Xαραλάμπους Aντριανή ν. Mαρίας Xαραλάμπους (2008) 1 ΑΑΔ 1298

(2008) 1 ΑΑΔ 1298

[*1298]19 Δεκεμβρίου, 2008

[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΑΝΤΡΙΑΝΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείουσα - Ενάγουσα,

ν.

ΜΑΡΙΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσίβλητης - Εναγομένης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 39/2007)

 

Δεδικασμένο (Res Judicata) ― Δημιουργία δεδικασμένου για θέματα που θα μπορούσαν να εγερθούν σε προηγούμενη αγωγή μεταξύ των διαδίκων και δεν εγέρθηκαν.

Δεδικασμένο (Res Judicata) ― Αρχή του δεδικασμένου ― Δημιουργία κωλύματος δεδικασμένου λόγω ύπαρξης άλλης δικαστικής απόφασης ― Ποία η έννοια του εν λόγω κωλύματος και ποίες οι προϋποθέσεις δημιουργίας του.

Η εφεσείουσα – ενάγουσα (η εφεσείουσα) κίνησε αγωγή εναντίον της μητέρας της, εφεσίβλητης – εναγόμενης (η εφεσίβλητη), με βάση το αστικό αδίκημα της απάτης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αφού έκρινε την ενάγουσα αναξιόπιστη και αφού σημείωσε ότι αυτή δεν απέδειξε τα συστατικά στοιχεία της απάτης.

Μετά πάροδο έξι χρόνων, η εφεσείουσα καταχώρησε νέα αγωγή με βάση το αστικό αδίκημα της αμέλειας, με την οποία ζητούσε όπως της επιδικαστούν γενικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις εναντίον της εφεσίβλητης μητέρας της, όπως επίσης και ειδικές αποζημιώσεις για τα έξοδα που είχε υποστεί για την καταχώριση της πρώτης αγωγής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη δεύτερη αγωγή λόγω δεδικασμένου.

[*1299]Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση. Όλοι οι λόγοι έφεσης επικεντρώνονται στο ότι η αρχή του δεδικασμένου δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην παρούσα περίπτωση, αφού σύμφωνα με την εφεσείουσα, η παρούσα αγωγή βασίζεται πάνω στο αδίκημα της αμέλειας που δεν εξετάστηκε στην πρώτη αγωγή.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη νομική πλευρά του θέματος της δημιουργίας δεδικασμένου από προηγούμενη δικαστική απόφαση, καθώς και στην αρχή της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι η παράλειψη της εφεσείουσας να περιλάβει στην πρώτη αγωγή της την απαίτηση για αμέλεια, την εμποδίζει από του να προβάλλει με νέα αγωγή απαίτηση εναντίον της εφεσίβλητης για αμέλεια.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, εναντίον της εφεσείουσας.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Bradford Building Society v. Borders [1941] 2 All E.R. 205,

Theori a.o. v. Djoni a.o. (1984) 1 C.L.R. 296,

L.E. Walwin and Partners Ltd. v. West Sussex County Council [1975] 3 All E.R. 604.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καλογήρου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1860/05), ημερομ. 31.1.07.

Η Εφεσείουσα είναι παρούσα και εμφανίζεται προσωπικά.

Δ. Χριστοδούλου για Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδη, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Οι προσπάθειες της εφεσείουσας να ανακαλύψει από τη μητέρα της ποιος ήταν ο πατέρας της συνιστούν το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

[*1300](α) Τα γεγονότα.

(i) Η α΄ αγωγή 11026/1997.

Με την υπ’ αρ. 11026/1997 αγωγή η Αντριανή Χαραλάμπους (ενάγουσα) απαιτούσε αποζημιώσεις εναντίον της μητέρας της Μαρίας Χαραλάμπους (εναγόμενης) γιατί όπως ισχυρίστηκε, η μητέρα της της απεκάλυψε ότι ο πατέρας της ήταν κάποιος Πέτρος Φανάρης. Βασισμένη στην πιο πάνω δήλωση η ενάγουσα καταχώρισε την υπ’ αρ. 1/93 αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας για Πατρική Αναγνώριση Εξωγάμου. Επειδή τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων απέδειξαν ότι ο Πέτρος Φανάρης δεν ήταν ο πατέρας της, η ενάγουσα απέσυρε την αίτηση της και με την αγωγή 11026/1997, την οποία χειρίστηκε προσωπικά, απαίτησε την καταβολή γενικών, ειδικών και παραδειγματικών αποζημιώσεων. Η ενάγουσα βάσισε την αγωγή της στο αστικό αδίκημα της απάτης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της απάτης η ενάγουσα θα έπρεπε να αποδείξει, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης Bradford Building Society v. Borders [1941] 2 All E.R. 205 ότι,

(1)   Υπήρξε ψευδής παράσταση ενός γεγονότος,

(2)   Η παράσταση έπρεπε να είχε γίνει με γνώση ότι ήταν ψευδής, ή χωρίς πίστη αν ήταν αληθής ή απερίσκεπτα κατά πόσο ήταν αληθής ή ψευδής,

(3)   Η παράσταση έγινε με σκοπό να ενεργήσει η ενάγουσα πάνω σε αυτή,

(4)   Η ενάγουσα έχει ενεργήσει πάνω στη ψευδή δήλωση και

(5)   Η ενάγουσα έχει υποστεί ζημιές.

Με βάση τις πιο πάνω αρχές το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκρινε την ενάγουσα ως αναξιόπιστη και αφού σημείωσε ότι απέτυχε να αποσείσει το σχετικό βάρος της απόδειξης των συστατικών στοιχείων της απάτης, απέρριψε στις 19/11/99 την αγωγή 11026/1997.

(ii) Η β΄ αγωγή 1860/2005.

Έξι χρόνια μετά την απόρριψη της πιο πάνω αγωγής, η εφεσεί[*1301]ουσα επανήλθε με την καταχώριση της υπ’ αρ. 1860/2005 αγωγής, με την οποία ζητούσε όπως της επιδικαστούν γενικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις εναντίον της εφεσίβλητης μητέρας της, όπως επίσης και ειδικές αποζημιώσεις για τα έξοδα που είχε υποστεί για την καταχώριση της α΄ αγωγής 11026/1997.  Η β΄ αγωγή 1860/2005 βασίζεται, όπως ρητά αναφέρεται στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο, στο αδίκημα της αμέλειας.

Κατόπιν αίτησης εκ μέρους της εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο η β΄ αγωγή δεν μπορούσε να προωθηθεί λόγω δεδικασμένου. Πιο συγκεκριμένα υποβλήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης ότι η εφεσείουσα κωλύεται να προωθήσει την απαίτηση της εναντίον της μητέρας της με βάση το αστικό αδίκημα της αμέλειας, αφού η εφεσείουσα θα έπρεπε να είχε συμπεριλάβει και το αστικό αδίκημα της αμέλειας στην α΄ αγωγή της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι σύμφωνα με την απόφαση Theori and Others v. Djoni and Others (1984) 1 C.L.R. 296, ότι “η αρχή του δεδικασμένου επεκτείνεται όχι μόνο στις δικογραφημένες επίδικες διαφορές αλλά σε όλα εκείνα τα θέματα που θα μπορούσαν να καταστούν επίδικα από τους διαδίκους αν ασκούσαν τη δέουσα επιμέλεια”, απέρριψε την αγωγή.

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα, που χειρίζεται προσωπικά την υπόθεσή της, αμφισβητεί για 14 λόγους την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Όλοι οι λόγοι έφεσης επικεντρώνονται στο ότι η αρχή του δεδικασμένου δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην παρούσα περίπτωση, αφού σύμφωνα με την εφεσείουσα η παρούσα αγωγή βασίζεται πάνω στο αδίκημα της αμέλειας που δεν εξετάστηκε στην α΄ αγωγή 11026/1997.

(β) Η νομική πλευρά.

Από την αρχή του 12ου αιώνα οι αποφάσεις των Δικαστηρίων θεωρούνταν δεσμευτικές και δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν.  Όπως έχει καθοριστεί ο κανόνας, που είναι το αποτέλεσμα της έκδοσης μιας απόφασης από ένα Δικαστήριο,

“Estoppel of record or quasi of record arises where an issue of fact has been judicially determined in a final manner between the parties by a tribunal having jurisdiction, concurrent or exclusive, in the matter, and the same issue comes directly in question in subsequent proceedings between the same parties.”

Σε μετάφραση,

[*1302]“Αποκλεισμός από δεδικασμένο ή από ημιδεδικασμένο εγείρεται όταν ένα επίδικο γεγονός έχει αποφασιστεί δικαστικά με τελεσίδικο τρόπο σε δίκη μεταξύ των διαδίκων από Δικαστήριο που είχε αποκλειστική ή συντρέχουσα δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος, και το ίδιο γεγονός επανεμφανίζεται άμεσα σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων”. (Halsburys Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 15, παρ. 336)

Η ανάγκη εφαρμογής του κανόνα επεξηγήθηκε στην υπόθεση K.S.R. Commercio S.A. κ.ά. ν. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 309, όπου τονίστηκε ότι,

“Σαν θέμα γενικής πολιτικής του δικαίου η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματά του ή την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίξει την υπόθεση ή υπεράσπιση του δε δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο ότι παραλείφθηκε. Αυτό θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ’ επιλογήν του διαδίκου και τη διαιώνιση τους. Έτσι η αρχή της τελεσιδικίας, που είναι κοινωνικά επιβεβλημένη, θα υφίστατο καίριο πλήγμα.”

Ο Κανόνας βασίζεται σε δύο αρχές:

 (i)   Ότι η τελεσίδικη εκδίκαση μιας διαφοράς είναι προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος (Interest rei publicae ut sit finis litium)  και

(ii)   Κανένας δεν πρέπει να ενοχλείται δύο φορές για το ίδιο θέμα (Nemo debet bis vexavi pro eadem causa).

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου προϋποθέτει ότι,

(i)  Η απόφαση θα πρέπει να είναι τελεσίδικη,

(ii) Πρέπει να υπάρχει ταύτιση διαδίκων και

(iii)      Πρέπει να υπάρχει ταύτιση επίδικων θεμάτων.

Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι ικανοποιούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα του δεδικασμένου αφού η απόφαση στην αγωγή 11026/1997 έχει καταστεί τελεσίδικη και οι διάδικοι και στις δύο αγωγές είναι οι ίδιοι. Η τρίτη προϋπόθεση για την εφαρμογή του κανόνα επιβάλ[*1303]λει την ταύτιση των επίδικων θεμάτων, που εξυπακούει ότι το επίδικο θέμα στη β΄ διαδικασία θα πρέπει να είναι το ίδιο με εκείνο που εξετάστηκε στην α΄ διαδικασία. Είναι αποδεκτό και από τις δύο πλευρές ότι η α΄ αγωγή βασίστηκε στο αδίκημα της απάτης και η β΄ αγωγή στο αδίκημα της αμέλειας και το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η εφεσείουσα θα έπρεπε να συμπεριλάβει στην α΄ αγωγή μαζί με το αδίκημα της απάτης και το αδίκημα της αμέλειας.

Για να αποφευχθεί η καταχώριση πολλών αγωγών, ο κανόνας του δεδικασμένου έχει επεκταθεί για να καλύπτει όλες τις βάσεις αγωγής που ένας διάδικος θα μπορούσε να περιλάβει κατόπι λογικής έρευνας στα δικόγραφα, εκτός από εκείνες πάνω στις οποίες βασίζει την αγωγή του.  Και τούτο για να διασφαλιστεί η εξέταση όλων των θεμάτων που θα μπορούσαν να ήταν επίδικα σε μια δικαστική διαδικασία.  Το αποτέλεσμα είναι ότι αν ένας διάδικος παραλείψει να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου ένα θέμα, το οποίο θα μπορούσε να περιληφθεί στην αρχική διαδικασία, δεν θα του επιτραπεί να το εγείρει σε μια νέα αγωγή που καταχωρίζεται μετά την εκδίκαση της πρώτης. Στην υπόθεση L.E. Walwin and Partners Ltd. v. West Sussex County Council [1975] 3 All E.R. 604, η ενάγουσα εταιρεία διεκδικούσε το δικαίωμα να ελέγχει την τροχαία κίνηση σε ένα δρόμο που οδηγούσε σε μια οικιστική περιοχή της εταιρείας.  Πριν από μερικά χρόνια, όταν η νομική θέση του δρόμου εξεταζόταν από ένα άλλο Δικαστήριο μεταξύ των προκατόχων του τίτλου της ενάγουσας εταιρείας και των εναγομένων, το θέμα του ελέγχου της τροχαίας κίνησης δεν ηγέρθη, αν και μπορούσε να προβληθεί και να εξεταστεί.  Το Δικαστήριο βρήκε ότι η παράλειψη των προκατόχων της ενάγουσας εταιρείας να προβάλουν την απαίτηση στην προηγούμενη αγωγή συνιστούσε δεδικασμένο θέμα και απέρριψε την αγωγή.

Το ερώτημα κατά πόσο ένας διάδικος μπορεί να αποφύγει την εφαρμογή του κανόνα όταν επικαλείται στη δεύτερη διαδικασία θέματα που δεν είχαν εξεταστεί στην πρώτη διαδικασία, εξετάστηκε στην υπόθεση Theori and Others v. Djoni and Others [1984] 1 C.L.R. 296, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετώντας την αγγλική απόφαση Henderson v. Henderson [1843-1860] All E.R. (Rep.) 378 (βλ. επίσης Vernaeke v. Smith [1982] 2 All E.R. 144), αποφάνθηκε ότι ο κανόνας δεν εφαρμόζεται μόνο σε θέματα που είχαν εξεταστεί στην πρώτη διαδικασία αλλά και σε κάθε θέμα που ήταν στενά συνυφασμένο με την πρώτη διαδικασία και το οποίο οι διάδικοι με λογική προσοχή θα μπορούσαν να είχαν εγείρει.

[*1304]Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε στην υπόθεση Κλεόπα ν. Αντωνίου (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 58, στην οποία η εφεσείουσα αρχικά καταχώρισε αγωγή για αποζημιώσεις για τις ζημιές που είχε υποστεί το όχημα της σε τροχαίο ατύχημα.  Μετά την έκδοση απόφασης για £1.900, καταχώρισε νέα αγωγή εναντίον του ίδιου εφεσίβλητου ζητώντας αποζημιώσεις για τα τραύματα που είχε υποστεί.  Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις αποφάσεις Arnold v. Natwest Bank Plc [1991] 2 AC 93 και στην Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670, αποφάνθηκε ότι η έγερση της νέας αγωγής που είχε τους ίδιους διαδίκους και ταυτόσημη βάση αγωγής με την προηγούμενη, προσέκρουε στον κανόνα του δεδικασμένου.

Με βάση τα πιο πάνω έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η παράλειψη της εφεσείουσας να περιλάβει στην α΄ αγωγή της την απαίτηση της για αμέλεια, την εμποδίζει από του να προβάλλει με νέα αγωγή απαίτηση εναντίον της εφεσίβλητης για αμέλεια.

Η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Η εφεσείουσα διατάσσεται όπως καταβάλει τα έξοδα της πρωτόδικης όσο και της κατ’ έφεση διαδικασίας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, εναντίον της εφεσείουσας.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο