Argo Travel Ltd ν. R.M.D. Touristic Ltd (2008) 1 ΑΑΔ 97

(2008) 1 ΑΑΔ 97

[*97]25 Ιανουαρίου, 2008

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ARGO TRAVEL LTD.,

Εφεσείοντες - Εναγόμενοι,

ν.

R.M.D. TOURISTIC LTD,

Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 235/2006)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση παραχώρησης τουριστικών διαμερισμάτων στην Κύπρο για διαμονή τουριστών που θα έρχονταν από το εξωτερικό μέσω τουριστικού γραφείου του εξωτερικού ― Μη συμμόρφωση με ρητό όρο τερματισμού της σύμβασης σε συγκεκριμένη ημερομηνία ― Κρίθηκε ότι αποτελεί παράνομο τερματισμό της σύμβασης και δίδει στο αθώο μέρος το δικαίωμα διεκδίκησης αποζημιώσεων ― Κατά πόσο το Άρθρο 46 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, το οποίο προνοεί για δικαίωμα τερματισμού εντός ευλόγου χρόνου, εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση ― Εφαρμοστέες αρχές σε σχέση με το βάρος αποδείξεως της ζημιάς και το μέτρο των αποζημιώσεων.

Στις 11.6.2002 οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι (οι εφεσίβλητοι) συνήψαν γραπτή συμφωνία με τους εναγόμενους – εφεσείοντες (οι εφεσείοντες) στη βάση της οποίας οι εφεσίβλητοι προκράτησαν τουριστικά διαμερίσματα ενός υπνοδωματίου και studios στο συγκρότημά τους στην Αγία Νάπα για διαμονή τουριστών από την Αγγλία τους οποίους, οι εφεσείοντες, διοργανωτές περιεκτικών διακοπών από την Αγγλία, θα έστελλαν στην Κύπρο για διακοπές. Η συμφωνία κάλυπτε την περίοδο 1.4.2003 – 31.10.2003 και η συνολική συμφωνηθείσα τιμή ήταν £110.000 πληρωτέα με 8 ίσες μηνιαίες δόσεις από £13.750 η κάθε μια.

Οι εφεσείοντες δεν πλήρωσαν την πρώτη δόση την 1.1.2003 όπως είχε συμφωνηθεί. Ακολούθησαν τηλεφωνικές επαφές και την 31.3.2003 έγινε συνάντηση των δύο πλευρών. Οι εφεσείοντες ζήτησαν μείωση της τιμής του συμβολαίου προβάλλοντας την κρίση στον τουρισμό λόγω του πολέμου στο Ιράκ. Οι εφεσίβλητοι τους απάντησαν [*98]ότι ήσαν πρόθυμοι να μειώσουν την τιμή του συμβολαίου από £110.000 σε £97.500 και να αναθεωρήσουν την όλη κατάσταση σε περίπτωση που η αρνητική κατάσταση στον τουρισμό θα συνεχιζόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι εφεσείοντες δεν απάντησαν και στις 24.4.2003 απέστειλαν επιστολή προς τους εφεσίβλητους αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι στη συνάντησή τους ημερομηνίας 31.3.2003 τους είχαν πληροφορήσει ότι τερματιζόταν η μεταξύ τους συμφωνία σύμφωνα με τον όρο 10 (α) αυτής. Οι εφεσίβλητοι χαρακτήρισαν τον τερματισμό απαράδεκτο με επιστολή τους ημερ. 27.4.2003.

Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή αξιώνοντας αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της μεταξύ τους γραπτής συμφωνίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο τερματισμός ήταν παράνομος αφού δεν ασκήθηκε κατά ή πριν την 31.3.03 όπως προνοούσε ο όρος 10 (α) της συμφωνίας για νόμιμο τερματισμό. Με δεδομένο το παράνομο του τερματισμού, το Δικαστήριο προχώρησε και επιδίκασε αποζημιώσεις ύψους £110.000 με νόμιμο τόκο, ενώ απέρριψε την αξίωση για διαφυγόντα κέρδη ύψους £25.000, την οποία θεώρησε ως μη ικανοποιητικώς αποδειχθείσα.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν με την έφεσή τους, την κατάληξη του Δικαστηρίου για δύο λόγους. Ο πρώτος αφορά τον τερματισμό της συμφωνίας και ο δεύτερος το θέμα των αποζημιώσεων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι διάδικοι δεν διαφωνούσαν ότι η συμφωνία προέβλεπε σαφώς ότι το δικαίωμα τερματισμού θα έπρεπε να είχε ασκηθεί κατά ή πριν την 31.3.2003. Οι εφεσείοντες, από της υπογραφής της συμφωνίας είχαν περίοδο 9 μηνών για να αναθεωρήσουν τα δεδομένα και να αποφασίσουν αν αυτά τους επέτρεπαν να τερματίσουν σύμφωνα με τον όρο 10 της συμφωνίας.

2.  Όπου η συμφωνία προνοεί ρητώς συγκεκριμένο χρόνο για εκπλήρωση των υποχρεώσεων της συμφωνίας, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του Άρθρου 46 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149 ότι η εκπλήρωσή τους θα πρέπει να γίνει εντός ευλόγου χρόνου.

3.  Δεν έχει στοιχειοθετηθεί εξ υποσχέσεως κώλυμα υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση το Άρθρο 73 του Κεφ.149, ορθά θεώρησε ότι το ποσό που απώλεσαν οι εφεσίβλητοι ήταν το πο[*99]σό των £110.000, το οποίο ήταν το συμφωνηθέν ποσό της συμφωνίας. Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι το πιο πάνω ποσό περιλάμβανε και έξοδα που θα κατέβαλλαν οι εφεσίβλητοι για υλοποίηση της συμφωνίας σύμφωνα με τον όρο 2 της συμφωνίας, παρέμεινε ατεκμηρίωτος.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημήτρη κ.ά. v. Beven κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 663,

George Charalambous Ltd v. Kalos Kafes Ltd κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 199,

Centra (Holdings) Ltd v. Reuters Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 298.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Κληρίδης, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 949/03), ημερομ. 29.6.2006.

Χρ. Παρπόττα για Γ. Σαββίδη, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Ιωαννίδης με Κ. Κωνσταντινίδη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι, είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στο Jersey και ασχολούνται με τη διοργάνωση περιεκτικών διακοπών από τη Μεγάλη Βρετανία στην Κύπρο.  Οι εφεσίβλητοι είναι Κυπριακή εταιρεία η οποία διαχειρίζεται τα τουριστικά διαμερίσματα «The Green Bungalows Hotel Apartments» στην Αγία Νάπα, στα οποία στη συνέχεια θα αναφερόμαστε ως «το συγκρότημα».

Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, οι διάδικοι στις 11.6.2002 συνήψαν Συμφωνία με την οποία οι εφεσίβλητοι για την περίοδο 1.4.2003-31.10.2003, προκράτησαν 18 διαμερίσματα τύπου «studio» και 12 ενός υπνοδωματίου στο πιο πάνω συγκρότη[*100]μα.  Η συνολική συμφωνηθείσα τιμή για όλα τα διαμερίσματα ήταν £110.000.  Το ποσό είχε συμφωνηθεί να πληρωθεί με 8 ίσες μηνιαίες δόσεις από £13.750 η κάθε μια.

Με τον όρο 10 της Συμφωνίας*, τα μέρη συμφώνησαν ότι εάν [*101]κατά την διάρκεια της Συμφωνίας συμβούν γεγονότα τα οποία είναι εκτός του ελέγχου των εφεσειόντων («force majeure»), τότε ο εφεσείων θα έχει το δικαίωμα με γραπτή ειδοποίηση, να αναστείλει την συνέχιση της Συμφωνίας και αργότερα να την τερματίσει.  Περαιτέρω, τα μέρη συμφώνησαν ότι κατά ή πριν την 31 Μαρτίου που προηγείται της πρώτης «ημερομηνίας εγκυρότητας» της Συμφωνίας (validity date)*, ο εφεσείων είχε το δικαίωμα να αναθεωρήσει τη Συμφωνία, εάν ανεξάρτητες στατιστικές έδειχναν ότι οι κρατήσεις διακοπών από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Βόρεια Ιρλανδία μειώθηκαν κατά 15% ή περισσότερο, σε σύγκριση με την προηγούμενη καθορισθείσα περίοδο.  Σε τέτοια περίπτωση ο εφεσείων θα είχε το δικαίωμα με γραπτή ειδοποίηση στον εφεσίβλητο να τερματίσει τη Συμφωνία.

Η πρώτη δόση δεν πληρώθηκε την 1.1.2003 όπως είχε συμφωνηθεί.  Ακολούθησαν τηλεφωνικές επαφές και την 31.3.2003 έγινε συνάντηση των δύο πλευρών. Η εκπρόσωπος των εφεσειόντων ανέφερε στο Διευθυντή των εφεσιβλήτων κ. Γ. Αναστασιάδη (Μ.Ε.1) ότι ο τουρισμός προς την Κύπρο περνούσε κάποια κρίση και ήθελαν μείωση στην τιμή του συμβολαίου.  Ήταν τότε η περίοδος που θα ξεκινούσε ο πόλεμος στο Ιράκ. Ο Διευθυντής των εφεσιβλήτων ανέλαβε να συζητήσει το θέμα με τους συνεταίρους του.  Στις 7.4.2003 οι εφεσίβλητοι με επιστολή τους πληροφορούσαν τους εφεσείοντες ότι ήταν πρόθυμοι να μειώσουν τη συνολική τιμή του συμβολαίου από £110.000 σε £97.500.  Περαιτέρω, τους πληροφόρησαν ότι σε περίπτωση που η αρνητική κατάσταση στον τουρισμό θα συνέχιζε για μεγάλο χρονικό διάστημα, θα ήταν πρόθυμοι να αναθεωρήσουν την όλη κατάσταση.  Οι εφεσείοντες, χωρίς να απαντήσουν αν δέχονταν την πρόταση της άλλης πλευράς, στις 24.4.2003 απέστειλαν επιστολή με την οποία ισχυρίζονταν ότι τα στατιστικά στοιχεία έδειχναν πτώση των κρατήσεων περιεκτικών ταξιδιών προς την Κύπρο από τη Μεγάλη Βρετανία και Ιρλανδία, σε ποσοστό που υπερέβαινε το 15% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο.  Στην επιστολή γινόταν επίσης αναφορά στις μεταξύ τους συναντήσεις, τόσο την 21.3.03 όσο και την 31.3.2003, κατά την οποία, όπως αναφέρεται στην επιστολή, οι εφεσείοντες είχαν πληροφορήσει τους εφεσίβλητους ότι η μεταξύ τους Συμφωνία τερματιζόταν σύμφωνα με τον όρο 10(α) της Συμφωνίας. Οι εφεσίβλητοι απάντησαν με επιστολή τους ημερομηνίας 27.4.2003 χαρακτηρίζοντας τον τερματισμό απαράδεκτο.

[*102]Το κύριο επίδικο θέμα, είναι η νομιμότητα του τερματισμού της μεταξύ τους γραπτής σύμβασης και το θέμα των αποζημιώσεων.

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι το δικαίωμα τερματισμού που δινόταν στους εναγομένους, θα έπρεπε να είχε ασκηθεί με γραπτή ειδοποίηση κατά ή πριν την 31.3.03.  Όμως μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία, οι εφεσείοντες δεν έδωσαν  καμιά ειδοποίηση τερματισμού.  Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, στις συναντήσεις των διαδίκων κατά την 21.3.2003 και 31.3.2003 δεν υπήρξε τερματισμός.  Η ειδοποίηση τερματισμού δόθηκε με την επιστολή των εφεσειόντων ημερομηνίας 24.4.2003 και επομένως, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο τερματισμός ήταν παράνομος, αφού δεν ικανοποιούνταν ούτε οι χρονικοί περιορισμοί, ούτε οι άλλες προϋποθέσεις που θέτει ο όρος 10(α) της μεταξύ τους Συμφωνίας για νόμιμο τερματισμό.  Με δεδομένο το παράνομο του τερματισμού, το Δικαστήριο προχώρησε και επιδίκασε αποζημιώσεις ύψους £110.000 με νόμιμο τόκο, ενώ απέρριψε την αξίωση για διαφυγόντα κέρδη ύψους £25.000, την οποία θεώρησε ως μη ικανοποιητικώς αποδειχθείσα.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν με την έφεση τους, την κατάληξη του Δικαστηρίου για δύο λόγους.  Ο πρώτος αφορά τον τερματισμό και ο δεύτερος το θέμα των αποζημιώσεων.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, θεωρούν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι το δικαίωμα τερματισμού που δινόταν στους εφεσείοντες, θα έπρεπε να είχε ασκηθεί κατά ή πριν την 31.3.2003.  Προβάλλουν δε προς τούτο, δύο επιχειρήματα:-

(α)  Ότι κατά την 31.3.2003, ήταν πρακτικά αδύνατο για τους ίδιους να είχαν έτοιμη την ανεξάρτητη στατιστική έρευνα, εφόσον αυτή θα εκάλυπτε την περίοδο μέχρι και την 31.3.2003.  Ένεκα τούτου θεωρούν ότι θα έπρεπε να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα, να τερματίσουν μέσα σε εύλογο χρόνο μετά τις 31.3.2003.  Επίσης, θεωρούν ότι ο τερματισμός στις 24.4.2003 ήταν μέσα σε χρόνο που θα πρέπει να θεωρηθεί εύλογος.

(β)  Ότι οι διάδικοι δεν θεώρησαν την 31.3.2003 ως τελική ημερομηνία, αλλά ενεργούσαν από κοινού για να συνεχιστεί η συνεργασία, εξ’ ου και οι εφεσίβλητοι ενώ γνώριζαν για την πρόθεση των εφεσιβλήτων να τερματίσουν, ζήτησαν περιθώριο για να υποβάλουν νέα προσφορά την οποία τελικά υπέβαλαν στις 7.4.2003.

Τα πιο πάνω επιχειρήματα τέθηκαν και ενώπιον του πρωτόδι[*103]κου Δικαστηρίου, το οποίο, αφού τα εξέτασε τα απέρριψε.  Δεν ευσταθούν τα επιχειρήματα των εφεσειόντων και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο τα απέρριψε, για τους λόγους που δίδονται στην απόφαση του.  Δεν υπάρχει διαφωνία μεταξύ των διαδίκων ότι η Συμφωνία προέβλεπε σαφώς ότι το δικαίωμα τερματισμού θα έπρεπε να είχε ασκηθεί κατά ή πριν την 31.3.2003.  Οι εφεσείοντες, από της υπογραφής της Συμφωνίας είχαν περίοδο 9 μηνών για να αναθεωρήσουν τα δεδομένα και να αποφασίσουν αν αυτά τους επέτρεπαν να τερματίσουν σύμφωνα με τον όρο 10 της Συμφωνίας.  Όπως πολύ ορθά υποδεικνύει το Δικαστήριο στη σελίδα 15 της απόφασης:-

«Εάν ο συμβαλλόμενος στον οποίο δίδεται το δικαίωμα αναθεώρησης και τερματισμού δεν έχει στην κατοχή του τα στατιστικά στοιχεία που ετοιμάστηκαν από ανεξάρτητη πηγή και είναι διαθέσιμα σ’ αυτόν κατά την ημερομηνία αναθεώρησης (as available by the operator on the review date), τότε δεν μπορεί νόμιμα να τερματίσει ποτέ.  Διαφορετικά, η ημερομηνία αυτή που συνέπιπτε με την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της όλης συμφωνίας, θα παρετείνετο μονόπλευρα και για αόριστο χρονικό διάστημα μέχρις ότου καταστεί δυνατή η εξασφάλιση στοιχείων από ένα συμβαλλόμενο.»

Δεν ευσταθεί ούτε το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος, το οποίο αφορά στο δικαίωμα τερματισμού εντός ευλόγου χρόνου.  Τόσο ενώπιον μας όσο και στην πρωτόδικη διαδικασία ο δικηγόρος των εφεσειόντων παρέπεμψε στην υπόθεση Δημήτρη κ.ά. ν. Paul Beven κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 663.  Το Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι εκείνη η υπόθεση διακρίνεται, εφόσον εκεί δεν είχε καθοριστεί στη γραπτή σύμβαση συγκεκριμένος χρόνος εκπλήρωσης των υποχρεώσεων και επομένως θα έπρεπε να γίνει επίκληση των προνοιών του Άρθρου 46 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το οποίο προέβλεπε ότι όπου δεν καθορίζεται στη σύμβαση χρόνος, τότε η εκπλήρωση της θα πρέπει να γίνει μέσα σε εύλογο χρόνο.  Όμως στην υπό εκδίκαση έφεση, η σύμβαση προέβλεπε ρητώς συγκεκριμένη ημερομηνία και επομένως καμία επίκληση δεν μπορεί να γίνει στο Άρθρο 46 του Κεφ. 149.

Ούτε το δεύτερο επιχείρημα έχει έρεισμα.  Τα όσα αόριστα διατυπώνονται στον λόγο έφεσης φαίνεται, χωρίς οι ίδιοι να το προσδιορίζουν, ότι εγείρουν θέμα εξ υποσχέσεως κωλύματος.  Έτσι τουλάχιστον το αντίκρυσε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων στο περίγραμμα της δικής του αγόρευσης και έτσι το προσέγγισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση των όσων αφήνο[*104]νται να νοηθούν στην Έκθεση Υπεράσπισης.  Συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης δε στοιχειοθετείται εξ’ υποσχέσεως κώλυμα, αφού οι εφεσίβλητοι δεν προέβησαν σε οποιανδήποτε ενέργεια που εύλογα να έδιδε την εντύπωση στους εφεσείοντες, ότι δε θα επέμεναν στα δικαιώματα τους όπως αυτά απορρέουν από τη σύμβαση.  Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι μεταξύ τους διαβουλεύσεις πριν και μετά τις 31.3.2003 και η υποβολή πρότασης, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι δημιουργούν εξ υποσχέσεως κώλυμα.

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να γίνει δεχτός και για τον επιπρόσθετο λόγο, ότι οι εφεσείοντες δια του δικηγόρου τους δέχθηκαν ότι οι εφεσείοντες ούτως ή άλλως δεν μπορούσαν να τερματίσουν νόμιμα πριν την 31.3.2003, εφόσον μέχρι τότε δεν είχαν στην διάθεση τους την ανεξάρτητη έρευνα από τον οίκο A.C. Nielsen.  Καθίσταται φανερό ότι οι εφεσείοντες ανέμεναν τις ανεξάρτητες στατιστικές, για να αποφασίσουν πώς θα προχωρούσαν και επομένως καμιά επίδραση δεν είχε το ενδεχόμενο υποβολής πρότασης από τους εφεσίβλητους.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες θεωρούν ότι το Δικαστήριο λανθασμένα επιδίκασε το ποσό των £110.000 προς όφελος των εφεσιβλήτων γιατί:-

(α)   οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν λεπτομερώς ότι υπέστησαν την πιο πάνω ζημιά,

(β)   το ποσό περιλάμβανε και τα έξοδα που θα κατέβαλλαν οι εφεσίβλητοι σύμφωνα με τον όρο 2 της Συμφωνίας για να την υλοποιήσουν, τα οποία όμως δεν αφαιρέθηκαν.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Οι εφεσείοντες αναφέρονται αόριστα στις υποχρεώσεις των εφεσιβλήτων-ιδιοκτητών, όπως προκύπτουν από τον όρο 2 της Συμφωνίας, χωρίς όμως να προσδιορίζουν σε ποια ακριβώς έξοδα θα υπόκειντο οι εφεσίβλητοι για την εκτέλεση της Συμφωνίας.  Όπως είναι νομολογημένο, το βάρος απόδειξης της ζημιάς παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης στους ώμους του ενάγοντα, όμως ο εναγόμενος φέρει το βάρος να αποδείξει ότι ο ενάγων απέτυχε να λάβει εύλογα μέτρα για να μειώσει την ζημιά του (Βλ. George Charalambous Ltd ν. Kalos Kafes Ltd κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 199 και Centra (Holdings) Ltd v. Reuters Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 298).  Έχοντας υπόψη τη φύση της Συμφωνίας, η οποία προέβλεπε για την παραχώρηση διαμερισμάτων, εξετάσαμε τον όρο 2, αλλά δεν εντοπίσαμε και ούτε μας υποδείχθηκε οποιαδήποτε υποχρέωση των εφεσιβλήτων, για την εκ[*105]πλήρωση της οποίας θα έπρεπε να υποστούν συγκεκριμένα έξοδα.  Το θέμα, πέραν του ότι δεν έχει εγερθεί στην υπεράσπιση, δεν φαίνεται να ηγέρθη ούτε κατά την αντεξέταση των μαρτύρων των εφεσιβλήτων, ενώ στο γραπτό περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου της, το μόνο σχετικό που αναφέρεται είναι ότι «για να πάρουν το πιο πάνω ποσό οι ενάγοντες θα υπόκειντο σε διάφορα έξοδα όπως φαίνονται στην παράγραφο 2 της Συμφωνίας».  Όμως στην συγκεκριμένη παράγραφο το μόνο σχετικό που αναφέρεται, είναι ότι η τιμή του Συμβολαίου περιλαμβάνει όλους τους φόρους και άλλες χρεώσεις.

Επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 73 του Κεφ. 149, ορθά θεώρησε ότι το ποσό που απώλεσαν οι εφεσίβλητοι ήταν το ποσό των £110.000 το οποίο ήταν το συμφωνηθέν ποσό της Σύμβασης.  Ελλείψει οποιασδήποτε μαρτυρίας για το τι έπρεπε να αφαιρεθεί, ο ισχυρισμός των εφεσειόντων τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση, παραμένει αστήριχτος.  Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο βρήκε ότι για την επίδικη περίοδο υπήρξε μείωση των εισοδημάτων των εφεσιβλήτων και περαιτέρω ότι η μείωση δεν οφειλόταν σε άλλους παράγοντες π.χ. στον πόλεμο στο Ιράκ, ούτε και σε άλλους εξωγενείς παράγοντες, αφού οι αφίξεις τουριστών από το Ηνωμένο Βασίλειο, την περίοδο εκείνη, σημείωσαν οριακή αύξηση 0.7% ενώ οι αφίξεις από την Ιρλανδία αύξηση 8.7%.

Υπό το φως των πιο πάνω, είναι η κατάληξή μας ότι ο τερματισμός της Συμφωνίας ήταν παράνομος, ενώ οι αποζημιώσεις που επιδίκασε το Δικαστήριο ήταν σύμφωνα με το Άρθρο 73 του Κεφ. 149.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

* «10  FORCE MAJEURE

   An event of force majeure shall include any event or circumstance beyond the control of the Operator (whether or not occurring in the place where the Accommodation is situated) which has the effect of impairing or destroying the ability of the Operator to either: sell, in Great Britain or the Republic of Ireland holidays utilizing the Property, or to the area where the Property situated; or to transport persons who have purchased holidays utilizing the Property to the area where the Property is situated.

If an event or force majeure occurs during the terms of this contract, the Operator may (but shall not be bound to) by written notice (a “suspension notice”) given to the Accommodation Owner suspend this contract from the date of the giving of the relevant suspension notice to the date when the event specified in the notice shall have ceased or come to an end, and during any period of suspension the Operator shall be under no obligation to make any payment whatsoever to the Accommodation Owner save in respect of accommodation provided pursuant to this agreement prior to the start of such period of suspension.  Any suspension shall be without prejudice to the Accommodation Owner´s obligations to continue to provide accommodation and facilities for any of the Operator´s clients who are staying at the Accommodation when the suspension notice is given, until their departure from the Accommodation.

If the event specified in a suspension notice continues for more than 1 month from the date of the giving of the notice, then the Operator may (but shall not be bound to) by written notice (a “termination notice”) given to the Accommodation Owner terminate this contract.  From the date of the giving of the relevant termination notice neither party shall have any liability to the other save any which arose prior to the data of suspension.

On or before the 31st March immediately preceding the first validity date shown overleaf (“the review date”), the Operator may review this agreement.  If, as shown by the last independently prepared statistics as available to the Operator on the review date, bookings of Air Inclusive Tours departing from Great Britain on the Republic of Ireland to any one of the resort, tourist area served by the airport at which visitors to the Property normally arrive, or Country in which the Property is located have dropped by 15% or more which compared to the bookings to the same area shown by the independently prepared statistics for either; the period preceding the period covered by those available at the review date; or the same period in the preceding year, the Operator may as its option:

(a) by notice to the Accommodation Owner terminate this agreement, whereupon neither party will have any liability to the other save that the Accommodation Owner shall return to the Operator any deposit or other sum paid by the Operator prior to the date of termination; or

(b) by notice to the Accommodation Owner suspend the operation of this agreement for a period not exceeding two months and require the Accommodation Owner during such period of suspension to enter into discussions for the purpose of revising the terms of this agreement.  If at the end of such period of suspension no agreement has been reached between the parties, then the Operator may by notice to the Accommodation owner terminate this agreement and the provisions of (a) above shall apply to such termination.»

*  Ως πρώτη ημερομηνία εγκυρότητας είχε οριστεί στη Συμφωνία η περίοδος μεταξύ 1.4.03-31.10.03.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο