(2008) 1 ΑΑΔ 716
[*716]9 Ιουνίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
(Συνεκδικαζόμενες Αιτήσεις Αρ. 51/05 και 52/05)
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΓΙΑΣ ΝΑΠΑΣ,
Εφεσείουσα - Ενάγουσα,
ν.
1. ΑΝΤΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ,
2. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
3. ΣΠΥΡΟΥ ΗΛΙΑ,
Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΓΙΑΣ ΝΑΠΑΣ,
Εφεσείουσα - Ενάγουσα,
ν.
1. ΑΝΤΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ,
2. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
3. ΝΙΚΟΛΑ ΜΟΥΛΑΖΙΜΗ,
4. ΑΝΤΩΝΗ ΤΣΟΚΚΟΥ,
Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 188/2006)
Διαιτησία ― Διαιτητική απόφαση εκδοθείσα εναντίον των εφεσιβλήτων και υπέρ της εφεσείουσας συνεργατικής πιστωτικής εταιρείας ― Αίτηση για εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης στη βάση του Άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν.22/85 αντί στη βάση του Άρθρου 21 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ.4 ― Κατά πόσο αποτελούσε την ορθή διαδικασία.
Στην υπόθεση αυτή το Ανώτατο Δικαστήριο, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, διέταξε την εγγραφή διαιτητικής απόφασης για [*717]σκοπούς εκτέλεσής της. Η εγγραφή είχε ζητηθεί από τους εφεσείοντες με την υπό συζήτηση αίτηση στη βάση του Άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν.22/85. Η αίτηση είχε επιδοθεί στους εφεσίβλητους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αφού διαφοροποίησε τη λειτουργία των προνοιών του Άρθρου 21 του περί Διαιτησίας Νόμου από αυτές του Άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου και κατέληξε πως δεν μπορούσε να προωθηθεί η εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης με το είδος της αίτησης που καταχώρησαν οι εφεσείοντες.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:
«Η διαδικασία που οδηγεί στην εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης ως απόφαση Δικαστηρίου είναι, κατά την άποψη μας, ζήτημα τύπου. Για να εκτελεστεί οποιαδήποτε απόφαση Δικαστηρίου χρειάζεται η εμπλοκή του ιδίου, που αφενός την διατάσσει και ταυτόχρονα την εποπτεύει. Επομένως, η διαιτητική απόφαση πρέπει κατά κάποιο τρόπο να καταχωριστεί, να «εγγραφεί» δηλαδή στα αρχεία του πρωτοκολλητείου ως απόφαση Δικαστηρίου, για να προχωρήσει η εκτέλεση της. Γι’ αυτό το σκοπό υπεβλήθη η υπό συζήτηση αίτηση, και μάλιστα επιδόθηκε στους εφεσίβλητους για να προβάλλουν ενώπιον του Δικαστηρίου ο,τιδήποτε ήθελαν, με αναφορά ασφαλώς μόνο στο επίδικο θέμα, της προώθησης δηλαδή της εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης».
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, (Καρακάννα, Ε.Δ.), (Συν. Γεν. Αιτήσεις Αρ. 51/05, 52/05), ημερομ. 29.5.06.
Χρ. Λουκάς και Ε. Λουκά, για την Εφεσείουσα.
Φ. Βαλιαντής, για τον Εφεσίβλητο 1.
Γ. Πιττάτζιης, για την Εφεσίβλητη 2.
Ex tempore
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η εφεσείουσα και στις δύο αιτήσεις, οι οποίες τέθηκαν πρωτοδίκως για εκδίκαση ενώπιον δικαστού του Επαρ[*718]χιακού δικαστηρίου Λάρνακας, είναι η Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Νάπας. Δεν αμφισβητείται πως στις 29.11.2002 και 13.1.2004 εξεδόθη διαιτητική απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων, για £6.011.91 αναφορικά με την εφεσίβλητη 2 και £7.261,36 αναφορικά με τους εφεσίβλητους 2 και 3, πλέον τόκους προς 9.75% ετησίως. από 1.1.2003 μέχρι εξοφλήσεως. Οι εφεσίβλητοι δεν άσκησαν το δικαίωμα έφεσης εναντίον της διαιτητικής απόφασης καθώς προβλέπεται στο Άρθρο 52(4) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν.22/85, όπως έχει τροποποιηθεί. Με την υπό συζήτηση αίτηση οι εφεσείοντες ζήτησαν από το δικαστήριο όπως η διαιτητική απόφαση εκτελεστεί ως απόφαση Δικαστηρίου σε πολιτική δικαιοδοσία, όπως διαλαμβάνεται στην παράγρ. (5) του Άρθρου 52, που έχει ως εξής: «αν οποιαδήποτε απόφαση του διαιτητή ή των διαιτητών, με βάση το εδάφιο 2 δεν έχει εφεσιβληθεί στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το εδάφιο 4, ή αν η έφεση κατ΄αυτής εγκαταληφθεί ή αποσυρθεί η διαιτητική απόφαση είναι τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως αν να ήταν απόφαση πολιτικού Δικαστηρίου.»
Τέτοιου είδους αιτήσεις, σύμφωνα με πάγια πρακτική, γινόντουσαν άνευ κλήσεως. Δικαστές όμως του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρτεμίδης, Δ. και Κωνσταντινίδης, Δ.) σε αιτήσεις για την έκδοση εντάλματος certiorari έκριναν πως το Άρθρο 21 του περί Διαιτησίας Νόμου, που ειδικά προβλέπει πως διαιτητική απόφαση, η οποία εκδίδεται στη βάση συνυποσχετικού, επιβάλλει την επίδοση της αιτήσεως και στα ενδιαφερόμενα μέρη. (Να σημειώσω πως η πρώτη επί του θέματος απόφαση ήταν του αδελφού δικαστή Κωνσταντινίδη και την υιοθέτησε ο Αρτεμίδης, Δ. αργότερα). Το Άρθρο 21 του περί Διαιτησίας Νόμου προνοεί πως με άδεια του Δικαστηρίου η διαιτητική απόφαση εκτελείται ως δικαστική απόφαση, και σε τέτοια περίπτωση δύναται να καταχωρηθεί δικαστική απόφαση με περιεχόμενο εκείνο της διαιτητικής απόφασης.
Η υπό συζήτηση αίτηση, που καταχώρισαν οι εφεσείοντες, επιδόθηκε στους εφεσίβλητους. Η πρωτόδικος δικαστής από μόνη της ήγειρε νομικό ζήτημα και αφού έδωσε την ευκαιρία στους δικηγόρους να εκφράσουν τις απόψεις τους επ΄αυτού, απέρριψε την αίτηση. Η δικαστής διαφοροποίησε τη λειτουργία του Άρθρου 21 του περί Διαιτησίας Νόμου, τις πρόνοιες του οποίου παραθέσαμε πιο πάνω, και αυτές του Άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου. Συμπέρανε, συγκεκριμένα, πως το Άρθρο 21 του περί Διαιτησίας Νόμου εφαρμόζεται όπου υπάρχει συνυποσχετικό, συμφωνία δηλαδή, για παραπομπή της διαφοράς των συμβαλλομένων σε διαιτησία, ενώ το Άρθρο 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, μολονότι παραπέμπει στον περί Διαιτησίας Νόμο [*719]Κεφ. 4, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις παραπομπής της διαφοράς από τον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών σε διαιτησία. Επομένως, κατέληξε η δικαστής, δεν μπορούσε να προωθηθεί η εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης με το είδος της αίτησης που καταχώρισαν οι εφεσείοντες.
Το αποτέλεσμα βεβαίως της πρωτόδικης απόφασης είναι να παραμένει ανεκτέλεστη η διαιτητική απόφαση, μολονότι το Άρθρο 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου ειδικά προβλέπει πως, εφόσον παρέλθει η περίοδος της υποβολής έφεσης, η απόφαση του διαιτητή εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως να ήταν απόφαση πολιτικού Δικαστηρίου. Δεν δόθηκε δηλαδή θεραπεία στους εφεσείοντες, η οποία αφορούσε μάλιστα στην εκτέλεση διαιτητικής απόφασης, που προσελάμβανε, για σκοπούς εκτέλεσης σύμφωνα με το Νόμο, την ισχύ απόφασης πολιτικού Δικαστηρίου.
Έχουμε τη γνώμη πως η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη. Η διαδικασία που οδηγεί στην εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης ως απόφαση Δικαστηρίου είναι, κατά την άποψη μας, ζήτημα τύπου. Για να εκτελεστεί οποιαδήποτε απόφαση Δικαστηρίου χρειάζεται η εμπλοκή του ιδίου, που αφενός την διατάσσει και ταυτόχρονα την εποπτεύει. Επομένως, η διαιτητική απόφαση πρέπει κατά κάποιο τρόπο να καταχωριστεί, να «εγγραφεί“ δηλαδή στα αρχεία του πρωτοκολλητείου ως απόφαση Δικαστηρίου, για να προχωρήσει η εκτέλεση της. Γι΄αυτό το σκοπό υπεβλήθη η υπό συζήτηση αίτηση, και μάλιστα επιδόθηκε στους εφεσίβλητους για να προβάλουν ενώπιον του Δικαστηρίου ο,τιδήποτε ήθελαν, με αναφορά ασφαλώς μόνο στο επίδικο θέμα, της προώθησης δηλαδή της εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης.
Η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Εκδίδεται διάταγμα εγγραφής της διαιτητικής απόφασης για σκοπούς εκτέλεσης της. Οι εφεσίβλητοι θα επωμιστούν τα έξοδα πρωτοδίκως και ενώπιον μας.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο