Λαϊκή Tράπεζα Λτδ ν. Δημήτρη Δημητρίου (2008) 1 ΑΑΔ 425

(2008) 1 ΑΑΔ 425

[*425]17 Aπριλίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες - Αιτητές,

ν.

ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου - Καθ’ ου η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 278/2006)

 

Πτώχευση ― Παραμερισμός ειδοποίησης πτώχευσης ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να διατάξει παραμερισμό της ειδοποίησης πτώχευσης με βάση ένορκη δήλωση η οποία καταχωρήθηκε από τον εξ αποφάσεως χρεώστη με βάση τον Kαν. 40(2) των Πτωχευτικών Θεσμών.

Ο εφεσίβλητος, εξ αποφάσεως χρεώστης - καθ’ ου η αίτηση στην αίτηση των εφεσειόντων για έκδοση ειδοποίησης πτώχευσης που συνοδευόταν από ειδοποίηση πτώχευσης - καταχώρησε ένορκη δήλωση, αφού εξασφάλισε παράταση χρόνου και ακολούθως καταχώρησε και συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Οι ένορκες αυτές δηλώσεις καταχωρήθηκαν με βάση τον Kαν. 40(2) των Πτωχευτικών Θεσμών. Ήταν ο ισχυρισμός του στις ένορκες δηλώσεις, αφού παραδεχόταν την έκδοση της απόφασης, ότι ολόκληρο το ποσό της απόφασης είχε ήδη εξοφληθεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραμέρισε την ειδοποίηση πτώχευσης, κρίνοντας ότι η ένορκη δήλωση ήταν επαρκής για έγερση της δικαιοδοσίας του και ότι αποδείχθηκε συζητήσιμη υπόθεση για την πληρωμή ολόκληρου του ποσού του εξ αποφάσεως χρέους.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση και υποστήριξαν ότι κακώς έγινε δεκτή η θέση του εφεσίβλητου με ένορκη δήλωση, και εισηγήθηκαν ότι αυτός θα έπρεπε να υποβάλει ξεχωριστή αίτηση. Περαιτέρω, υπέβαλαν ότι κακώς δόθηκε παράταση χρόνου για την καταχώρηση των ενόρκων δηλώσεων.

[*426]Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στο Άρθρο 3(1)(ζ) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ.5 και στους Kαν. 40(2) και 41 των περί Πτωχεύσεως Θεσμών, καθώς και στη σχετική νομολογία, αποδέχθηκε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα παραμέρισε την ειδοποίηση πτώχευσης, αφού δεν είχε δικαιοδοσία να πράξει κάτι τέτοιο με βάση ένορκη δήλωση. Ο ισχυρισμός της εξόφλησης θα μπορούσε να εγερθεί μόνο σε ξεχωριστή αίτηση για παραμερισμό της ειδοποίησης πτώχευσης.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα, πρωτόδικα και κατ’ έφεση, υπέρ των εφεσειόντων – αιτητών.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Louca (1986) 2 J.S.C. 365,

In Re a Debtor (No.30 of 1956, ex parte The Debtor v. Harman, [1957] 2 All E.R.216,

Λαρτίδης, Ειδοποίηση Πτώχευσης Αρ. 583/05, Ε.Δ. Λ/σίας, ημερ. 9.6.05,

Καραβιώτης, Ειδοποίηση Πτώχευσης Αρ. 1805/06, Ε.Δ. Λ/σίας, ημερ. 21.5.07,

Σπανού, Ειδοποίηση Πτώχευσης Αρ. 557/01, Ε.Δ. Λ/σίας, ημερ. 2.8.01,

Βαγιανός, Ειδοποίηση Πτώχευσης Αρ. 425/03, Ε.Δ. Λ/κας, ημερ. 5.3.2004.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κυριακίδου, Ε.Δ.), (Ειδ. Πτωχ. Αρ. 2252/05), ημερομ. 7.7.06.

Φ. Χατζηχάννας για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Ορφανίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

[*427]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Στην αγωγή 12573/03, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση υπέρ των Εφεσειόντων, Λαϊκής Τράπεζας Λτδ, εναντίον 4 εναγομένων, συμπεριλαμβανομένου και του Εφεσίβλητου.

Την 1.12.05 οι Εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση για έκδοση ειδοποίησης πτώχευσης, που συνοδευόταν από ειδοποίηση πτώχευσης, εναντίον του Εφεσίβλητου.  Ο Εφεσίβλητος στις 15.12.05 καταχώρησε ένορκη δήλωση, αφού εξασφάλισε παράταση χρόνου και ακολούθως καταχώρησε και συμπληρωματική ένορκη δήλωση.  Οι ένορκες αυτές δηλώσεις καταχωρήθηκαν με βάση τον Kαν. 40(2) των Πτωχευτικών Θεσμών.  Ήταν ο ισχυρισμός του στις ένορκες δηλώσεις, αφού παραδεχόταν την έκδοση της απόφασης, ότι ολόκληρο το ποσό της απόφασης είχε ήδη εξοφληθεί.

Η εισήγηση των Εφεσειόντων, που απορρίφθηκε πρωτόδικα, ήταν ότι δεν ήταν περίπτωση η παρούσα, στην οποία θα μπορούσε με ένορκη δήλωση που θα επενεργούσε ως αίτηση, να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι το ποσό της απόφασης είχε εξοφληθεί.  Σύμφωνα με την εισήγηση αυτή, οι λόγοι που θα μπορούσε να εγερθούν με ένορκη δήλωση ήταν περιορισμένοι και δεν συμπεριλάμβαναν τον ισχυρισμό για εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους.  Παρέπεμψαν δε οι Εφεσείοντες στις πρόνοιες των Kαν. 40(2) και 41 προς υποστήριξη της εισήγησής τους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την θέση αυτή και παραμέρισε την ειδοποίηση πτώχευσης, κρίνοντας ότι η ένορκη δήλωση ήταν επαρκής για έγερση της δικαιοδοσίας του και ότι αποδείχθηκε συζητήσιμη υπόθεση για την πληρωμή ολόκληρου του ποσού του εξ αποφάσεως χρέους.

Οι Εφεσείοντες,  προβάλλουν στην έφεση ότι κακώς έγινε δεκτή η θέση του Εφεσίβλητου με ένορκη δήλωση, και εισηγούνται ότι, σε μία τέτοια περίπτωση, θα έπρεπε να υποβληθεί ξεχωριστή αίτηση.  Περαιτέρω, υποβάλλουν ότι κακώς δόθηκε παράταση χρόνου για την καταχώρηση των ενόρκων δηλώσεων. 

Σχετικό επί του προκειμένου είναι το Άρθρο 3(1)(ζ) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

«(ζ) αν πιστωτής εξασφαλίζει εναντίον του τελεσίδικη απόφαση [*428]ή τελικό διάταγμα για οποιοδήποτε ποσό, και, ενώ δεν αναστάλθηκε η εκτέλεση της απόφασης ή του διατάγματος, επέδωσε σε αυτόν στην Κύπρο ή αλλού με άδεια του Δικαστηρίου, ειδοποίηση πτώχευσης βάσει του Νόμου αυτού και μέσα σε επτά ημέρες μετά την επίδοση της ειδοποίησης σε αυτόν, σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται στην Κύπρο και σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται αλλού μέσα στον καθορισμένο από το διάταγμα που παρέχει την άδεια για επίδοση χρόνο, ο χρεώστης είτε συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της ειδοποίησης, είτε ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει ανταπαίτηση, δικαίωμα συμψηφισμού ή ανταγωγή η οποία εξισώνεται ή υπερβαίνει το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους ή το ποσό που διατάχτηκε να πληρωθεί, και την οποία δεν ήταν δυνατό να προβάλει στην αγωγή ή τη διαδικασία στην οποία εξασφαλίστηκε η απόφαση ή το διάταγμα.»

(Η υπογράμμιση είναι δική μας).

Περαιτέρω, οι Kαν. 40(2) και 41 των περί Πτωχεύσεως Θεσμών, προνοούν τα ακόλουθα:

«40(2) There shall also be indorsed an intimation to the debtor that if he has a counterclaim, set-off, or cross demand which equals or exceeds the amount of the judgment debt or sum ordered to be paid, and which he could not have set up in the action or proceedings in which the judgment or order was obtained, he must within the time specified in the notice file an affidavit to that effect with the Registrar.  Such affidavit shall be indorsed with an address within the town in which the registry of the Court is situated at which notices to the debtor may be left by the Registrar.”

“41. The filing of such affidavit shall operate as an application to set aside the bankruptcy notice, and thereupon the Registrar shall fix a day for hearing such application, and not less than three days before the day so fixed shall give notice thereof both to the debtor and the cr5editor at the addresses given by them under rule 40.  If the application cannot be heard until after the expiration of the time specified in the bankruptcy notice as the day on which the act of bankruptcy will be complete, the Court shall extend the time, and no act of bankruptcy shall be deemed to have been committed under the notice until the application has been heard and determined.”

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας).

[*429]To θέμα υπήρξε αντικείμενο λεπτομερούς ανάλυσης από τον Καλλή, Ε.Δ., στην υπόθεση Re: Costas Louca (1986) 2 J.S.C. 365.  Παραθέτουμε λεπτομερές απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση, το οποίο μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους:

«Our r.40 of the Bankruptcy Rules is almost similarly worded to the corresponding English Bankruptcy r.139 and so we can seek recourse to the English Bankruptcy Practice for guidance.

In Williams and Muir Hunter “The Law and Practice in Bankruptcy”, 19th ed., under the heading “Setting aside bankruptcy notice on grounds other than set-off” we read the following at p. 38:

“The debtor may apply by motion (e.g. not by the summary affidavit procedure of B.R. 139) to set aside the notice on other grounds, e.g. irregularity, bad service, payment (or quaere legal tender) of the debt, etc.”.

Relevant is, also, the case of In Re a Debtor (No.30 of 1956, ex parte The Debtor v. Harman, [1957] 2 All E.R. 216, where at p. 217 the following were said:

“Counsel for the debtor has referred us to a number of cases in which quite plainly bankruptcy notices have been set aside on motion on grounds other than those which are mentioned in r.137 as it at present stands.  Such cases are Re Howes, [1892] 2 Q.B. 628, Re H.B. (2) [1904] 1 K.B. 94 . . .”.

And at p. 218 the following were stated:

“I think that the authorities make it quite plain that this Court will in proper cases set aside bankruptcy notices on grounds other than those set out in s.1(1)(g) of the Bankruptcy Act, 1914, namely, a counterclaim, set-off or cross-demand.  The whole question, therefore, is whether the application to set aside the notice has to be given within the three days mentioned in r. 138”.

In view of the above authorities I hold that a debtor is entitled to apply for the setting aside of a bankruptcy notice on grounds other than those set out in r.40(2) of the Bankruptcy Rules, but in such a case he has to apply by means of an application and not by means of an affidavit. In this connection, I think, r.16 of the Bankruptcy rules is the rule applicable.”

[*430]Παραπέμπουμε επίσης και στην απόφαση του Δαυίδ, Ε.Δ., στην υπόθεση Αναφορικά με τον Γεώργιο Λαρτίδη, Ειδοποίηση Πτώχευσης Αρ. 583/05, Ε.Δ. Λ/σίας, ημερ. 9.6.05, στην οποία λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να σημειωθεί πως ο οφειλέτης δεν μπορεί να εγείρει με την ως άνω ένορκη δήλωσή του οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, πέραν αυτών που αναφέρονται στον K.40.2 των Πτωχευτικών Κανονισμών. (Βλ. Λάρκος ν. Κατσιαρή (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1694 και In Re Costas Luca (1986) 2 J.S.C. 365).

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Σημαντικό είναι πάντως να αναφερθεί πως τυχόν άλλοι λόγοι ακύρωσης της ειδοποίησης πτώχευσης, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στον Κ. 40.2, όπως παρατυπία στην έκδοση ή κακή επίδοση της ειδοποίησης, ως επίσης ισχυρισμοί για εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους, μπορούν ασφαλώς να προβληθούν, στην περίπτωση όμως αυτή η ορθή διαδικασία είναι η καταχώρηση ξεχωριστής αίτησης και όχι η επιδίωξη ακύρωσης της ειδοποίησης πτώχευσης με την ένορκη δήλωση που προβλέπεται στον Κ.40.2. Στις περιπτώσεις μάλιστα αυτές, ως έχει νομολογηθεί, δεν ισχύει η προθεσμία των τριών ημερών που προβλέπεται για την ένορκη δήλωση του Κ.40 (Βλ. In Re Costas Luca (ανωτέρω) και Williams and Muir Hunter on Bankruptcy, 19η έκδοση, σελ. 38).»

Σχετική επί του προκειμένου είναι και η απόφαση του Ναθαναήλ Π.Ε.Δ., (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση Αναφορικά με τον Κύπρο Καραβιώτη, Πτωχευτική Ειδοποίηση Αρ. 1805/06, Ε.Δ. Λ/σίας, ημερομηνίας 21.5.07, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 5 της απόφασης:

«. . . όπου ο χρεώστης επιθυμεί να εγείρει οποιοδήποτε άλλο θέμα, πέραν των αναφερομένων στο Άρθρο 3(1)(g) του Κεφ.5, που σχετίζονται με ανταπαίτηση, ανταξίωση ή συμψηφισμό, όπως εξόφληση ή αναστολή, τότε είναι δυνατό να καταχωρίσει ειδική προς τούτο αίτηση, δηλαδή αίτηση προς ακύρωση, οπότε και η προθεσμία των τριών ημερών μέσα στην οποία πρέπει να καταχωρίσει ένορκη δήλωση, η οποία επενεργεί ως μέτρο ακύρωσης, δεν ισχύει.  Σχετικές είναι οι υποθέσεις In re Costas Louca (1987) 2 J.S.C 428 και Μερκής ν. Intertobacco (Cyprus) Ltd (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 788, καθώς και οι αναφορές [*431]στα συγγράμματα των O. Griffiths: The Law Relating to Bankruptcy, 8η έκδ., σελ. 14-15 και Williams on Bankruptcy, 18η Έκδ. σελ. 44.»

Στην ίδια γραμμή είναι και δύο αποφάσεις του Φωτίου, Π.Ε.Δ. (όπως ήταν τότε) στις υποθέσεις Αναφορικά με την Ξένια Σπανού, Ειδοποίηση Πτώχευσης Αρ. 557/01, Ε.Δ. Λ/σίας, ημερομηνίας 2.8.01  και Αναφορικά με τον Αντώνη Βαγιανό, Ειδοποίηση Πτώχευσης Αρ. 425/03, Ε.Δ. Λ/κας, ημερομηνίας 5.3.2004.

Το σκεπτικό των πιο πάνω αποφάσεων μάς βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.

Με γνώμονα τα πιο πάνω, βρίσκουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα παραμέρισε την ειδοποίηση πτώχευσης, αφού δεν είχε δικαιοδοσία να πράξει κάτι τέτοιο με βάση ένορκη δήλωση. Ο ισχυρισμός της εξόφλησης θα μπορούσε  να εγερθεί μόνο σε ξεχωριστή αίτηση για παραμερισμό της ειδοποίησης πτώχευσης. 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Τα έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων-αιτητών.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, πρωτόδικα και κατ’ έφεση, υπέρ των εφεσειόντων – αιτητών.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο