Λοϊζίδης Mιχάλης και Άλλος υπό την ιδιότητά τους ως διορισθέντες εκκαθαριστές της Beogradska Banka D.D. ν. Westacre Investments Inc. (2008) 1 ΑΑΔ 1217

(2008) 1 ΑΑΔ 1217

[*1217]16 Δεκεμβρίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΜΙΧΑΛΗΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΔΙΟΡΙΣΘΕΝΤΕΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ

BEOGRADSKA BANKA D.D.,

Εφεσείοντες,

ν.

WESTACRE INVESTMENTS INC.,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 140/2007)

_________________________

Διαιτησία ― Διεθνής διαιτητική απόφαση ― Αμφισβήτηση ορθότητας απόφασης Κυπριακού Δικαστηρίου για αναγνώριση και εκτέλεση τελικής διαιτητικής απόφασης, εκδοθείσας από το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου Γενεύης, η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση και από το Ανώτατο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο ― Κατά πόσο η διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη προς την κυπριακή δημόσια τάξη και γι’ αυτό δεν θα έπρεπε να τύχει αναγνώρισης και εκτέλεσης στη βάση του περί της Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικού) Νόμου 84/79 και του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου 101/87.

Λέξεις και Φράσεις ― «Δημόσια τάξη» ― Περιλαμβάνει τις θεμελιακές αξίες που μια κοινωνία, σε δεδομένη χρονική περίοδο, αναγνωρίζει ότι διέπουν τις συναλλαγές και τις άλλες εκφάνσεις της ζωής των μελών της, με τις οποίες είναι διαποτισμένη η καθιερωμένη έννομη τάξη.

Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες - καθ’ ων η αίτηση αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία εγκρίθηκε η αίτηση των εφεσιβλήτων – αιτητών για αναγνώριση και εκτέλεση τελικής διαιτητικής απόφασης ημερ. 28.2.94, που εκδόθηκε από το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου Γενεύης, η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση και από το Ανώτατο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο στις 6.11.95.

[*1218]Οι εφεσείοντες – καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην προαναφερόμενη απόφασή του καθότι η διαιτητική απόφαση δεν συνάδει με την κυπριακή δημόσια τάξη, γι’ αυτό και δεν θα έπρεπε να τύχει αναγνώρισης και εκτέλεσης, κατά την ορθή εφαρμογή του περί της Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικού) Νόμου 84/79 και του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου 101/87.

Ο συνήγορος των εφεσειόντων ισχυρίστηκε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε σχετική αγγλική απόφαση για αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης, στην οποία δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο στόχο της τελεσιδικίας των διαιτητικών αποφάσεων και πολύ μικρή βαρύτητα στο στόχο της καταπολέμησης και αποθάρρυνσης της δωροδοκίας και της διαφθοράς.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη τα ενώπιόν του στοιχεία και αφού συμφώνησε με τις αρχές που διατυπώθηκαν στην απόφαση της πλειοψηφίας του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Westacre Investments Inc v. Jugoimport – SDPR Holding Co Ltd and Others [1999] 3 All E.R.864 (2), παρατήρησε και αυτό ότι στην προκείμενη περίπτωση το διαιτητικό δικαστήριο, όπως και το εποπτεύον Ελβετικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, εξέτασαν το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμό παρανομίας της συμφωνίας στην οποία βασίστηκε η διαιτητική απόφαση, η οποία θα εκτελείτο στο Κουβέιτ και απέρριψαν τους ισχυρισμούς αυτούς. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε ενώπιον του που να υποστηρίζει τους ισχυρισμούς για δωροδοκίες αλλά ούτε και στοιχεία που να δείχνουν ότι η διαιτητική απόφαση εξασφαλίστηκε με δόλο ή ότι η εκτέλεση της συμφωνίας ή της διαιτητικής απόφασης, στο Κουβέιτ, αντίκειται στη δημόσια τάξη της χώρας εκείνης. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ενιστάμενοι – εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και διέταξε την αναγνώριση και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης ημερ. 28.2.94.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Δεν υπάρχει τίποτε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου που να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων. Ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου οι σχετικοί ισχυρισμοί των εφεσειόντων τέθηκαν και απορρίφθηκαν, ενώ η συμφωνία, στη βάση της οποίας εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση, είναι έγκυρη σύμφωνα με τον ελβετικό νόμο που είναι ο νόμος που διέπει τη συμφωνία αλλά και ο νόμος σύμφωνα με τον οποίο λή[*1219]φθηκε η διαιτητική απόφαση. Επιπρόσθετα, δεν αποδείχθηκε ενώπιον οποιουδήποτε από τα προαναφερόμενα δικαστήρια, ότι η εφαρμογή της συμφωνίας και η εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης στο Κουβέιτ, όπου αυτές θα εκτελεστούν, είναι παράνομη, για οιοδήποτε λόγο, ή μη εφαρμόσιμη.

Εν όψει των ανωτέρω, είναι απόλυτα ορθή η πρωτόδικη απόφαση, τόσο επί του θέματος της μη καταστρατήγησης της κυπριακής δημόσιας τάξης όσο και επί του θέματος της απαγόρευσης προσαγωγής μαρτυρίας και επανανοίγματος της υπόθεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας v. Bank Fur Arbeit Und Wirtschaft A.J. (1999) 1(A) Α.Α.Δ. 585,

Westacre Investments Inc v. Jugoimport-SDPR Holding Co Ltd a.o. [1999] 3 All E.R. 864(2),

Soleimany v. Soleimany [1999] 3 All E.R. 847.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παρπαρίνος, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 677/95), ημερομ. 23.5.07.

Π. Ιωαννίδης με Θ. Ραφτοπούλου, για Α. Ευαγγέλου , για τους Εφεσείοντες.

Α. Λαδάς, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία εγκρίθηκε αίτηση των αιτητών-εφεσιβλήτων για αναγνώριση και εκτέλεση τελικής διαιτητικής απόφασης ημερ. 28.2.94, που εκδόθηκε από το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου [*1220]Γενεύης, η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση και από το Ανώτατο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο στις 6.11.95. 

Σύμφωνα με τους εφεσείοντες-καθ’ ων η αίτηση, το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην προαναφερόμενη απόφασή του καθότι η διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη προς την κυπριακή δημόσια τάξη και γι’ αυτό δεν θα έπρεπε να τύχει αναγνώρισης και εκτέλεσης, κατά την ορθή εφαρμογή του περί της Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικού) Νόμου 84/79 και του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου 101/87

Ισχυρίζονται οι εφεσείοντες ότι η συμφωνία ημερ. 12.4.88, στην οποία βασίστηκε η διαιτητική απόφαση, είναι παράνομη και αντίθετη με τη δημόσια τάξη με βάση το Νόμο του Κουβέϊτ, της Γιουγκοσλαβίας και της Κύπρου, επειδή με αυτή σκοπείται η εξαγορά επίδρασης σε δημόσιους λειτουργούς και/ή η διαφθορά και δωροδοκία δημόσιων λειτουργών σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους. Κατά τους εφεσείοντες το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την προσαγωγή μαρτυρίας από τους εφεσείοντες, με την οποία θα καταδεικνύετο:

(α)  Η παρανομία της συμφωνίας ημερ. 12.4.88 για το λόγο ότι είναι αντίθετη προς τη δημόσια τάξη, και

(β)  Ότι η διαιτητική απόφαση εξασφαλίστηκε και/ή εκδόθηκε με δόλο και με την προσαγωγή ψευδούς μαρτυρίας και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να τύχει αναγνωρίσεως και εκτελέσεως.

Είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο ακολούθησε σχετική αγγλική απόφαση για αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης, στην οποία δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο στόχο της τελεσιδικίας των διαιτητικών αποφάσεων και πολύ μικρή βαρύτητα στο στόχο της καταπολέμησης και αποθάρρυνσης της δωροδοκίας και της διαφθοράς. Υποβλήθηκε, συγκεκριμένα, ότι οι συνθήκες που επικρατούν στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι οι ίδιες με εκείνες που επικρατούν στην Κύπρο, σε σχέση με τα  προαναφερόμενα θέματα, και ότι στην Κύπρο η καταπολέμηση και αποθάρρυνση της δωροδοκίας και της διαφθοράς των δημοσίων λειτουργών θα πρέπει να θεωρείται υπέρτερος στόχος εκείνου της τελεσιδικίας των διαιτητικών αποφάσεων.  Αναφορά έγινε επίσης σε διεθνείς συμβάσεις εναντίον της διαφθοράς δημοσίων λειτουργών, τις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία επικύρωσε. 

[*1221]Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση στις 24.11.06, με την οποία κρίθηκε το κατά πόσον η προαναφερόμενη διαιτητική απόφαση ήταν αντίθετη προς την κυπριακή δημόσια τάξη. Το ερώτημα αυτό απαντήθηκε αρνητικά. Με την τελική του απόφαση, ημερ. 23.5.07, το πρωτόδικο δικαστήριο διέταξε την αναγνώριση και εκτέλεση της προαναφερόμενης διαιτητικής απόφασης. Ουσιαστικά η παρούσα έφεση προσβάλλει την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 24.11.06, η οποία βέβαια ήταν καθοριστική και για την τελική απόφαση ημερ. 23.5.07.  

Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση και ιδιαίτερα την ενδιάμεση απόφαση της 24.11.06 υπό το φως των αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Το πρωτόδικο δικαστήριο, στην εμπεριστατωμένη απόφασή του, κάνει ευρεία αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης, καθώς επίσης και σε κυπριακή και αγγλική νομολογία σχετική με το ζήτημα της δημόσιας τάξης. Αναφέρεται,  μεταξύ άλλων, στην καθοδηγητική απόφαση στην Υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Bank Fur Arbeit Und Wirtschaft A.J. (1999) 1(A) Α.Α.Δ. 585 στην οποία επεξηγήθηκε η έννοια και εμβέλεια του όρου «δημόσια τάξη» που συναντάται στον περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμο του 1987 (Ν. 101/87) και συγκεκριμένα στο Άρθρο 34(2)(β)(ιι), το οποίο είναι σχεδόν πανομοιότυπο με το Άρθρο V(2)(β) της Διεθνούς Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων που κυρώθηκε από τον Κυρωτικό Νόμο του 1979 (Ν. 84/79). 

Ο όρος «δημόσια τάξη», σύμφωνα με την απόφαση Γενικός Εισαγγελέας (ανωτέρω), περιλαμβάνει τις θεμελιακές αξίες που μια κοινωνία, σε δεδομένη χρονική περίοδο, αναγνωρίζει ότι διέπουν τις συναλλαγές και τις άλλες εκφάνσεις της ζωής των μελών της, με τις οποίες είναι διαποτισμένη η καθιερωμένη έννομη τάξη.

Στην εκτενή αναφορά του στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, σημείωσε ότι ενώπιον του έγινε προσπάθεια εισαγωγής μαρτυρίας, από τους εφεσείοντες, για να καταδειχθεί ότι η συμφωνία, στην οποία βασίστηκε η διαιτητική απόφαση (η συμφωνία), ήταν παράνομη, ότι η διαιτητική απόφαση λήφθηκε με δόλο, δηλαδή με την προσαγωγή ψευδομαρτυρίας και ότι η συμφωνία είναι επίσης και ανεφάρμοστη καθότι είναι αντίθετη με τη δημόσια τάξη του Κουβέιτ στο οποίο αυτή θα εφαρμοστεί. 

Το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμό παρανομίας της συμφωνίας,  λόγω των κατ’ ισχυρισμό προνοιών για διαφθορά και δωροδοκία [*1222]που εμπεριέχει, τέθηκε και απαντήθηκε από αγγλικό πρωτόδικο δικαστήριο αλλά και από το αγγλικό Εφετείο στην Υπόθεση Westαcre Investments Inc v. Jugoimport-SDPR Holding Co Ltd and Others [1999] 3 All E.R. 864(2).  Σε εκείνη την υπόθεση έγινε αίτηση για αναγνώριση και εγγραφή της ίδιας διεθνούς διαιτητικής αποφάσεως, όπως στην παρούσα υπόθεση, και τόσο το πρωτόδικο δικαστήριο όσο και το αγγλικό Εφετείο αποφάσισαν ότι η διαιτητική απόφαση δεν ήταν αντίθετη προς την αγγλική δημόσια τάξη. Αποφάσισαν επίσης ότι οι ενιστάμενοι στην υπόθεση εκείνη, δεν απέδειξαν λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να επανανοιχθεί η υπόθεση και να επιτραπεί προσαγωγή μαρτυρίας προς απόδειξη ισχυρισμών, παρόμοιων με αυτούς που κάμνουν οι εφεσείοντες στην παρούσα υπόθεση, περί λήψης της διαιτητικής απόφασης με δόλο και απάτη και περί παρανομίας της συμφωνίας, λόγω προνοιών σ’ αυτή για διαφθορά δημοσίων λειτουργών στο Κουβέιτ, όπου και θα εκτελεστεί.

Το ερώτημα που απασχόλησε το αγγλικό Εφετείο, ήταν το κατά πόσο, στη διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης, μπορούν να αμφισβητηθούν τα ευρήματα, ως προς τα γεγονότα, στα οποία προέβηκε το διαιτητικό δικαστήριο, επί του θέματος της κατ’ ισχυρισμό δωροδοκίας. Η απάντηση που δόθηκε, με την απόφαση πλειοψηφίας του αγγλικού Εφετείου, περιέχει τις εξής επισημάνσεις:  Το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμό δωροδοκίας ήταν κεντρικό επίδικο θέμα ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου αλλά και ενώπιον του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, το οποίο επεκύρωσε τη διαιτητική απόφαση. Ο ελβετικός νόμος ήταν ο νόμος που οι διάδικοι επέλεξαν να διέπει τη μεταξύ τους συμφωνία αλλά και ο νόμος που εφαρμόστηκε από το διαιτητικό δικαστήριο και το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο.  Ενώπιον των προαναφερομένων δύο δικαστηρίων, οι ισχυρισμοί για δωροδοκία τέθηκαν, εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν.  Αν δεν απορρίπτονταν, τότε η συμφωνία θα θεωρείτο ανεφάρμοστη ως αντιβαίνουσα τη δημόσια τάξη, τόσο της Ελβετίας όσο και της Αγγλίας. 

Η πλειοψηφία στην απόφαση του Αγγλικού Εφετείου έκαμε αναφορά και στην απόφαση στην Υπόθεση Soleimany v. Soleimany [1999] 3 All E.R. 847 και παρατήρησε ότι υπήρξε εισήγηση (ενώπιον του Αγγλικού Εφετείου) ότι κάποιου είδους «προανάκριση» θα έπρεπε να είχε διεξαχθεί αναφορικά με το κατά πόσο υπήρχε εκ πρώτης όψεως μαρτυρία (του ενός διαδίκου) ότι η διαιτητική απόφαση βασίζεται σε παράνομη συμφωνία. Η πλειοψηφία του Αγγλικού Εφετείου απέρριψε ουσιαστικά  αυτή τη θέση αφού έλαβε υπό[*1223]ψη τους εξής παράγοντες:

(α)  Ότι ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου δόθηκε μαρτυρία ότι η σύμβαση ήταν μια καθαρή εμπορική σύμβαση.

(β)  Ότι οι διαιτητές απεφάνθησαν ειδικά ότι η σύμβαση δεν ήταν παρόνομη.

(γ)  Ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε που να δείχνει ανικανότητα εκ μέρους των διαιτητών, και

(δ)  Ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος υποψίας για συμπαιγνία ή κακοπιστία ως προς την έκδοση της διαιτητικής απόφασης.

Κατέληξε επομένως στο συμπέρασμα ότι  δεν θα έπρεπε να επιτραπεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης. Κατά την απόφαση της πλειοψηφίας, η σοβαρότητα των ισχυρισμών για παρανομία είναι ένα στοιχείο που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη διαδικασία στάθμισης δύο αντικρουόμενων παραγόντων της δημόσιας τάξης, που είναι από τη μια η τελεσιδικία των αποφάσεων και από την άλλη η παρανομία.

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, αφού έλαβε υπόψη τα ενώπιον του στοιχεία και αφού συμφώνησε με τις αρχές που διατυπώθηκαν στην προαναφερόμενη απόφαση πλειοψηφίας του Αγγλικού Εφετείου, παρατήρησε και αυτός ότι στην προκείμενη περίπτωση το διαιτητικό δικαστήριο, όπως και το εποπτεύον Ελβετικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, εξέτασαν το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμό παρανομίας της συμφωνίας και απέρριψαν τους ισχυρισμούς αυτούς. Θεώρησε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε ενώπιον του που να υποστηρίζει τους ισχυρισμούς για δωροδοκίες αλλά ούτε και στοιχεία που να δείχνουν ότι η διαιτητική απόφαση εξασφαλίστηκε με δόλο ή  ότι η εκτέλεση της συμφωνίας ή της διαιτητικής απόφασης, στο Κουβέιτ, αντίκειται στη δημόσια τάξη της χώρας εκείνης. Συμφώνησε, το πρωτόδικο δικαστήριο, τόσο με το Δικαστή Collman που εξέδωσε την πρωτόδικη απόφαση στην Αγγλία όσο και με την απόφαση πλειοψηφίας του Αγγλικού Εφετείου που επεκύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ενιστάμενοι-εφεσείοντες απέτυχαν και διέταξε την αναγνώριση και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης ημερ. 28.2.94.

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία και συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή καθώς και με την [*1224]απόφαση της πλειοψηφίας του Αγγλικού Εφετείου, αλλά και την πρωτόδικη απόφαση του Δικαστή Collman.  Δεν μπορούμε να  παραγνωρίσουμε ότι οι εφεσείοντες έθεσαν τα ζητήματα που επιθυμούν να  επαναθέσουν, τόσο ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του εποπτεύοντος Ελβετικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, τα οποία απέρριψαν τους ισχυρισμούς τους.  Δεν υπάρχει οτιδήποτε ενώπιον μας που να δείχνει ότι η διαδικασία ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου ήταν μεμπτή καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή ότι η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε κατόπιν συμπαιγνίας ή ότι πάσχει για οποιοδήποτε λόγο.  Ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου οι ισχυρισμοί για παρανομία και διαφθορά τέθηκαν και απορρίφθηκαν, ενώ η συμφωνία, στη βάση της οποίας εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση, είναι έγκυρη σύμφωνα με τον ελβετικό νόμο που είναι ο νόμος που διέπει τη συμφωνία αλλά και ο νόμος σύμφωνα με τον οποίο λήφθηκε η διαιτητική απόφαση. Επιπρόσθετα, δεν αποδείχθηκε ενώπιον οποιουδήποτε από τα προαναφερόμενα δικαστήρια, ότι η εφαρμογή της συμφωνίας και η εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης στο Κουβέιτ, όπου αυτές θα εκτελεστούν, είναι παράνομη, για οιοδήποτε λόγο, ή μη εφαρμόσιμη.

Οι διεθνείς συμβάσεις εναντίον της διαφθοράς δημοσίων λειτουργών, στις οποίες αναφέρθηκε ο κ. Ιωαννίδης, δεν ισχύουν, στην προκείμενη περίπτωση, όπου οι ισχυρισμοί για δωροδοκία δημοσίων λειτουργών στο εξωτερικό και για αθέμιτες πρακτικές, τέθηκαν και απορρίφθηκαν από αρμόδια σώματα.

Ενόψει των προαναφερομένων, θεωρούμε ότι δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, να επιτραπεί στους εφεσείοντες, να επανανοίξουν την υπόθεση και να προβάλουν, για δεύτερη φορά, ενώπιον του Κυπριακού Δικαστηρίου από το οποίο ζητήθηκε διάταγμα αναγνώρισης και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης, τους ίδιους ισχυρισμούς.    

Κατά συνέπεια κρίνουμε ως απόλυτα ορθή την πρωτόδικη απόφαση, τόσο επί του θέματος της μη καταστρατήγησης της κυπριακής δημόσιας τάξης όσο και επί του θέματος της απαγόρευσης προσαγωγής μαρτυρίας και επανανοίγματος της υπόθεσης ενώπιόν του.  Ως εκ τούτου η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο