Σταύρου Aχιλλέας και Άλλοι ν. G. Roditis & Partners και Άλλου (2008) 1 ΑΑΔ 477

(2008) 1 ΑΑΔ 477

[*477]18 Απριλίου, 2008

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 179/2005)

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΣΤΑΥΡΟΥ,

Εφεσείων - Εναγόμενος,

ν.

G. RODITIS & PARTNERS,

Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 180/2005)

G. RODITIS & PARTNERS,

Εφεσείοντες - Ενάγοντες,

ν.

ΑΧΙΛΛΕΑ ΣΤΑΥΡΟΥ,

Εφεσιβλήτου - Εναγομένου.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 179/2005, 180/2005)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση παροχής υπηρεσιών ― Παράβαση σύμβασης ― Επιδίκαση αποζημιώσεων πρωτοδίκως επί τη βάσει της λογικής αμοιβής (Quantum meruit) ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Οι ενάγοντες, οι οποίοι είναι επαγγελματίες Επιμετρητές Ποσοτήτων, ήγειραν αγωγή εναντίον του εναγόμενου αξιώνοντας από αυτόν το ποσό των £49.605,60 συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., ως υπόλοιπο της αξίας υπηρεσιών που του προσέφεραν, δυνάμει γραπτής μεταξύ τους συμφωνίας ή στη βάση εύλογης αμοιβής. Οι υπηρεσίες αυτές αφορούσαν την ανέγερση πολυτελούς κατοικίας του εναγόμενου, θα κάλυπταν την περίοδο τόσο πριν όσο και μετά την έναρξη των εργασιών και μέχρι την περάτωση της ανέγερσης της κατοικίας και η αμοιβή των εναγόντων θα αναλογούσε με ποσοστό 1.50% επί του συνόλου του ποσού που θα δαπανείτο.

[*478]Ο εναγόμενος τερμάτισε τη συμφωνία πριν συμπληρωθεί η ανέγερση της κατοικίας και γίνει ο τελικός λογαριασμός. Η θέση που προέβαλε ήταν ότι οι ενάγοντες είχαν επιδείξει πλημμέλεια κατά την άσκηση των συμβατικών τους υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα αυτός να υποστεί ζημία για την οποία επιφύλασσε τα δικαιώματά του.

Με επιστολή του δικηγόρου τους προς τον εναγόμενο οι ενάγοντες αποδέχθηκαν τον τερματισμό της συμφωνίας από τον εναγόμενο, αλλά απέρριψαν τον ισχυρισμό του για πλημμέλεια κατά την άσκηση των συμβατικών τους υποχρεώσεων. Ταυτόχρονα προέβαλαν τη θέση ότι ο τερματισμός της συμφωνίας από τον εναγόμενο συνιστούσε παραβίασή της, γεγονός για το οποίο επεφύλαξαν τα δικαιώματά τους για αποζημιώσεις, και ζήτησαν την πληρωμή του ποσού των £49.605,60. Παράλληλα ζήτησαν και την επιστροφή των πινάκων ποσοτήτων που είχαν εκπoνήσει σε σχέση με την υπό ανέγερση κατοικία.

Ο εναγόμενος, με την υπεράσπισή του, προέβαλε προδικαστικά τη θέση ότι η αγωγή των εναγόντων ήταν πρόωρη, αφού ουδέποτε υποβλήθηκε από τους εργολάβους τελικός λογαριασμός με αποτέλεσμα ο εναγόμενος να προχωρήσει σε Διαιτησία η οποία εξακολουθούσε να εκκρεμεί. Περαιτέρω, ο εναγόμενος προέβαλε τη θέση ότι οι ενάγοντες είχαν παραβιάσει τη συμφωνία καθότι επέδειξαν πλημμέλεια κατά την εκπλήρωση των συμβατικών τους υποσχέσεων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους προαναφερθέντες ισχυρισμούς του εναγόμενου και έκρινε ότι ο τελευταίος ήταν υπεύθυνος για την παραβίαση της συμφωνίας, αφού την τερμάτισε αδικαιολόγητα. Στη συνέχεια το Δικαστήριο επιδίκασε στους ενάγοντες ποσό £8.547 συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. για εύλογη αμοιβή (on a quantum meruit) σε σχέση με τις υπηρεσίες που προσέφεραν στον εναγόμενο μέχρι τον τερματισμό της συμφωνίας.

Με την έφεση 179/2005 αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης από τον εναγόμενο, ενώ με την έφεση 180/2005 αμφισβητείται η ορθότητα της ίδιας απόφασης από τους ενάγοντες.

Έφεση Αρ. 179/2005

Ο εφεσείων (εναγόμενος) υποστήριξε ότι: (α) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υπεύθυνος για παραβίαση της συμφωνίας ήταν ο ίδιος ως εκ του αδικαιολογήτου εκ μέρους του πρόωρου τερματισμού της συμφωνίας, (β) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή των εφεσιβλήτων (εναγόντων) δεν ήταν πρόωρη και (γ) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εύλογη αμοιβή [*479]των εφεσιβλήτων (εναγόντων) έπρεπε να υπολογιστεί στη βάση ποσοστού 1.50% επί του ποσού που δαπανήθηκε για το έργο μέχρι τον τερματισμό της συμφωνίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η μαρτυρία του εναγομένου αξιολογήθηκε με προσοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο και την απέρριψε ως εντελώς ανεπαρκή για να αποδείξει ότι οι ενάγοντες ενεργούσαν πλημμελώς ή ελλιπώς κατά την εκτέλεση των συμβατικών τους καθηκόντων.

2.  Οι ενάγοντες είχαν κάθε δικαίωμα, εφόσον αποδέχθηκαν τον τερματισμό και ζήτησαν από τον εναγόμενο να ικανοποιήσει το αίτημά τους για καταβολή του υπολοίπου της αμοιβής τους, πράγμα που αυτός δεν έπραξε, να προχωρήσουν εναντίον του με αγωγή χωρίς να αναμένουν το αποτέλεσμα της διαιτησίας μεταξύ εκείνου και του εργολάβου του.

3.  Το σκεπτικό του Δικαστηρίου ότι, ήταν δίκαιο υπό τις περιστάσεις να χρησιμοποιηθεί το ποσοστό 1.50% επί του ποσού που δαπανήθηκε για το έργο μέχρι τον τερματισμό της συμφωνίας, είναι ορθό.

Έφεση Αρ. 180/2005

Η έφεση επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τον υπολογισμό του ποσού που επιδίκασε στους εφεσείοντες (ενάγοντες), ως εύλογη αμοιβή για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στον εφεσίβλητο (εναγόμενο) μέχρι τον τερματισμό της συμφωνίας, δεν έλαβε ως βάση το ποσό των £3.198.670, όπως ήταν η εισήγηση των εφεσειόντων, αλλά μόνο το ποσό των £2.789.409.

Αποφασίστηκε ότι:

Ο τρόπος υπολογισμού του ποσού που το Δικαστήριο επιδίκασε στους εφεσείοντες (ενάγοντες) ως εύλογη αμοιβή για τις υπηρεσίες τους, ήταν ο ορθός τρόπος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε δεόντως στην απόφασή του γιατί κατέφυγε στον τρόπο αυτό, ο οποίος και επικυρώνεται.

Η έφεση 179/2005 απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος. Η έφεση 180/2005 απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

[*480]Αναφερόμενη Υπόθεση:

S.O.R.E.L. Limited v. Servos (1968) 1 C.L.R. 123.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γιασεμής, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1067/02), ημερομ. 6.5.05.

Ν. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα στην Πολ. Έφεση Αρ. 179/2005 και για τον Εφεσίβλητο στην Πολ. Έφεση Αρ. 180/2005.

Γ. Λοΐζου, για τους Εφεσίβλητους, στην Πολ. Έφεση Αρ. 179/2005 και για τους Εφεσείοντες στην Πολ. Έφεση Αρ. 180/2005.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την υπ’ αριθμό 1067/2002 αγωγή που καταχώρησαν στο Ε.Δ. Λευκωσίας, οι ενάγοντες G. Roditis & Partners, επαγγελματίες Επιμετρητές Ποσοτήτων, αξίωσαν από τον εναγόμενο Αχιλλέα Σταύρου το ποσό των £49.605,60, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, ως υπόλοιπο της αξίας υπηρεσιών που του προσέφεραν, δυνάμει γραπτής μεταξύ τους συμφωνίας, ημερομηνίας 28.8.1995, ή στη βάση εύλογης αμοιβής.

Η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία της 28.8.1995 προέβλεπε λεπτομερώς για το είδος των υπηρεσιών που θα προσέφεραν οι ενάγοντες στον εναγόμενο, τόσο πριν όσο και μετά την έναρξη των εργασιών και μέχρι την περάτωση της ανέγερσης μεγάλης πολυτελούς κατοικίας. Επίσης, προέβλεπε ότι η αμοιβή των εναγόντων θα αναλογούσε με ποσοστό 1.50% επί του συνόλου του ποσού που θα εδαπανείτο. Γι’ αυτό και θα πληρωνόταν σε τρία στάδια. Συγκεκριμένα, το ένα δεύτερο (δηλαδή το 50% του 1.50%) θα υπολογιζόταν με βάση το ύψος του ποσού της προσφοράς που θα κατακυρωνόταν και θα καταβάλλετο πριν από την έναρξη των εργασιών για την ανέγερση της κατοικίας. Το υπόλοιπο ένα δεύτερο θα καταβάλλετο μετά την έναρξη των εργασιών ως εξής: (α) το 45% του 1.50% θα καταβάλλετο μηνιαίως, ο δε υπολογισμός του θα γινόταν στη βάση της ακαθάριστης αξίας της εκτελεσθείσας εργασίας, όπως αυτή θα υπολογιζόταν για σκοπούς πληρωμής του ερ[*481]γολάβου και των υπεργολάβων, (β) η πληρωμή του υπολοίπου θα γινόταν εντός ενός μηνός από την ολοκλήρωση (completion) του τελικού λογαριασμού (του εργολάβου εννοείται), οπότε θα συμπληρωνόταν το ποσοστό του 1.50% υπολογιζόμενου επί του συνόλου της τελικής δαπάνης για την ανέγερση της κατοικίας, αφαιρουμένων, ασφαλώς, όλων των προηγούμενων πληρωμών. Αν, κατά την πορεία των εργασιών, εγίνοντο διαφοροποιήσεις ή αλλαγές, η αμοιβή των εναγόντων θα αναπροσαρμοζόταν στη βάση συμφωνίας μεταξύ των μερών.

Οι εργασίες για την ανέγερση της κατοικίας θα άρχιζαν στις 23.9.1996 και θα συμπληρώνονταν σε δύο χρόνια, ήτοι στις 22.9.1998, έναντι δαπάνης £1.888.396. Αυτή ήταν η συμφωνία, μεταξύ άλλων, μεταξύ του εναγομένου και του εργολάβου του στο έγγραφο που υπέγραψαν μεταξύ τους στις 18.9.1996.

Αφού άρχισαν οι εργασίες, για διάφορους λόγους, όπως π.χ. διαφοροποιήσεων και αλλαγών, υπήρξε καθυστέρηση στη συμπλήρωσή τους.

Με επιστολή του ημερομηνίας 4.10.2001, πριν ακόμα συμπληρωθεί η ανέγερση της κατοικίας και γίνει ο τελικός λογαριασμός, ο εναγόμενος τερμάτισε τη συμφωνία της 28.8.1995. Έθεσε θέμα έλλειψης εμπιστοσύνης προς τους ενάγοντες αναφορικά με την επαγγελματική τους ικανότητα. Ήταν η θέση του ότι αυτοί είχαν επιδείξει πλημμέλεια κατά την άσκηση των συμβατικών τους υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα αυτός να υποστεί ζημία για την οποία επιφύλασσε τα δικαιώματά του. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως συμφώνησαν οι διάδικοι, το ποσό που δαπανήθηκε για τις εργασίες που είχαν γίνει και τα υλικά που είχαν χρησιμοποιηθεί μέχρι τον τερματισμό της συμφωνίας από τον εναγόμενο, ανερχόταν στα £2.789.409.

Με επιστολή του δικηγόρου τους προς τον εναγόμενο, ημερομηνίας 17.10.2001, οι ενάγοντες αποδέχθηκαν τον τερματισμό της συμφωνίας από τον εναγόμενο, απορρίπτοντας, όμως, τον ισχυρισμό του για οποιαδήποτε πλημμέλεια κατά την άσκηση των συμβατικών τους υποχρεώσεων. Ταυτόχρονα, οι ενάγοντες, αφού προέβαλαν τη θέση ότι ο τερματισμός της συμφωνίας από τον εναγόμενο συνιστούσε παραβίασή της, γεγονός για το οποίο επιφύλασσαν τα δικαιώματά τους για αποζημιώσεις, ζήτησαν να πληρωθούν το ποσό των £49.605,60 που αντιπροσώπευε, όπως ήταν η θέση τους, το υπόλοιπο της αμοιβής τους για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στον εναγόμενο μέχρι τον εκ μέρους του τερματισμό της [*482]συμφωνίας. Παράλληλα, ζήτησαν και την επιστροφή των πινάκων ποσοτήτων που είχαν εκπονήσει σε σχέση με την υπό ανέγερση κατοικία.

Ο εναγόμενος αρνήθηκε να συμμορφωθεί με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να καταχωρήσουν την υπ’ αριθμό 1067/2002 αγωγή στο Ε.Δ. Λευκωσίας.

Με την υπεράσπιση ο εναγόμενος προέβαλε, προδικαστικά, τη θέση ότι η αγωγή των εναγόντων ήταν πρόωρη. Επικαλέσθηκε σχετικά τους όρους 2 και 3.3 της συμφωνίας της 28.8.1995, σύμφωνα με τους οποίους η αμοιβή των εναγόντων θα αντιστοιχούσε με ποσοστό 1.50% επί του τελικού λογαριασμού για την κατασκευή του έργου, το οποίο οι ενάγοντες όφειλαν να αξιολογήσουν και ελέγξουν. Όμως, τελικός λογαριασμός ουδέποτε υποβλήθηκε από τους εργολάβους, με αποτέλεσμα ο εναγόμενος, στις 16.12.2003, να προχωρήσει σε Διαιτησία στη βάση της μεταξύ του και του εργολάβου του συμφωνίας της 18.9.1996, διαιτησία η οποία εξακολουθούσε να εκκρεμεί. Περαιτέρω, ο εναγόμενος προέβαλε τη θέση ότι οι ενάγοντες είχαν παραβιάσει τη συμφωνία της 28.8.1995 καθότι επέδειξαν πλημμέλεια κατά την εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων, συνισταμένη, ειδικότερα, σε παράλειψη περιφρούρησης των συμφερόντων του εναγομένου από ατασθαλίες και απάτες που διέπραττε εις βάρος του ο εργολάβος κατά την εκτέλεση του έργου. Είχαν γίνει υπερπληρωμές στον εργολάβο και, επίσης, υπερχρεώσεις αναφορικά με τις αγορές κάποιων υλικών οικοδομής. Συνακόλουθα, ο εναγόμενος ζήτησε την απόρριψη της αγωγής.

Κατά την ακρόαση έδωσαν μαρτυρία ο Γ. Ροδίτης για τους ενάγοντες και ο εναγόμενος. Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, απέρριψε, για τους λόγους που εξήγησε, τη θέση της υπεράσπισης, ότι η αγωγή ήταν πρόωρη και, επίσης, ότι οι ενάγοντες είχαν παραβιάσει τη συμφωνία της 28.8.1995. Έκρινε ότι υπεύθυνος για παραβίαση της συμφωνίας της 28.8.1995 ήταν, επομένως, ο εναγόμενος, ως εκ του αδικαιολόγητου τερματισμού της. Στη συνέχεια, έχοντας κατά νου τη δήλωση του δικηγόρου των εναγόντων ότι η αξίωσή τους ήταν για εύλογη αμοιβή (on a quantum meruit) σε σχέση με τις υπηρεσίες που προσέφεραν στον εναγόμενο μέχρι τον τερματισμό της συμφωνίας τους στις 4.10.2001, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, για τους λόγους που εξήγησε, στηριζόμενο στα ενώπιόν του στοιχεία, το ποσό της εύλογης αμοιβής των εναγόντων, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, ανερχόταν στις £8.547. Για το ποσό αυτό εξέδωσε απόφαση με νόμιμο τόκο προς 8% ετησίως από 4.2.2002, ημερο[*483]μηνία καταχώρησης της αγωγής. Την αξίωση των εναγόντων για την επιστροφή των πινάκων ποσοτήτων που είχαν εκπονήσει σε σχέση με την υπό ανέγερση κατοικία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που επίσης εξήγησε, την απέρριψε.

Με την έφεση 179/2005 αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης από τον εναγόμενο, ενώ με την έφεση 180/2005 αμφισβητείται η ορθότητα της ίδιας απόφασης από τους ενάγοντες.

Η έφεση Αρ. 179/2005

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων (εναγόμενος) ήταν υπεύθυνος για παραβίαση της συμφωνίας της 28.8.1995, ως εκ του αδικαιολογήτου εκ μέρους του πρόωρου, πριν, δηλαδή, την ολοκλήρωση του έργου, τερματισμού της συμφωνίας με την επιστολή του ημερομηνίας 4.10.2001.

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, με την επιστολή της 4.10.2001, ο εναγόμενος τερμάτισε τη συμφωνία της 28.8.1995 ισχυριζόμενος ότι οι εφεσίβλητοι (ενάγοντες) είχαν επιδείξει πλημμέλεια κατά την εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείων έδωσε συναφώς μαρτυρία η οποία, αφού αξιολογήθηκε, απορρίφθηκε, με το ακόλουθο σκεπτικό, στο οποίο και δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα:

“Έχω εξετάσει με προσοχή τη μαρτυρία του εναγομένου ο οποίος ισχυρίζεται ότι την ευθύνη για την παραβίαση της συμφωνίας την φέρουν οι ενάγοντες. Την ευθύνη αυτή την περιγράφει στην υπεράσπιση του ως πλημμελή και ελλιπή εκτέλεση από τους ενάγοντες των συμβατικών τους υποχρεώσεων, συνισταμένη, ειδικότερα, σε παράλειψη περιφρούρησης των συμφερόντων του από ατασθαλίες και απάτες που, όπως ισχυρίζεται, διέπρατταν σε βάρος του οι εργολάβοι κατά την εκτέλεση του έργου. Στη μαρτυρία του ο εναγόμενος ανάφερε ότι όταν άρχισε το έργο ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στο εξωτερικό. Μετά τον επαναπατρισμό του άρχισε να προβαίνει ο ίδιος σε έλεγχο των πιστοποιητικών πληρωμής και, όπως είπε, διαπίστωσε, ότι είχαν γίνει υπερπληρωμές στον εργολάβο που ξεπερνούσαν τις £450.000.- ενώ διαπίστωσε, επίσης, ότι είχαν γίνει υπερχρεώσεις όσον αφορά την αγορά κάποιων υλικών. Κατά την αντεξέταση του συνοψίζοντας τις πιο πάνω αναφορές του ισχυρίστηκε ότι οι ενάγοντες δεν επιμετρούσαν σωστά.

[*484]Η πιο πάνω μαρτυρία κρίνεται ως εντελώς ανεπαρκής για να αποδείξει ότι οι ενάγοντες ενεργούσαν πλημμελώς ή ελλιπώς κατά την εκτέλεση των συμβατικών τους καθηκόντων. Είναι φανερό ότι μεταφέρει απλώς διαπιστώσεις ή και εκτιμήσεις στις οποίες ο εναγόμενος κατέληξε με βάση, ενδεχομένως, κάποια στοιχεία τα οποία όμως δεν κατάθεσε ως μαρτυρία οπότε εξετάζοντας τα θα κατέληγα στη δική μου κρίση όσον αφορά το βάσιμο ή όχι του πιο πάνω ισχυρισμού. Ακόμα πιο γενικές ήσαν οι υποβολές του συνηγόρου του εναγομένου προς το μάρτυρα των εναγόντων κ. Γεώργιο Ροδίτη. Για παράδειγμα του υπέβαλε ότι οι ενάγοντες δεν τήρησαν τους όρους της συμφωνίας, ότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές στις τιμές μονάδων που ελήφθηκαν υπόψη κατά τις πληρωμές και ότι είχαν γίνει υπερπληρωμές στον εργολάβο που ξεπερνούσαν τις £300.000.-. Εδώ σημειώνεται και η διαφορά σε σχέση με το ποσό που ο ίδιος ο εναγόμενος ανάφερε, ήτοι £450.000.-. Περαιτέρω, πιστεύω πως ούτε και η αναγνώριση από τους ενάγοντες ότι από δικό τους αριθμητικό λάθος είχε καταλογιστεί υπέρ του εργολάβου ποσό, περίπου, £13.000.-, το οποίο στη συνέχεια διόρθωσαν, συνιστά τέτοια απόδειξη. Αντίθετα, η διαπίστωση του λάθους υποδηλεί ότι οι έλεγχοι στους οποίους προέβαιναν οι ενάγοντες ήσαν συνεχείς γι’ αυτό και το εντόπισαν. Συνεπώς, δεν διαπιστώνεται παραβίαση της συμφωνίας από τους ενάγοντες στη βάση, ανωτέρω, που ισχυρίζεται ο εναγόμενος.”

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή των εφεσιβλήτων δεν ήταν πρόωρη εφόσον, βάσει της συμφωνίας, το υπόλοιπο της αμοιβής των εφεσιβλήτων θα υπολογιζόταν στη βάση του τελικού λογαριασμού του εργολάβου, τον οποίο οι εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να αξιολογήσουν και ελέγξουν, πράγμα που δεν έπραξαν, εφόσον τελικός λογαριασμός ουδέποτε υπεβλήθη από τον εργολάβο, με αποτέλεσμα ο εφεσείων, στις 16.12.2003 να προχωρήσει σε διαιτησία στη βάση της μεταξύ του και του εργολάβου του συμφωνίας της 18.9.1996, διαιτησία η οποία εξακολουθούσε να εκκρεμεί.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Δοθέντος ότι, όπως αναφέραμε, οι εφεσίβλητοι, με επιστολή του δικηγόρου τους προς τον εφεσείοντα, ημερομηνίας 17.10.2001, αποδέχθηκαν τον τερματισμό της συμφωνίας, απορρίπτοντας, παράλληλα, τον ισχυρισμό του για οποιαδήποτε πλημμέλεια κατά την εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων και ζητώντας του, ταυτόχρονα, να καταβάλει το υπόλοιπο της αμοιβής τους για τις υπηρεσίες που του προσέφεραν μέχρι τον τερματισμό της συμφωνίας, είχαν κάθε δικαίωμα, [*485]εφόσον αυτός δεν ικανοποιούσε, όπως και δεν ικανοποίησε, το αίτημά τους, να προχωρήσουν εναντίον του με αγωγή χωρίς να αναμένουν το αποτέλεσμα της διαιτησίας μεταξύ εκείνου και του εργολάβου του.

Προβάλλεται, τέλος, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εύλογη αμοιβή των εφεσιβλήτων έπρεπε να υπολογιστεί στη βάση ποσοστού 1.50% επί του ποσού που δαπανήθηκε για το έργο μέχρι τον τερματισμό της συμφωνίας καθότι, βάσει της συμφωνίας, τον υπολογισμό στη βάση του εν λόγω ποσοστού θα εδικαιούντο οι εφεσίβλητοι επί του συνολικού κόστους του έργου, το οποίο θα συμπεριλάμβανε και τις υπηρεσίες τους για την ετοιμασία και τον έλεγχο του τελικού λογαριασμού για το έργο, υπηρεσίες που δεν προσφέρθηκαν από τους εφεσίβλητους ένεκα του τερματισμού της συμφωνίας και της παραπομπής του θέματος των τελικών λογαριασμών σε διαιτησία μεταξύ του εφεσείοντος και του εργολάβου του.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους:

“Υπό το φως της πιο πάνω απόφασης*, η εύλογη αμοιβή των Εναγόντων μπορεί να υπολογιστεί στην προκειμένη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη το ποσοστό της χρέωσης του 1.50% που προέβλεπε η συμφωνία εφαρμοζόμενο στην πραγματική δαπάνη για το έργο που κατασκευάστηκε μέχρι τον τερματισμό της. Δεν θα ήταν δίκαιη η χρήση οποιουδήποτε άλλου ποσοστού για τον λόγο ότι όπως προκύπτει και από τη συμφωνία των μερών, στο τέλος της ημέρας, το 1.50% θα χρεωνόταν για κάθε προσφερθείσα υπηρεσία υπολογιζομένου στο συνολικό ύψος της δαπάνης για το έργο. Η χρησιμοποίηση του ποσοστού χρέωσης το οποίο προβλέπετο είτε για το στάδιο πριν είτε για το στάδιο μετά την έναρξη των εργασιών θα είχε σημασία εάν τελικά δεν προσφέρονταν οι υπηρεσίες για ένα από τα στάδια αυτά. Περαιτέρω, στη συμφωνία εγίνετο πρόνοια και για τον τρόπο πληρωμής της αμοιβής των εναγόντων. Παρατίθεται πιο πάνω. Ού[*486]τε όμως και η πρόνοια αυτή βοηθά στον υπολογισμό της εύλογης αμοιβής. Όταν μάλιστα κατά τον τερματισμό της συμφωνίας οι εργασίες είχαν φθάσει σε ένα αρκετά προχωρημένο στάδιο και το έργο φαίνεται να είχε κατά το μεγαλύτερο μέρος του περατωθεί πλην όμως δεν έχει καταδειχθεί με μαρτυρία πόσο υπολοίπετο ακόμα για την πλήρη ολοκλήρωση του. Επομένως, είναι δίκαιο υπό τις περιστάσεις να χρησιμοποιηθεί το 1.50% όπως αναφέρθηκε ήδη πιο πάνω.”

Η έφεση Αρ. 180/2005

Η έφεση επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τον υπολογισμό του ποσού που επιδίκασε στους εφεσείοντες, ως εύλογη αμοιβή για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στον εφεσίβλητο μέχρι τον τερματισμό της συμφωνίας, δεν έλαβε ως βάση το ποσό των £3.198.670, όπως ήταν η εισήγηση των εφεσειόντων, αλλά μόνο το ποσό των £2.789.409. Και τούτο διότι η αξίωση των εφεσειόντων στηρίχθηκε στην πιστοποίηση αρ. 28 των αρχιτεκτόνων του έργου (Τεκμήριο 5) σε συνδυασμό με την “κατάσταση λογαριασμού” των εφεσειόντων, ημερομηνίας 8.10.2001 (Τεκμήριο 4), όπως και στη μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσειόντων Γ. Ροδίτη ο οποίος επεξήγησε στο Δικαστήριο πως και γιατί οι εφεσείοντες, κατά τον υπολογισμό της αξίωσής τους, βασίστηκαν στο εν λόγω ποσό των £3.198.670.

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η απάντηση βρίσκεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση με το περιεχόμενο του οποίου συμφωνούμε πλήρως:

“Το ποσό της δαπάνης για το έργο ανήλθε μέχρι τον τερματισμό της συμφωνίας στα £2.789.409.-. Τα μέρη συμφώνησαν σ’ αυτό όπως αναφέρθηκε ήδη προηγουμένως. Όμως, στο ποσό αυτό οι ενάγοντες προσέθεσαν ακόμα δυο ποσά ανεβάζοντας το συνολικό ποσό επί του οποίου εφάρμοσαν το 1.50% στα £3.198.670.-. Φαίνονται στην κατάσταση λογαριασμού που ετοίμασαν και απέστειλαν στον εναγόμενο μαζί με την επιστολή τους 17.10.2001, τεκμήριο 4. Το ένα ποσό αφορά προϋπολογισθείσα δαπάνη ύψους £243.500 η οποία θα χρειαζόταν κατ΄ ισχυρισμό, για την ολοκλήρωση του έργου. Ασφαλώς, το ποσό αυτό δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη εν όψει του περιορισμού που θέτει η φύση της αξίωσης των εναγόντων, όπως αναφέρεται πιο πάνω, ενώ δεν είναι ούτε και δικογραφημένο. Το άλλο ποσό είναι £165.761.- και φέρεται να αφορά αξία υλικών τα οποία προμήθευσε ο εναγόμενος. Ούτε και αυτό βέβαια μπορεί να λη[*487]φθεί υπόψη για το λόγο ότι δεν υπάρχει και πάλιν οποιαδήποτε αναφορά σχετικά στη δικογραφία ότι δαπανήθηκε το πιο πάνω ποσό σε υλικά που προμήθευσε ο εναγόμενος για το έργο. Ούτε καν στις λεπτομέρειες που δίδονται για εξήγηση του τρόπου που κατέληξαν οι ενάγοντες στο ποσό της αξίωσης τους γίνεται οποιαδήποτε αναφορά. Αντίθετα, το μόνο ποσό που αναφέρεται ότι ελήφθη υπόψη είναι η συνολική δαπάνη των £2.789.409.-. Ας σημειωθεί δε ότι εφαρμόζοντας το ποσοστό του 1.50% στο ποσό αυτό δεν προκύπτει το ποσό των £49.605,50 σεντ το οποίο αξιώνουν ως αμοιβή. Και όπως διαπιστώνεται από τη μαρτυρία του κ. Ροδίτη για τον υπολογισμό του πιο πάνω ποσού ελήφθη υπόψη και ένα σχετικά μεγάλο ποσό της τάξης των £31.187.- που, όπως υπάρχει ισχυρισμός αναλογεί στην αμοιβή για επίβλεψη κατά τα δυο χρόνια της καθυστέρησης που είχε σημειωθεί μέχρι τότε στην εκτέλεση του έργου. Όμως ούτε και το ποσό αυτό μπορεί να ληφθεί υπόψη. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά στη δικογραφία σε σχέση με τα ουσιώδη γεγονότα που συνθέτουν την πιο πάνω πτυχή της απαίτησης των εναγόντων. Ειδικότερα, δεν προβαίνουν σε αναφορά για καθυστέρηση του έργου σε σχέση με την οποία θα δικαιούντο να αξιώσουν οποιαδήποτε αμοιβή.

Επομένως, καταλήγω ότι στην προκειμένη περίπτωση μόνο η δαπάνη των £2.789.409 μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της αμοιβής των εναγόντων. Επίσης, έχει κριθεί δίκαιο όπως για τον πιο πάνω σκοπό εφαρμοστεί στο ποσό αυτό  ποσοστό 1.50%. Πέραν του ότι το ποσοστό αυτό χρέωσης είχε συμφωνηθεί και από τα μέρη δεν υπήρξε και οποιαδήποτε εισήγηση από οποιαδήποτε πλευρά ότι το ποσοστό αυτό δεν προσφέρεται ως το καταλληλότερο μέτρο στην προκειμένη περίπτωση. Εφαρμοζόμενο επομένως το 1.50% στην πιο πάνω δαπάνη δίδει ποσό £41.841.-. Από αυτό θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των £34.071.- το οποίο οι ενάγοντες έχουν ήδη πληρωθεί οπότε παραμένει ποσό £7.770.-. Πρόκειται για το υπόλοιπο της εύλογης αμοιβής των εναγόντων στο οποίο θα πρέπει να προστεθεί 10% ως φόρος προστιθέμενης αξίας ήτοι ποσό £777. Οπότε το υπόλοιπο της εύλογης αμοιβής των εναγόντων συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. ανέρχεται στις £8.547.-. Για το ποσό αυτό οι ενάγοντες δικαιούνται απόφαση με νόμιμο τόκο ήτοι προς 8% ετησίως από τις 4.2.2002, ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, γεγονός που έλαβε χώρα σε σχετικά σύντομο χρόνο από τον τερματισμό της συμφωνίας στις 4.10.2001.”

Η Έφεση 179/2005 απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφε[*488]σείοντος, η δε Έφεση Αρ. 180/2005 απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Η έφεση 179/2005 απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος. Η έφεση 180/2005 απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

* Η παραπομπή αναφέρεται στην υπόθεση S.O.R.E.L. Limited v. Nicos Servos (1968) 1 C.L.R. 123, από την οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση. Η υπόθεση αφορούσε αξίωση για εύλογη αμοιβή για υπηρεσίες τις οποίες είχε προσφέρει ο ενάγων προς τους εναγόμενους για κάποιο χρόνο μετά την εκπνοή της συμβατικής περιόδου. Το Εφετείο έκρινε ότι, για τον υπολογισμό της εύλογης αμοιβής του ενάγοντος, θα έπρεπε να ληφθούν ως βάση οι τιμές τις οποίες προέβλεπε η συμφωνία των μερών για την αμέσως προηγούμενη (συμβατική) περίοδο σε σχέση με την προσφορά υπηρεσιών της ίδιας φύσεως.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο