σε κατοχή, ήταν σαφές πως ο εφεσίβλητος όχι μόνο δεν αρνείτο αλλά, στην πραγματικότητα, δεχόταν πως υπείχε έναντί της τέτοιο καθήκον επιμέλειας.  Γι’ αυτό και οι ισχυρισμοί του κατά το κεντρικό τους μέρος, ορθά διαβαζόμενοι, αφορούσαν στα μέτρα που έλαβε για την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος. Δεν ήταν λοιπόν επίδικο το ζήτημα του καθήκοντος επιμέλειας του εφεσίβλητου έναντι της εφεσείουσας και, βεβαίως, η διαδικασία που ακολούθησε, με τους αντικρουόμενους ισχυρισμούς ως προς τις περιστάσεις του ατυχήματος να βρίσκονται στο επίκεντρο, αυτό το είχε ως δεδομένο.  Κάτω από αυτό το πλέγμα, η βάση για την ύπαρξη του παραδεκτού καθήκοντος επιμέλειας δεν μπορούσε να αποτελέσει ζήτημα προς συζήτηση. Και, στη βάση των δεδομένων, δεν δικαιολογείτο να επεκταθεί σ’ αυτό το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως ορθά εισηγείται η εφεσείουσα στην αιτιολογία (z) του πρώτου λόγου έφεσης.

Δεν έχει ασκηθεί αντέφεση σε σχέση με το υπόλοιπο μέρος της πρωτόδικης απόφασης. Συνεπώς, στη βάση των μη προσβληθεισών διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αμέλεια, που πλέον θα πρέπει να αντιστοιχηθούν προς τον εφεσίβλητο, της μη στοιχειοθέτησης συντρέχουσας αμέλειας και των ποσών που καθορίστηκαν ως αποζημιώσεις, απομένει η έκδοση απόφασης, αναλόγως.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου για €7.574,51, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, ως η αξίωση.

Η έφεση επιτρέπεται. Εκδίδεται απόφαση και διαταγή εξόδων ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο