Xίνης Γεώργιος Kυριάκου ν. Λαϊκής Kυπριακής Tράπεζας (Xρηματοδοτήσεις) Λτδ (2008) 1 ΑΑΔ 306

(2008) 1 ΑΑΔ 306

[*306]21 Μαρτίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΙΝΗΣ,

Εφεσείων - Εναγόμενος,

v.

ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,

Eφεσιβλήτων - Eναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 299/2006)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση ενοικιαγοράς ― Κατά πόσο σύμβαση ενοικιαγοράς αντικειμένων με στόχο την δανειοδότηση για αγορά μετοχών, συνιστούσε γνήσια ή εικονική σύμβαση ― Κατά πόσο ήταν αναγκαίο να υπήρχε υπαρκτή παράδοση για την πώληση των αντικειμένων.

Ο εφεσείων – εναγόμενος (ο εφεσείων) εξασφάλισε χρηματοδότηση ύψους £60.000,00 από τους εφεσίβλητους – ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι), υπό μορφή «ενοικιαγοράς μηχανημάτων», ιδιοκτησίας του εφεσείοντος, τα οποία ο τελευταίος χρησιμοποιούσε ως μηχανήματα πομπών και τα οποία ανέλαβε να πωλήσει στους εφεσίβλητους. Στο επίδικο συμβόλαιο αναγράφονται σαν τέτοια τα μηχανήματα τα οποία ο εφεσείων δήλωσε στον Μ.Ε.1 και η χρηματοδότηση δόθηκε με αρχική κάλυψη ενέχυρο επί μετοχών. Τα δικαιώματα καθορίστηκαν επί ποσοστού 7.75%, δηλαδή £9.300,00. Το συνολικό ποσό £69.300,00 έπρεπε να πληρωθεί σε 24 μηνιαίες δόσεις από Λ.Κ.2.887,50 από 16.12.1999. Ο εφεσείων πλήρωσε έναντι του συμβολαίου ποσό £43.310,25. Την 27.2.2001 και 19.3.2001 ο εφεσείων, για περαιτέρω εξασφάλιση των υποχρεώσεών του και για ανταλλαγή του ενεχύρου μετοχών ως εξασφάλιση, παραχώρησε τις υποθήκες επί ακινήτων του, ως τα τεκμήρια 5 και 6, για τα οποία οι εφεσίβλητοι ζητούν διάταγμα πώλησης.

Ο εφεσείων δεν πλήρωσε τις οφειλόμενες δόσεις και οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν το συμβόλαιο με επιστολή τους ημερομηνίας 18.6.2001 με την οποία τον καλούσαν να παραδώσει τα εν λόγω μηχανήματα και να καταβάλει το οφειλόμενο υπόλοιπο £25.999,75.

[*307]Οι εφεσίβλητοι ήγειραν αγωγή εναντίον του εφεσείοντος αξιώνοντας το πιο πάνω ποσό καθώς και επιστροφή και πώληση των μηχανημάτων.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι η σύμβαση ενοικιαγοράς ήταν εικονική, αφού τα αντικείμενα που αναφέρθηκαν ήταν ανύπαρκτα και απλώς περιγράφηκαν μετά από εισήγηση των εφεσιβλήτων, που του εξήγησαν πως δεν μπορούσαν να τον χρηματοδοτήσουν εκτός υπό τον τύπο εικονικής ενοικιαγοράς δικών του αντικειμένων, που αυτός θα πωλούσε στους εφεσίβλητους και οι τελευταίοι θα επέστρεφαν σ’ αυτόν με συμβόλαιο ενοικιαγοράς.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση των εφεσιβλήτων.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Με τους λόγους έφεσης προσβάλλει, μεταξύ άλλων, τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ιδιαίτερα εκείνο που αφορά την εικονικότητα της σύμβασης, υποβάλλοντας ότι η αξιολόγηση των μαρτύρων και η κατάληξη του Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνταν υπό τις περιστάσεις.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να καταλήξει στα ευρήματά του, προέβη σε λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας, αιτιολογώντας την κρίση του επί του προκειμένου. Έκαμε δε ιδιαίτερη μνεία στα επί μέρους συγκεκριμένα θέματα που εγέρθηκαν εκ μέρους του εφεσείοντος – εναγομένου.

2.  Η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν αιτιολογημένη και δεν έχει τεκμηριωθεί οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου για ανατροπή της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων γεγονότων στα οποία αυτό κατέληξε.

3.  Για το ποια ήταν τα αντικείμενα υπήρξε πλήρης περιγραφή και σαφήνεια. Περαιτέρω, δεν ήταν αναγκαίο να υπήρχε υπαρκτή παράδοση για την πώληση των αντικειμένων.

4.  Το γεγονός πως επιθυμία του εφεσείοντος ήταν να δανειστεί χρήματα με σκοπό την αγορά μετοχών, θεωρείται αδιάφορο, αφού κατά τα άλλα υπήρχε έγκυρη σύμβαση.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.600 έξοδα, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντος.

[*308]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Taylor v. Soteriou (1982) 1 C.L.R. 782,

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1432,

Yorkshire Railway Wagon Company v. Maclure [1882] 21 Ch. D. 309.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Ψαρά - Μιλτιάδους, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2541/01), ημερομ. 11.8.06.

Α. Μαθηκολώνης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ζαχαρίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως κατέληξε σε αυτά το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι κατά λέξη τα ακόλουθα:

«Ο εναγόμενος επισκέφθηκε το κατάστημα των εναγόντων στη Λάρνακα κατά ή περί τον Νιόμβρη 1999 ζητώντας χρηματοδότηση γιατί είχε ανάγκη από χρήματα.  Του εξηγήθηκε από τον Μ.Ε.2 ότι οι ενάγοντες είναι οργανισμός που ασχολείται με ενοικιαγορές και ότι δεν είχαν πρόβλημα να χρηματοδοτήσουν περιουσία δική του υπό μορφή «ενοικιαγοράς» με λογικά ποσά και αναγκαίες εξασφαλίσεις. Ο εναγόμενος το αποδέχθηκε και ζήτησε να προβούν σε «ενοικιαγορά μηχανημάτων», ιδιοκτησίας του εναγόμενου, τα οποία ο τελευταίος χρησιμοποιούσε ως μηχανήματα πομπών και τα οποία ανέλαβε να πωλήσει στους ενάγοντες. Ο Μ.Ε.2 παράπεμψε τον εναγόμενο στον Μ.Ε.1 Βορκά για να υλοποιηθεί η συμφωνία.  Ο εναγόμενος δήλωσε στον Μ.Ε. 1 τα μηχανήματα που αναγράφονται σαν τέτοια στο επίδικο συμβόλαιο και ετοιμάστηκαν τα σχετικά έγγραφα (τεκμ.1, 1(α) και 8) και με αρχική κάλυψη ενέχυρο επί μετοχών, δόθηκε στον εναγόμενο χρηματοδότηση και έλαβε την επιταγή, τεκμήριο 4, δηλαδή σε σύνολο £60.000,00 (βλ. και τεκμ.4(α)). Τα δικαιώματα καθορίσθηκαν επί ποσοστού 7.75%, [*309]δηλαδή £9.300,00.  Το συνολικό ποσό £69.300,00, σύμφωνα με το τεκμήριο 1, ημερομηνίας 16.11.1999, έπρεπε να πληρωθεί σε 24 μηνιαίες δόσεις από Λ.Κ.2.887,50 από 16.12.1999.  Ο εναγόμενος πλήρωσε έναντι του συμβολαίου ποσό εκ £43.310,25.  Την 27.2.2001 και 19.3.2001 ο εναγόμενος, για περαιτέρω εξασφάλιση των υποχρεώσεών του και για ανταλλαγή του ενεχύρου μετοχών ως εξασφάλιση, παραχώρησε τις υποθήκες επί ακινήτων του, ως τα τεκμήρια 5 και 6, για τα οποία οι ενάγοντες ζητούν διάταγμα πώλησης.

Ενόψει μη πληρωμής οφειλομένων δόσεων οι ενάγοντες τερμάτισαν το εν λόγω συμβόλαιο με επιστολή τους ημερομηνίας 18.6.2001 – τεκμήριο 3 – με την οποία τον καλούσαν να παραδώσει τα εν λόγω μηχανήματα και να καταβάλει ολόκληρο το οφειλόμενο υπόλοιπο £25.999,75, ποσό που αξιούν με την παρούσα αγωγή, ως και επιστροφή και πώληση των μηχανημάτων, ως το σχετικό μέρος του παρακλητικού.»

Ο Εφεσείων-Εναγόμενος, αρνούμενος την αξίωση των Εφεσιβλήτων-Εναγόντων, έδωσε τη δική του εκδοχή, που ήταν ότι η σύμβαση ενοικιαγοράς ήταν εικονική, αφού τα αντικείμενα που αναφέρθηκαν ήταν ανύπαρκτα και απλώς περιγράφηκαν χωρίς να υπάρχουν, μετά από εισήγηση των Εφεσιβλήτων, που του είχαν εξηγήσει πως δεν μπορούσαν να τον χρηματοδοτήσουν εκτός  υπό τον τύπο εικονικής ενοικιαγοράς δικών του αντικειμένων, που αυτός θα πωλούσε στους Εφεσίβλητους και οι τελευταίοι θα επέστρεφαν σ’ αυτόν με συμβόλαιο ενοικιαγοράς.

Προς υποστήριξη του ισχυρισμού αυτού έγινε αναφορά σε επόμενη παρόμοια χρηματοδότηση του Εφεσείοντα από τους Εφεσίβλητους, η οποία και κρίθηκε πρωτοδίκως από άλλο Δικαστήριο ως εικονική, αφού θεωρήθηκε πως δεν υπήρχαν τα επίδικα σε αυτή αντικείμενα.

Με τους λόγους έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει, μεταξύ άλλων, και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ιδιαίτερα όσον αφορά εικονικότητα της επίδικης σύμβασης, υποβάλλοντας ότι η αξιολόγηση των μαρτύρων και η κατάληξη του Δικαστηρίου δεν εδικαιολογούνταν υπό τις περιστάσεις.

Η πρωτόδικος Δικαστής, σε μία εμπεριστατωμένη απόφαση,  προέβηκε σε λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας, παραθέτοντας και αποσπάσματα από αυτή και παρέθεσε τελικά τους λόγους για τους οποίους δέχθηκε τη θέση των Εφεσιβλήτων, απορρίπτοντας εκείνη [*310]του Εφεσείοντα. 

Είναι ευρέως νομολογημένη αρχή ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα γεγονότων ανήκουν πρωτίστως στο πρωτόδικο Δικαστήριο, που έχει ενώπιόν του τους μάρτυρες και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε περίπτωση που η κατάληξη του Δικαστηρίου στα πιο πάνω θέματα δεν δικαιολογείται και δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να καταλήξει στα ευρήματά του, προέβηκε σε λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας, αιτιολογώντας την κρίση του επί του προκειμένου.  Έκαμε  δε ιδιαίτερη μνεία στα πιο κάτω συγκεκριμένα θέματα που εγέρθηκαν εκ μέρους του Εφεσείοντα-Εναγόμενου.

Σχολίασε το γεγονός ότι, παρά τη θέση του Εφεσείοντα πως δεν υπήρχαν αντικείμενα της εργασίας του, εντούτοις ο ίδιος τα χαρακτήρισε «μεταχειρισμένα» και διερωτήθηκε το Δικαστήριο πώς θα μπορούσε να χαρακτηρισθούν ως τέτοια, αν πράγματι ήταν ανύπαρκτα.

Αναφορικά με το θέμα της μεταγενέστερης περίπτωσης όπου η σύμβαση κρίθηκε εικονική, το Δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα σχετικά με τη μαρτυρία του Εφεσείοντα:

«Όταν δε αφηγείτο και για το δεύτερο συμβόλαιο ενοικιαγοράς (που κρίθηκε εικονικό) και πάλι «ανύποπτα» ανάφερε τα εξής:

«Στη διαδικασία του δεύτερου συμβολαίου εξήγησα στον κ. Βορκά ότι δεν είχα οτιδήποτε άλλο αξίας πέραν των £70.000,00 αυτή τη φορά που θα δικαιολογούσε τη χρηματοδότηση». Και συνεχίζει ότι τότε του πρότειναν τον στερεότυπο κατάλογο.

Η χρήση του ρήματος «είχα» και της φράσης «αυτή τη φορά» σαφώς διαφοροποιεί τη μια με την άλλη περίπτωση και καταδεικνύει ότι στην κρινόμενη περίπτωση ο εναγόμενος όντως είχε τα αντικείμενα του επίδικου συμβολαίου.»

Ουσιώδης, κατά την άποψή μας, ήταν και η χρήση της λέξης «άλλο».

Υπήρξε, περαιτέρω, εισήγηση εκ μέρους του Εφεσείοντα, ότι θα ήταν παράδοξο οι Εφεσίβλητοι να εδέχονταν να χρηματοδοτήσουν αντικείμενα, τα οποία δεν είχαν καν δει για να εξακριβώσουν την κατάστασή τους και να εκτιμήσουν την αξία τους.

[*311]Επί του σημείου τούτου ο μάρτυρας των Εφεσιβλήτων Μ.Ε.1, Ανδρέας Βορκάς, έδωσε την εξήγησή του:

«Επειδή γνωρίζαμε ότι ο εναγόμενος ήταν αξιόχρεος και είχαμε εξασφάλιση με δέσμευση μετοχών που ήταν ενεχυριασμένες για εξασφάλιση μας και κατάθεση μετρητών τα οποία αντικαταστήσαμε με της υποθήκες με αριθμό Υ556/01 και Υ836/01, Τεκμήρια, δεν προχωρήσαμε σε έλεγχο των αντικειμένων γιατί είχαμε τις διαβεβαιώσεις και τις υπογραφές του εναγομένου και δεν θεωρούσαμε ότι υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δύο συγκρουόμενες εκδοχές επί των γεγονότων και θα έπρεπε να επιλέξει μία εκ των δύο.  Η κατάληξή του ήταν αιτιολογημένη και δεν έχουμε πεισθεί, έχοντας υπόψη και τη νομολογία, ότι είναι περίπτωση στην οποία μπορούμε να επέμβουμε και να ανατρέψουμε την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα γεγονότων. 

Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε σύμβαση ενοικιαγοράς, με βάση τα ευρήματα γεγονότων, υποστηρίζεται από τη νομολογία.

Για το ποια ήταν τα αντικείμενα, υπήρξε πλήρης περιγραφή και σαφήνεια.  Περαιτέρω, δεν ήταν αναγκαίο να υπήρχε υπαρκτή παράδοση για την πώληση των αντικειμένων.  (Δέστε Taylor v. Soteriou (1982) 1 C.L.R. 782).

Στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1432 στις σελίδες 1436 και 1437 της απόφασης, ο Κωνσταντινίδης Δ. αναφέρει τα ακόλουθα:

«Ο τρόπος απόκτησης της κυριότητας του αντικειμένου από τους χρηματοδότες δεν είναι εξ ορισμού ουσιώδους σημασίας για τη φύση της συναλλαγής ως ενοικιαγοράς.  Το σύνηθες είναι να την αποκτούν από τον έμπορο του αντικειμένου καταβάλλοντας το τίμημά του, πλην της προκαταβολής όπου υπάρχει τέτοια.  Και να συνάπτουν στη συνέχεια σύμβαση ενοικιαγοράς με τον πελάτη του εμπόρου, με προοπτική την τελική μεταβίβαση της κυριότητας σε αυτόν.  Δεν αποκλείεται όμως να ανήκε αρχικά το αυτοκίνητο στον ίδιον τον ενοικιαγοραστή.  Όπως στην περίπτωση της Yorkshire Railway Wagon Company v. Maclure [1882] 21 Ch.D. 309: Εταιρεία πώλησε περιουσιακά στοιχεία της σε άλλη, είσπραξε το τίμημα για να καλύ[*312]ψει τις ανάγκες της και συνήψε μαζί της σύμβαση ενοικιαγοράς με την οποία ενοικίασε τα ίδια περιουσιακά στοιχεία, προς επαναγορά τους στο τέλος.  Αποφασίστηκε πως η αρχική πώληση που οδήγησε στη μεταβίβαση της κυριότητας ήταν πραγματική και πως, συνεπώς, η σύμβαση ενοικιαγοράς που συνάφθηκε στη συνέχεια, ήταν γνήσια. Όπως δε εξηγήθηκε στην Eastern Distributors v. Goldring [1957] 2 All E.R. 525, δεν υπάρχει οτιδήποτε που να εμποδίζει ιδιοκτήτη οχήματος από του να το πωλήσει σε χρηματοδοτικό οργανισμό, να εισπράξει το τίμημα και να το επιστρέψει με δόσεις.  Και νοουμένου ότι η πώληση είναι γνήσια και όχι πλασματική, απολήγει ισχυρή η σύμβαση ενοικιαγοράς που την ακολουθεί.  Εννοείται, όσο και αν στόχος ήταν, σε τελική ανάλυση, ο δανεισμός χρημάτων με ασφάλεια το αντικείμενο της πώλησης – ενοικιαγοράς».

Το γεγονός πως επιθυμία του Εφεσείοντα ήταν να δανεισθεί χρήματα με σκοπό την αγορά μετοχών, θεωρείται αδιάφορο, αφού κατά τα άλλα υπήρχε έγκυρη σύμβαση.  (Δέστε Yorkshire Railway Wagon Company v. Maclure [1882] 21 Ch.D. 309).

Kαταλήγουμε πως, για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει.

Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €2.600 έξοδα, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ των Εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με €2.600 έξοδα, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντος.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο