Muskita Aluminium Industries Ltd και Άλλοι ν. Alsako Aluminium Ltd και Άλλων (Aρ. 1) (2009) 1 ΑΑΔ 59

(2009) 1 ΑΑΔ 59

[*59]22 Ιανουαρίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

1. ΜUSKITA ALUMINIUM INDUSTRIES LTD,

2. MUSKITA ALUMINIUM COMPANY LTD,

3. ΑΝΤΩΝΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ

    ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ

    ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΥΣΚΗ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

1. ALSAKO ALUMINIUM LTD,

2. ALSAKO (LARNAKA) LTD,

3. ALSAKO (LIMASSOL) LTD,

4. ΑΝΔΡΕΑ ΙΑΚΩΒΟΥ,

5. ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ,

6. ΚΑΙΤΗΣ ΜΙΧΑΗΛ,

7. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ,

8. ΚΥΠΡΟΥΛΛΑΣ ΙΑΚΩΒΟΥ (AP. 1),

Εφεσιβλήτων-Εναγουσών.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 381/2006)

 

Έφεση Τροποποίηση λόγων έφεσης ― Διακριτική ευχέρεια Εφετείου, η οποία ασκείται πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης ― Τροποποίηση η οποία στοχεύει στη διεύρυνση της αιτιολογίας και την καλύτερη παρουσίαση των επίδικων θεμάτων, είναι εύκολο να εγκριθεί ― Τροποποίηση η οποία στοχεύει στην ανάπλαση των λόγων έφεσης χωρίς αποχρώντα λόγο, δεν είναι επιτρεπτή ― Καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης για τροποποίηση ― Εάν δεν αιτιολογηθεί, προστιθέμενη στους υπόλοιπους παράγοντες, αποτελεί παράγοντα αρνητικό στην αποδοχή της σχετικής αίτησης.

Οι εφεσείοντες – εναγόμενοι καταχώρησαν την παρούσα αίτηση για τροποποίηση των λόγων της έφεσής τους. Η αίτηση στηρίζεται στη Δ.35, θ.4, όπως αυτή αναπροσαρμόστηκε με τις διατάξεις του Κανονισμού 2 του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1995.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η αίτησή τους έχει σαν στόχο την [*60]προσθήκη ως μέρους της αιτιολογίας υφιστάμενου λόγου έφεσης, το γεγονός ότι μετά την έκδοση του διατάγματος τροποποίησης του τίτλου της αγωγής ημερομηνίας 26.10.2004, με την οποία επετράπη η προσθήκη του τρίτου εναγομένου – εφεσείοντος, δεν καταχωρήθηκε τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα σύμφωνα με τη Δ.9, θ.11 με τον εναγόμενο 3 ως διάδικο. Θεωρούν ότι αυτή η παράλειψη είχε ως αποτέλεσμα ο εναγόμενος 3 να μην καταστεί ποτέ διάδικος στη διαδικασία, ότι ουδέποτε δόθηκε διαταγή για την έγκαιρη θεραπεία αυτής της παράλειψης και ως εκ τούτου η τροποποίηση του τίτλου της αγωγής ήταν ipso facto άκυρη και θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ουδέποτε έγινε. Κατά συνέπεια θεωρούν ότι η αγωγή εναντίον του εναγομένου 3 δεν έπρεπε να προχωρήσει και η όλη διαδικασία εναντίον του ήταν άκυρη.

Οι εφεσείοντες διαπίστωσαν επίσης, μελετώντας καλύτερα την υπόθεση, ότι το κλητήριο ένταλμα δεν περιλάμβανε το αγώγιμο δικαίωμα της «παράλληλης προφορικής συμφωνίας» που οι εφεσίβλητοι συμπεριέλαβαν στην παράγραφο 17 τόσο της αρχικής αίτησης απαίτησης όσο και της τροποποιημένης. Κατά την άποψή τους, η διεύρυνση των αγώγιμων δικαιωμάτων σε μια έκθεση απαίτησης, χωρίς αυτά να περιέχονται πρώτα στο κλητήριο ένταλμα, δεν είναι επιτρεπτή και γι’ αυτό επιδιώκουν να αναπτύξουν αυτό το νομικό θέμα, ως μέρος της αιτιολογίας του λόγου έφεσης αρ. 12, με βάση τον οποίο ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα προσέδωσε έννομο αποτέλεσμα στο αγώγιμο δικαίωμα της «παράλληλης προφορικής συμφωνίας».

Οι καθ’ ων η αίτηση έφεραν ένσταση στο αίτημα ισχυριζόμενοι ότι η αίτηση: (α)στερείται ουσιαστικού και νομικού ερείσματος, (β) συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, (γ) υπεβλήθη με υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση, (δ) δεν γίνεται καλή τη πίστη, (ε) στερείται της ορθής νομικής βάσης και (στ) δεν ικανοποιεί τις καθιερωμένες νομικές αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα.

Ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, με αναφορά στη Φακοντή v. Βρυώνη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1714, εισηγήθηκε πως θέματα που δεν εγέρθηκαν και δεν τέθηκαν πρωτοδίκως δεν μπορούν να εξεταστούν κατ’ έφεση. Επίσης κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπ’ όψιν την αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης τροποποίησης. Τέλος, ανέφερε ότι εκείνο που επιδιώκεται με την αίτηση είναι η ανάπλαση και διεύρυνση της βάσης της έφεσης και όχι της αιτιολογίας υφιστάμενων λόγων έφεσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Το Δικαστήριο στην ουσία καλείται να αποφανθεί κατά την ακρόα[*61]ση της έφεσης, πάνω σε δύο δικονομικά θέματα, τα οποία δεν έχουν εγερθεί πρωτοδίκως, κάτι που δεν είναι επιτρεπτό. Ουδέποτε υπήρξε πρωτοδίκως προβολή θέσης ότι ο εναγόμενος – εφεσείων 3 δεν ήταν διάδικος στην αγωγή εξ αιτίας οποιασδήποτε δικονομικής ή άλλης παράλειψης.

2. Η αίτηση, και επί της ουσίας, στερείται πιθανότητας επιτυχίας. Εκείνο το οποίο οι αιτητές επιχειρούν να προσθέσουν στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 19, αποτελεί συγκαλυμμένο λόγο έφεσης, με τον οποίο επιδιώκεται να προστεθεί ένα εντελώς καινούργιο θέμα, κάτι που δεν είναι επιτρεπτό.

3. Η καταχώρηση της αίτησης περίπου 2 χρόνια μετά την άσκηση έφεσης, αποτελεί καθυστέρηση η οποία δεν έχει επαρκώς αιτιολογηθεί, με αποτέλεσμα ο παράγοντας αυτός, προστιθέμενος στους υπόλοιπους, να συνηγορεί και αυτός σε απόρριψη της αίτησης.

Η αίτηση απορρίφθηκε με €1.200 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των αιτητών.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Φακοντή v. Βρυώνη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1714,

Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,

Κυριακίδης κ.ά. v. Εφορείας Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Στροβόλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 9,

Χ”Ιωάννου v. Κωνσταντίνου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844,

FHK Hotels Holdings Ltd (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2159.

Αίτηση.

Αίτηση από τους εφεσείοντες, ημερ. 15.5.2008, με την οποία ζητούν διάταγμα για τροποποίηση των λόγων της έφεσής τους.

Α. Μαρκίδης και Δ. Αραούζος, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Τριανταφυλλίδης και Α. Μυλωνάς, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

[*62]ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με αίτησή τους στο στάδιο της έφεσης, οι Αιτητές-Εφεσείοντες (Εναγόμενοι στην αγωγή), ζητούν διάταγμα το οποίο να επιτρέπει την προσθήκη των πιο κάτω αιτιολογιών στο λόγο έφεσης αρ. 19:-

«11. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε με την ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 26/10/2004 στα πλαίσια της Αίτησης Τροποποίησης των Εφεσιβλήτων ημερομηνίας 19/3/2004 να επιτρέψει την τροποποίηση του τίτλου της Αγωγής χωρίς να διατάξει ταυτόχρονα σύμφωνα με την Δ.9, θ.11 την τροποποίηση του ιδίου του Κλητηρίου Εντάλματος και έτσι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενέργησε ως ο Εφεσίβλητος 3 να έχει καταστεί διάδικος, μιας και ουδέποτε δεν είχε δώσει οποιαδήποτε οδηγία και/ή διάταγμα για την θεραπεία αυτής της ουσιαστικής παράλειψης συμμόρφωσης προς την Δ.9, θ.11.

12. Από δε τη στιγμή που οι Εφεσίβλητοι δεν ζήτησαν την τροποποίηση του Κλητηρίου Εντάλματος το Δικαστήριο όφειλε να απορρίψει την Αίτηση ημερομηνίας 19/3/2004 ως μάταιη.»

Επίσης, ζητούν διάταγμα με το οποίο να τους επιτρέπεται να προσθέσουν την πιο κάτω επιπρόσθετη αιτιολογία στον λόγο έφεσης 12:-

«8. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε εν πάση περιπτώσει καν να λάβει υπόψη οποιοδήποτε ισχυρισμό για «παράλληλη προφορική συμφωνία» και να εκδώσει οποιαδήποτε απόφαση στην βάση αυτού από την στιγμή που το ίδιο το Κλητήριο Ένταλμα δεν περιλάμβανε τέτοιο αγώγιμο δικαίωμα.»

Η αίτηση στηρίζεται στη Δ.35, θ.4, όπως αυτή αναπροσαρμόστηκε με τις διατάξεις του Κανονισμού 2 του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1995.

Για να γίνουν πιο κατανοητά τα επιχειρήματα των Αιτητών, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το αρχικό κλητήριο ένταλμα στρεφόταν εναντίον δύο εναγομένων, των Εφεσειόντων 1 και 2. Σε κάποιο στάδιο έγινε προσπάθεια να προστεθεί ως τρίτος εναγόμενος ο διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Γεώργιου Μουσκή, ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των εναγομένων-εφεσειόντων 1 και 2. Για να [*63]υλοποιηθεί η προσθήκη τρίτου εναγομένου, καταχωρίστηκαν τρεις αιτήσεις τροποποίησης. Η πρώτη, ημερομηνίας 3.6.2003 και η δεύτερη, ημερομηνίας 19.11.2003, αποσύρθηκαν και απορρίφθηκαν.  Στις 19.3.2004 καταχωρίστηκε και τρίτη αίτηση τροποποίησης και στις 26.10.2004, μετά από ακροαματική διαδικασία, εξεδόθη σχετικό διάταγμα με το οποίο επετράπη η προσθήκη του τρίτου εναγόμενου-Εφεσείοντα, καθώς επίσης και δύο συγκεκριμένες τροποποιήσεις του περιεχομένου της Έκθεσης Απαίτησης.

Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, οι δικηγόροι των Αιτητών μετά που παρέλαβαν την ειδοποίηση ορισμού της έφεσης για ακρόαση και κατά τη διάρκεια της μελέτης της υπόθεσης, διαπίστωσαν ότι έλειπαν από τη δέσμη πρακτικών, τα οποία απαριθμούνται σε περίπου 500 σελίδες, η δέσμη με τις πρώτες 60 σελίδες που καλύπτουν (α) την ειδοποίηση έφεσης (σελ. 1-32), (β) την εκκαλούμενη απόφαση (σελ. 33), (γ) το κλητήριο ένταλμα (σελ. 34-35), (δ) την τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης ημερομηνίας 11.11.2004, συνοδευόμενη με το σχετικό διάταγμα ημερομηνίας 26.10.2004 και την αίτηση των Εφεσιβλήτων για τροποποίηση του τίτλου και της Έκθεσης Απαίτησης (σελ. 36-49), (ε) την τροποποιημένη Υπεράσπιση ημερομηνίας 18.1.2005 (σελ. 50-56), και (στ) την τροποποιημένη απάντηση (σελ. 57-60).

Οι Αιτητές ζήτησαν και εξασφάλισαν από το Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αντίγραφα της σχετικής δέσμης. Από μελέτη των εγγράφων, διαπίστωσαν ότι το τρίτο διάταγμα τροποποίησης ημερομηνίας 26.10.2004, αντί να συνοδεύεται από την τρίτη αίτηση τροποποίησης των Εφεσιβλήτων που υποβλήθηκε στις 19.3.2004, συνοδευόταν από τις πρώτες δύο σελίδες της πρώτης αίτησης τροποποίησης ημερομηνίας 3.6.2003, η οποία όπως έχουμε αναφέρει, αποσύρθηκε και απορρίφθηκε. Από περαιτέρω μελέτη της δέσμης, οι δικηγόροι των Αιτητών διαπίστωσαν ότι μετά την έκδοση του διατάγματος τροποποίησης του τίτλου, δεν καταχωρίστηκε τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα σύμφωνα με την Δ.9, θ.11 με τον Εναγόμενο 3, ως διάδικο.

Είναι γι’ αυτό το λόγο που οι Αιτητές ζητούν να προσθέσουν ως μέρος της αιτιολογίας του υφιστάμενου λόγου έφεσης αρ. 19, το πιο πάνω γεγονός. Θεωρούν ότι αυτή η παράλειψη είχε ως αποτέλεσμα ο εναγόμενος 3 να μην καταστεί ποτέ διάδικος στη διαδικασία. Σύμφωνα με τους Αιτητές, αυτό προκύπτει από τη Δ.25, θ.2 η οποία αντιστοιχεί στην παλαιά Αγγλική O.28, r.7 η οποία παραπέμπει στην O.16, r.13 των Αγγλικών Θεσμών που ίσχυαν το 1959, που αντιστοιχεί με τη Δ.9, θ.11. Είναι η θέση των Αιτητών, ότι ου[*64]δέποτε δόθηκε οποιαδήποτε διαταγή για την έγκαιρη θεραπεία της πιο πάνω παράλειψης και ως εκ τούτου θεωρούν ότι η τροποποίηση του τίτλου της αγωγής ήταν ipso facto άκυρη και θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ουδέποτε έγινε. Κατά συνέπεια θεωρούν ότι η αγωγή εναντίον του εναγομένου 3 δεν έπρεπε να προχωρήσει και η όλη διαδικασία εναντίον του ήταν άκυρη.

Το δεύτερο που διαπίστωσαν μελετώντας καλύτερα την υπόθεση, είναι ότι το κλητήριο ένταλμα δεν περιλάμβανε το αγώγιμο δικαίωμα της «παράλληλης προφορικής συμφωνίας» που οι Εφεσίβλητοι συμπεριέλαβαν στην παράγραφο 17 τόσο της αρχικής Έκθεσης Απαίτησης, όσο και της τροποποιημένης. Κατά την άποψή τους, η διεύρυνση των αγώγιμων δικαιωμάτων σε μια Έκθεση Απαίτησης, χωρίς αυτά να περιέχονται πρώτα στο κλητήριο ένταλμα, δεν είναι επιτρεπτή και γι’ αυτό οι Αιτητές επιδιώκουν να αναπτύξουν αυτό το νομικό θέμα, ως μέρος της αιτιολογίας του λόγου έφεσης αρ. 12, με βάση τον οποίο ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα προσέδωσε έννομο αποτέλεσμα στο αγώγιμο δικαίωμα της «παράλληλης προφορικής συμφωνίας».

Σύμφωνα με τους Αιτητές, οι πιο πάνω τροποποιήσεις των λόγων έφεσης δεν διευρύνουν τη βάση της έφεσης. Η συμπερίληψή τους, γίνεται αμέσως μετά που διαπιστώθηκε ότι πρέπει να διασαφηνιστούν καλύτερα κάποιοι από τους λόγους έφεσης. Καμία ζημιά δεν προκαλείται στην άλλη πλευρά, η οποία να μην αποζημιώνεται με ανάλογη διαταγή για έξοδα. Τέλος, ισχυρίζονται ότι οι σκοπούμενες τροποποιήσεις είναι σημαντικής σημασίας για την έκβαση της υπόθεσης και θα πρέπει να επιτραπούν.

Οι καθ’ων η αίτηση ενίστανται στο αίτημα, για το λόγο ότι:- (α) η Αίτηση στερείται ουσιαστικού και νομικού ερείσματος, (β) συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, (γ) υπεβλήθη με υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση, (δ) δεν γίνεται καλή τη πίστη, (ε) στερείται της ορθής νομικής βάσης και (στ) δεν ικανοποιεί τις καθιερωμένες νομικές αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα.

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, επεξηγούνται οι λόγοι ένστασης και τονίζεται ότι με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις δεν επιδιώκεται απλά η διεύρυνση της αιτιολογίας συγκεκριμένων υφιστάμενων λόγων έφεσης, οι οποίοι στην ουσία θα παραμείνουν αναλλοίωτοι, αλλά εκείνο που επιδιώκεται στην πραγματικότητα, είναι η ανάπλαση και διεύρυνση σε μεγάλο βαθμό της βάσης της έφεσης. Οι καθ’ων η αίτηση στηρίζονται και σε δύο άλλους λόγους ένστασης. Πρώτο, ότι με τις επιδιωκόμενες [*65]τροποποιήσεις εισάγονται νέα θέματα τα οποία δεν ηγέρθηκαν πρωτοδίκως και δεύτερο, ότι υπήρξε από της καταχώρησης της έφεσης, τεράστια καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης.

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τους Αιτητές στην αγόρευσή του, αφού έκαμε εκτενή αναφορά στη νομολογία επί του θέματος της τροποποίησης των λόγων έφεσης, εισηγήθηκε την έγκριση της αίτησης. Τόνισε ότι ενόψει της εξ υπαρχής άκυρης τροποποίησης, το Δικαστήριο θα μπορούσε και αυτεπάγγελτα να εγείρει το θέμα. Αν δεν εγκριθεί η αίτηση, τότε το Ανώτατο Δικαστήριο σε περίπτωση που απορρίψει την έφεση, στην ουσία θα επικυρώνει απόφαση εναντίον ανύπαρκτου διαδίκου, εκτός και αν οι καθ’ων η αίτηση με αίτηση τους δυνάμει της Δ.64 ζητήσουν να θεραπεύσουν την παρατυπία.

Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ων η αίτηση, διαφώνησε ότι η διαδικασία τροποποίησης του κλητηρίου πάσχει.  Κατά την άποψή του, η τροποποίηση έγινε κανονικά, επιδόθηκε τροποποιημένο κλητήριο, καταχωρίστηκε εμφάνιση από το νέο εναγόμενο-καθ’ου η αίτηση 3, η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση, χωρίς οι Αιτητές να εγείρουν ποτέ οποιοδήποτε θέμα αναφορικά με την τροποποίηση. Με την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης εναντίον των Αιτητών, είναι πλέον αργά για να εγερθεί το θέμα.  Με αναφορά στη Φακοντή ν. Βρυώνη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1714, εισηγήθηκε ότι θέματα που δεν ηγέρθηκαν και δεν τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν μπορούν να εξεταστούν στην έφεση.  Αν επιτραπεί η αίτηση, τόνισε, τότε θα αλλάξει η μέχρι σήμερα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος.  Πέραν τούτου, από της καταχώρησης της έφεσης υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης τροποποίησης και αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Τέλος, ανέφερε ότι εκείνο που επιδιώκεται με την αίτηση είναι η ανάπλαση και διεύρυνση της βάσης της έφεσης και όχι της αιτιολογίας υφιστάμενων λόγων έφεσης.

Η τροποποίηση των λόγων έφεσης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Εφετείου, η οποία πάντοτε ασκείται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης (Βλ. απόφαση Πλήρους Ολομέλειας στην Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323). Μια αίτηση για τροποποίηση των λόγων έφεσης μπορεί να γίνει δεχτή εφόσον υποβάλλεται έγκαιρα και δεν επηρεάζει δυσμενώς τα συμφέροντα των αντιδίκων. (Βλ. Φακοντή v. Βρυώνη, ανωτέρω). Από πρακτικής άποψης, η τροποποίηση των λόγων έφεσης είναι πιο εύκολο να εγκριθεί, αν επιζητεί την διεύρυνση της αιτιολογίας και την καλύτερη παρουσίαση των επίδικων θεμάτων. Από την άλλη, καθίσταται πιο δύσκολη η έγκριση της [*66]όταν επιδιώκεται η ανάπλαση των λόγων έφεσης χωρίς να υπάρχει αποχρών λόγος. Στις περιπτώσεις που γίνεται προσπάθεια να προστεθούν καινούργιοι λόγοι, εντελώς ανεξάρτητοι από τους υφιστάμενους, το εγχείρημα γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να γίνει αποδεχτό (Βλ. Κυριακίδης κ.ά. v. Εφορείας Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Στροβόλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 9).

Ο λόγος έφεσης 19 έχει ως εξής:-

«19. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε με την ενδιάμεση απόφασή του ημερομηνίας 26/10/2004 στα πλαίσια της Αίτησης ημερομηνίας 19/3/2004 να επιτρέψει την τροποποίηση του τίτλου της Αγωγής με την προσθήκη του Εναγόμενου 3 υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της περιουσίας του Γεώργιου Μουσκή, ο οποίος απεβίωσε την 20/8/2002.»

Τον λόγο έφεσης ακολουθούν άλλες 10 παράγραφοι με την αιτιολογία του λόγου. Κεντρικός άξονας των επιχειρημάτων είναι ότι οι καθ’ων η αίτηση αιτήθηκαν, μετά τον θάνατό του, την τροποποίηση της απαίτησης τους για να εντάξουν ισχυρισμό ότι ο Γ. Μουσκής, εγγυήθηκε προσωπικά την αξία των μετοχών. Οι Αιτητές, αναφέρουν ότι θεωρούν την έγκριση της τρίτης αίτησης τροποποίησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως λανθασμένη και ότι έδωσε δικονομικά πλεονεκτήματα στους καθ’ων η αίτηση.

Η δεύτερη τροποποίηση που ζητείται, αφορά στον λόγο έφεσης 12, ο οποίος διατυπώνεται στην Ειδοποίηση Έφεσης ως εξής:-

«12. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προσέδωσε στην «παράλληλη» προφορική συμφωνία έννομο αποτέλεσμα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να είχε καταλήξει εν πάση περιπτώσει στο συμπέρασμα ότι ο Όρος 10 του Τεκμηρίου 2 και/ή ο Όρος 6 του Τεκμηρίου 8 είχαν ως αποτέλεσμα να αποστερήσουν εννόμου αποτελέσματος την οποιανδήποτε «παράλληλη» προφορική συμφωνία.»

Με τις επτά παραγράφους που ακολουθούν τον συγκεκριμένο λόγο, επεξηγούνται τα επιχειρήματα των Αιτητών, οι οποίοι θεωρούν λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης παράλληλης προφορικής συμφωνίας.

Από τα πιο πάνω, προκύπτει ότι οι Αιτητές με την έφεσή τους αμφισβήτησαν τόσο την απόφαση του Δικαστηρίου να επιτρέψει την τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος για να προστεθεί ο [*67]τρίτος εφεσείων, όσο και το εύρημα περί ύπαρξης παράλληλης προφορικής συμφωνίας.

Όμως οι Αιτητές με την παρούσα αίτηση τους επιζητούν, λόγω των κατ’ ισχυρισμό λαθών που έγιναν κατά τη διαδικασία τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης, να συμπεριλάβουν το γεγονός υπό μορφή αιτιολογίας στο λόγο έφεσης 19, για να μπορέσουν να ισχυριστούν κατά την ακρόαση της έφεσης ότι ο Εφεσείων 3 στην ουσία ουδέποτε προσετέθη ως διάδικος και ως εκ τούτου το Δικαστήριο κακώς έδωσε θεραπεία εναντίον του βρίσκοντας ότι παρέβη παράλληλη προφορική συμφωνία.

Εγείρονται δύο ερωτήματα. Πρώτον, κατά πόσον οι Αιτητές μπορούν να εγείρουν τα θέματα αυτά κατ’ έφεση, εφόσον δεν τα έχουν εγείρει πρωτοδίκως. Εάν η απάντηση είναι αρνητική, τότε το θέμα τελειώνει εδώ. Όμως εάν η απάντηση είναι καταφατική, τότε προκύπτει το δεύτερο ερώτημα, κατά πόσον στην προκειμένη περίπτωση η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ της έγκρισης της τροποποίησης.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι Αιτητές μπορεί να καθυστέρησαν να παραλάβουν τη δέσμη των πρακτικών με τις πρώτες 60 σελίδες, όμως τα περισσότερα στοιχεία ήταν στη διάθεσή τους, καθ’ όλη τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας. Ως εκ τούτου, όφειλαν να είχαν εντοπίσει τυχόν κενά στη διαδικασία και να τα είχαν εγείρει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν το έπραξαν.  Μετά την προσθήκη του εναγομένου 3, καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης εκ μέρους του, το οποίο φέρει τον ορθό τίτλο και αργότερα καταχώρησαν Υπεράσπιση, χωρίς προηγουμένως να εγείρουν οποιοδήποτε διαδικαστικό θέμα ενώπιον του Δικαστηριόυ.  Στη συνέχεια, άφησαν τη δίκη να προχωρήσει, δέχθηκαν να παρουσιαστεί μαρτυρία και αγόρευσαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς ποτέ να εγείρουν τα επίδικα δικονομικά θέματα.  Στη συνέχεια, εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση. Αφού τη μελέτησαν μαζί με όλα τα στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους ή έπρεπε να είχαν, καταχώρησαν έφεση. Αυτό έγινε περί το τέλος του 2006.  Και πάλιν παρέλειψαν να εντοπίσουν τα κενά για τα οποία σήμερα παραπονούνται. Στη συνέχεια, μελετώντας σε περισσότερο βάθος τα επίδικα θέματα, καταχώρησαν υπόμνημα αποτελούμενο από 115 σελίδες, παραλείποντας και πάλιν να εντοπίσουν και εγείρουν τα δικονομικά θέματα, τα οποία με την αίτηση τους σήμερα επιθυμούν να συμπεριλάβουν στην έφεση. 

Το Δικαστήριο, στην ουσία καλείται να αποφανθεί κατά την [*68]ακρόαση της έφεσης, πάνω σε δύο δικονομικά θέματα, τα οποία δεν έχουν εγερθεί πρωτοδίκως, κάτι που δεν είναι επιτρεπτό. (Βλ. Φακοντή v. Βρυώνη (ανωτέρω), Χ"Ιωάννου v. Κωνσταντίνου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844, 851 και F.H.K. Hotels Holdings Limited (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2159, 2165). Κατά την άποψη μας πρωτοδίκως ουδέποτε υπήρξε προβολή της θέσης ότι ο εναγόμενος-εφεσείων 3 δεν ήταν διάδικος στην αγωγή, εξαιτίας οποιασδήποτε δικονομικής ή άλλης παράλειψης.

Όμως και επί της ουσίας η αίτηση παρουσιάζει συρρικνωμένες πιθανότητες επιτυχίας. Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, δε συμφωνούμε ότι οι δύο παράγραφοι τις οποίες οι Αιτητές επιθυμούν να προσθέσουν στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 19, αποτελεί συμπλήρωμα της αιτιολογίας. Πρόκειται για συγκαλυμμένο λόγο έφεσης, με τον οποίο επιδιώκεται να προστεθεί ένα εντελώς καινούργιο θέμα. Με τον υφιστάμενο λόγο έφεσης αρ. 19, οι Αιτητές παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την προσθήκη του εναγομένου 3. Η αιτιολογία που ακολουθεί τον λόγο έφεσης αφορά στην ουσία του θέματος, ενώ με την προτεινόμενη αιτιολογία γίνεται προσπάθεια να εισαχθούν διαδικαστικά θέματα, τα οποία αφορούν στην μετέπειτα διαδικασία που ακολούθησε την απόφαση του διατάγματος του Δικαστηρίου. Όμως αυτά αφορούν σε δικονομικά θέματα, εντελώς ασύνδετα με την ουσία του θέματος και ως εκ τούτου δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι αποσκοπούν στο να προσδώσουν στήριξη στην υφιστάμενη αιτιολογία. Κατά την άποψή μας, πρόκειται για προσθήκη νέου λόγου έφεσης ή στην καλύτερη περίπτωση, για αναδημιουργία υφιστάμενου λόγου έφεσης.

Το ίδιο συμβαίνει και με την αιτιολογία που οι Αιτητές ζητούν να προστεθεί στον λόγο έφεσης 12. Με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης, οι Αιτητές παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα βρήκε ότι υπήρχε «παράλληλη προφορική συμφωνία». Το παράπονο τους αφορά σαφώς στην ουσία του θέματος. Αντίθετα, με την προτεινόμενη αιτιολογία γίνεται προσπάθεια να εισαχθεί νέος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά σε δικονομικά θέματα, δηλαδή κατά πόσον το θέμα της «παράλληλης προφορικής συμφωνίας» θα μπορούσε να προστεθεί για πρώτη φορά στην παράγραφο 17 της Έκθεσης Απαίτησης, χωρίς προηγουμένως να είχε διατυπωθεί ο ισχυρισμός στη γενική οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος. Κατά τη γνώμη μας και σ’ αυτή την περίπτωση πρόκειται για καινούργιο θέμα, το οποίο δεν έχει καμιά σχέση με την ουσία του θέματος, δηλαδή κατά πόσον είχε αποδειχθεί ή όχι η ισχυριζόμενη «προφορική παράλληλη συμφωνία», θέμα που εγείρεται με τον λόγο έφεσης 12.

[*69]Υπάρχει όμως και ένας εξίσου σοβαρός παράγοντας, ο οποίος επίσης συνηγορεί υπέρ της απόρριψης της αίτησης. Η καταχώρηση της αίτησης περίπου 2 χρόνια μετά την άσκηση έφεσης, αποτελεί καθυστέρηση η οποία δεν έχει επαρκώς αιτιολογηθεί, με αποτέλεσμα ο παράγοντας αυτός, προστιθέμενος στους υπόλοιπους, να συνέτεινε και αυτός σε απόρριψη της αίτησης. 

 

Έχοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, κρίνουμε ότι δεν θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να επιτρέψουμε την αιτούμενη τροποποίηση.

Η Αίτηση απορρίπτεται με €1.200 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των Αιτητών.

Η αίτηση απορρίπτεται με €1.200 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των αιτητών.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο