Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ ν. Ιάκωβου Φιλίππου (2008) 1 ΑΑΔ 720

(2008) 1 ΑΑΔ 720

[*720]11 Ιουνίου, 2008

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΚΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

ΑΝΔΡΕΑ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες - Αιτητές,

ν.

ΙΑΚΩΒΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

Εφεσιβλήτου - Καθ’ ου η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 56/2007)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε με ένταλμα Certiorari διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού για κατάσχεση και πώληση ακινήτου το οποίο η τέως σύζυγος πώλησε στους αιτητές στην παρούσα διαδικασία ― Ύπαρξη εναλλακτικών ένδικων μέσων στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων για παράκαμψη του κανόνα ότι όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο δεν χωρεί αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari ― Η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων πρέπει να αποδεικνύεται πάντοτε, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται η έκδοση του εντάλματος Certiorari.

Το Ανώτατο Δικαστήριο έδωσε άδεια για καταχώρηση αιτήσεων για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Prohibition εναντίον τριών διαταγμάτων του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού που εκδόθηκαν στις 12.9.2006 σε σχέση με ακίνητο πρώην συζύγων στην περιοχή Αγίου Αθανασίου στη Λεμεσό, το οποίο η πρώην σύζυγος Αρίστη Φιλίππου - καθ’ ης η αίτηση στην παρούσα διαδικασία πώλησε στους αιτητές στην παρούσα διαδικασία. Οι αιτητές επικαλούντο έλλειψη δικαιοδοσίας, υπέρβαση εξουσίας και έκδηλη πλάνη νόμου, εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με το πρώτο διάταγμα κηρυσσόταν άκυρη η μεταβίβαση του προαναφερθέντος ακινήτου από την εξ αποφάσεως οφειλέτιδα – καθ’ ης η αίτηση Αρίστη Φιλίππου προς τους αιτητές ως δόλια. Με το δεύτερο διάταγμα διατασσόταν η κατάσχεση και πώληση του ακινήτου προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους της εξ αποφάσεως οφειλέτιδας – καθ’ ης η αί[*721]τηση προς τον πιστωτή – αιτητή. Με το τρίτο διάταγμα διατασσόταν η εγγραφή του εξ αποφάσεως χρέους, ως επιβάρυνσης επί του ακινήτου, ως να επρόκειτο περί εγγραφής δυνάμει των Άρθρων 53 και 62 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6.

Οι αιτήσεις με κλήση για την έκδοση των αιτούμενων ενταλμάτων απορρίφθηκαν για το πρώτο και τρίτο διάταγμα, όχι όμως και για το δεύτερο διάταγμα το οποίο και ακυρώθηκε με Certiorari λόγω του ότι αυτό καταστρατηγούσε τη Δ.34, θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα έφεση αμφισβητώντας την ορθότητα της απόφασης υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην εκτίμησή του ότι δεν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις ένεκα των οποίων θα ήταν ορθό και δίκαιο να εκδοθούν τα ζητηθέντα εντάλματα Certiorari και Prohibition ως προς το μέρος των αιτήσεων για το οποίο δεν εκδόθηκαν.

Αποφασίστηκε ότι:

Στους εφεσείοντες προσφερόταν η δυνατότητα άσκησης έφεσης και δεν συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις είτε στο στάδιο των αιτήσεων για άδεια για καταχώρηση αίτησης, είτε στο στάδιο των αιτήσεων με κλήση για έκδοση των ενταλμάτων Certiorari και Prohibition, οι οποίες να καθιστούσαν συζητήσιμο ότι έπρεπε να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα για τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για ένταλμα Certiorari και Prohibition ή, a fortiori, για την έκδοση εντάλματος Certiorari και Prohibition. Ο δυσμενής επηρεασμός των οικονομικών τους συμφερόντων δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστούσε εξαιρετικές περιστάσεις. Τα δε οικονομικά συμφέροντα του ενδιαφερόμενου μέρους 2, ήτοι της Τράπεζας Κύπρου, ως ενυπόθηκου δανειστή, δεν μπορούσαν να επηρεασθούν, εφόσον η εγκυρότητα της προς όφελος της υποθήκης, όπως ρητά ανέφερε το Οικογενειακό Δικαστήριο, δεν επηρεαζόταν από τα διατάγματά του. Τα πράγματα δεν διαφοροποιούνται από τη θέση του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εξέτασε τις αιτήσεις με κλήση ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις ένεκα των οποίων μπορούσε να εκδοθεί προνομιακό ένταλμα για την ακύρωση του δεύτερου διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου, όχι όμως του πρώτου και του τρίτου.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

[*722]Αναφερόμενη Υπόθεση:

Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (Νικολάτος, Δ.), (Αιτήσεις Αρ. 69/06, 70/06), ημερομ. 20.2.07.

Χρ. Χατζηστερκώτης, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Νικολάου, για τον Εφεσίβλητο.

Γ. Βλαδιμήρου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1, Αρίστη Φιλίππου.

Μ. Αντωνίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2, Τράπεζα Κύπρου Λτδ.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με τις υπ’ αριθμό 65/2006 και 66/2006 μονομερείς αιτήσεις, οι εφεσείοντες ζήτησαν την άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Prohibition, αντίστοιχα, αναφορικά με τρία διατάγματα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, που εκδόθηκαν στις 12.9.2006, στην Αίτηση αρ. 95/1997. Με το πρώτο διάταγμα κηρυσσόταν άκυρη η μεταβίβαση του ακινήτου με αρ. εγγραφής 11064 Φυλ.Σχ. LIV/27, Τεμάχιο 104, στην περιοχή Αγίου Αθανασίου Λεμεσού, από την εξ αποφάσεως οφειλέτιδα - καθ΄ης η αίτηση Αρίστη Φιλίππου, από τη Λεμεσό, προς τις Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ, που έγινε την 1.6.2001, ως δόλια μεταβίβαση και/ή ως μεταβίβαση που έγινε για καταδολίευση του εξ αποφάσεως πιστωτή-αιτητή Ιάκωβου Φιλίππου. Με το δεύτερο διάταγμα διατασσόταν η κατάσχεση και πώληση του ακινήτου προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους της εξ αποφάσεως οφειλέτιδας-καθ΄ης η αίτηση προς τον πιστωτή-αιτητή. Με το τρίτο διάταγμα διατασσόταν, ταυτόχρονα με την ακύρωση της μεταβίβασης του ακινήτου και την επανεγγραφή του στο όνομα της εξ αποφάσεως οφειλέτιδας, η εγγραφή του εξ αποφάσεως χρέους, [*723]ως επιβάρυνσης επί του ακινήτου, με τις ίδιες συνέπειες που έχει η εγγραφή, δυνάμει των Άρθρων 53 και 62 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.

Ο συνάδελφός μας, που επιλήφθηκε των αιτήσεων, τις ενέκρινε με το ακόλουθο σκεπτικό:

“Όπως ανέφερα έχω πειστεί ότι εκ πρώτης όψεως το Πρωτοβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία του στην προκείμενη περίπτωση και θεωρώ επίσης ότι, παρά το γεγονός ότι οι αιτητές έχουν δικαίωμα να εφεσιβάλουν την πρωτόδικη απόφαση, συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, όπως προνοείται στη σχετική νομολογία, για την παροχή άδειας για καταχώριση αιτήσεων για προνομιακά εντάλματα Certiorari και Prohibition στους αιτητές. Κατά την εκτίμηση μου οι εξαιρετικές περιστάσεις στην προκείμενη περίπτωση, εκτός από την εκ πρώτης όψεως υπέρβαση της δικαιοδοσίας του πρωτοδίκου δικαστηρίου, είναι ο δυσμενής επηρεασμός των νομίμων συμφερόντων των αιτητών αλλά πιθανόν και των ενυπόθηκων δανειστών των αιτητών, δηλαδή της Τράπεζας Κύπρου. Αναφορικά με αυτό το ζήτημα των εξαιρετικών περιστάσεων, ιδιαίτερη σημασία έχουν τα διατάγματα του Πρωτοδίκου Οικογενειακού Δικαστηρίου υπό στοιχεία 3 και 4, τα οποία αναφέρονται στις σελ. 25 και 26 της προσβαλλόμενης απόφασης.”

Ακολούθως, αφού καταχωρήθηκαν οι αιτήσεις με κλήση υπ’ αριθμό 69/2006 και 70/2006 για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Prohibition, αντίστοιχα, οι δε καθ΄ων η αίτηση καταχώρησαν τις ενστάσεις τους, ο συνάδελφός μας, αφού άκουσε και τις αγορεύσεις των διαδίκων, απέρριψε τις αιτήσεις για το πρώτο και το τρίτο διάταγμα ενώ, για το δεύτερο διάταγμα, ενέκρινε την αίτηση για Certiorari και το ακύρωσε. Καταληκτικά, ανέφερε και τα εξής:

“Εν όψει των όσων προσπάθησα να εξηγήσω δεν διακρίνω έλλειψη δικαιοδοσίας, υπέρβαση εξουσίας, έκδηλη πλάνη νόμου, εκ μέρους του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ή οποιοδήποτε άλλο λόγο για τον οποίο δικαιολογείται η έκδοση των ζητουμένων προνομιακών ενταλμάτων, εκτός από τον προαναφερόμενο λόγο της καταστρατήγησης της Δ.34, θ.5 από το δεύτερο διάταγμα που εξέδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο. Παρατηρώ επίσης ότι οι αιτητές δεν έδειξαν και οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις ένεκα των οποίων θα ήταν ορθό και δίκαιο να εκ[*724]δοθούν τα ζητούμενα προνομιακά εντάλματα, δεδομένου ότι στην προκείμενη περίπτωση το ένδικο μέσο της έφεσης ήταν διαθέσιμο για τους αιτητές και μάλιστα αυτοί, μετά την έκδοση της αδείας του Δικαστηρίου για καταχώριση αιτήσεων για προνομιακά εντάλματα, καταχώρισαν και έφεση εναντίον της απόφασης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου (έστω και αν αργότερα δήλωσαν ότι θα την απέσυραν). Εξαιρετικές περιστάσεις συντρέχουν μόνο για την ακύρωση του προαναφερόμενου δευτέρου διατάγματος που εξέδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεδομένης της καταστρατήγησης της προαναφερόμενης δικονομικής πρόνοιας και κατ’ επέκταση της υπέρβασης της εξουσίας του δικαστηρίου.”

Με την ενώπιόν μας έφεση οι εφεσείοντες επιδιώκουν την ανατροπή της απόφασης του συναδέλφου μας ως προς το μέρος της με το οποίο απορρίφθηκαν οι αιτήσεις τους για Certiorari και Prohibition.

Προβάλλονται ως λόγοι έφεσης ότι ο συνάδελφός μας (α) έσφαλε θεωρώντας ότι το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης 95/1997 και εκδώσει την απόφασή του της 12.9.2006*, (β) έσφαλε στην ερμηνεία των προνοιών της Δ.34, θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και δεν ακύρωσε και το τρίτο διάταγμα που εκδόθηκε στην απόφαση της 12.9.2006, και, (γ) έσφαλε στην εκτίμησή του ότι δεν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις ένεκα των οποίων θα ήταν ορθό και δίκαιο να εκδοθούν τα ζητηθέντα εντάλματα Certiorari και Prohibition ως προς το  μέρος των αιτήσεων για το οποίο δεν εκδόθηκαν.

Θα ασχοληθούμε πρώτα με τον τρίτο λόγο έφεσης. Σύμφωνα με το δικηγόρο των εφεσειόντων υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την έκδοση των ζητουμένων προνομιακών ενταλμάτων, εν πάση δε περιπτώσει “το Ανώτατο Δικαστήριο στην Μονομελή Σύνθεση του στην απόφαση του με την οποία χορήγησε την άδεια για καταχώρηση των προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Prohibition δέκτηκε ότι υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων το γεγονός των σαρωτικών και/ή καταστροφικών συνεπειών που θα έχει το διάταγμα στην περιουσία και/ή στα οικονομικά συμφέροντα των αιτητών-εφεσειόντων.”

[*725]Η εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535, στις σελίδες 1541 και 1542, λέχθηκαν τα εξής:

“Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα.  (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή “ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα”. Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.”

Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρχαν ενώπιον του συναδέλφου μας οποιαδήποτε δεδομένα, είτε στο στάδιο των αιτήσεων για άδεια για καταχώρηση αίτησης, είτε στο στάδιο των αιτήσεων με κλήση για έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition, τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι συνιστούσαν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούσαν συζητήσιμο ότι έπρεπε να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα για τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για ένταλμα Certiorari και Prohibition ή, a fortiori, για την έκδοση εντάλματος Certiorari και Prohibition. Στους εφεσείοντες προσφερόταν άλλη θεραπεία, ήτοι έφεση, την οποία μάλιστα, αν και καταχώρησαν, αργότερα την απέσυραν. Ο δυσμενής επηρεασμός των οικονομικών συμφερόντων των εφεσειόντων δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστούσε εξαιρετικές περιστάσεις. Τα δε οικονομικά συμφέροντα του ενδιαφερομένου μέρους 2, ήτοι της Τράπεζας Κύπρου, ως ενυπόθηκου δανειστή, δεν μπορούσαν να [*726]επηρεασθούν, εφόσον η εγκυρότητά της προς όφελος της υποθήκης, όπως ρητά ανέφερε το Οικογενειακό Δικαστήριο, δεν επηρεαζόταν από τα διατάγματά του. Το γεγονός ότι ο συνάδελφός μας, με την απόφασή του να χορηγήσει άδεια για καταχώρηση των υπό συζήτηση ενταλμάτων, δέχτηκε ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις, λαμβάνοντας υπόψη, πέραν της εκ πρώτης όψεως υπέρβασης δικαιοδοσίας, τις δυσμενείς συνέπειες που θα είχε το διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου στα οικονομικά συμφέροντα των εφεσειόντων και, πιθανόν, του ενυπόθηκου δανειστή, ήτοι της Τράπεζας Κύπρου, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Το ίδιο ισχύει και για το γεγονός ότι ο συνάδελφός μας, στην απόφασή του στις αιτήσεις με κλήση, δέχτηκε ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις ένεκα των οποίων μπορούσε να εκδοθεί προνομιακό ένταλμα για την ακύρωση του δεύτερου διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου, όχι όμως του πρώτου και του τρίτου.

Δοθέντος ότι, για τους λόγους που μόλις εξηγήσαμε, ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί, δεν θα προχωρήσουμε στην εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, εφόσον η εξέτασή του τελεί υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

*      Ο λόγος αυτός απεσύρθη με δήλωση του δικηγόρου των εφεσειόντων ενώπιόν μας στις 11.12.2007.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο