Iακώβου Kυριάκος Kυπριανού και Άλλος ν. Zωής Iωάννου Zάπρη (2008) 1 ΑΑΔ 926

(2008) 1 ΑΑΔ 926

[*926]11 Σεπτεμβρίου, 2008

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

1.         ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ,

2.         ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΙΑΚΩΒΟΥ,

Εφεσείοντες - Εναγόμενοι,

ν.

ΖΩΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΖΑΠΡΗ,

Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 29/2007)

 

Συμβάσεις ― Αντιπροσωπεία ― Δημιουργία αντιπροσωπείας μέσω γενικού πληρεξουσίου εγγράφου για πραγματοποίηση μεταβίβασης ακινήτων προς τον αντιπροσωπευόμενο ― Επαναμεταβίβαση από τον αντιπρόσωπο των ιδίων ακινήτων σε άλλο πρόσωπο με τη χρήση του ιδίου πληρεξουσίου, εν αγνοία του αντιπροσωπευόμενου ― Δικαίωμα αντιπροσωπευόμενου για καταγγελία της συναλλαγής στη βάση του Άρθρου 175 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149 ― Κατά πόσο η επαναμεταβίβαση των ακινήτων ήταν έγκυρη.

Συμβάσεις ― Αντιπροσωπεία ― Κατά πόσο ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει να τερματίσει τη σύμβαση της αντιπροσωπείας ή να ανακαλέσει το γενικό πληρεξούσιο, ως εκ του οποίου αυτή δημιουργήθηκε, πριν από την έγερση αγωγής για παράβαση της σύμβασης ή της πληρεξουσιότητας.

Αγωγή ― Καθυστέρηση στην καταχώρηση αγωγής ― Κατά πόσο δημιούργησε κώλυμα στην ενάγουσα σε σχέση με τη διεκδίκηση των ισχυριζόμενων αγώγιμων δικαιωμάτων της.

Η εφεσίβλητη, μόνιμη κάτοικος Αυστραλίας, υπέγραψε γενικό πληρεξούσιο με πληρεξουσιοδόχο τον πατέρα της, εφεσείοντα 2, για να ενεργήσει για τη δια δωρεάς μεταβίβαση τεσσάρων κτημάτων στη Χοιροκοιτία επ’ ονόματί της, μέσα στα πλαίσια του διαμερισμού της οικογενειακής περιουσίας η οποία έγινε κατά τον Οκτώβριο του 1979. Τον Ιανουάριο του 2000 ο εφεσείων 2, χρησιμοποίησε ξανά το γενικό πληρεξούσιο για να επαναμεταβιβάσει, και πάλι δια δωρεάς, τα ίδια τέσσερα κτήματα, από το όνομα της εφεσίβλητης στο όνομα του γιου του και αδελφού της [*927]εφεσίβλητης, εφεσείοντος 1.

Η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή στο Ε.Δ. Λάρνακας με στόχο την ακύρωση της δεύτερης μεταβίβασης των κτημάτων στο όνομα του αδελφού της. Στην έκθεση απαιτήσεως πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι το 1979 ξεγελάστηκε και δεν γνώριζε ότι το έγγραφο που υπέγραψε ήταν γενικό πληρεξούσιο. Επίσης ότι ο πατέρας της, εφεσείων 2, ενήργησε κατά παράβαση και/ή κατάχρηση των καθηκόντων και υποχρεώσεών του, ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπός της, όταν μεταβίβαζε τα κτήματα στο όνομα του εφεσείοντος 1 χωρίς την έγκριση ή τη γνώση της. Στον εφεσείοντα 1 καταλόγισε συνυπευθυνότητα, συνέργεια και συνωμοσία με τον εφεσείοντα 2 στις επιλήψιμες πράξεις, που την οδήγησαν τελικά στην αποστέρηση των κτημάτων που της είχαν δωρηθεί. Οι εφεσείοντες 1 και 2, στην κοινή τους υπεράσπιση πρόβαλαν, μεταξύ άλλων, τον ισχυρισμό ότι η επ’ ονόματι της εφεσίβλητης δωρεά που έγινε, με βάση το γενικό πληρεξούσιο, συνοδευόταν από μια προϋπόθεση και ή υποχρέωση της εφεσίβλητης, ήτοι να φροντίζει, επιμελείται και περιθάλπει τους γονείς της στα γηρατειά τους. Όμως, η εφεσίβλητη δεν τήρησε την υποχρέωσή της, εξού και ο πατέρας της, εφεσείων 2, σύμφωνα με τις εξουσίες και τους όρους του γενικού πληρεξουσίου που κατείχε, προχώρησε στην επαναμεταβίβαση των τεσσάρων κτημάτων, από το όνομα της εφεσίβλητης στο όνομα του γιου του, εφεσείοντος 1.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δήλωσε ότι οι μεταβιβάσεις των τεσσάρων κτημάτων στο όνομα του εφεσείοντος 1 ήσαν άκυρες και διέταξε όπως αυτά επανεγγραφούν επ’ ονόματι της εφεσίβλητης.

Οι εφεσείοντες 1 και 2 εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

1.  Η μη ανάκληση του γενικού πληρεξουσίου δημιούργησε κώλυμα για την εφεσίβλητη να ισχυρίζεται ότι οι οποιεσδήποτε πράξεις του εφεσείοντος 2 «ήταν άνευ εξουσιοδότησης και ή ήταν παράνομες και ή άλλως επιλήψιμες».

2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι:

(α)   η μεταβίβαση των κτημάτων στο όνομα του εφεσείοντος 1 δεν ήταν νόμιμη, εφόσον, καθώς το Δικαστήριο αποδέχθηκε, αυτή έγινε όταν ήταν σε ισχύ το πληρεξούσιο, και

(β)   ο εφεσείων 2 παραβίασε τις υποχρεώσεις του ως αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης, όταν προέβαινε στην επίδικη μεταβίβαση.

[*928]3.      Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναγκαιότητα επικύρωσης εκ των υστέρων της όποιας δωρεάς από την εφεσίβλητη, δεν συγκεράζεται με το εύρημά του ότι, κατά τον καταρτισμό του γενικού πληρεξουσίου, οι διάδικοι είχαν την κοινή αντίληψη ότι, ο εφεσείων 2 θα μπορούσε να διαχειρίζεται τα ακίνητα όπως ο ίδιος ήθελε για τη συμβίωσή του.

4.  Η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη και αναιτιολόγητη.

5.  Είχε δημιουργηθεί κώλυμα για την εφεσίβλητη λόγω της καθυστέρησής της, για δύο περίπου χρόνια, αφότου έλαβε γνώση της επίδικης μεταβίβασης, να καταχωρήσει την αγωγή εναντίον των εφεσειόντων.

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε αξιολόγηση «μέρους της μαρτυρίας» της εφεσίβλητης. Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων, το μέρος της μαρτυρίας της εφεσίβλητης που δεν αξιολόγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχετίζεται με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι «η ίδια δεν ομιλούσε και ή δεν ομιλεί και ή δεν γνώριζε και ή δεν γνωρίζει την Ελληνική γλώσσα και ότι δυνάμει τούτης της αδυναμίας της δεν κατανοεί τη φύση και το περιεχόμενο του πληρεξουσίου εγγράφου ημερ. 27.8.1979».

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο αντιπροσωπευόμενος δεν οφείλει να τερματίσει τη σύμβαση αντιπροσωπείας ή να ανακαλέσει το γενικό πληρεξούσιο, ως εκ του οποίου αυτή δημιουργήθηκε, πριν από την έγερση αγωγής για παράβαση της σύμβασης ή της πληρεξουσιότητας. Εν πάση περιπτώσει, η εκ μέρους της εφεσίβλητης καταχώρηση της αγωγής, με τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν, ισοδυναμούσε με τερματισμό της σύμβασης αντιπροσωπείας και με ανάκληση της πληρεξουσιότητας.

2.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο όλο ζήτημα υποστηρίζεται πλήρως από το περιεχόμενο των Άρθρων 142, 171 και 174 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, τα οποία και επικαλέσθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως και από τα λεχθέντα στην Kakoullou v. Kakoullou (1987) 1 C.L.R. 547, τα γεγονότα της οποίας ήταν ταυτόσημα με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

     Περαιτέρω, ο εφεσείων 2, ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος, ήταν σε θέση εμπιστοσύνης (fiduciary position) έναντι της εφεσίβλητης και, ως εκ τούτου, υπείχε έναντί της καθήκον εντιμότητας, πίστης και επιμέλειας, όπως και καθήκον να προωθεί τα συμφέροντά της και όχι τα δικά του συμφέροντα ή τα συμφέροντα οποιουδήποτε τρίτου. Ο δε [*929]εφεσείων 1 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καλόπιστος τρίτος στη συναλλαγή, αφού, εν γνώσει του, υποβοηθούσε τον εφεσείοντα 2 να υπερβεί του όρους της πληρεξουσιότητάς του. Ως εκ τούτου οι πράξεις του εφεσείοντος 2 δεν ήταν δεσμευτικές έναντι της εφεσίβλητης.

3.  Η διαχείριση της περιουσίας – από τους γονείς – για τη δική τους συμβίωση, κάθε άλλο παρά σημαίνει ή επιτρέπει την αποξένωση της περιουσίας διά δωρεάς. Σημαίνει, απλώς, ότι οι γονείς δικαιούνται π.χ. να καλλιεργούν ή να ενοικιάζουν την περιουσία προς ίδιο όφελος.

4.  Δεν έχει τεκμηριωθεί ο λόγος έφεσης για έλλειψη αιτιολογίας της εκκαλούμενης απόφασης.

5.  Το διάστημα των δύο χρόνων που μεσολάβησε, αφότου η εφεσίβλητη έλαβε γνώση της επίδικης μεταβίβασης μέχρι την καταχώρηση της αγωγής, δεν μπορεί εύλογα να θεωρηθεί, υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, τόσο μεγάλο που να αποστερεί την εφεσίβλητη από τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της στην Κύπρο.

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε εκτενώς τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και ανέφερε στην απόφασή του ότι κατά την υπογραφή του πληρεξουσίου εγγράφου οι διάδικοι γνώριζαν, περιλαμβανομένης και της ενάγουσας, ότι πέραν της εξουσίας για μεταβίβαση της οικογενειακής περιουσίας παρέμεινε το δικαίωμα διαχείρισης των κτημάτων στον πατέρα τους.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Kakoullou v. Kakoullou (1987) 1 C.L.R. 547,

Πρωτοπαπά v. Πρωτοπαπά κ.ά. (2002) 1(Β).Α.Α.Δ. 1329.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, (Κληρίδης, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3876/04), ημερ. 20.12.06.

Χρ. Ιωαννίδης, για τους Εφεσείοντες.

[*930]Κ. Καλλής με Α. Ηλία, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη (ενάγουσα) είναι κόρη του εφεσείοντος 2 (εναγομένου 2) και αδελφή του εφεσείοντος 1 (εναγόμενου 1). Κατά τον Οκτώβριο του 1979 έγινε διαμερισμός της οικογενειακής ακίνητης περιουσίας, στα πλαίσια του οποίου οι γονείς της εφεσίβλητης, η οποία διαμένει μόνιμα στην Αυστραλία, μεταβίβασαν, δια δωρεάς, στο όνομά της τέσσερα κτήματα που βρίσκονται στη Χοιροκοιτία. Για να καταστεί δυνατή η μεταβίβαση στην Κύπρο, στην απουσία της εφεσίβλητης, αυτή υπέγραψε γενικό πληρεξούσιο με πληρεξουσιοδόχο τον πατέρα της, εφεσείοντα 2. Πολλά χρόνια αργότερα, συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 2000, ο πατέρας της εφεσίβλητης, εφεσείων 2, χρησιμοποίησε ξανά το γενικό πληρεξούσιο για να επαναμεταβιβάσει, και πάλι δια δωρεάς, τα ίδια τέσσερα κτήματα, από το όνομα της εφεσίβλητης στο όνομα του γιου του και αδελφού της εφεσίβλητης, εφεσείοντος 1.

Με την υπ’ αριθμό 3876/2004 αγωγή, που καταχώρησε στο Ε.Δ. Λάρνακας, η εφεσίβλητη, θεωρώντας τη δεύτερη μεταβίβαση των κτημάτων στο όνομα του αδελφού της ως επιλήψιμη, παράτυπη και δόλια, επιδίωξε την ακύρωσή της. Στην έκθεση απαιτήσεως πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι το 1979 ξεγελάστηκε και δεν γνώριζε ότι το έγγραφο που υπέγραψε ήταν γενικό πληρεξούσιο. Πρόβαλε, επίσης, τον ισχυρισμό ότι ο πατέρας της, εφεσείων 2, ενήργησε κατά παράβαση και/ή κατάχρηση των καθηκόντων και υποχρεώσεών του, ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπός της, όταν μεταβίβαζε τα κτήματα στο όνομα του γιου του, εφεσείοντος 1, χωρίς την έγκριση ή τη γνώση της. Καταλόγισε δε και στον αδελφό της, εφεσείοντα 2, συνυπευθυνότητα, συνέργεια και συνομωσία με τον πατέρα της, εφεσείοντα 1, στις επιλήψιμες πράξεις, που τελικά οδήγησαν στην αποστέρηση από την ίδια των κτημάτων που της είχαν δωρηθεί. Απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης, οι εφεσείοντες 1 και 2 αντέτειναν, στην κοινή τους Υπεράσπιση, ότι ενήργησαν καθόλα νόμιμα. Πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι, το 1979, η εφεσίβλητη υπέγραψε το γενικό πληρεξούσιο προς τον πατέρα της, εφεσείοντα 2, χωρίς να ξεγελαστεί από οποιονδήποτε και με πλήρη επίγνωση του τι υπέγραφε. Περαιτέρω, οι εφεσείοντες 1 και 2 πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι η επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης δωρεά που έγινε, με βάση το γενικό πληρεξούσιο, συνοδευόταν από μια προϋπόθεση και ή υποχρέωση της εφεσίβλητης, ήτοι να φροντίζει, επιμε[*931]λείται και περιθάλπει τους γονείς της στα γηρατειά τους. Όμως, η εφεσίβλητη δεν τήρησε την υποχρέωσή της, εξού και ο πατέρας της, εφεσείων 2, σύμφωνα με τις εξουσίες και τους όρους του γενικού πληρεξουσίου που κατείχε, προχώρησε στην επαναμεταβίβαση των τεσσάρων κτημάτων, από το όνομα της εφεσίβλητης στο όνομα του γιου του, εφεσείοντος 1. Παρά δε το γεγονός ότι η εφεσίβλητη έλαβε γνώση αυτής της επαναμεταβίβασης, εν τούτοις, δεν προέβη έγκαιρα σε οποιαδήποτε ενέργεια, πριν την καταχώρηση της αγωγής εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διακρίβωσε ότι δύο ήσαν τα κύρια επίδικα θέματα τα οποία έχρηζαν εξέτασης, ήτοι (α) η νομιμότητα και η εν γένει εγκυρότητα της κατάρτισης και εκτέλεσης του πληρεξουσίου εγγράφου από την εφεσίβλητη, το 1979, και (β) η νομιμότητα και η εν γένει εγκυρότητα της μεταβίβασης των τεσσάρων κτημάτων από τον εφεσείοντα 2 προς τον εφεσείοντα 1, με βάση το γενικό πληρεξούσιο, το 2000, και αφού αναφέρθηκε στη συναφή με αυτά μαρτυρία, την οποία και αξιολόγησε, κατέληξε στα ακόλουθα “πιο βασικά”, όπως τα χαρακτήρισε, ευρήματα:

“1. Ότι η ενάγουσα υπέγραψε το επίδικο πληρεξούσιο έγγραφο χωρίς άσκηση οποιασδήποτε επιλήψιμης πράξης ή παράλειψης από οποιονδήποτε και ότι γνώριζε πως με το έγγραφο εκείνο ο πατέρας της – εναγόμενος 2 εξουσιοδοτείτο να μεταβιβάσει στο όνομα της τα τέσσερα επίδικα κτήματα και ότι θα μπορούσε να πράττει σε σχέση με αυτά ό,τι και η ίδια θα μπορούσε σαν ιδιοκτήτρια.

2. Ούτε η υπογραφή/κατάρτιση του πληρεξουσίου αλλ’ ούτε και η μεταβίβαση στο όνομα της ενάγουσας των τεσσάρων κτημάτων που ακολούθησε, τελούσαν υπό τον όρο ή αίρεση πως αν η ενάγουσα δεν φρόντιζε τους γονείς της θα της αφαιρούνταν τα κτήματα εκείνα.

Είκοσι σχεδόν χρόνια μετά την υπογραφή του πληρεξουσίου και μετά τον θάνατο της μητέρας της ενάγουσας και της προφανούς επιδείνωσης των σχέσεων ενάγουσας και γονέων της, ο εναγόμενος 2 με τη συνεργασία του εναγομένου 1 μεταβίβασε στο όνομα του δεύτερου τα τέσσερα κτήματα της ενάγουσας χωρίς τις οδηγίες, συγκατάθεση ή γνώση της ενάγουσας.”

Εξετάζοντας την εγκυρότητα της μεταβίβασης των τεσσάρων κτημάτων, η οποία έγινε με τη χρήση του γενικού πληρεξουσίου από τον εφεσείοντα 2 και με την οποία τα τέσσερα κτήματα ενεγράφηκαν στο όνομα του εφεσείοντος 1, το πρωτόδικο Δικαστήριο είπε τα εξής:

[*932]“Ιδιαίτερης σημασίας είναι προς τούτο η παράγραφος 1 του Πληρεξουσίου Εγγράφου – τεκμηρίου 4 με την οποία εδίδετο ξεκάθαρα στον αντιπρόσωπο-εναγόμενο 2 η εξουσία από την πληρεξουσιοδοτούσα ενάγουσα να προέβαινε στην επίδικη μεταβίβαση. Το κείμενο του έχει ως εξής:

«1. Παρουσιάζεται ενώπιον οιουδήποτε Κτηματολογικού Γραφείου της Νήσου Κύπρου και πωλή, δωρίζη, και υποθηκεύη οιαδήποτε κτήματα μου εγγεγραμμένα επ’ ονόματι μου ή εις το μέλλον εγγραφησόμενα οπουδήποτε κείμενα προς οιονδήποτε πρόσωπον αντί οιουδήποτε ποσού, τόκου και χρόνου και υφ’ οιουσδήποτε όρους.»

Παρά το γεγονός ότι κατά την ημερομηνία υπογραφής του πληρεξουσίου δεν βρίσκονταν εγγεγραμμένα στο όνομα της ενάγουσας τα τέσσερα κτήματα, δεν επηρεάζεται η πληρεξουσιότητα του εναγομένου 1 να τα μεταβίβαζε δια δωρεάς όταν αργότερα ήρθαν στην κυριότητα της, αφού ρητά αναφέρεται στην προμνησθείσα παράγραφο ότι η εξουσία του αντιπροσώπου καλύπτει και οποιαδήποτε κτήματα «.. εγγεγραμμένα επ΄ ονόματι μου ή εις το μέλλον εγγραφησόμενα ….».

Το ερώτημα που εγείρεται εδώ προς απάντηση δεν είναι κατά πόσο ο εναγόμενος 2 είχε ή όχι την εξουσία και εξουσιοδότηση με βάση το Πληρεξούσιο να προβεί σε μεταβίβαση, δια δωρεάς αποξενώνοντας τα τέσσερα κτήματα από την κυριότητα της ενάγουσας. Την είχε. Το πραγματικό ερώτημα είναι κατά πόσο αυτή του η συγκεκριμένη πράξη ήταν και νομικά βάσιμη έχοντας υπόψη τη σχέση αντιπροσωπείας την οποία είχε με την ενάγουσα.

Θα παραθέσω στη συνέχεια κάποιες σημαντικές αρχές ως προς αυτό το θέμα, που πηγάζουν από σχετική νομοθεσία και νομολογία. Είναι νομίζω χωρίς αμφιβολία ότι με την υπογραφή του πληρεξουσίου εγγράφου κατά το 1979, η ενάγουσα κατέστησε τον πατέρας της- εναγόμενο 2 γενικό «αντιπρόσωπο» της και η ίδια κατέστη πρόσωπο «αντιπροσωπευόμενο». Δημιουργήθηκε έτσι μια σχέση Αντιπροσωπείας η οποία διέπεται από το Μέρος ΧΙΙΙ του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149. Σύμφωνα με το Άρθρο 142 του Νόμου:

«142. «Αντιπρόσωπος» είναι το πρόσωπο το οποίο προσλαμβάνεται για την τέλεση πράξης για λογαριασμό άλλου ή για αντιπροσώπευση άλλου σε συναλλαγές με τρίτους. Το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου τελείται η πράξη αυτή, ή το [*933]οποίο αντιπροσωπεύεται με τον τρόπο αυτό, καλείται «αντιπροσωπευόμενος».

Όπως ρητά τονίζεται στα Άρθρα 171, 172 και 174 του ίδιου Νόμου, ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να διεξάγει τις εργασίες του αντιπροσωπευόμενου σύμφωνα με τις οδηγίες του δεύτερου και με δεξιότητα και επιμέλεια:

«171. Ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να διεξάγει τις εργασίες του αντιπροσωπευόμενου σύμφωνα με τις οδηγίες του ή ελλείψει τέτοιων οδηγιών, σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη που επικρατούν στις εργασίες του ίδιου είδους, στον τόπο όπου ο αντιπρόσωπος διεξάγει τις εργασίες αυτές. Αντιπρόσωπος που ενεργεί κατά παράβαση των πιο πάνω οφείλει, αν προκύψει ζημιά, να αποκαταστήσει αυτήν στον αντιπροσωπευόμενο, και αν απορρεύσει κέρδος να λογοδοτήσει γι’ αυτό.

172. Ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να διεξάγει τις εργασίες της αντιπροσωπείας καταβάλλοντας τη δεξιότητα, η οποία γενικά κατέχεται από πρόσωπα που διεξάγουν παρόμοιες εργασίες, εκτός αν ο αντιπροσωπευόμενος γνωρίζει ότι αυτός στερείται της δεξιότητας αυτής. Ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να καταβάλει πάντοτε εύλογη επιμέλεια και τη δεξιότητα την οποία κατέχει υποχρεούται επίσης να αποζημιώσει τον αντιπροσωπευόμενο για τα άμεσα αποτελέσματα της παράλειψής του, έλλειψης δεξιότητας ή παραπτώματος, όχι όμως για απώλεια ή ζημιά που προκλήθηκε έμμεσα ή απρόβλεπτα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων συνεπεία της εν λόγω παράλειψης, έλλειψης, δεξιότητας ή παραπτώματος.

…........................................................................................…........…….

174. Ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να καταβάλλει σε δυσχερείς περιστάσεις, κάθε εύλογη επιμέλεια για να επικοινωνεί με τον αντιπροσωπευόμενο και να παίρνει τις εντολές του.»

……………………………………….......………………....………

Επανερχόμενος στη σχέση αντιπροσωπείας η οποία δημιουργήθηκε στην παρούσα αντιδικία μέσω του επίδικου πληρεξουσίου εγγράφου παρατηρώ τα εξής:

Κατά τη διάγνωση της ορθότητας και/ή εγκυρότητας του τρόπου με τον οποίο ενήργησε ο εναγόμενος 2 μεταβιβάζοντας τα ακίνη[*934]τα στο όνομα του εναγομένου 1 θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, οι ακόλουθοι παράγοντες, όπως αυτοί εξάγονται μέσα από τα ευρήματα μου:

1.  Το γεγονός ότι ο εναγόμενος 2 δεν είχε καμμιά εκ των προτέρων εντολή ή εκ των υστέρων επικύρωση από την ενάγουσα για να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια.

2.  Η πράξη της μεταβίβασης των τεσσάρων κτημάτων, σαφώς και εν γνώσει του εναγομένου 2 - αντιπροσώπου, απέβαινε σε βάρος των συμφερόντων της ενάγουσας την οποία αντιπροσώπευε, εφ’ όσον:

α.  Η μεταβίβαση γινόταν χωρίς οποιανδήποτε προσυνεννόηση ή επιθυμία της ιδιοκτήτριας-ενάγουσας και μάλιστα διά δωρεάς, δηλαδή χωρίς κανένα αντάλλαγμα.

β.  Με εκείνη την ενέργεια η ενάγουσα απογυμνώθηκε από κάθε μέρος της οικογενειακής περιουσίας που της είχε αποδοθεί και ο αντιπρόσωπος της την αποστέρησε από ολόκληρη την περιουσία την οποία εκείνη τον είχε εξουσιοδοτήσει να διαχειρίζεται προς όφελος και για λογαριασμό της.

Όπως περαιτέρω προκύπτει από τη μαρτυρία του ίδιου του εναγομένου 1, την οποία και αποδέχομαι, ο εναγόμενος 2 είχε αποπειραθεί να μεταβιβάσει και εγγράψει επ’ ονόματι του τα τέσσερα κτήματα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα πάντα με την λεπτομερή μαρτυρία που έδωσε στο Δικαστήριο ο εναγόμενος 1, ο ίδιος απλά συνόδευσε στο Κτηματολόγιο τον πατέρα τους-εναγόμενο 2 για να εκτελέσει την ληφθείσα απόφαση του να αφαιρέσει την ιδιοκτησία επί των τεσσάρων οικοπέδων από την ενάγουσα και να την ανακτήσει ο ίδιος. Αυτή η αυθαίρετη ενέργεια του εναγομένου 2 ήταν σαφώς κατά παράβαση όχι μόνο του πνεύματος αλλά και του γράμματος του πληρεξουσίου εγγράφου, που δεν έδιδε στον ίδιο μια τέτοια εξουσία. Γι΄ αυτό τον λόγο η πρόθεση του εναγομένου 2 δεν υλοποιήθηκε αφού και μόνο αφού, το Κτηματολόγιο ορθά αρνήθηκε να την εκτελέσει. Μπροστά σ’ αυτή την δυσκολία, ο εναγόμενος 2 έδωσε οδηγίες όπως τα κτήματα εγγραφούν στο γιο του-εναγόμενο 1 αφού αυτό ήταν επιτρεπτό από το πληρεξούσιο. Όπως όμως επανειλημμένα το κατέστησε σαφές στη μαρτυρία του ο εναγόμενος 1, αυτή η διευθέτηση ήταν καθαρά τυπικής φύσεως και παρά την εγγραφή των κτημάτων από τον πατέρα τους στον ίδιο, εν τούτοις τα τέσσερα επίδικα κτήματα ανήκαν πάντα και ανήκουν στον πατέρα τους, όχι στον ίδιο και ο ίδιος τα κατέχει απλά εκ μέρους του. Χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από την αντεξέταση του εναγομένου 1:

[*935]«Ε.          Αλλά αποδεκτήκατε τα κτήματα εσείς και υπογράψετε τη δωρεά επ’ ονόματι σας.

 Α.  Εκ μέρους του πατέρα μου ναι, για να είναι τα χωράφια εκεί. Να τα χρησιμοποιεί ο πατέρας μου με οποιονδήποτε τρόπο με δικό μου πληρεξούσιο και αν χρειαστεί, θα τα μεταβιβάσω στο όνομα του και αύριο….»

Και προηγουμένως, αφού ο εναγόμενος 1 εξηγεί το πρόβλημα που ανέκυψε στο να μεταβιβάσει στο δικό του όνομα ο εναγόμενος τα κτήματα και έτσι τυπικά ενεγράφησαν στο όνομα του, προσθέτει και πάλι τα εξής:

«….και μέχρι τώρα αυτά τα κτήματα ανήκουν στον πατέρα μου και μπορώ να του τα μεταβιβάσω. Το χωράφια ανήκουν στον πατέρα μου μέχρι το τέλος του….»

Ας σημειωθεί ότι ο εναγόμενος 2 δεν κλήθηκε σαν μάρτυρας στη δίκη και η ανωτέρω μαρτυρία του εναγομένου 1 παρέμεινε αναντίλεκτη και σαν θετική, λεπτομερή και πειστική την αποδέχομαι.

Εκείνο το οποίο έντονα αναδύεται μέσα από την πιο πάνω και από την περιρρέουσα μαρτυρία είναι το συμπέρασμα ότι ο πατέρας της ενάγουσας-εναγόμενος 2 μετά την μεταβίβαση των τεσσάρων κτημάτων στην ενάγουσα και παρά την μεταβίβαση, δεν συμπεριφέρθηκε σαν αντιπρόσωπος που ενεργούσε με βάση πληρεξούσιο, αλλά σαν ιδιοκτήτης. Θεωρούσε προφανώς ότι θα μπορούσε να μεταχειριστεί τη δωρηθείσα στην ενάγουσα σαν δική του και όποτε αυτός ήθελε ή έκρινε σωστό δικαίως ή αδίκως, θα μπορούσε να την πάρει πίσω για τον ίδιο. Να αφαιρέσει την ιδιοκτησία από την ενάγουσα και χωρίς τις δικές της οδηγίες, εντολές, γνώση ή συγκατάθεση, να την δωρίσει, χωρίς κανένα αντάλλαγμα είτε στον εαυτό του είτε σε τρίτους. Μια τέτοια συμπεριφορά δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί σαν πλήρως απαράδεκτη με βάση τις προαναφερθείσες νομικές αρχές, σαν απάδουσα προς κάθε καθήκον αντιπροσώπου προς αντιπροσωπευόμενο.”

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού κατέληξε ότι ο μεν εφεσείων 2 δεν είχε οποιοδήποτε περιουσιακό δικαίωμα, ούτε μπορούσε να αποκτήσει τέτοιο δικαίωμα επί των τεσσάρων κτημάτων, ενώ τελούσε υπό την ιδιότητα του αντιπροσώπου, ο δε εφεσείων 1 απέκτησε τα τέσσαρα ακίνητα με ενέργειες του εφεσείοντος 2 οι οποίες παραβίαζαν τις υποχρεώσεις του ως αντιπροσώπου, και χωρίς να δώσει οποιοδήποτε αντάλλαγμα για την απόκτησή τους, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης. Δήλωσε, δηλαδή, ότι οι μεταβιβάσεις [*936]των τεσσάρων κτημάτων στο όνομα του εφεσείοντος 1 ήσαν άκυρες και διέταξε όπως τα τέσσερα κτήματα επανεγγραφούν στο όνομα της εφεσίβλητης.

Με την ενώπιόν μας έφεση, οι εφεσείοντες 1 και 2 επιδιώκουν την ανατροπή της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι η μη ανάκληση του γενικού πληρεξουσίου, «ακόμη και μέχρι σήμερα», δημιούργησε κώλυμα για την εφεσίβλητη να ισχυρίζεται ότι οι οποιεσδήποτε πράξεις του εφεσείοντος 2 «ήταν άνευ εξουσιοδότησης και ή ήταν παράνομες και ή άλλως επιλήψιμες». Ο προβαλλόμενος λόγος δεν ευσταθεί. Ως εκ του γενικού πληρεξουσίου δημιουργήθηκε σχέση αντιπροσωπείας μεταξύ της εφεσίβλητης και του πατέρα της, εφεσείοντος 2. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αρχή δικαίου ότι ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει να τερματίσει τη σύμβαση της αντιπροσωπείας ή να ανακαλέσει το γενικό πληρεξούσιο, ως εκ του οποίου αυτή δημιουργήθηκε, πριν από την έγερση αγωγής για παράβαση της σύμβασης ή της πληρεξουσιότητας. Εν πάση περιπτώσει, η εκ μέρους της εφεσίβλητης καταχώρηση της αγωγής, με τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν, ισοδυναμούσε με τερματισμό της σύμβασης αντιπροσωπείας και με ανάκληση της πληρεξουσιότητας.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι το γενικό πληρεξούσιο ήταν σε ισχύ, εσφαλμένα αποφάσισε ότι η εκ μέρους του πληρεξουσιοδόχου, εφεσείοντος 2, μεταβίβαση των κτημάτων στο όνομα του εφεσείοντος 1, δεν ήταν νόμιμη «και ή ότι η πράξη της επίδικης μεταβίβασης δεν συνάδει με τη σχέση αντιπροσωπείας μεταξύ ενάγουσας και εναγομένου ως αυτή δημιουργείται από το πληρεξούσιο έγγραφο» και, περαιτέρω, εσφαλμένα αποφάσισε ότι, προβαίνοντας στην επίδικη μεταβίβαση, ο εφεσείων 2 παραβίασε τις υποχρεώσεις του ως αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο όλο ζήτημα υποστηρίζεται πλήρως από το περιεχόμενο των Άρθρων 142, 171 και 174 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, τα οποία και επικαλέσθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως και από τα λεχθέντα στην Kakoullou v. Kakoullou (1987) 1 C.L.R. 547, τα γεγονότα της οποίας ήταν ταυτόσημα με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Επρόκειτο και εκεί για χορήγηση γενικού πληρεξουσίου μεταξύ στενών συγγενών, προβλήθηκε δε, όπως και εδώ, ο ισχυρισμός ότι το γενικό πληρεξούσιο δόθηκε για συγκεκριμένο σκοπό, όμως ο πληρεξουσιοδόχος, εκμεταλλευόμενος άδικα (unfairly) το πλη[*937]ρεξούσιο που του χορηγήθηκε καλόπιστα, και χωρίς να πληροφορήσει τον εφεσίβλητο που του το χορήγησε, προχώρησε στην επίδικη μεταβίβαση. Το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε η μεταβίβαση. Η Πρωτοπαπά ν. Πρωτοπαπά κ.ά. (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1329, την οποία επικαλούνται οι εφεσείοντες, διακρίνεται από την Kakoullou, όπως και από την παρούσα, διότι εκεί, σε αντίθεση με την παρούσα, η εφεσίβλητη είχε λάβει γνώση της επίδικης μεταβίβασης και δεν είχε λάβει οποιαδήποτε μέτρα για την ακύρωσής της για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εδώ, ο εφεσείων 2 ουδέποτε ειδοποίησε την εφεσίβλητη ότι σκόπευε να μεταβιβάσει τα κτήματα στο όνομά του και ή στο όνομα του εφεσείοντος 1 και ουδέποτε εξασφάλισε τη συγκατάθεση της εφεσίβλητης για τέτοια ενέργεια. Αντίθετα, τόσο αυτός όσο και ο εφεσείων 1 απέκρυψαν ανέντιμα τις ενέργειές τους από την εφεσίβλητη. Η εφεσίβλητη εδικαιούτο, βάσει του Άρθρου 175 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, να καταγγείλει τη συναλλαγή, όπως και έπραξε, ευθύς ως έλαβε γνώση, κατά την επίσκεψή της στην Κύπρο το 2002, των ενεργειών των εφεσειόντων 1 και 2.*

Περαιτέρω, ο εφεσείων 2, ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος, ήταν σε θέση εμπιστοσύνης (fiduciary position) έναντι της εφεσίβλητης και, ως εκ τούτου, υπείχε έναντί της καθήκον εντιμότητας, πίστης και επιμέλειας, όπως και καθήκον να προωθεί τα συμφέροντά της και όχι τα δικά του συμφέροντα ή τα συμφέροντα οποιουδήποτε τρίτου. Χρησιμοποιώντας το πληρεξούσιο για να μεταβιβάσει τα κτήματα της εφεσίβλητης στον εφεσείοντα 1, και δη δια δωρεάς, χωρίς να το αποκαλύψει στην εφεσίβλητη και χωρίς να λάβει τη συγκατάθεσή της, ο εφεσείων 2 ενήργησε εναντίον των συμφερόντων της εφεσίβλητης αφού, εν αγνοία της, την αποστέρησε από την περιουσία της χωρίς αυτή να έχει οποιοδήποτε όφελος. Μάλιστα, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία, ο εφεσείων 1 μεταβίβασε τα κτήματα στο όνομα του εφεσείοντος 2 για να τα κρατεί ως εμπιστευματούχος (trustee) προς δικό του όφελος ως εμπιστευματοδόχου (beneficiary), εφόσον το γενικό πληρεξούσιο δεν του παρείχε την εξουσία να τα μεταβιβάσει ευθέως στο δικό [*938]του όνομα. Σημειώνουμε, συναφώς, ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντος 1, αυτός γνώριζε ότι ιδιοκτήτης των τεσσάρων κτημάτων που του μεταβιβάστηκαν, δια δωρεάς, ήταν η εφεσίβλητη, και ότι, μεταβιβάζοντας τα κτήματα στο όνομά του, ο εφεσείων 2 ενεργούσε καθ' υπέρβαση της πληρεξουσιότητάς του, αφού ο ίδιος ανέφερε στη μαρτυρία του ότι αποδέχθηκε τη μεταβίβαση των κτημάτων επειδή ο πατέρας του δεν μπορούσε, με βάση το πληρεξούσιο, να τα μεταβιβάσει ευθέως στο όνομά του. Συνακόλουθα, ο εφεσείων 1 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καλόπιστος τρίτος στη συναλλαγή. Το αντίθετο συμβαίνει. Ο εφεσείων 1, εν γνώσει του, υποβοηθούσε τον εφεσείοντα 2 να υπερβεί τους όρους της πληρεξουσιότητάς του. Ως εκ τούτου, οι πράξεις του εφεσείοντος 2 δεν ήταν δεσμευτικές έναντι της εφεσίβλητης.

Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι, όταν καταρτιζόταν το γενικό πληρεξούσιο, ήταν κοινή αντίληψη των εφεσειόντων 1 και 2 και της εφεσίβλητης ότι ο εφεσείων 2 «θα μπορούσε να διαχειριζόταν τα ακίνητα όπως ο ίδιος ήθελε για τη δική του συμβίωση», αυτό το εύρημα δεν συγκεράζεται με την αναγκαιότητα της εκ των υστέρων επικύρωσης της όποιας δωρεάς από την εφεσίβλητη και, ως εκ τούτου, η επί του προκειμένου κρίση του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη ως αντιφατική με τα ευρήματά του. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Όπως ορθά παρατήρησε ο δικηγόρος της εφεσίβλητης, «η διαχείριση της περιουσίας – από τους γονείς – για τη δική τους συμβίωση», κάθε άλλο παρά σημαίνει ή επιτρέπει την αποξένωση της περιουσίας δια δωρεάς. Σημαίνει, απλώς, ότι οι γονείς δικαιούνται π.χ. να καλλιεργούν ή να ενοικιάζουν την περιουσία προς ίδιο όφελος.

Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι «η απόφαση του Δικαστηρίου είναι λανθασμένη και αναιτιολόγητη αφού αδικαιολόγητα παραγνωρίζει παντελώς μαρτυρία του εναγομένου 1 χωρίς καν να υπεισέρχεται σε αξιολόγηση της εν λόγω μαρτυρίας». Το σφάλμα που αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από την αιτιολογία των λόγων έφεσης, αλλά και από την αγόρευση του δικηγόρου των εφεσειόντων, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνωρίζει τη μαρτυρία του εφεσείοντος 1 σύμφωνα με την οποία ο πατέρας του, εφεσείων 2, πληροφόρησε την εφεσίβλητη ότι θα μεταβίβαζε τα κτήματα από το όνομά της σε άλλο όνομα, αυτή δε του απάντησε ότι δεν την ενδιέφερε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο – συνεχίζει η εισήγηση – «χωρίς να προβαίνει σε αξιολόγηση της εν λόγω μαρτυρίας αδικαιολόγητα ανεπίτρεπτα και ατεκμηρίωτα παραγνωρίζει παντελώς την μαρτυρία για ενημέρωση και συγκατάθεση προβαίνοντας σε επίσης ατεκμηρίωτα ευρήματα περί μη ενημέρωσης και μη συγκατά[*939]θεσης της ενάγουσας.». Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφερόμενο στο θέμα της συγκατάθεσης της εφεσίβλητης, είπε τα εξής:

“Ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η δεύτερη μεταβίβαση των τεσσάρων κτημάτων από την ενάγουσα προς τον εναγόμενο 1, χωρίς κανένα ενδοιασμό αποδέχομαι την μαρτυρία της ενάγουσας η οποία καθόλου δεν απάδει με αυτήν του εναγόμενου 1. Σύμφωνα με τον εναγόμενο 1, αυτός δεν ενημέρωσε την ενάγουσα για την μεταβίβαση, ενώ ο εναγόμενος 2 έδωσε καθόλου μαρτυρία για να διαψεύσει την ενάγουσα. Είναι χωρίς αμφιβολία το εύρημά μου ότι αυτή η μεταβίβαση έγινε χωρίς την γνώση, θέληση ή συναίνεση της ενάγουσας. Και ότι αυτή όταν το πληροφορήθηκε κατά την επίσκεψη της στην Κύπρο κατά το 2002, εξέφρασε την διαφωνία της και διαμαρτυρία της.»

Από το πιο πάνω απόσπασμα είναι πρόδηλο ότι επί του θέματος της συγκατάθεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης έναντι της επί του ιδίου θέματος μαρτυρίας του εφεσείοντος 1, την οποία και παρέθεσε προηγουμένως στην απόφασή του. Ενόψει της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη, ο ισχυρισμός του δικηγόρου του εφεσείοντος περί ατεκμηρίωτου ευρήματος, ως προς το θέμα της συγκατάθεσης, δεν ευσταθεί.

Προβάλλεται επίσης ως λόγος έφεσης ότι «η απόφαση του Δικαστηρίου είναι λανθασμένη αφού αδικαιολόγητα το Δικαστήριο παραγνωρίζει παντελώς ισχυρισμό της υπεράσπισης περί κωλύματος της ενάγουσας στη συνέχιση της επίδικης διαφοράς.». Σύμφωνα με το δικηγόρο των εφεσειόντων το κώλυμα της εφεσίβλητης προκύπτει ως εκ της καθυστέρησής της, για δύο περίπου χρόνια, αφότου έλαβε γνώση της επίδικης μεταβίβασης, να καταχωρήσει την αγωγή εναντίον των εφεσειόντων. Το γεγονός τούτο, συνεχίζει η εισήγηση, καθιστούσε ανεπιεικές να επιτραπεί στην εφεσίβλητη «να συνεχίζει να επιδιώκει αξίωση». Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Το κατά πόσο υπάρχει καθυστέρηση ικανή να αποστερήσει τον ενάγοντα από την επιδιωκόμενη θεραπεία, εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. (Βλ. Halsbury´s Laws of England, Τρίτη Έκδοση, Τόμος 14, παράγραφος 1182 (equity does not give a specific time, but considers the circumstances of each case). Στην περίπτωση της εφεσίβλητης το αναμφισβήτητο γεγονός της διαμονής της στην Αυστραλία, σε όλους τους ουσιώδεις χρόνους, συνιστά, κατά την κρίση μας, τέτοια περίσταση, ώστε το διάστημα των δύο χρόνων που μεσολάβησε, αφότου η εφεσίβλητη έλαβε γνώση της επίδικης μεταβίβασης μέχρι την καταχώρηση [*940]της αγωγής, να μην μπορεί εύλογα να θεωρηθεί τόσο μεγάλο που να αποστερεί την εφεσίβλητη από τα περιουσιακά της δικαιώματα στην Κύπρο. Συναφώς, δεν μας διαφεύγει και το γεγονός ότι η εφεσίβλητη, ως το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ουδέποτε έδωσε τη συναίνεση ή τη συγκατάθεσή της στην επίδικη μεταβίβαση, ενώ, από την άλλη, δεν επήλθε οποιαδήποτε μεταβολή της θέσης των εφεσειόντων, ούτε και προβλήθηκε τέτοια θέση, ως αποτέλεσμα της καθυστέρησης της εφεσίβλητης να καταχωρήσει την αγωγή. (Βλ. Halsbury´s, πιο πάνω, παράγραφοι 1181 και 1185).

Ο τελευταίος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε αξιολόγηση «μέρους της μαρτυρίας» της εφεσίβλητης. Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων, το μέρος της μαρτυρίας της εφεσίβλητης που δεν αξιολόγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχετίζεται με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι «η ίδια δεν ομιλούσε και ή δεν ομιλεί και ή δεν γνώριζε και ή δεν γνωρίζει την Ελληνική γλώσσα και ότι δυνάμει τούτης της αδυναμίας της δεν κατανοεί τη φύση και το περιεχόμενο του πληρεξουσίου εγγράφου ημερ. 27.8.1979». Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε πλήρως τη μαρτυρία της εφεσίβλητης. Η εφεσίβλητη είχε αναφέρει στη μαρτυρία της ότι, επειδή το πληρεξούσιο ήταν στην Ελληνική γλώσσα, δεν κατανοούσε τη φύση και το περιεχόμενό του, εφόσον αδυνατούσε να διαβάσει Ελληνικά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε εκτενώς τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, είπε και τα εξής:

“Κατ’ αρχήν δεν συνέτρεχε κανένας λόγος να ασκηθεί δόλος, ψευδείς παραστάσεις, απόκρυψη ή οποιαδήποτε επιλήψιμη συμπεριφορά έναντι της ενάγουσας και μόνο στην περίπτωση της ίδιας, για να ξεγελασθεί να υπογράψει ένα γενικό πληρεξούσιο αντί ειδικού, καθ΄ην στιγμή όλοι οι άλλοι τρεις αδελφοί υπόγραψαν ακριβώς το ίδιο πληρεξούσιο, οι δύο μάλιστα στην παρουσία αλλήλων και της ενάγουσας, αλλά και του δικηγόρου κ. Αντωνίου. Και αν ακόμα γινόταν δεκτός, που δεν έγινε, ο ισχυρισμός ότι δεν ήξερε ότι υπέγραφε ένα γενικό πληρεξούσιο η ενάγουσα, για ποιο λόγο να γινόταν δεκτό ότι ειδικά αυτή και μόνο θα διαμαρτυρόταν και θα αρνείτο να το υπογράψει αν γνώριζε την ακριβή του φύση; Όλα αυτά, κατά την άποψη μου είναι προφάσεις εκ των υστέρων για να δικαιολογήσουν την αντίδραση της ενάγουσας όταν έμαθε ότι το πληρεξούσιο εκείνο μέσω του οποίου απόκτησε τα κτήματα, χρησιμοποιήθηκε χρόνια αργότερα το ίδιο για να της την αποστερήσει. Όταν καταρτιζόταν όμως το πληρεξούσιο έγγραφο και υπογραφόταν απ΄ όλους, όλοι γνώριζαν περιλαμβανομένης και της ενάγουσας ότι πέραν της εξουσίας για μεταβίβα[*941]ση στο όνομα τους της οικογενειακής περιουσίας, παρέμεινε το δικαίωμα διαχείρισης των κτημάτων στον πατέρα τους, εφόσον αυτοί ήσαν στο εξωτερικό.”

Από το πιο πάνω απόσπασμα προκύπτει, με σαφήνεια, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε, όπως έπρεπε, και το θέμα της γνώσης της Ελληνικής γλώσσας από την εφεσίβλητη, όπως και της δυνατότητάς της να κατανοήσει τη φύση και το περιεχόμενο του πληρεξουσίου της 27.8.1979.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

* Το Άρθρο 175 του Κεφ. 149 έχει ως εξής:

“175. Αν ο αντιπρόσωπος κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της αντιπροσωπείας συναλλάσσεται για δικό του λογαριασμό, χωρίς να πάρει προηγουμένως τη συναίνεση του αντιπροσωπευόμενου και χωρίς να γνωστοποιήσει σε αυτόν όλες τις ουσιώδεις περιστάσεις οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του για την υπόθεση, ο αντιπροσωπευόμενος δύναται να καταγγείλει τη συναλλαγή, αν καταστεί φανερό είτε ότι ο αντιπρόσωπος απέκρυψε ανέντιμα από αυτόν οποιοδήποτε ουσιώδες γεγονός, είτε ότι οι συναλλαγές του αντιπροσώπου έχουν καταστεί επιζήμιες γι’ αυτόν.”


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο