(2008) 1 ΑΑΔ 676
[*676]23 Μαΐου, 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΑΓΑΘΟΚΛΗ ΗΡΟΔΟΤΟΥ,
2. ΝΙΚΟΥ ΚΛΑΠΠΗ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 15/2007)
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Σύγκρουση μεταξύ δύο οχημάτων τα οποία εκινούντο προς την ίδια κατεύθυνση σε υπεραστικό δρόμο όταν το ένα από αυτά, ενώ αρχικά εκινείτο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, ανέκοψε την πορεία του άλλου αυτοκινήτου το οποίο στην προσπάθειά του να προσπεράσει εκινείτο στη δεξιά λωρίδα ― Απόδοση αποκλειστικής ευθύνης για πρόκληση του ατυχήματος στον οδηγό που ανέκοψε την πορεία του αυτοκινήτου του άλλου οδηγού ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.
Απόδειξη ― Αντιφάσεις μεταξύ μαρτυρίας και δικογράφου ― Τρόπος αντιμετώπισής τους από το Δικαστήριο ― Κατά πόσο πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν από το Δικαστήριο.
Δικηγόροι ― Ορθή δεοντολογική προσέγγιση ― Προϋποθέτει την προσφορά αβίαστα όλων των στοιχείων που είναι στη γνώση του δικηγόρου είτε είναι υπέρ, είτε ενδεχομένως κατά της υπόθεσής του.
Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Ενδεδειγμένος τρόπος απάντησης μάρτυρα σε ερωτήσεις οι οποίες του υποβάλλονται στη δίκη.
Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Καταγραφή κρίσης του Δικαστηρίου για το χαρακτήρα διαδίκου ή μάρτυρα ― Κατά πόσο το Δικαστήριο δικαιούται να το πράξει.
[*677]Στις 8.7.02 το όχημα τύπου Van του εφεσίβλητου 1, ιδιοκτησίας των εφεσιβλήτων 2, συγκρούστηκε με το οπίσθιο μέρος του οχήματος του εφεσείοντος τύπου Mercedes στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού – Λευκωσίας. Η σύγκρουση έγινε παρά την έξοδο της Σκαρίνου και ενώ τα προαναφερθέντα οχήματα εκινούντο με κατεύθυνση τη Λευκωσία. Μπροστά από τα δύο αυτά οχήματα οδηγούσε, μεταφέροντας τσιμέντο, φορτηγό όχημα ο Γιώργος Πογιατζής ο οποίος μεταγενέστερα απεβίωσε για λόγους εντελώς ασύνδετους με το δυστύχημα. Το όχημα του εφεσείοντος, μετά τη σύγκρουση, κτύπησε στο διαχωριστικό σιδερένιο κιγκλίδωμα και ακινητοποιήθηκε. Οι δύο οδηγοί τραυματίστηκαν και τα οχήματά τους υπέστησαν ζημιές. Ο εφεσείων ήγειρε αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων οι οποίοι αρνήθηκαν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συγκρούστηκαν τα οχήματα και ανταπαίτησαν ο μεν εφεσίβλητος 1 αποζημιώσεις για τα δικά του τραύματα, οι δε εφεσίβλητοι 2 για τις ζημιές στο όχημα τους, που τελικά συμφωνήθηκαν στο ποσό των £2.400.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας ενώπιόν του δύο εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές ως προς τον τρόπο που επεσυνέβη το ατύχημα, με βάση το εύρημά του σχετικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων και αφού έλαβε υπόψη τα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιόν του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι την αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα έφερε ο ίδιος ο εφεσείων. Το Δικαστήριο δέχθηκε ως ορθή τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1, ότι ο εφεσείων οδήγησε αιφνίδια το όχημά του στη δεξιά λωρίδα ανακόπτοντας τη δική του πορεία. Ως εκ τούτου απέρριψε την αγωγή και εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ του εφεσίβλητου 1, στο ποσό των £1.000 ως γενικές αποζημιώσεις για τον τραυματισμό του και υπέρ των εφεσίβλητων 2 για τις συμφωνηθείσες ζημιές των £2.400 πλέον τόκους και έξοδα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε αντιφάσεις στη μαρτυρία του εφεσείοντος, έκρινε ότι η όλη συμπεριφορά του και ο τρόπος που κατέθετε έδειχναν πρόσωπο που δυσανασχετούσε στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν και απόρριψε την δική του εκδοχή ως αναξιόπιστη.
Το Δικαστήριο έλαβε συναφώς υπόψη:
(α) την κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα Μ.Υ.1 ο οποίος οδηγούσε εκείνη την ώρα από την αντίθετη κατεύθυνση. Σύμφωνα με αυτή τη μαρτυρία, είχε αντιληφθεί από το σημείο στο οποίο βρισκόταν και από το οποίο είχε καλή ορατότητα του δρόμου λόγω υψομετρικής διαφοράς, κάτι σαν σκόνη και στη συνέχεια μαύρα κομμάτια από ελαστικό να φεύγουν από το πίσω δεξιό μέρος του φορ[*678]τηγού, το οποίο εκείνη τη στιγμή κινείτο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Είδε επίσης το όχημα τύπου Mercedes να ελίσσεται αποτόμως προς τα δεξιά, προφανώς για να αποφύγει τα εκτοξευόμενα κομμάτια από ελαστικό, ανακόπτοντας έτσι την πορεία του οχήματος τύπου Van, που ακολουθούσε σε απόσταση 10 – 15 μέτρα. Είδε μετέπειτα τη σύγκρουση που ακολούθησε και την πρόσκρουση του Mercedes στο κιγκλίδωμα και
(β) την κατάθεση του οδηγού του φορτηγού ότι ενώ ο ίδιος κατευθυνόταν προς το αριστερό κράσπεδο, από δεξιά του τον προσπέρασε ένα Mercedes και μετά ένα άσπρο Van. Η διαπίστωσή του ότι και τα δύο οχήματα τον προσπέρασαν από τη δεξιά λωρίδα, δεν σημαίνει βέβαια ότι ο εφεσείων οδηγούσε και προηγουμένως στη δεξιά λωρίδα, εφόσον πουθενά στην κατάθεσή του ο μάρτυρας αυτός δεν αναφέρει ότι είχε προσέξει από προηγουμένως το όχημα αυτό να κινείται πίσω του.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας κυρίως λόγους με τους οποίους αμφισβητείται η ορθότητα της αξιολόγησης της όλης μαρτυρίας. Προβλήθηκε επίσης και λόγος ο οποίος συνδέει την κατ’ ισχυρισμόν αντίφαση στη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 με το δικόγραφο της υπεράσπισης και ανταπαίτησης, ως ιδιαίτερο στοιχείο που πλήττει την αξιοπιστία του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας επαφίεται πρωτίστως στο δικάσαν την υπόθεση Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να κρίνει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης και να παρακολουθήσει τον τρόπο της κατάθεσης και την όλη συμπεριφορά τους κατά τη βάσανο της αντεξέτασης. Η παρέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν τα συμπεράσματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία.
2. Από την προσεχτική εξέταση του συνόλου των πρακτικών με έμφαση στη μαρτυρία εκείνων των μαρτύρων στην αξιολόγηση των οποίων επικεντρώνεται η έφεση, κρίνεται ότι όλοι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με πολλή επιμέλεια συνόψισε την ενώπιόν του δοθείσα μαρτυρία και με ιδιαίτερη προσοχή την αξιολόγησε. Τα συμπεράσματά του ήταν εύλογα και δεν διαπιστώνεται οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή τους.
[*679]3. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ευθύνετο αποκλειστικά για το ατύχημα είναι ορθή, ενόψει του ότι αιφνίδια ανέκοψε την πορεία του εφεσίβλητου. Ο ισχυρισμός δε του εφεσείοντος σε αναπόφευκτο δυστύχημα δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ενόψει της αντιφατικής μαρτυρίας του ιδίου αλλά ούτε και είχε δικογραφηθεί επαρκώς. Η αδικαιολόγητη εν τέλει κίνησή του, με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, από την αριστερά στη δεξιά λωρίδα, ήταν απρόβλεπτη και ήταν βεβαίως αμελής.
Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γεωργίου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1037,
Κουκούνη v. A. N. Stasis Estates Co Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 489,
Κώστα v. Χρυσοστομίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 271,
Ντάγκλας v. Ντάγκλας (2007) 1 Α.Α.Δ. 375,
In Re C.D. an Advocate (1969) 1 C.L.R. 376,
Σοφοκλέους v. Τσεσμέλογλου (2006) 1 Α.Α.Δ. 1153.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, (Φιλίππου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3879/02), ημερομ. 7.12.06.
Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Μιχαήλ, για Γιώργο Κολοκασίδη και Σία, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
[*680]ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 8.7.02 και περί ώρα 11.30 π.μ. ο εφεσείων - ενάγων οδηγούσε το υπ’ αρ. DAX 747 όχημα τύπου Mercedes κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου Λεμεσού Λευκωσίας με κατεύθυνση τη Λευκωσία. Προς την ίδια κατεύθυνση οδηγούσε το όχημα υπ’ αρ. EHT 942 τύπου Van, ιδιοκτησίας των εφεσιβλήτων 2, ο υπάλληλος αυτών εφεσίβλητος 1 - εναγόμενος 1, μεταφέροντας φορτίο τριών τόνων κρεάτων. Μπροστά και από τα δύο αυτά οχήματα οδηγούσε, μεταφέροντας τσιμέντο, το υπ’ αρ. AAC 427 φορτηγό όχημα ο Γιώργος Πογιατζής ο οποίος μεταγενέστερα απεβίωσε για λόγους εντελώς ασύνδετους με το δυστύχημα.
Παρά την έξοδο της Σκαρίνου, το όχημα του εφεσιβλήτου 1 συγκρούστηκε με το οπίσθιο μέρος του οχήματος του εφεσείοντα το οποίο στη συνέχεια κτύπησε στο διαχωριστικό σιδερένιο κιγκλίδωμα για να ακινητοποιηθεί στην τελική θέση Β1 όπως φαίνεται στο σχεδιάγραμμα που ετοίμασε ο αστυφύλακας 949 Κ. Ευθυμίου, Μ.Ε. 1 και κατατέθηκε στη δίκη ως Τεκμ. «1». Από τη σύγκρουση αμφότεροι οι οδηγοί, αλλά και τα οχήματα τους υπέστησαν τραυματισμούς και ζημιές αντίστοιχα. Ηγέρθηκε αγωγή από τον εφεσείοντα, για να συναντήσει την άρνηση των εφεσιβλήτων ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα οχήματα συγκρούστηκαν, οι οποίοι πρόσθετα ανταπαίτησαν ο μεν εφεσίβλητος 1 αποζημιώσεις για τα δικά του τραύματα, οι δε εφεσίβλητοι 2 για τις ζημιές στο όχημα τους, που τελικά συμφωνήθηκαν στο ποσό των £2.400.
Εντελώς διαφορετικές ήταν οι εκδοχές των δύο πρωταγωνιστών ως προς τον τρόπο που επεσυνέβη το δυστύχημα. Ο εφεσείων υπεστήριξε ότι οδηγούσε νόμιμα στη δεξιά λωρίδα του αυτοκινητόδρομου προς τη Λευκωσία όταν το όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβητος 1, αιφνίδια και χωρίς ουσιαστική αιτία, πλην της υπερβολικής ταχύτητας, κτύπησε στο οπίσθιο μέρος του οχήματος του με αποτέλεσμα να κινηθεί αυτό ακυβέρνητο και να κτυπήσει στο προστατευτικό κιγκλίδωμα του δρόμου. Ήταν η θέση του ότι κομμάτια από ελαστικό που έφευγαν από το προπορευόμενο του φορτηγό όχημα, ουδόλως επηρέασαν την οδήγηση ή την πορεία του. Ο εφεσίβλητος 1 στη δική του ένορκη κατάθεση πρωτοδίκως, ανέφερε ότι παρά την έξοδο προς τη Λάρνακα, αντιλήφθηκε μπροστά του το όχημα του εφεσείοντα και ακόμη πιο μπροστά το φορτηγό, τα οποία όδευαν στην αριστερή λωρίδα του αυτοκινητόδρομου και με σχετικά χαμηλή ταχύτητα. Αποφάσισε από απόσταση 200 περίπου μέτρων να τα προσπεράσει και εισήλθε για το σκοπό αυτό στη δεξιά λωρίδα. Όταν όμως πλησίασε το όχημα του εφεσείοντα και ενώ η απόσταση μεταξύ τους ήταν μόνο δέκα μέτρα, ο εφεσείων οδήγησε το όχημα του απότομα στη δεξιά λωρίδα με αποτέλε[*681]σμα να ανακόψει ουσιαστικά τη δική του πορεία. Παρά το φρενάρισμα που επιχείρησε, δεν κατάφερε να αποφύγει τη σύγκρουση κτυπώντας στο οπίσθιο μέρος του οχήματος του εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού προέβηκε σε αξιολόγηση της προσφερθείσας μαρτυρίας τόσο των δύο πρωταγωνιστών, όσο και των εκατέρωθεν μαρτύρων τους (τριών για τον εφεσείοντα και δύο για τους εφεσίβλητους), και αφού έλαβε υπόψη τα τεκμήρια τα οποία κατατέθηκαν ενώπιον του, (περιλαμβανομένης και της εκ συμφώνου παρουσίασης της κατάθεσης του αποβιώσαντος Πογιατζή ως Τεκμ. «5»), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα έφερε ο ίδιος ο εφεσείων, δεχόμενο ως ορθή τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1, ότι ο εφεσείων οδήγησε αιφνίδια το όχημα του στη δεξιά λωρίδα αποκόπτοντας τη δική του πορεία. Ως εκ τούτου απέρριψε την αγωγή και εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ του εφεσίβλητου 1, στο ποσό των £1.000 ως γενικές αποζημιώσεις για τον τραυματισμό του και υπέρ των εφεσίβλητων 2 για τις συμφωνηθείσες ζημιές των £2.400 πλέον τόκους και έξοδα. Θεώρησε τον εφεσείοντα αναξιόπιστο για σειρά λόγων, εντοπίζοντας αντιφάσεις στη μαρτυρία του, αλλά και διότι ο τρόπος που κατέθετε, έδειχνε άτομο που δυσανασχετούσε στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν, άτομο που εκνευριζόταν και κοκκίνιζε και άτομο του οποίου οι απαντήσεις στις ευγενικές και σε ήρεμο τόνο φωνής ερωτήσεις του συνηγόρου των εφεσιβλήτων, άγγιζαν τα όρια της προσβλητικής συμπεριφοράς. Αντίθετα, ο εφεσίβλητος 1 εντυπωσίασε το Δικαστήριο με τον απλοϊκό χαρακτήρα του, διάχυτο σε όλη τη διάρκεια της κατάθεσης του, την ειλικρίνεια και σταθερότητα των απαντήσεων του, θεωρώντας ταυτόχρονα ειλικρινή την τοποθέτηση του ότι η μη εκ μέρους του αντίληψη της αποκοπής των ελαστικών από το προπορευόμενο φορτηγό, οφειλόταν στο γεγονός ότι αυτό προπορευόταν του Mercedes στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, ενώ ο ίδιος κρατούσε τη δεξιά λωρίδα προσπερνώντας και κοιτάζοντας μπροστά του.
Το Δικαστήριο έλαβε συναφώς υπόψη και την κατάθεση του Στέλιου Καζέλη, Μ.Υ.1, ο οποίος παρουσιάστηκε ως αυτόπτης μάρτυρας του δυστυχήματος και ο οποίος οδηγούσε εκείνη την ώρα από την αντίθετη κατεύθυνση. Σύμφωνα με αυτή τη μαρτυρία, είχε αντιληφθεί από το σημείο στο οποίο βρισκόταν και από το οποίο είχε καλή ορατότητα του δρόμου λόγω υψομετρικής διαφοράς, κάτι σαν σκόνη και στη συνέχεια μαύρα κομμάτια από ελαστικό να φεύγουν από το πίσω δεξιό μέρος του φορτηγού, το οποίο εκείνη τη στιγμή κινείτο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Είδε επίσης το όχημα τύπου Mercedes να ελίσσεται αποτό[*682]μως προς τα δεξιά, προφανώς για να αποφύγει τα εκτοξευόμενα κομμάτια από ελαστικό, αποκόπτοντας έτσι την πορεία του οχήματος τύπου Van, που ακολουθούσε σε απόσταση 10-15 μέτρα. Είδε μετέπειτα τη σύγκρουση που ακολούθησε και την πρόσκρουση του Mercedes στο κιγκλίδωμα. Αντιλαμβανόμενος ότι πρόκειτο για σοβαρό δυστύχημα, στάθμευσε το δικό του όχημα και τηλεφώνησε στο αριθμό 199, δηλώνοντας το όνομα του και ζητώντας να σταλεί στο σημείο του δυστυχήματος, ασθενοφόρο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε περαιτέρω ότι η διερεύνηση του δυστυχήματος από τον αστυφύλακα Ευθυμίου ήταν ελλιπής, ενόψει του ότι δεν είχε διερευνήσει πότε το φορτηγό είχε σταματήσει στο αριστερό κράσπεδο, αλλά ούτε και ήλεγξε τα ελαστικά του και γενικά δεν ήλεγξε το ρόλο που τυχόν είχε η κίνηση του φορτηγού στο δρόμο ως προς την πρόκληση του δυστυχήματος. Παρόλον που είχε αντιληφθεί υπολείμματα ελαστικών σε απόσταση μεταξύ 300-500 μέτρων από το δυστύχημα, δεν διερεύνησε καθόλου το ζήτημα κατά πόσο το φορτηγό είχε ελαττωματικά ή φθαρμένα ελαστικά, μέρος των οποίων μπορεί όντως να είχαν αποκοπεί κατά την κίνηση του. Θεώρησε, επίσης, ότι λανθασμένα ο εξεταστής εξέλαβε ότι ο εφεσείων κινείτο σε κάθε ουσιώδη στιγμή στη δεξιά λωρίδα του αυτοκινητόδρομου, χωρίς, μάλιστα όπως ο ίδιος δέχθηκε, να γνώριζε κατά πόσο, δευτερόλεπτα πριν τη σύγκρουση, το όχημα του, πιθανό να βρισκόταν στην αριστερή λωρίδα.
Και οι πέντε λόγοι της έφεσης εστιάζονται στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στην αξιολόγηση των διαφόρων μαρτύρων, θεωρώντας ότι λανθασμένα αξιολόγησε την όλη μαρτυρία. Ο πέμπτος λόγος συνδέει την κατ’ ισχυρισμόν αντίφαση στη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 με το δικόγραφο της υπεράσπισης και ανταπαίτησης, ως ιδιαίτερο στοιχείο που πλήττει την αξιοπιστία του. Ιδιαίτερα, ο κ. Αγγελίδης καυστηρίασε τις αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον τρόπο συμπεριφοράς του εφεσείοντα στο εδώλιο του μάρτυρα, αναφορές που δείχνουν ότι το Δικαστήριο επηρεάστηκε δυσμενώς στην κρίση του ως προς την αξιοπιστία του εφεσείοντα. Ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι το «κοκκίνισμα» στο πρόσωπο του εφεσείοντα που κατέγραψε το Δικαστήριο ως προερχόμενο από το θυμό και εκνευρισμό του κατά την αντεξέταση, οφειλόταν στο γεγονός ότι ο εφεσείων πάσχει από αλπινισμό, κάτι που ήταν ολοφάνερο από μόνο του, το δε άσπρισμα και κοκκίνισμα του δέρματος τέτοιων προσώπων είναι οι μόνες διακυμάνσεις που μπορούν να υπάρξουν, ιδιαίτερα σε περιόδους θέρους. Καταλογίζεται επίσης στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι λανθασμένα θεώρησε τη μαρτυρία του απο[*683]βιώσαντος οδηγού του φορτηγού ως μη συμβατή με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, αλλά και ότι λανθασμένα θεώρησε ότι ο δήθεν αυτόπτης μάρτυρας Στέλιος Καζέλης ήταν όντως στο δυστύχημα, ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι ο μάρτυρας αυτός κατά την αντεξέταση του παραδέχθηκε (χωρίς να το είχε αποκαλύψει εξ ιδίων του στην κυρίως εξέταση), ότι ενεργούσε ως εκτιμητής και αξιωματούχος απαιτήσεων των εφεσιβλήτων 2. Αλλά και η μαρτυρία του εξεταστή του δυστυχήματος έπρεπε να εκτιμηθεί διαφορετικά από το Δικαστήριο, το οποίο περαιτέρω παραγνώρισε ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία του ιδίου του εφεσιβλήτου 1.
Αποτελεί πλέον αξίωμα μέσα από τη σταθερή προσέγγιση της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας επαφίεται πρωτίστως στο δικάσαν την υπόθεση Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να κρίνει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης και να παρακολουθήσει τον τρόπο της κατάθεσης και την όλη συμπεριφορά τους κατά τη βάσανο της αντεξέτασης. Η εφετειακή παρέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν τα συμπεράσματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία. (δέστε, για παράδειγμα, Γεωργίου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1037 και Κουκούνη ν. A. N. Stasis Estates Co Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 489.).
Έχοντας με την αναγκαία προσοχή εξετάσει το σύνολο των πρακτικών με έμφαση στη μαρτυρία εκείνων των μαρτύρων στην αξιολόγηση των οποίων επικεντρώνεται η έφεση, κρίνεται ότι όλοι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με πολλή επιμέλεια συνόψισε την ενώπιον του δοθείσα μαρτυρία και με ιδιαίτερη προσοχή την αξιολόγησε. Τα συμπεράσματα του ήταν εύλογα και δεν διαπιστώνεται οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης προς ανατροπή της κατάληξης του.
Το Δικαστήριο είχε κάθε λόγο να κρίνει στο σύνολο της μαρτυρίας ως αναξιόπιστο τον εφεσείοντα, η εκδοχή του οποίου δεν άντεχε στην αναλυτική λογική ως προς τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα. Η κρίση του στις σελ. 17-18 της απόφασης του, ως προς τα αντικειμενικά εκείνα στοιχεία που έπλητταν το αξιόπιστο της εκδοχής του εφεσείοντα, είναι ευλόγως εξαγόμενη από την ίδια την κατάθεση του, εφόσον αντιφατικά παρουσίασε αρχικά το φορτηγό ως ήδη σταματημένο στο αριστερό κράσπεδο πριν το δικό του όχημα φθάσει στο ύψος του, (δέστε σελ. 49-50 των πρακτικών), και αυτό 200 μέτρα περίπου πριν τη σύγκρουση, ενώ στην κατάθεση του στην Αστυνομία (Τεκμ. «6»), στις 12.7.02, λίγες μέρες μόνο μετά το δυστύχημα, είπε ότι το φορτηγό όταν το πλησίασε, κινείτο στην [*684]αριστερή λωρίδα και μάλιστα από αυτό έφευγαν «κομμάτια από λάστιχο». Το προσπέρασε όμως, ενώ εκείνο προσπαθούσε να φύγει από την αριστερή λωρίδα του δρόμου και να σταματήσει στο κράσπεδο. Και αυτή η θέση, κατά τον εφεσείοντα, δεν διέφερε από την προηγούμενη, όπως επέμενε στην αντεξέταση του (σελ. 52 των πρακτικών). Άλλο σημείο ουσιαστικής αντίφασης, ήταν ότι είχε δει από το καθρεπτάκι τον εφεσίβλητο 1 να κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και χωρίς να φρενάρει κτύπησε στο οπίσθιο μέρος του οχήματος του (σελ. 46 των πρακτικών), ενώ στην κατάθεση του Τεκμ. «6», δεν ανέφερε οτιδήποτε σχετικό, (αντίθετα συνάγεται ότι δεν είχε αντιληφθεί καν το άλλο όχημα), παρόλο που και στην αντεξέταση του επέμενε ότι τον είχε δει (σελ. 55 των πρακτικών).
Κατά παρόμοιο τρόπο, εντοπίστηκε αντίφαση σε σχέση με την αποκοπή λαστίχων από το φορτηγό, ενόψει του ότι ενώ η αρχική θέση στο Τεκμ. «6», ήταν ότι από το φορτηγό έφευγαν ελαστικά ακόμη και όταν ο ίδιος ο εφεσείων ήταν δίπλα του και τον προσπερνούσε, στην ένορκη του μαρτυρία ανέφερε (σελ. 45 και 50 των πρακτικών), ότι 200-500 μέτρα πριν το δυστύχημα είχε εντοπίσει κομμάτια από ελαστικό στο δρόμο, τα οποία και δεν τον επηρέασαν εν πάση περιπτώσει κατά την οδήγηση.
Ορθά, συνεπώς, ο εφεσείων κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για το δυστύχημα, ενόψει του ότι αιφνίδια απέκοψε την πορεία του εφεσίβλητου και δεν θα ήταν δυνατή η επιμονή σε αναπόφευκτο δυστύχημα, που μόνο ακροθιγώς αναφέρθηκε στην Απάντηση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση και η οποία δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ενόψει της αντιφατικής προς αυτή, μαρτυρίας του ίδιου του εφεσείοντα. Η αδικαιολόγητη εν τέλει κίνησή του, με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, από την αριστερά στη δεξιά λωρίδα, ήταν απρόβλεπτη και ήταν βεβαίως αμελής (δέστε, μεταξύ άλλων, Κώστα ν. Χρυσοστομίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 271).
Υπήρξαν και άλλες αντιφάσεις που εύλογα εντοπίστηκαν πρωτοδίκως σε συσχετισμό με τα ιατρικά προβλήματα του εφεσείοντα, αλλά και τις ειδικές ζημιές του Mercedes και την απώλεια μισθών του, ζητήματα όμως που δεν χρειάζεται να απασχολήσουν εδώ, ενόψει του ότι η έφεση επικεντρώνεται στις συνθήκες του ιδίου του δυστυχήματος.
Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο εκφράστηκε αρνητικά και για πτυχές της προσωπικότητας του εφεσείοντα, όπως το ίδιο τις αντιλήφθηκε «…. μέσα στην ατμόσφαιρα της ζωνταντής δίκης». Εντόπισε ως τέτοιες τη δυσανασχέτηση του σε ερωτήσεις που του υπο[*685]βάλλονταν, το ότι κοκκίνιζε και εκνευριζόταν και απαντούσε προσβλητικά προς το συνήγορο των εφεσιβλήτων. Πρόδηλο είναι ότι ούτε από τα πρακτικά, αλλά ούτε από τη σκιαγράφηση που έγινε από το Δικαστήριο, μπορεί να ελεγχθεί η ορθότητα των θέσεων αυτών. Όμως, ένα Δικαστήριο δικαιούται να καταγράψει την κρίση του και για το χαρακτήρα ενός διαδίκου ή μάρτυρα, όπως αυτός αναδύεται κατά τη δίκη. Με την προϋπόθεση ότι το πράττει με κοσμιότητα και στα πλαίσια της προσπάθειας ανίχνευσης της αλήθειας, ως κριτής όχι μόνο γεγονότων, αλλά και της αξιοπιστίας ή μη του μάρτυρα, (στοιχείο άρρηκτα συνδεδεμένο με το χαρακτήρα ενός εκάστου), δεν εκφεύγει του καθήκοντος του ως κριτή των συνανθρώπων του. Αναμφίβολα, πρέπει να αποφεύγονται χαρακτηρισμοί που δυνατόν να δίνουν την εντύπωση ότι το Δικαστήριο επηρεάστηκε από την δική του καθαρά προσωπική άποψη για το χαρακτήρα του διαδίκου, έξω από κάθε μέτρο ορθής, δίκαιης και φλεγματικής αντιμετώπισης της ενώπιον του διαφοράς. Με φειδώ πρέπει να καταγράφεται οτιδήποτε αγγίζει τον παρουσιαζόμενο στη δίκη χαρακτήρα από διάδικο ή μάρτυρα. Η ανθρώπινη εμπειρία διδάσκει ότι ένας ευγενής και ήπιος μάρτυρας, δεν είναι κατ΄ ανάγκην και ειλικρινής. Και το αντίθετο. Ένας υπερβολικά διαχυτικός ή αναστατωμένος μάρτυρας μπορεί να ορμάται από μια πλειάδα αιτιών, χωρίς να είναι ανειλικρινής. Η απόφαση στη Ντάγκλας ν. Ντάγκλας (2007) 1 Α.Α.Δ. 375, του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Αγγελίδης, αποφασίστηκε στα δικά της ιδιαίτερα γεγονότα και με δεδομένο ότι εκεί το Δικαστήριο έλαβε και εξωγενείς της καθαυτό δίκης παράγοντες υπόψη, δεν καθιέρωσε δε οποιοδήποτε γενικό κανόνα δικαίου.
Η πρωτόδικη κρίση εδώ, δεν αντιμετώπισε έξω από αυτό το μέτρο τον εφεσείοντα. Η κρίση του για αυτόν δεν ήταν η μόνη για την απόρριψη της εκδοχής του. Όπως ήδη υποδείχθηκε, για σειρά λόγων που καταγράφηκαν σε δύο πυκνογραμμένες σελίδες και που έχουν έρεισμα στα πρακτικά, η μαρτυρία του εφεσείοντα θεωρήθηκε αναληθής. Η θέση πρωτοδίκως ότι η αξιοπιστία του είχε πληγεί και για λόγους που ανάγονταν στην όλη συμπεριφορά του στο εδώλιο, ήταν πρόσθετοι και δεν αφαιρούν στο ελάχιστο τις λοιπές καθόλα λογικές κρίσεις του Δικαστηρίου επί της ουσίας. Και αδίκως πλήττεται η απόφαση διότι ο Δικαστής δεν αντιλήφθηκε το κατ’ ισχυρισμόν «ολοφάνερο γεγονός» του αλπινισμού του εφεσείοντα, στο οποίο ο κ. Αγγελίδης τόση σημασία εκ των υστέρων απέδωσε για να δικαιολογήσει το κοκκίνισμα του προσώπου του. Το Δικαστήριο δεν είχε καμιά υποχρέωση να εξετάσει από μόνο του πιθανόν ιατρικό πρόβλημα του εφεσείοντα ή να ερωτήσει τον ιατρό Α. Μάξουτλου, (Μ.Ε.3), γι’ αυτό. Αντίθετα, το [*686]ορθό ήταν, εφόσον ο συνήγορος φαίνεται να γνώριζε το ζήτημα, να οδηγούσε μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε να δώσει εκ των προτέρων τα απαραίτητα εκείνα στοιχεία γνώσης προς το Δικαστήριο, επισημαίνοντας ότι σε τέτοια άτομα πιθανόν να αλλοιώνεται το χρώμα του δέρματος τους κάτω από ορισμένες συνθήκες, χωρίς όμως αυτό να ισοδυναμεί με διάθεση αλλοίωσης και της αλήθειας της μαρτυρίας τους. Αυτό επιβάλλει το αντιπαραθετικό σύστημα που ακολουθείται στην Κύπρο, όπου ο Δικαστής δεν επεμβαίνει στη μαρτυρία ή τον τρόπο παρουσίασης της, που οι ίδιοι οι διάδικοι επιλέγουν να προσφέρουν.
Συναφώς και η αξιολόγηση της εκδοχής του εφεσίβλητου 1 ως αξιόπιστης, ήταν εξίσου εύλογη. Οι συνθήκες του δυστυχήματος, όπως περιγράφηκαν απ’ αυτόν είχαν έρεισμα, εκτός από τη λογικότητα των ιδίων των απαντήσεων του, και στη μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα Στ. Καζέλη, ο οποίος διαπίστωσε ακριβώς την ίδια σειρά γεγονότων, όπως τα ανέφερε ο εφεσίβλητος 1, εκτός από την απώλεια κομματιών ελαστικών από το φορτηγό, δεχόμενος ο τελευταίος, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, ότι πράγματι δεν είχε ο ίδιος δει την αφαίρεση και απώλεια αυτών των κομματιών κατά τη δική του κίνηση. Εύλογα, όπως έκρινε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον αυτός κινείτο στη δεξιά λωρίδα σε μια προσπάθεια να προσπεράσει τα άλλα οχήματα, που εκείνη τη στιγμή κινούνταν στην αριστερή λωρίδα, μη έχοντας προφανώς καλή ορατότητα προς το φορτηγό, το οποίο και δεν είχε ιδιαίτερο λόγο να προσέχει. Η ύπαρξη των κομματιών ελαστικών, άλλωστε, ήταν δεδομένη εφόσον και ο ίδιος ο εφεσείων το ανέφερε τόσο στο Τεκμ. «6» όσο και ενόρκως. Οι απαντήσεις του εφεσίβλητου 1, περαιτέρω, ήταν λογικές και, όπως ορθά διαπίστωσε το Δικαστήριο, σταθερές. Αναδρομή στα σχετικά πρακτικά σελ. 114-118, το επιβεβαιώνει. Δεν συμφώνησε με το σχέδιο του αστυφύλακα Ευθυμίου όταν του υποδείχθηκε στη δίκη, διευκρινίζοντας εύλογα ότι πράγματι είχε συμφωνήσει μ’ αυτό μόλις 1-1½ ώρα μετά το δυστύχημα, αλλά ήταν τότε ζαλισμένος και δεν αισθανόταν καλά. Μάλιστα, με σταθερότητα υπέδειξε ότι είχε πει στον Ευθυμίου ότι είχε φρενάρει και πρέπει να υπήρχαν ίχνη από φρένα στο δρόμο, αλλά ο Ευθυμίου του είπε ότι δεν είχε προσέξει οτιδήποτε. Ορθά, επίσης, στην ολότητα των γεγονότων είπε ότι δεν γνώριζε το λόγο γιατί ο εφεσείων άλλαξε πορεία, συνηγορώντας μάλιστα υπέρ αυτού με ειλικρίνεια, υποστηρίζοντας ότι δεν έτρεχε.
Όσον αφορά τον Καζέλη, ορθά το Δικαστήριο απέδωσε στη μαρτυρία του ουσιαστική υφή, κρίνοντας ταυτόχρονα ότι είπε την αλήθεια. Η ύπαρξη του αυτόπτη αυτού μάρτυρα στην ευρύτερη [*687]σκηνή, επιβεβαιώνεται από το τηλεφώνημα που ο ίδιος έκαμε προς το 199, ζητώντας επώνυμα την αποστολή ασθενοφόρου, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το Τεκμ. «9», το οποίο είναι η αναλυτική κατάσταση των τηλεφωνικών κλήσεων του μάρτυρα για το μήνα Ιούλιο 2002. Στη σελ. 4 του τεκμηρίου καταγράφηκε τηλεφώνημα προς το 199, στις 8.7.02 και ώρα 11.55.41, διάρκειας ενός λεπτού. Να σημειωθεί ότι ουδέποτε ο κ. Αγγελίδης στη σχετικά μακρά αντεξέταση του, υπέβαλε σ΄ αυτόν ότι δεν ήταν στη σκηνή, ή ότι δεν τηλεφώνησε στο 199. Η υποβολή στο τέλος ότι είναι «ένας παραμυθάς», δεν ισοδυναμεί με αμφισβήτηση της ύπαρξης του στη σκηνή. Ούτε το γεγονός ότι ήταν ανεξάρτητος εκτιμητής που χειριζόταν απαιτήσεις, μεταξύ άλλων, και της ασφαλιστικής εταιρείας που κάλυπτε τους εφεσίβλητους 2, ήταν από μόνο του στοιχείο που έριχνε σκιά στην αξιοπιστία του. Σίγουρα η παρουσία του στη σκηνή ήταν τυχαία και δεν θα ήταν δυνατό να γνώριζε, όπως ανέφερε και στην μαρτυρία του, από εκείνη τη δεδομένη στιγμή, ότι το όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος 1 ήταν ασφαλισμένο σε πελάτη του. Ούτε είναι εύλογη η επίκριση του κ. Αγγελίδη ότι ο Καζέλης μεθόδευσε εν τέλει την όλη μαρτυρία για να βοηθήσει τους εφεσίβλητους, ή, ότι επειδή δεν πήγε στην Αστυνομία (πέραν του τηλεφωνήματος στο 199), διότι είχε την εσφαλμένη εκτίμηση ότι ο εφεσείων είχε υψηλόβαθμο συγγενή αστυνομικό στην Πάφο, ήταν από μόνο του γεγονός που αμαύρωνε την ειλικρίνεια του.
Να σημειωθεί, όμως, ότι ως θέμα ορθής δεοντολογικής προσέγγισης, θα έπρεπε να οδηγηθεί ήδη από την κυρίως εξέταση μαρτυρία ως προς τη διασύνδεση του Καζέλη με την ασφαλιστική εταιρεία που κάλυπτε τους εφεσίβλητους, αφαιρώντας έτσι, εκ των προτέρων, σκιές ως προς τον λόγο της μη εξ αρχής αποκάλυψης. Ο δικηγόρος, ενεργώντας ως συλλειτουργός της δικαιοσύνης (δέστε In Re C.D. an Advocate (1969) 1 C.L.R. 376), πάνω στον οποίο το Δικαστήριο επίσης βασίζεται για την απονομή της δικαιοσύνης, πρέπει να προσφέρει αβίαστα όλα τα στοιχεία που είναι στη γνώση του, είτε είναι υπέρ, είτε, ενδεχομένως, εναντίον της υπόθεσης του. Η αλήθεια φωτίζεται μόνο όταν αφαιρούνται όλες οι σκιές.
Τα ως άνω αποτελούν και απάντηση στην επίκριση του κ. Αγγελίδη ως προς την απουσία σαφούς σχολιασμού της μη αποκάλυψης από την κύρια εξέταση. Ένας μάρτυρας απαντά σ’ ό,τι ερωτάται και δεν είναι κατ’ ανάγκην μεμπτό αν ο ίδιος αυτόβουλα, στα πλαίσια των απαντήσεων, δεν προσφέρει κάποια πληροφορία στην οποία και δεν στοχεύει η ερώτηση. Στο «Duty and Art in Advocacy» του Sir Malcolm Hilbery, αναφέρεται στη σελ. 39, σε σχέ[*688]ση με την κυρίως εξέταση ότι:
«The establishment of the necessary facts depends upon the witnesses relating them. They will only relate them if questions are put which give them the opportunity to say what is required.»
Εδώ, ο Καζέλης απάντησε αμέσως και χωρίς περιστροφές όταν ρωτήθηκε στην αντεξέταση για το θέμα, ενώ παρατηρείται ότι και το Δικαστήριο έμμεσα, πλην σαφώς, θεώρησε την πτυχή αυτή ότι δεν αλλοίωνε την αξιοπιστία του. Αυτό προκύπτει από τα όσα το Δικαστήριο κατέγραψε στη σελ. 8 της απόφασης ως προς αυτήν την παραδοχή του Καζέλη, με την αποδοχή της εν γένει μαρτυρίας του στις σελ. 19-20.
Όσον αφορά τη μαρτυρία του αστυφύλακα, δικαίως, κρίνεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι η εξέταση του όλου δυστυχήματος από αυτόν ήταν ελλιπής, εφόσον έπρεπε να είχε διερευνήσει και την ευρύτερη εμπλοκή του φορτηγού και τις τυχόν ευθύνες του οδηγού του στο δυστύχημα που ακολούθησε. Δεν ήταν μόνο η θέση του ιδίου του αστυφύλακα ότι είχε εντοπίσει σε απόσταση 500 περίπου μέτρων από τη σκηνή υπολείμματα ελαστικών. Η κατάθεση, Τεκμ. «6», του ιδίου του εφεσείοντα, υποδείκνυε ότι από το φορτηγό έφευγαν κομμάτια ελαστικών ακόμη και κατά τη στιγμή που ο εφεσείων προσπερνούσε ή ήταν δίπλα από το φορτηγό. Αλλά και ο ίδιος ο οδηγός του φορτηγού στη δική του κατάθεση, Τεκμ. «5», ανέφερε ότι είχε ακούσει ένα μεγάλο κρότο από το δικό του όχημα και αντιλαμβανόμενος ότι έπρεπε να είχε σπάσει ελαστικό, ελάττωσε ταχύτητα και κατευθύνθηκε στο αριστερό κράσπεδο. Σίγουρα ένας εξεταστής θα έπρεπε στη σκηνή να διερευνήσει με επάρκεια όλες τις διαζευκτικές πιθανότητες, ιδιαίτερα τη στιγμή που είχε διαπιστώσει σε γειτνίαση με το δυστύχημα και το φορτηγό όχημα. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση του αστυφύλακα ότι ο εφεσείων οδηγούσε συνέχεια στη δεξιά λωρίδα του αυτοκινητόδρομου δεν ήταν ορθή εφόσον, όπως και ο ίδιος δέχθηκε, δεν μπορούσε να γνωρίζει, δευτερόλεπτα πριν τη σύγκρουση, πού κινείτο το όχημα.
Στα πλαίσια αυτά, συνεξεταζόμενη η κατάθεση του αποβιώσαντα οδηγού του φορτηγού, Τεκμ. «5», με την υπόλοιπη μαρτυρία, ορθά κρίθηκε ότι δεν επιβεβαίωνε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι ήταν συνεχώς στη δεξιά λωρίδα, εφόσον το μόνο που καταγράφηκε από τον οδηγό του φορτηγού στη δήλωση του ημερ. 12.7.02, ήταν ότι ενώ ο ίδιος κατευθυνόταν προς το αριστερό κράσπεδο, από δεξιά του τον προσπέρασε ένα Mercedes και μετά ένα άσπρο Van. Η διαπίστωση του ότι και τα δύο οχήματα τον προ[*689]σπέρασαν από τη δεξιά λωρίδα, δεν σημαίνει βέβαια ότι ο εφεσείων οδηγούσε και προηγουμένως στη δεξιά λωρίδα, εφόσον πουθενά στην κατάθεση του ο αποβιώσας δεν αναφέρει ότι είχε προσέξει από προηγουμένως το όχημα αυτό να κινείται πίσω του. Σε αντίθεση με αυτά που ισχυρίστηκε ενώπιον του Εφετείου ο κ. Αγγελίδης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε διεξοδικά στην κατάθεση του αποβιώσαντα στις σελ. 15-16 της απόφασης του και προέβηκε σε μια εύλογη εκτίμηση της κατάθεσης αυτής υπό το φως της ολότητας της ενώπιον του δοθείσας μαρτυρίας.
Όσον αφορά τον πέμπτο και τελευταίο λόγο έφεσης, όπως ορθά αντέκρουσε στη δική του επιχειρηματολογία ο κ. Μιχαήλ, ο εφεσίβλητος 1 δεν είπε οτιδήποτε διαφορετικό στη μαρτυρία του ή σε διάσταση με την καταχωρηθείσα εκ μέρους του υπεράσπιση. Η υπεράσπιση πολύ ορθά και σε συμφωνία με τους κανόνες δικογραφίας, προέβηκε στην παρ. 4 αυτής στην καταγραφή των ισχυρισμών των εφεσιβλήτων ως προς τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα και η μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 ακριβώς συνήδε με τους ισχυρισμούς αυτούς. Αναμφίβολα, πιθανό κάποια στοιχεία των λεπτομερειών αμελείας της παρ. 5, που κατά βάση είναι νομικοί διαζευκτικοί ισχυρισμοί, όπως ο ισχυρισμός περί υπερβολικής ταχύτητας του εφεσείοντα να μην ήταν σε θέση ο εφεσίβλητος 1 να αναφέρει κατά πόσο ο ίδιος έδωσε οδηγίες προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν διαπιστώνεται όμως καμία ουσιώδης παρέκκλιση μεταξύ δικογραφίας και μαρτυρίας, που είναι βέβαια επιτρεπτό από το Δικαστήριο να εντοπίζεται ως στοιχείο για την τυχόν αξιοπιστία του διαδίκου (δέστε Σοφοκλέους ν. Τσεσμέλογλου (2006) 1 Α.Α.Δ. 1153 στις σελ. 1158-59). Το γεγονός ότι δεν συμφώνησε με τα στοιχεία εκείνα της υπεράσπισης που αναφέρονταν στα κομμάτια από ελαστικό ή τα πιθανά ελαττωματικά φρένα του οχήματος του εφεσείοντα, δεν αλλοιώνει ούτε το γεγονός ότι η όλη υπόθεση όντως κινήθηκε στις σιδηροδρομικές ράγες που έστησαν τα δικόγραφα και δη αυτό της υπεράσπισης, ούτε και ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου καλύπτονταν πλήρως από τη δικογραφία.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο