Xρυσάνθου Bικτώρια και Άλλος (Αρ. 2) (2008) 1 ΑΑΔ 1175

(2008) 1 ΑΑΔ 1175

[*1175]5 Δεκεμβρίου, 2008

[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 16 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27, 28, 29, 32, 33 ΚΑΙ 34 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟ

ΑΡΘΡΟ 15 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΚΑΙ ΠΕΤΡΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ (AP. 2) ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

KAI

ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΗΜΕΡ. 4/8/08 ΤΟΥ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΔΩΡΙΔΟΣ ΑΡ. 7, ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ 1, ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ FARAΟ ELENA 20, ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ.

(Πολιτική Αίτηση Aρ. 73/2008)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς ακύρωση εντάλματος έρευνας το οποίο είχε εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ― Απόρριψη αίτησης λόγω του ότι το ένταλμα έρευνας είχε εκδοθεί σύμφωνα με το νόμο.

Ένταλμα έρευνας ― Εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει ένταλμα έρευνας ― Προϋποθέσεις έκδοσης.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε ένταλμα έρευνας συγκεκριμένου διαμερίσματος στη Λευκωσία το οποίο [*1176]εχρησιμοποιείτο από τον αιτητή ως επαγγελματική στέγη. Στο ένταλμα προσδιορίζονταν τα αιτούμενα πράγματα, ότι δηλαδή ήσαν αυτά που σχετίζονται με το αδίκημα της πορνείας.

Οι αιτητές, αφού εξασφάλισαν άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο, καταχώρησαν την παρούσα αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του προαναφερθέντος εντάλματος έρευνας. Οι λόγοι που προέβαλαν ήσαν, μεταξύ άλλων, ότι το ένταλμα ήταν γενικό και αόριστο, υπό τις περιστάσεις, παρείχε άδεια μόνο για πορνεία ενώ εζητείτο η ανεύρεση τεκμηρίων που σχετίζονται με αδικήματα «Μαστροπείας, Αποζείν από κέρδη πορνείας, περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Νόμος και περί Συγκάλυψης Νόμος», δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένο, εξουσιοδοτούσε τη σύλληψη ατόμων που δεν κατονομάζονται σ’ αυτό και οι εξουσιοδοτηθέντες για τη διεξαγωγή της έρευνας δεν έδειξαν ούτε και έδωσαν αντίγραφο του εντάλματος στους αιτητές.

Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα καταχωρήθηκε ένσταση η οποία βασίζεται ουσιαστικά στα Άρθρα 16 και 155.4 του Συντάγματος, Άρθρα 3, και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν.33/64 ως έχει τροποποιηθεί) και στις συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση ότι δεν χωρεί η έκδοση εντάλματος τύπου Certiorari στις περιπτώσεις όπου προβάλλονται λόγοι που αφορούν στην γενικότητα, αοριστία ή ανεπάρκεια της μαρτυρίας που το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η νομιμότητα εντάλματος έρευνας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari και μάλιστα ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα του εντάλματος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, εξετάζοντας την ουσία της αίτησης, αποφάνθηκε ότι:

1.  Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Σύνδεσμος για την Πρόληψη Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014 για το λόγο ότι το ένταλμα έρευνας που ζητήθηκε σε εκείνη την υπόθεση, δε συνδέθηκε με την ύπαρξη οποιωνδήποτε πραγμάτων, αλλά ζητήθηκε «για διευκόλυνση των Αστυνομικών ανακρίσεων» κάτι που το δικαστήριο έκρινε ότι «είναι λόγος άγνωστος στο Νόμο».

2.  Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται επίσης και από την υπόθεση Σιακαλλής (Αρ.1) (2001) 1 Α.Α.Δ.282, γιατί εκεί το ένταλμα [*1177]θεωρήθηκε ως «μη δεόντως αιτιολογημένο» αφού δε φαίνεται αν ικανοποιήθηκε ο ίδιος ο Δικαστής «ότι υπάρχει εύλογη υποψία ή αιτία να πιστεύεται το ζητούμενο από το νόμο» αλλά η αιτιολογία του συνδέθηκε μόνο με αναφορά στην εύλογη υποψία της Αστυνομίας, κάτι που ο δικαστής εξέλαβε ως δεδομένο. Στην εξεταζόμενη υπόθεση υπάρχουν γεγονότα που καθιστούν το ένταλμα δεόντως αιτιολογημένο.

3.  Το ένταλμα έρευνας στην παρούσα υπόθεση εκδόθηκε σύμφωνα με το νόμο. Ο προσδιορισμός στο ένταλμα των αιτουμένων πραγμάτων, ότι δηλαδή είναι αυτά που σχετίζονται με το συγκεκριμένο αδίκημα της πορνείας, είναι αρκετός και δε χρειάζεται να κατονομάζονται τα πράγματα που ζητά η αστυνομία για να ανεύρει. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, περιγράφονται τα αντικείμενα που παραλήφθηκαν από την αστυνομία κατά τη διάρκεια της έρευνας τα οποία φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, να συνδέονται με το αδίκημα της πορνείας για το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα. Δε φαίνεται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση αν αυτά είναι εκτός της εξουσιοδότησης του εντάλματος και γιατί. Αν τα αντικείμενα αυτά ενοχοποιούν ή όχι τους αιτητές, είναι θέμα του ποινικού δικαστηρίου.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σιακαλλής (Αρ.1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282,

Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014,

Έλληνας v. Δημοκρατίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 17,

Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207,

Aeroporos (1988) 1 C.L.R. 302,

Mavemare Shipping and Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116,

Μπάντσιου (1994) 1 Α.Α.Δ. 634,

Μηλιώτης (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 12.

 

[*1178]Αίτηση.

Ν. Παναγιώτου, για τους Aιτητές.

Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ών η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Κατόπιν άδειας που δόθηκε από το Δικαστήριο τούτο στις 22/9/08, οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα αίτηση με κλήση, με την οποία ζητούν την έκδοση εντάλματος certiorari με το οποίο να ακυρώνεται το ένταλμα έρευνας του διαμερίσματος στην οδό Δωρίδος αρ. 7, διαμέρισμα 1 στην πολυκατοικία FARAO ELENA 20, Λευκωσία, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 4/8/08.

Οι λόγοι για τους οποίους ζητείται το διάταγμα certiorari μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:

(α)  Ότι το ένταλμα ήταν υπό τις περιστάσεις γενικό και αόριστο, όσον αφορά την περιγραφή των πραγμάτων που η Αστυνομία εξουσιοδοτείτο να κατάσχει. Το ένταλμα δεν περιείχε αντικειμενικά κριτήρια (objective standards) ως προς το ποιά πράγματα εξουσιοδοτείτο η Αστυνομία να κατάσχει.

(β)  Ενώ η Αστυνομία είχε τη δυνατότητα λόγω προηγούμενης επίσκεψης της στο διαμέρισμα, να εξειδικεύσει τα πράγματα που έψαχνε να βρεί στο διαμέρισμα, δεν το έπραξε.

(γ)  Όπως ήταν διατυπωμένο το ένταλμα έρευνας, δεν περιείχε δικλείδες ασφαλιστικές κατά της ενδεχόμενης κατάχρησης από μέρους της Αστυνομίας, αλλά άφηνε ανοικτό το πεδίο για να ψάξει η Αστυνομία το κάθετι, ενέργεια που αντίκειται στα Άρθρα 15 και 16 του Συντάγματος και Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των αποφάσεων του ΕΔΑΔ καθώς επίσης και προς τα Άρθρα 27-29, 32-34 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

(δ)  Δεν υπήρχε οτιδήποτε στον όρκο, με βάση τον οποίο εκδόθηκε το ένταλμα, που να συνέδεε την εύλογη αιτία με την ύπαρξη εξειδικευμένων τεκμηρίων στο διαμέρισμα. Ενώ ζητείται η ανεύρεση τεκμηρίων που σχετίζονται με αδικήματα «Μαστροπείας, Αποζείν από κέρδη πορνείας, περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Νόμος και περί Συγκάλυψης Νόμος», το ένταλμα [*1179]παρέχει άδεια μόνο για πορνεία.

(ε)  Το ένταλμα δεν είναι δεόντως αιτιολογημένο. 

(στ)      Το ένταλμα εξουσιοδοτεί τη σύλληψη προσώπων που δεν κατονομάζονται σ’αυτό. 

(ζ)  Οι εξουσιοδοτηθέντες για τη διεξαγωγή της έρευνας ούτε έδειξαν, ούτε και έδωσαν αντίγραφο του εντάλματος στους αιτητές. 

Η αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της εκ των αιτητών Βικτώριας Χρυσάνθου, σύζυγο του αιτητή Πέτρου Χρυσάνθου.

Από πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα καταχωρήθηκε ένσταση η οποία βασίζεται ουσιαστικά στα Άρθρα 16 και 155.4 του Συντάγματος, Άρθρα 3, και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/64 ως έχει τροποποιηθεί)  και στις συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου.  Υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του Αστ. 1889 Ανδρέα Ανδρέου του Ουλαμού Πρόληψης Εγκλημάτων, Λευκωσία.

Με την ένσταση προβάλλονται διάφοροι λόγοι ένστασης που ουσιαστικά έχουν ως ακολούθως:

(α)  ότι δε χωρεί διάταγμα τύπου certiorari στις περιπτώσεις όπου προβάλλονται λόγοι που αφορούν στη γενικότητα, αοριστία ή ανεπάρκεια της μαρτυρίας που το δικαστήριο είχε ενώπιον του. Διαζευκτικά και επί της ουσίας υποστηρίζεται η νομιμότητα του εντάλματος έρευνας το οποίο η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα θεωρεί ως δεόντως αιτιολογημένο. 

(β)  Οι αστυνομικοί που εκτέλεσαν το ένταλμα παρουσίασαν τούτο στην υπεύθυνη του χώρου όπου τούτο εκτελέστηκε. 

Υποστηρίζοντας τις αντίστοιχες θέσεις τους, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αναφέρθηκαν σε όγκο νομολογίας και συγγραμμάτων.  Από πλευράς του δικηγόρου των αιτητών έγινε εκτεταμένη αναφορά και σε ξένα συγγράμματα όπως το Blackstones Criminal Practice, Search Warrants, σε υποθέσεις που αποφασίστηκαν με βάση το Αμερικανικό Σύνταγμα και σε υποθέσεις του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως στην Σιακαλλής (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282 και Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014

[*1180]Αρχίζω από την προδικαστική ένσταση ότι το δικαστήριο τούτο, στην παρούσα δικαιοδοσία, δεν έχει εξουσία να εξετάσει τη νομιμότητα του εντάλματος έρευνας εφόσον οι προβαλλόμενοι από τους αιτητές λόγοι αφορούν στη «γενικότητα, αοριστία ή ανεπάρκεια της μαρτυρίας που το δικαστήριο είχε ενώπιον του».  Εξέτασα τα όσα η ευπαίδευτος δικηγόρος της Δημοκρατίας ανέφερε, αλλά έχω καταλήξει, για τους λόγους που εξηγώ στη συνέχεια,  ότι η θέση αυτή δεν ευσταθεί.  Έχει ήδη αποφασισθεί (βλ. μεταξύ άλλων Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 17, In re Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (πιο πάνω) και Σιακαλλής (Αρ. 1) (πιο πάνω) ότι η νομιμότητα εντάλματος έρευνας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αίτησης για έκδοση διατάγματος certiorari και μάλιστα ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να ελεχθεί η νομιμότητα του εντάλματος. Ο περιορισμός που προσπάθησε να δείξει η συνήγορος της Δημοκρατίας, ότι δηλαδή εφόσον πρόκειται περί του περιεχομένου του εντάλματος δεν έχει δικαιοδοσία το δικαστήριο τούτο με βάση το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, δε με βρίσκει σύμφωνο.  Επικαλέστηκε ο συνήγορος τις υποθέσεις In re Aeroporos (1988) 1 C.L.R. 302In re Mavemare Shipping and Trading Company Ltd. (1992) 1 Α.Α.Δ. 116, In re Μπάντσιου (1994) 1 Α.Α.Δ. 634.  Αναφέρθηκε επίσης και σε ξένα συγγράμματα όπως το Constitution of India part VI, σελ. 659, 660 και κυρίως στο ότι θα πρέπει να υπάρχει λάθος εμφανές στην όψη του πρακτικού προτού το Δικαστήριο αναλάβει δικαιοδοσία.  Ανάφερε περαιτέρω ότι οι προαναφερθείσες υποθέσεις Σιακαλλής και Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα πρέπει να διαφοροποιηθούν γιατί εκεί δεν είχε εγερθεί και αποφασιστεί ειδικά το θέμα. 

Στην υπόθεση In re Aeroporos (πιο πάνω) σελ. 312 ο Πικής , Δ. (όπως ήταν τότε), δεν αποφάσισε ρητά ότι δεν είναι δυνατή η αμφισβήτηση με certiorari ενός εντάλματος έρευνας που εκδόθηκε βάσει ανεπαρκούς μαρτυρίας, αλλά απλώς εξέφρασε επιφυλάξεις αν τούτο μπορεί να γίνει.  Ανάφερε επίσης ότι τέτοια αναθεώρηση είναι δυνατή στον Καναδά και Αυστραλία, αλλά τούτο διότι εκεί υπάρχουν ρητές πρόνοιες που απαιτούν όπως ένα ένταλμα περιέχει λεπτομερείς πληροφορίες του υλικού στο οποίο βασίστηκε το ένταλμα.  Συγκεκριμένα ανάφερε τα ακόλουθα, σελ. 310, 313:

«(6) Lastly, I must record my reservations whether it is feasible in law to challenge a judicial warrant of arrest or search exclusively by reference to the evidential material placed before the Court.  Such recourse appears to me to smack of an attempt to question the correctness of the order as opposed to its legality, the basis of [*1181]the jurisdiction upon which judicial orders may be reviewed by way of prerogative writs.

………………………….....…………………..........……………..

Although it is unnecessary in this case to answer the question here debated definitively, for my part I entertain reservations whether it is feasible in law to found certiorari proceedings for the review of a judicial warrant by reference to the sufficiency of the evidential material that led to the issue of the warrant.  Different considerations may apply when the warrant is defective on the face of it.”

Η υπόθεση In re Mavemare Shipping and Trading Company Ltd. (πιο πάνω) δεν αφορούσε ένταλμα έρευνας και γιαυτό τίποτε από τα όσα έχουν λεχθεί εκεί υποστηρίζει τη θέση της κας Ευθυβούλου. 

Η υπόθεση In re Μπάντσιου, που επίσης επικαλέστηκε η κα Ευθυβούλου, αφορούσε αίτηση για άδεια για καταχώρηση αίτησης ενταλμάτων certiorari και prohibition για ακύρωση μιας εκ συμφώνου απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.  Δε βρίσκω να έχει λεχθεί οτιδήποτε που να υποστηρίζει την άποψη της δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι το ένταλμα έρευνας στην παρούσα υπόθεση, ενόψει των λόγων που αυτό αμφισβητείται, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου τούτου.

Με βάση τα πιο πάνω η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται και επομένως προχωρώ να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης.

Ενόψει του ότι η βάση των ισχυρισμών των αιτητών είναι η ανεπάρκεια των γεγονότων τόσο στην ένορκη κατάθεση όσο και στο ίδιο το ένταλμα έρευνας και ιδιαίτερα η απουσία ουσιαστικών γεγονότων, όπως η περιγραφή των αντικειμένων που αναζητούσε η αστυνομία, προτιμώ να παραθέσω αυτούσια τα πιο πάνω έγγραφα.

Ο όρκος με βάση τον οποίο εξασφαλίστηκε το ένταλμα έρευνας έχει ως ακολούθως:

«…λήφθηκε από πολίτη πληροφορία, η οποία και καταχωρήθηκε στα επίσημα βιβλία της Αστυνομίας, ότι στο διαμέρισμα υπ’ αριθμό 1, που βρίσκεται στην πολυκατοικία με την επωνυμία «FARAO ELENA 20”, στην οδό Δωρίδος 7, στη Λευκωσία, το οποίο λειτουργεί σαν ινστιτούτο μασάζ, αλλοδαπή που εργοδοτείται εκεί σαν μασέρ, εξωθείται σε πορνεία τόσο από τον ιδιοκτήτη του ινστιτούτου, Πέτρο Χρυσάνθου, Δ.Τ. 660938, όσο και από τη σύζυ[*1182]γό του Βικτώρια Svitsova Χρυσάνθου, από τη Ρωσία, ARC5486821. Εν συνεχεία μέλη του ΟΠΕ Λευκωσία, μεταξύ των ημερομηνιών 25/07-03/08/2008, έθεσαν υπό παρακολούθηση το εν λόγω διαμέρισμα και διαπιστώθηκε, η εγκυρότητα της πληροφορίας. Κατά τη διάρκεια των ωρών παρακολούθησης στο διαμέρισμα μπαινόβγαιναν άνδρες οι οποίοι παρέμεναν στο διαμέρισμα για περίπου μια ώρα. Για περαιτέρω διερεύνηση της πληροφορίας πολίτης συνεργάτης του τμήματος επικοινώνησε στον αριθμό τηλεφώνου 96218302, έκλεισε ραντεβού, επισκέφθηκε το διαμέρισμα και επιβεβαίωσε την πληροφορία. Περισσότερα στοιχεία που προέκυψαν με την επίσκεψή του ήταν ότι κάποιος αφού επισκεφθεί το διαμέρισμα και πληρώσει στον υπεύθυνο το χρηματικό ποσό των 70 ΕΥΡΩ, έρχεται σε συνουσία με την αλλοδαπή.

Αιτούμαι από το Σεβαστό σας Δικαστήριο, την έκδοση εντάλματος έρευνας για την ανεύρεση τεκμηρίων που σχετίζονται με αδικήματα 1) Μαστροπείας, 2) Αποζείν από κέρδη πορνείας, 3) περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Νόμος και 4) περί Συγκάλυψης Νόμος.»

Το ένταλμα έρευνας έχει ως ακολούθως:

«Επειδή φαίνεται στην ένορκο καταγγελία του Αστ. 1889 Ανδρέα Ανδρέου από ΟΠΕ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ότι υπάρχει εύλογος αιτία να πιστεύεται ότι στο διαμέρισμα υ’ αριθμό 1, που βρίσκεται στην πολυκατοικία με την επωνυμία «FARAO ELENA 20» στην οδό Δωρίδος 7, στην Λευκωσία, το οποίο λειτουργεί σαν ινστιτούτο μασάζ, υπάρχει μαρτυρία από πολίτη, η οποία είναι καταγραμμένη στα επίσημα έντυπα της Αστυνομίας, ότι τόσο ο ιδιοκτήτης, όσο και η σύζυγος του εξωθούν στην πορνεία αλλοδαπή που εργοδοτείται εκεί και σε αυτό αποκρύπτονται τεκμήρια που σχετίζονται με την πορνεία.  Η αλλοδαπή αφού συμφωνήσει με τον πελάτη έρχεται σε συνουσία μαζί του.

Αυτό το ένταλμα σας εξουσιοδοτεί και σας καλεί αμέσως με κατάλληλη βοήθεια, να μπείτε στο εν λόγω διαμέρισμα, μεταξύ των ωρών 1000-2200, οποιασδήποτε μέρας, και εκεί με επιμέλεια να ερευνήσετε για τα αναφερόμενα πράγματα και αν αυτά ή μέρος αυτών, ευρεθούν κατά την έρευνα, να φέρετε τα πράγματα που θα βρεθούν έτσι, (και ακόμα να συλλάβετε και να παρουσιάσετε τους αναφερόμενους) ενώπιον μου ή ενώπιον άλλου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, για να τύχει μεταχείρισης σύμφωνα με το Νόμο.

[*1183]Δόθηκε από μένα την 04ην ημέρα του Αυγούστου 2008.

Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος. 13.40»

Σημειώνω εδώ ότι η τελευταία φράση του εντάλματος περιέχεται σ’ αυτό σύμφωνα με ρητή νομοθετική πρόνοια, δηλαδή το Άρθρο 28(1) του Κεφ. 155 όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 10(I)/96, που διαλαμβάνει ως εξής:

«(1)  Κάθε ένταλμα έρευνας φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει την ημερομηνία και ώρα εκδόσεως, καθώς επίσης και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος.»

Το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 (ως έχει τροποποιηθεί) διαλαμβάνει τα εξής:

«27.  Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφο δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει –

(α)  οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε, ή

(β)  οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς της διάπραξη ποινικού αδικήματος, ή

(γ)  οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος,

Ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως «ένταλμα έρευνας»), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό –

(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο, και

(ιι) να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το [*1184]οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν ο Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα.»

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)

Η ουσία των ισχυρισμών των αιτητών ήταν ότι έπρεπε στην ένορκη κατάθεση της αστυνομίας να γίνεται περιγραφή των αντικειμένων που ζητούσε να ανεύρει και κατάσχει με το ένταλμα έρευνας και όχι τούτο να είναι γενικό και αόριστο ως προς τα πράγματα που θα κατασχεθούν.  Ήταν περαιτέρω η θέση ότι είναι ο ίδιος ο δικαστής που θα πρεπει να ικανοποιείται για την ύπαρξη ευλόγου υποψίας ότι σε οποιονδήποτε τόπο υπάρχει οτιδήποτε από τα αναφερόμενα στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του Άρθρου 27 και όχι απλώς ότι έχει υποψία ο αστυνομικός που ζητά το ένταλμα.

Οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου έχουν ερμηνευθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο μεταξύ άλλων στην προαναφερθείσα υπόθεση Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα. Αφού ο Κωνσταντινίδης Δ. (που έδωσε την απόφαση του Εφετείου) παράθεσε το λεκτικό του Άρθρου 27 στις σελ. 1022 και 1023 ανάφερε τα εξής:

«Το ένταλμα έρευνας σύμφωνα με το έντυπο 6, χωρίζεται σε τρία μέρη.  Στο πρώτο, αφήνεται χώρος για προσδιορισμό του προσώπου το οποίο εξουσιοδοτεί.  Στο δεύτερο, αφήνεται χώρος για προσδιορισμό της εύλογης αιτίας που οδηγεί στην έκδοσή του. Στο τρίτο, συγκεκριμενοποιείται η εξουσιοδότηση που παρέχεται.  Η οποία αφορά σε είσοδο σε υποστατικά έρευνα για τα «αναφερόμενα πράγματα» και παραλαβή όσων από αυτά ανευρεθούν, για να τεθούν ενώπιον του Δικαστή.  Γίνεται αναφορά και σε σύλληψη «αναφερόμενου» προσώπου, εννοείται του έχοντος το υποστατικό ο οποίος πρέπει να κατονομάζεται, αλλά, όπως σημειώσαμε, το ζήτημα που εξετάζουμε δεν αφορά σε αυτή την πτυχή.

Η αναφορά σε «αναφερόμενα πράγματα» παραπέμπει σε προηγούμενο προσδιορισμό τους. Και ο χώρος του προσδιορισμού τους δεν είναι άλλος από το δεύτερο μέρος του εντάλματος.  Όπου αναμένεται η εύλογη αιτία που στηρίζει την έκδοση του εντάλματος να συναρτηθεί προς πράγματα που θα αναφέρονται και που, δυνάμει του εντάλματος, θα ανευρεθούν και θα παραληφθούν.  Είδαμε τι κατεγράφη στο δεύτερο μέρος του εντάλματος στην παρούσα υπόθεση.  Ότι «υπάρχει εύλογος αιτία να πιστεύεται ότι στο υποστατικό με την ονομασία CAFÉ TOMPOLA  που βρίσκεται στην Λεωφ. Αμαθούντος στην Λεμεσό παρά[*1185]νομα διεξάγεται κυβεία δηλαδή τόμπολα με χρήματα».

Καμιά συνάρτηση της εύλογης αιτίας προς πράγματα που θα ανευρίσκονταν και θα παραλαμβάνονταν.  Και αναπόφευκτα, το τρίτο μέρος του εντάλματος αναφέρεται πλέον σε έρευνα για ανεύρεση και παραλαβή αναφερομένων πραγμάτων, που δεν αναφέρονται πουθενά.

Αποτελεί προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτημένης προς πράγματα, στην ανεύρεση και παραλαβή των οποίων νοείται να στοχεύει το ένταλμα έρευνας.  Στην παρούσα υπόθεση το ένταλμα δεν είχε στη βάση του τέτοια εύλογη αιτία αλλά την αντίληψη πως υπήρχε εύλογη αιτία ότι διεξαγόταν «παράνομα κυβεία». Και εκδόθηκε ένταλμα έρευνας όχι προς ανεύρεση και παραλαβή πραγμάτων σύμφωνα με την εξουσία που παρέχει ο Νόμος, αλλά γενικά προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, που είναι λόγος άγνωστος στο Νόμο.  Αυτά σημαίνουν τελικά, πως το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία.

Το εύλογο ή μη της υποψίας ως προς τη διάπραξη αδικήματος θα μπορούσε να εξεταστεί στο πλαίσιο κρίσης αναφορικά με την ύπαρξη της εύλογης αιτίας που θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου προς έκδοση εντάλματος έρευνας για ανεύρεση και κατάσχεση των πραγμάτων προς τα οποία αυτή συναρτάται.  Δεν υπάρχει εδώ τέτοιο υπόβαθρο και δεν δικαιολογείται να ασχοληθούμε με τον δεύτερο ισχυρισμό των εφεσειόντων.»

Παρομοίως στην προναφερθείσα υπόθεση Σιακαλλής (Αρ. 1) το ένταλμα έρευνας οικίας είχε ζητηθεί με βάση το Άρθρο 29(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/77 ως έχει τροποποιηθεί) και όχι το Άρθρο 27 του Κεφ. 155.  Αφού το δικαστήριο (Χατζηχαμπής, Δ.) έκρινε ότι «το κριτήριο των δυο άρθρων είναι ουσιαστικά ενιαίο» προχώρησε και στη σελ. 293 είπε τα ακόλουθα:

«……………Η ανάγκη σαφούς προσδιορισμού των πραγμάτων τα οποία επιδιώκεται να ανευρεθούν με την έρευνα σε συνάρτηση προς τη φύση τους ως ελεγχόμενα φάρμακα και τη δυνατότητα κράτησης τους ως σχετιζόμενα με αδίκημα ενδεχόμενα διαπραχθεν αναφορικά με ελεγχόμενα φάρμακα, όπως προνοείται στο Άρθρο 29(3) – ή ο σαφής προσδιορισμός του ποινικού αδικήματος το οποίο πιστεύεται ότι διεπράχθη, όπως προνοείται στο Άρθρο 27 – πηγάζει άμεσα από τις νομοθετικές δια[*1186]τάξεις και αναγνωρίζεται στη νομολογία (ίδε και In re Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα και την Προαγωγή άλλων Κοινοφελών Σκοπών, ανωτέρω).  Σημειώνω μάλιστα συναφώς ότι το μόνο που το Άρθρο 29(3) εξουσιοδοτεί όπως κατασχεθεί και κατακρατηθεί αν βρεθεί κατά την έρευνα είναι «τα τοιαύτα φάρμακα», δηλαδή τα δυνάμει του Νόμου 29/77 «ελεγχόμενα φάρμακα» ως προς τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι διεπράχθη αδίκημα.  Η αναφορά τόσο της ένορκης δήλωσης όσο και του εντάλματος σε «ναρκωτικά» δεν συνάδει με τους όρους του Άρθρου 29(3), ούτε με εκείνους του Άρθρου 27 ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος.  Το θέμα και πάλι δεν είναι τυπικό ή σχολαστικό αλλά ουσιαστικό αφού αφορά τους ίδιους τους όρους του νόμου σύμφωνα με τους οποίους και μόνο, όπως προνοεί το Άρθρο 16.2 μπορεί να εκδοθεί ένταλμα έρευνας κατοικίας. Η γενική και αόριστη αναφορά σε ναρκωτικά, όρος που δεν ανταποκρίνεται στα του Άρθρου 29(3) και που θα μπορούσε να περιλαμβάνει πράγματα που δεν είναι ελεγχόμενα φάρμακα, καθιστά την έκδοση του εντάλματος αναιτιολόγητη, παράνομη και καθ’ υπέρβαση εξουσίας.»

Τέλος, στη σχετικά πρόσφατη υπόθεση Μηλιώτης (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 12, το Εφετείο, απορρίπτοντας έφεση κατά απόφασης δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία αρνήθηκε την έκδοση εντάλματος certiorari προς ακύρωση εντάλματος έρευνας υποστατικού φάρμας αλόγων, στη σελ. 15 ανάφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«Συμφωνούμε απόλυτα με την κρίση του συναδέλφου μας.  Διευκρινίζουμε δε πως δεν είναι καν αναγκαίο να καταγράφεται στο ίδιο το ένταλμα έρευνας ο νόμος που προβλέπει για το αδίκημα, στο οποίο το ένταλμα αφορά.  Το Άρθρο 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως έχει τροποποιηθεί με το Άρθρο 5 του ομώνυμου τροποποιητικού νόμου 10(I)/96, προβλέπει τα εξής:

«5.  Το Άρθρο 28 του βασικού νόμου τροποποιείται με την αντικατάσταση του εδαφίου (1) με το ακόλουθο νέο εδάφιο:

(1)   Κάθε ένταλμα έρευνας φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα εκδόσεως, καθώς επίσης και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος.»

Εκείνο που έχει σημασία, επαναλαμβάνουμε, είναι το ένταλμα [*1187]να αφορά σε υπόθεση η οποία εμπίπτει σε γνωστό ποινικό αδίκημα.»

Μελέτησα με προσοχή την υπόθεση Σύνδεσμος για την Πρόληψη Βίας στα Γήπεδα, και έχω καταλήξει ότι διαφοροποιείται από την παρούσα περίπτωση για το λόγο ότι το ένταλμα, σύμφωνα με τον όρκο του Υπαστυνόμου που το είχε ζητήσει σε εκείνη την υπόθεση, δε συνδέθηκε με την ύπαρξη οποιωνδήποτε πραγμάτων, αλλά ζητήθηκε «για διευκόλυνση των Αστυνομικών ανακρίσεων» κάτι που το δικαστήριο έκρινε ότι «είναι λόγος άγνωστος στο Νόμο».

Το ίδιο διαφοροποιείται η δική μας περίπτωση και από την υπόθεση Σιακαλλής, πιο πάνω γιατί εκεί το ένταλμα θεωρήθηκε ως «μη δεόντως αιτιολογημένο» αφού δε φαίνεται αν ικανοποιήθηκε ο ίδιος ο Δικαστής «ότι υπάρχει εύλογη υποψία ή αιτία να πιστεύεται το ζητούμενο από το νόμο» αλλά η αιτιολογία του συνδέθηκε μόνο με αναφορά στην εύλογη υποψία της Αστυνομίας, κάτι που ο δικαστής εξέλαβε ως δεδομένο.  Έπρεπε, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, «ο ίδιος ο δικαστής να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του διατάγματος ικανοποιούμενος εκείνος ότι η υποψία είναι, επί της μαρτυρίας εύλογη».  Βέβαια στην υπόθεση Σιακαλλής, το δικαστήριο προχώρησε να πει ότι το γεγονός ότι στο ίδιο το ένταλμα, στο τέλος του, το δικαστήριο αναφέρει «Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος» δεν θεραπεύει την έλλειψη διαπίστωσης από τον ίδιο το δικαστή της ύπαρξης εύλογης υποψίας ή εύλογης αιτίας να πιστεύεται» αλλά μόνο με βάση το τι αναφέρεται στο ίδιο το ένταλμα και τη συναρτημένη προς τούτο μαρτυρία μπορεί να ελεγχθεί η δέουσα αιτιολογία του εντάλματος από το δικαστή σύμφωνα με το Άρθρο 16.2».

Εξετάζοντας, υπό το φως των πιο πάνω υποθέσεων, την ένορκη έγγραφη δήλωση και το ένταλμα έρευνας που εκδόθηκαν στην παρούσα υπόθεση, καταλήγω, ότι υπάρχουν γεγονότα που καθιστούν το ένταλμα δεόντως αιτιολογημένο.  Εκτός από τη διατύπωση στο τέλος του εντάλματος ότι ο δικαστής έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του εντάλματος, φράση που είναι σύμφωνα με το Νόμο (Άρθρο 28 του Κεφ. 155 όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 10(Ι)/96), η οποία φράση έχει τη σημασία της (βλ. Μηλιώτης, πιο πάνω), εδώ υπήρχε αρκετή μαρτυρία που δικαιολογούσε το δικαστή να αναφέρει ότι ήταν κατάλληλη περίπτωση για έκδοση του εντάλματος έρευνας.  Το ένταλμα προσδιόριζε τα πράγματα, όπως αποφασίστηκε στη Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα, πιο πάνω, ότι δηλαδή ήταν «τεκμήρια που σχετίζονται με την πορνεία». Δε νομίζω ότι η λέξη [*1188]«προσδιορισμός» έχει την έννοια που εισηγήθηκε ο συνήγορος των αιτητών, δηλαδή να κατονομάζονται τα πράγματα στον όρκο ή στο ένταλμα.  Το γεγονός ότι ενώ ο όρκος ζητούσε και τεκμήρια που σχετίζονται και με άλλα αδικήματα, αλλά το ένταλμα εκδόθηκε μόνο για τεκμήρια που σχετίζονται με την πορνεία, είναι κάτι που μάλλον επενεργεί υπέρ των αιτητών και όχι εναντίον τους.  Επομένως αυτός δεν είναι λόγος για ακύρωση του εντάλματος.

Σημειώνω επίσης ότι ο δικαστής, ενόψει του ότι πρόκειται για διαμέρισμα περιόρισε τις ώρες εκτέλεσης του εντάλματος από 10.00-22.00.  Είναι σαφές από τη μαρτυρία των ιδίων των αιτητών ότι το διαμέρισμα στο οποίο αφορούσε το ένταλμα και έγινε η έρευνα δεν ήταν η κατοικία τους.  Οι ίδιοι δηλώνουν στην αίτηση τους ότι η κατοικία τους ήταν αλλού.  Όμως και αν ακόμα θεωρηθεί ότι το Άρθρο 16 του Συντάγματος επεκτείνεται και σε επαγγελματική στέγη (βλ. Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας του Ανδρέα Νικόλα Λοΐζου, σελ. 109 με αναφορά στην απόφαση του ΕΔΑΔ Niemietz v. Germany), εδώ η είσοδος έγινε σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 16.2 του Συντάγματος, δηλαδή «κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου».

Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε σύμφωνα με το νόμο. Ο προσδιορισμός στο ένταλμα των αιτουμένων πραγμάτων, ότι δηλαδή είναι αυτά που σχετίζονται με το συγκεκριμένο αδίκημα της πορνείας, είναι αρκετός και δε χρειάζεται να κατονομάζονται τα πράγματα που ζητά η αστυνομία για να ανεύρει. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, παραγρ. 11 περιγράφονται τα αντικείμενα που παραλήφθηκαν από την αστυνομία κατά τη διάρκεια της έρευνας τα οποία φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, να συνδέονται με το αδίκημα της πορνείας για το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα.  Δε φαίνεται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση αν αυτά είναι εκτός της εξουσιοδότησης του εντάλματος και γιατί.  Αν τα αντικείμενα αυτά ενοχοποιούν ή όχι τους αιτητές, είναι θέμα του ποινικού δικαστηρίου.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι οι αστυνομικοί που εκτέλεσαν το ένταλμα δεν έδειξαν τούτο στους αιτητές, ενόψει του αντίθετου ισχυρισμού που περιέχεται στην παραγρ. 16 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση και λαμβανομένου υπόψη ότι είναι οι αιτητές που έχουν το βάρος απόδειξης, αυτός δεν ευσταθεί. 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο