(2009) 1 ΑΑΔ 70
[*70]22 Ιανουαρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΗΡΑΚΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
ΕΡΜΙΟΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 319/2006)
Αστικά αδικήματα ― Αμέλεια για πρόκληση ζημιάς από φωτιά ― Άρθρο 53 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 ― Βάρος αποδείξεως ― Μεταφορά βάρους αποδείξεως στον εναγόμενο ― Κατά πόσο πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 53 του Κεφ. 148.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Εσφαλμένη αξιολόγηση και εκτίμηση μαρτυρίας και κατάληξη σε εσφαλμένα συμπεράσματα και ευρήματα τα οποία αντιστρατεύονται την κοινή λογική και έρχονται σε αντίθεση με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ― Επέμβαση Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.
Απόδειξη ― Εξ ακοής μαρτυρία ― Βαρύτητα εξ ακοής μαρτυρίας πρέπει να αξιολογείται με προσοχή ― Άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 ― Εφαρμοστέες αρχές.
Αστικά αδικήματα ― Δυνατότητα διαδίκου να στηρίξει την αγωγή του επί διαζευκτικών αστικών αδικημάτων όπου τα γεγονότα δεν είναι ξεκάθαρα.
Αστικά αδικήματα ― Αρχή Κοινοδικαίου στην υπόθεση Rylands v. Fletcher ― Ενσωμάτωσή της, στην ουσία, στο Άρθρο 53 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148.
Στις 2.12.1999 καταστράφηκαν από πυρκαγιά τα τρία καταστήματα της εφεσίβλητης – ενάγουσας (η εφεσίβλητη) στη Λευκωσία. Το ένα από τα καταστήματα, το κατάστημα αρ. 7, βρίσκετο στην κατοχή του εφεσείοντος – εναγόμενου (ο εφεσείων) και χρησιμοποιείτο ως παπλωματάδικο. Η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσεί[*71]οντος αξιώνοντας από αυτόν το ποσό των £30.240 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, για τις ζημιές που προκλήθηκαν στα υποστατικά και το ποσό των £5.400 για απώλεια ενοικίων. Ισχυριζόταν ότι η πυρκαγιά ξεκίνησε από το κατάστημα αρ. 7 και επεκτάθηκε και κατέστρεψε ολοκληρωτικά και τα άλλα δύο καταστήματα, λόγω της αμέλειας του εφεσείοντος να λάβει τις αναγκαίες προφυλάξεις με αποτέλεσμα σπινθήρας που προκλήθηκε σε ένα από τα μηχανήματά του να γίνει η αιτία να ξεκινήσει η πυρκαγιά. Ως μέρος των λεπτομερειών αμέλειας, η εφεσίβλητη επικαλέσθηκε και το δόγμα res ipsa loquitur.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίκασε μόνο το θέμα της ευθύνης, αφού οι ζημιές που προκλήθηκαν στα υποστατικά της εφεσίβλητης είχαν συμφωνηθεί στις £13.000. Η εφεσίβλητη κάλεσε τρεις μάρτυρες, ενώ από πλευράς εφεσείοντος, κατέθεσε μόνο ο ίδιος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πυρκαγιά εξεράγη από άγνωστα αίτια στο κατάστημα αρ.7 και στη συνέχεια επεκτάθηκε και στα άλλα δύο καταστήματα, τα οποία και κατέστρεψε. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 53 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, εναπόθεσε στον εφεσείοντα το βάρος να αποδείξει ότι δεν ήταν αμελής σε ότι αφορά την έναρξη ή εξάπλωση της πυρκαγιάς. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει αυτό το βάρος και επίσης ότι δεν ετύγχανε εφαρμογής η αρχή του res ipsa loquitur, καθότι η εφεσίβλητη παρουσίασε μαρτυρία για να αποδείξει την αμέλεια του εφεσείοντος. Τελικά, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος για ποσό £13.000, πλέον νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι η αξιολόγηση και εκτίμηση της μαρτυρίας ήταν εσφαλμένη με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα και ευρήματα τα οποία αντιστρατεύονται την κοινή λογική και έρχονται σε αντίθεση με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία. Ο συνήγορός του υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι:
1. Κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέφερε βάσει του Άρθρου 53 του Κεφ.148 το βάρος αποδείξεως στον εφεσείοντα να αποδείξει ότι δεν ήταν αμελής.
2. Το εύρημα ότι η πυρκαγιά ξεκίνησε από το κατάστημα του εφεσείοντος, ακόμα και αν είναι ορθό, δεν οδηγεί από μόνο του στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων ευθύνεται για την έναρξη και επέκταση της ζημιάς.
[*72]3. Δεν έχει εφαρμογή ο Κανόνας που καθιερώθηκε στην υπόθεση Rylands v. Fletcher [1868] L.R. 3HL. 330(H) αφού το υλικό που συσσωρεύτηκε στο κατάστημα αφορούσε συνήθη παραγωγική εργασία.
Ο εφεσείων υποστήριξε επίσης ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα το Νόμο και τη νομολογία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη νομολογιακή αρχή που ισχύει σε σχέση με το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και στις προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου επί του θέματος αυτού, αποδέχθηκε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η φωτιά ξεκίνησε από το κατάστημα αρ. 7, δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 (Βοηθού Διευθυντή Πυροσβεστικής, ο οποίος διερεύνησε τα αίτια της πυρκαγιάς και ετοίμασε Έκθεση (Τεκμήριο 3)), την οποία το Δικαστήριο αποδέχθηκε. Το Δικαστήριο παρέλειψε επίσης να εντοπίσει μια σοβαρή αντίθεση στο Τεκμήριο 3 σε σχέση με την αρχική εστία της πυρκαγιάς. Από την ολότητα της μαρτυρίας του Μ.Ε. 2, δεν προκύπτει ότι ο ίδιος ήταν σε θέση να προσδιορίσει την εστία της πυρκαγιάς και το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα κατέληξε σε αντίθετο εύρημα. Το Δικαστήριο κακώς θεώρησε εξαιτίας της μη αντεξέτασης του Μ.Ε. 2 επί του συγκεκριμένου σημείου, ότι η υπεράσπιση δεχόταν ότι η φωτιά ξεκίνησε από το κατάστημα του εφεσείοντος.
2. Ο Μ.Ε. 3, Ανώτερος Τεχνικός στο Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, δεν ήταν σε θέση να καταθέσει για την εστία της πυρκαγιάς ή τα αίτιά της.
3. Η αναφορά του Μ.Ε. 2 για τα όσα ανέφερε υπάλληλος του εφεσείοντος είναι εξ ακοής μαρτυρία και θα έπρεπε να είχε αξιολογηθεί με προσοχή η βαρύτητά της, δυνάμει του Άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Σε περίπτωση δε αξιολόγησής της, θα έπρεπε να της είχε δοθεί πολύ μικρή βαρύτητα επειδή (α) δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου αξιόπιστη μαρτυρία ότι πράγματι ο υπάλληλος του εφεσείοντος έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία και (β) ακόμα και αν γινόταν δεκτό ότι ο εν λόγω υπάλληλος έδωσε κατάθεση, η μαρτυρία του Μ.Ε. 2 για τα όσα ενδεχομένως να είχε δηλώσει ο υπάλληλος, στην ουσία είναι δευτέρου βαθμού εξ ακοής μαρτυρία, γεγονός που αδυνατίζει ακόμη περισσότερο τη βαρύτητά της.
4. Το Εφετείο διαπιστώνει ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πυρκαγιά άρχισε στο κατάστημα του εφεσείοντος, δεν ήταν [*73]εύλογα επιτρεπτό, αλλά ήταν αυθαίρετο και δεν στηριζόταν σε αξιόπιστη μαρτυρία.
5. Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 53 του Κεφ. 148 για μεταφορά του βάρους απόδειξης, κρίνεται εσφαλμένη, η δε εφεσίβλητη η οποία έφερε το βάρος απόδειξης της αμέλειας του εφεσείοντος καθ’ όλο τον ουσιώδη χρόνο, απέτυχε να αποδείξει ότι ο εφεσείων έφερε ευθύνη για την έναρξη της φωτιάς ή ήταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο αμελής.
6. Η εφεσίβλητη είχε τη δυνατότητα να στηρίξει την αγωγή της εκτός από την αμέλεια, στην οποία ολοκληρωτικά στηρίχθηκε, διαζευκτικά, στο Άρθρο 53 (Rylands v. Fletcher), στην οχληρία και στην παράνομη επέμβαση, φροντίζοντας ώστε να αναφέρει στο δικόγραφό της όλα τα γεγονότα τα οποία θα της δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις να επικαλεστεί το Άρθρο 53. Εκεί όπου τα γεγονότα δεν είναι ξεκάθαρα, ο διάδικος θα ήταν καλό να στηρίζει την αγωγή του και επί των διαζευκτικών αστικών αδικημάτων, ιδιαίτερα εκείνο της αμέλειας.
7. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι εγειρόταν θέμα διαφυγής φωτιάς στη βάση του Άρθρου 53 του Κεφ. 148.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, υπέρ του εφεσείοντος.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Rylands v. Fletcher [1868] L.R. 3HL. 330 (H),
British Celanese v. Hunt [1969] 2 All E.R. 1252,
Hamza v. Vlachos (1956) 21 C.L.R. 169,
Παπαλλής κ.ά. v. Κυριακίδη (2008) 1 Α.Α.Δ. 83.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λοΐζου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 382/01), ημερομ. 4.9.2006.
[*74]Π. Πιερίδης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Παπαλλής, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η Εφεσίβλητη-Ενάγουσα είναι ιδιοκτήτρια τριών καταστημάτων με αριθμό 7, 9 και 11 στη Λευκωσία. Ο Εφεσείων είχε στην κατοχή του και χρησιμοποιούσε το κατάστημα αρ. 7, ως παπλωματάδικο. Στις 2.12.1999 εξερράγη πυρκαγιά. Η Εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι αυτή ξεκίνησε από το κατάστημα αρ. 7 και επεκτάθηκε και κατέστρεψε ολοκληρωτικά και τα άλλα δύο καταστήματα, ιδιοκτησίας της Εφεσίβλητης, η οποία ενήγαγε τον Εφεσείοντα, αξιώνοντας από αυτόν το ποσό των £30.240 υπό μορφή αποζημιώσεων, για τις ζημιές που υπέστησαν τα υποστατικά και το ποσό των £5.400 για απώλεια ενοικίων.
Στις λεπτομέρειες αμέλειας της Έκθεσης Απαίτησής της, η Εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι ο Εφεσείων υπήρξε αμελής. Εξειδικεύει την αμέλεια του στο ότι ενώ γνώριζε τους κινδύνους από τη φύση των εργασιών του, παρέλειψε να πάρει τα αναγκαία μέτρα προφύλαξης και αποτροπής της πυρκαγιάς. Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι ο Εφεσείων χρησιμοποιούσε μηχανήματα στο κατάστημά του κατά τρόπο ανασφαλή και χωρίς τις αναγκαίες προφυλάξεις, με συνέπεια σπινθήρας που προκλήθηκε από ένα από τα μηχανήματα που χρησιμοποιούσε, να γίνει η αιτία για να ξεκινήσει η πυρκαγιά η οποία στη συνέχεια, λόγω των εύφλεκτων υλικών που υπήρχαν στο κατάστημα, επεκτάθηκε ραγδαία στα υπόλοιπα καταστήματα. Ως μέρος των λεπτομερειών αμέλειας, η Εφεσίβλητη επικαλείται και το δόγμα res ipsa loquitur.
Κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας, οι δύο πλευρές συμφώνησαν τις ζημιές που υπέστη η Εφεσίβλητη στις £13.000, με αποτέλεσμα να παραμείνει προς εκδίκαση μόνο το θέμα της ευθύνης. Η Εφεσίβλητη κάλεσε τρεις μάρτυρες, ενώ από πλευράς Εφεσείοντα, κατέθεσε μόνο ο ίδιος.
Ο Εφεσείων με την Έκθεση Υπεράσπισης του, αρνείται ότι η πυρκαγιά ξεκίνησε από το κατάστημα του και εν πάση περιπτώσει αρνείται ότι ήταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο αμελής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, κα[*75]τέληξε ότι στο κατάστημα που κατείχε ο Εφεσείων, εξερράγη φωτιά από άγνωστα αίτια, η οποία επεκτάθηκε από το παπλωματάδικο στα άλλα δύο καταστήματα, τα οποία και κατέστρεψε. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 53 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, εναπόθεσε στον Εφεσείοντα το βάρος να αποδείξει ότι δεν ήταν αμελής σε ό,τι αφορά την έναρξη ή επέκταση της φωτιάς. Το Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, κατέληξε ότι ο Εφεσείων απέτυχε να πείσει ότι δεν ήταν αμελής, με αποτέλεσμα να προβεί σε εύρημα ότι το ξεκίνημα και η επέκταση της φωτιάς οφειλόταν στην αμέλεια του Εφεσείοντος, ο οποίος παρέλειψε να λάβει εύλογα μέτρα για να αποτρέψει τόσο το ξεκίνημα όσο και την καταπολέμηση της εξάπλωσης της. Επίσης απέρριψε ισχυρισμό του ότι η φωτιά και οι ζημιές οφείλονταν στον τρόπο κατασκευής της στέγης και των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της. Το Δικαστήριο βρήκε ότι ο Εφεσείων δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία για να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του. Βρήκε επίσης ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του res ipsa loquitur, καθότι η Εφεσίβλητη παρουσίασε μαρτυρία για να αποδείξει την αμέλεια του Εφεσείοντος. Τελικά, εξέδωσε απόφαση υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντος για ποσό £13.000, πλέον νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα.
Ο Εφεσείων με ένα λόγο έφεσης αλλά με 12 ξεχωριστές αιτιολογίες, προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση. Ισχυρίζεται ότι η αξιολόγηση και εκτίμηση της μαρτυρίας από το Δικαστήριο ήταν εσφαλμένη, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα και ευρήματα τα οποία αντιστρατεύονται την κοινή λογική και έρχονται σε αντίθεση με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία. Επίσης, ότι εφάρμοσε λανθασμένα το Νόμο και τη νομολογία. Από τα κύρια επιχειρήματα του δικηγόρου του, διακρίνουμε τα πιο κάτω:-
Πρώτον, ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέφερε βάσει του Άρθρου 53 του Κεφ. 148 το βάρος απόδειξης στον Εφεσείοντα να αποδείξει ότι δεν ήταν αμελής.
Δεύτερον, ότι το Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία του για τις προσπάθειες κατάσβεσης της φωτιάς, για το λόγο ότι δεν καλυπτόταν από τα δικόγραφα, ενώ στην Έκθεση Υπεράσπισης υπάρχει ρητή άρνηση ότι ο ίδιος είχε οποιαδήποτε ευθύνη για την επέκταση της ζημιάς.
Τρίτον, ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πυρκαγιά ξεκίνησε από το κατάστημα του Εφεσείοντος, ακόμα και αν είναι ορθό, δεν οδηγεί από μόνο του στο συμπέρασμα ότι αυτός ευθύνεται για την έναρξη και επέκταση της ζημιάς. Όπως ανέφερε ο [*76]Μ.Ε.2, η γρήγορη επέκταση της ζημιάς οφειλόταν στην ενιαία ξύλινη στέγη, στην ύπαρξη πετρελαίου και άλλων εύφλεκτων υλικών στο καθαριστήριο.
Τέταρτον, ότι δεν εφαρμόζεται ο Κανόνας που καθιερώθηκε στην υπόθεση Rylands v. Fletcher [1868] L.R. 3HL. 330 (H), αφού η συσσώρευση υλικού για σκοπούς συνήθους παραγωγικής εργασίας, δεν οδηγεί πάντα στην εφαρμογή του Κανόνα (Βλ. British Celanese v. Hunt [1969] 2 All E.R. 1252). Στην προκειμένη περίπτωση, ανέφερε o ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος, δεν ήταν προβλέψιμο από το μέσο λογικό άνθρωπο ότι το συσσωρευμένο βαμβάκι θα μπορούσε να προκαλέσει βλάβη. Πέραν τούτου, όπου υπάρχει συγκατάθεση από τον ιδιοκτήτη του υποστατικού για τη συσσώρευση του υλικού, δεν τυγχάνει εφαρμογής ο Κανόνας Rylands v. Fletcher. Επίσης, διατυπώθηκε παράπονο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε την υπόθεση Hamza v. Vlachos (1956) 21 C.L.R. 169.
Πέμπτον, ακόμα και αν είχε αποδειχθεί ότι η φωτιά ξεκίνησε από σπινθήρα που διέφυγε από τον εξαεριστήρα, ο οποίος ήταν ανοιχτού τύπου, ο Εφεσείων και πάλιν δεν θα μπορούσε να προβλέψει τον κίνδυνο, εκτός και αν ήταν ειδικός ηλεκτρομηχανικός.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι το έργο της αξιολόγησης ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει την ευχέρεια να ακούει τους μάρτυρες. Όμως το Εφετείο έχει διακριτική ευχέρεια, να επεμβαίνει όταν η διαπίστωση ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν δικαιολογείται από τη μαρτυρία ή όταν είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατη ή όταν διατυπώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής (Βλ. Παπαλλής κ.ά. v. Κυριακίδη (2008) 1 A.A.Δ. 83).
Το Άρθρο 53 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, για ζημιά που προκαλείται από φωτιά, στο οποίο στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να κρίνει την υπόθεση, προβλέπει ότι:-
«53. Σε αγωγή που εγείρεται σε σχέση με ζημιά, κατά την οποία αποδεικνύεται-
(α) ότι η ζημιά προκλήθηκε από φωτιά ή λόγω φωτιάς, και
(β) ότι ο εναγόμενος άναψε τη φωτιά ή ευθύνεται για το άναμμα της φωτιάς ή ήταν ο κάτοχος της ακίνητης ιδιοκτησίας ή ο ιδιοκτήτης της κινητής ιδιοκτησίας από την οποία άρχισε η φωτιά,
ο εναγόμενος φέρει το βάρος της απόδειξης του ότι δεν υφίστατο αμέλεια για την οποία αυτός ευθύνεται σε σχέση με την [*77]έναρξη ή την επέκταση της φωτιάς.»
Το πρώτο ερώτημα που εγείρεται, είναι το κατά πόσον πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 53 ώστε να μεταφερθεί το βάρος απόδειξης.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι η ζημιά προκλήθηκε από φωτιά και ότι ο Εφεσείων ήταν κάτοχος της ακίνητης ιδιοκτησίας. Τον ισχυρισμό ότι απ’ εκεί ξεκίνησε η φωτιά τον αρνείται ο Εφεσείων. Στην παράγραφο 2 της Έκθεσης Απαίτησης, αναφέρεται ότι «κατά ή περί την 2.12.99 από αμέλεια του εναγομένου και/ή των υπαλλήλων και/ή αντιπροσώπων του εξερράγη πυρκαγιά στο κατάστημα αριθμός 7 ….». Ο Εφεσείων με την παράγραφο 3(α) της Έκθεσης Υπεράσπισης του, «αρνείται την ισχυριζόμενη αμέλεια και ισχυρίζεται ότι δεν ευθύνεται συναφώς προς την έναρξη ή την επέκταση της πυρκαγιάς ….».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι η φωτιά ξεκίνησε από το κατάστημα αρ. 7, με αποτέλεσμα να θεωρήσει ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 53, για μεταφορά του βάρους της απόδειξης στον Εφεσείοντα, να αποδείξει ότι δεν ήταν αμελής.
Το πρώτο επιχείρημα του ευπαίδευτου δικηγόρου για τον Εφεσείοντα, είναι ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η πυρκαγιά εξερράγη στο κατάστημα του Εφεσείοντος, είναι εσφαλμένο και αυθαίρετο, αφού δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε μαρτυρία.
Ο κύριος μάρτυρας που αναφέρθηκε στην εστία της πυρκαγιάς είναι ο Αντρέας Βλαδιμήρου, Μ.Ε.2, Βοηθός Διευθυντής της Πυροσβεστικής, ο οποίος διερεύνησε τα αίτια της πυρκαγιάς και ετοίμασε Έκθεση (Τεκμήριο 3), στην οποία αναφέρει ότι δεν μπόρεσε να εντοπίσει την αρχική εστία της πυρκαγιάς και ούτε βρήκε στοιχεία που να τον βοηθήσουν να καταλήξει σε ακριβή συμπεράσματα για τα πραγματικά της αίτια, τα οποία κατά την άποψή του, παραμένουν άγνωστα. Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την παράγραφο 20 της Έκθεσής του:-
«20. Παρατηρήσεις/Σχόλια
Τα αίτια της πυρκαγιάς εξετάστηκαν από τον κ. Α. Βλαδιμήρου σε συνεργασία με την Αστυνομία. Σε κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία ο υπάλληλος του παπλωματοποιείου κος Ιωάννης Διγενής ανάφερε ότι ενώ εργαζόταν είδε καπνό στον ηλεκτρικό [*78]εξαεριστήρα και σε λίγο χρόνο η πυρκαγιά επεκτάθηκε σ’ ολόκληρο το παπλωματοποιείο. Από το σημείο μέσω της ξύλινης οροφής η πυρκαγιά επεκτάθηκε στα άλλα δύο καταστήματα. Όταν η Πυρ. Υπηρεσία έφτασε στο μέρος του επεισοδίου η πυρκαγιά κάλυπτε το παπλωματοποιείο με μεγάλη ένταση και στη συνέχεια επεκτάθηκε στο καθαριστήριο και στο επιπλοποιείο. Η γρήγορη επέκταση της πυρκαγιάς και στα τρία καταστήματα/εργαστήρια οφείλεται στο γεγονός ότι η οροφή και των τριών καταστημάτων ήταν ξύλινη και ενιαία. Την ώρα της πυρκαγιάς και στα τρία καταστήματα υπήρχαν άτομα και εργάζοντο.
Συμπέρασμα: Εξέτασα με προσοχή τα σημεία της πυρκαγιάς, αλλά λόγω της ολοκληρωτικής καταστροφής και της κατάρρευσης της οροφής και των τριών καταστημάτων δεν μπόρεσα να εντοπίσω την αρχική εστία της πυρκαγιάς και ούτε βρήκα στοιχεία που να με βοηθήσουν να καταλήξω σε ακριβή συμπέρασμα όσον αφορά τα πραγματικά της αίτια και ως εκ τούτου παραμένουν άγνωστα.
Για τον ισχυρισμό του Ι. Διγενή σχετικά με τον ηλεκτρικό εξαεριστήρα δεν είμαι σε θέση να το επιβεβαιώσω γιατί η καταστροφή στο κατάστημα ήταν ολοκληρωτική, ο δε εξαεριστήρας είχε μετατοπισθεί από την αρχική του θέση.»*
Παρά τις πιο πάνω δηλώσεις του Μ.Ε.2, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του, ανέφερε ότι:-
«Αποδέχομαι τη μαρτυρία του στο σύνολό της και προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα ιδιαίτερα αναφορικά με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 3 και το συμπέρασμα του στην παράγραφο 20 σε σχέση με το χώρο όπου εξερράγη η πυρκαγιά και αποδέχομαι ότι η πυρκαγιά εξερράγη εντός του παπλωματοποιείου. Σημειώνω ότι η Υπεράσπιση σε κανένα σημείο της αντεξέτασης του μάρτυρος αμφισβήτησε το μάρτυρα ότι η φωτιά ξεκίνησε από μέρος εντός του καταστήματος αρ. 7.»
Είναι φανερό ότι ο Μ.Ε.2 στην έκθεσή του, παρά την πληροφορία που ισχυρίζεται ότι είχε από την Αστυνομία ότι ο υπάλληλος του Εφεσείοντος, «είδε καπνό στον ηλεκτρικό εξαεριστήρα και σε λίγο χρόνο η πυρκαγιά επεκτάθηκε …», πολύ ορθά επέλεξε στα συμπεράσματα του να μην υποστηρίξει και ο ίδιος τη θέση, ότι η πυρκαγιά ξεκίνησε από το κατάστημα του Εφεσείοντος, εφόσον ως εμπειρογνώμονας δεν είχε αντικειμενικά ευρήματα που να τον κα[*79]θοδηγούν. Επομένως, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η φωτιά ξεκίνησε από το κατάστημα 7, στο βαθμό που στηρίζεται στη μαρτυρία του Μ.Ε.2, είναι αυθαίρετο. Το Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του Μ.Ε.2, παρέλειψε επίσης να εντοπίσει μια σοβαρή αντίθεση που υπάρχει στην Έκθεση, Τεκμήριο 3, που ετοίμασε ο μάρτυρας. Στην παράγραφο 7 της Έκθεσης, στην ερώτηση «Από πού ξεκίνησε η πυρκαγιά;», δηλώνεται ότι αυτή ξεκίνησε «Μέσα στο παπλωματοποιείο.». Όμως αυτή έρχεται σε σαφή αντίθεση με τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 20 της Έκθεσής του, όπου απεριφράστως δηλώνεται ότι δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει την αρχική εστία της πυρκαγιάς.
Πέραν τούτου, το Δικαστήριο σημειώνει επίσης ότι σε κανένα σημείο της αντεξέτασης του μάρτυρα, δεν αμφισβητήθηκε ότι η φωτιά ξεκίνησε από το κατάστημα αρ. 7. Αυτό μπορεί να είναι ορθό, αλλά ο δικηγόρος του Εφεσείοντος εξήγησε ότι με δεδομένη την Έκθεση του μάρτυρα (Τεκμήριο 3), στην οποία δηλώνει απερίφραστα ότι αδυνατούσε να εντοπίσει την αρχική εστία της πυρκαγιάς, ήταν αχρείαστη η οποιαδήποτε αντεξέταση του μάρτυρα επ’ αυτού του σημείου. Συμφωνούμε με τη θέση του κ. Πιερίδη. Από την ολότητα της μαρτυρίας του Μ.Ε.2, δεν προκύπτει ότι ο ίδιος ήταν σε θέση να προσδιορίσει την εστία της πυρκαγιάς και το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα κατέληξε σε αντίθετο εύρημα. Κατά την άποψή μας, κακώς θεώρησε εξαιτίας της μη αντεξέτασης του Μ.Ε.2 επί του συγκεκριμένου σημείου, ότι η υπεράσπιση δεχόταν ότι η φωτιά ξεκίνησε από το κατάστημα του Εφεσείοντος.
Θα εξετάσουμε στη συνέχεια κατά πόσο το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του, άλλη μαρτυρία η οποία να δικαιολογεί ένα τέτοιο εύρημα.
Η άλλη μαρτυρία που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο επί του θέματος, ήταν αυτή του Α. Παπασάββα, Μ.Ε.3, Ανώτερου Τεχνικού στο Τμήμα Ηλεκτρονηχανολογικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων. Ούτε αυτός ο μάρτυρας ήταν σε θέση να καταθέσει για την εστία της πυρκαγιάς ή για τα αίτια της. Όπως ορθά αναφέρει το Δικαστήριο στη σελίδα 6 της απόφασης του σε σχέση με τον Μ.Ε.3:-
«… κατά την αντεξέταση του δέχθηκε ότι η πυρκαγιά θα μπορούσε να οφείλετο σε άλλα αίτια και να μην είχε προκληθεί από τον εξαεριστήρα. Συνεπώς είμαι της γνώμης ότι θα ήτο ακροσφαλές δια το Δικαστήριο να δεχθεί ότι η φωτιά προκλήθηκε από σπινθήρα στον εξαεριστήρα. Από τη στιγμή που ο μάρτυς αντεξεταζόμενος δέχθηκε ότι η πυρκαγιά μπορεί να μην προ[*80]κλήθηκε από τον εξαεριστήρα, αποστασιοποιήθηκε και από τη θέση του αναφορικά με την πιθανή αιτία της πυρκαγιάς το σπινθήρα στον εξαεριστήρα όπως την κατέγραψε στο Τεκμήριο 4. Συνεπώς, δέχομαι από τη μαρτυρία του Μ.Ε.3 ότι και γι’ αυτόν τα αίτια της πυρκαγιάς παραμένουν άγνωστα.»
Όπως προκύπτει, ούτε αυτός ο μάρτυρας κατάθεσε στην εμπειρογνωμοσύνη του, η οποία να στηρίζεται σε δικά του ανεξάρτητα ευρήματα, ότι η φωτιά ξεκίνησε από το κατάστημα αρ. 7 και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία, τα αίτια της φωτιάς παραμένουν άγνωστα. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο μάρτυρας, εξήγησε ότι το Τμήμα του δεν ασχολείται με την εστία της πυρκαγιάς αλλά μόνο με τα αίτια. Σε ό,τι αφορά την εστία της πυρκαγιάς, ακολουθεί πάντα τις υποδείξεις της πυροσβεστικής. Επομένως, ο Μ.Ε.3 δεν ήταν καν σε θέση να καταθέσει για την εστία της φωτιάς.
Η μόνη άλλη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ήταν η αναφορά από το Μ.Ε.2 για τα όσα ανέφερε ο υπάλληλος του Εφεσείοντος Ιωάννης Διγενής.
Όμως αυτή η πτυχή της μαρτυρίας του Μ.Ε.2 είναι εξ’ ακοής και ως τέτοια θα έπρεπε να είχε αξιολογηθεί με προσοχή η βαρύτητα της, δυνάμει του Άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, το οποίο προβλέπει ότι:-
«27.-(1) Κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας.
(2) Ειδικότερα, και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), το Δικαστήριο θα λαμβάνει υπόψη τα πιο κάτω:
(α) Κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό ο διάδικος, που έχει προσαγάγει τη μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο που έκαμε την αρχική δήλωση·
(β) το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχικής δήλωσης και του γεγονότος στο οποίο αυτή αναφέρεται·
(γ) το βαθμό της εξ ακοής μαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η μαρτυρία περιλαμβάνει εξ ακοής μαρτυρία πέραν του πρώτου βαθμού·
(δ) κατά πόσο οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε οποιοδήποτε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα γεγονότα·
(ε) κατά πόσο η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι·
(στ) το πλαίσιο μέσα στο οποίο, ή οποιοσδήποτε σκοπός για [*81]τον οποίο έγινε η αρχική δήλωση·
(ζ) κατά πόσο η εξ ακοής μαρτυρία είναι ουσιωδώς διαφορετική από την αρχική δήλωση·
(η) κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες προσάγεται η εξ ακοής μαρτυρία, φαίνεται ότι δε διευκολύνεται η ορθή αξιολόγηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή γίνεται προσπάθεια παρεμπόδισης της ορθής αξιολόγησης της βαρύτητας της μαρτυρίας.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το Δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε.»
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έγινε καμιά απολύτως αξιολόγηση της εξ’ ακοής μαρτυρίας του Ι. Διγενή. Αν γινόταν, κατά την άποψή μας, θα έπρεπε να είχε δοθεί πολύ μικρή βαρύτητα σ’ αυτή την πτυχή της μαρτυρίας. Πρώτον, δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου αξιόπιστη μαρτυρία ότι πράγματι ο υπάλληλος του Εφεσείοντος έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία. Η πληροφορία ότι έδωσε κατάθεση, προήλθε από τον Μ.Ε.2 ο οποίος όμως δεν προσδιόρισε την πηγή γνώσης του. Η αναφορά στη μαρτυρία του ότι «υπήρξαν κάποιοι ισχυρισμοί και μάρτυρες που εδόθησαν προς την αστυνομία από υπάλληλο του παπλωματοποιείου το οποίο αναφέρω στην έκθεσή μου …» δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική. Δεύτερον, ακόμα και αν γίνει δεχτό ότι ο Ι. Διγενής έδωσε κατάθεση, η μαρτυρία του Μ.Ε.2 για τα όσα ενδεχομένως να είχε δηλώσει ο Ι. Διγενής, στην ουσία είναι δευτέρου βαθμού εξ’ ακοής μαρτυρία, γεγονός που αδυνατίζει ακόμη περισσότερο τη βαρύτητα της. Επίσης, αν πράγματι ο Ι. Διγενής έδωσε κατάθεση στην αστυνομία, αλλά ο ίδιος δεν μπορούσε να εντοπιστεί για να κληθεί ως μάρτυρας στη δίκη, θα έπρεπε αφού εξηγηθούν οι δυσκολίες στο Δικαστήριο, να κατατεθεί τουλάχιστον η κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία, κάτω από τον κανόνα της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας. Απεναντίας δεν δόθηκε από πλευράς Εφεσίβλητης καμιά εξήγηση, γιατί ο Ιωάννης Διγενής δεν κλήθηκε ως μάρτυρας και γιατί δεν κατατέθηκε στο Δικαστήριο η κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία. Σημειώνουμε επίσης ότι ο ειδικός εμπειρογνώμονας Α. Βλαδιμήρου, M.E.2, επέλεξε να μη βασιστεί στα όσα φέρεται να δήλωσε ο υπάλληλος του Εφεσείοντος.
Τον χώρο του καταστήματος εξέτασαν δύο εμπειρογνώμονες και κανένας από αυτούς δεν ήταν σε θέση να αποφανθεί για την εστία και αιτία της πυρκαγιάς. Με αυτό ως δεδομένο, το Δικαστή[*82]ριο θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικό προτού καταλήξει σε εύρημα για την εστία και τα αίτια της πυρκαγιάς. Κατά την άποψή μας, το εύρημα του Δικαστηρίου στη σελίδα 7 της απόφασης ότι η πυρκαγιά άρχισε από το κατάστημα του Εφεσείοντος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό, αλλά αντίθετα είναι αβάσιμο, αυθαίρετο και δεν στηρίζεται σε αξιόπιστη μαρτυρία.
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω διαπίστωσής μας, η κατάληξη της πρωτόδικης Δικαστού ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 53 του Κεφ. 148 για μεταφορά του βάρους απόδειξης, κρίνεται εσφαλμένη, αφού ενώπιον της δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία ότι η φωτιά ξεκίνησε πράγματι από το κατάστημα αρ. 7, το οποίο δεν αμφισβητείται ότι ήταν στην κατοχή του Εφεσείοντος.
Από τη στιγμή που δεν μπορούσε να μεταφερθεί το βάρος της απόδειξης δυνάμει του Άρθρου 53, τότε το βάρος απόδειξης της αμέλειας του Εφεσείοντος, παρέμεινε στην Εφεσίβλητη η οποία κατά την άποψή μας, απέτυχε να αποδείξει ότι ο Εφεσείων ευθυνόταν για την έναρξη της φωτιάς. Οι δύο μάρτυρες Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3, όχι μόνο δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσουν την εστία της πυρκαγιάς, αλλά δεν ήταν ούτε σε θέση να προσδιορίσουν τα αίτια της πυρκαγιάς. Το ότι ο Εφεσείων είχε εξαεριστήρα, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως ανοιχτού τύπου, από μόνο του το γεγονός δεν εξυπακούει αμέλεια.
Ανεξάρτητα από την έλλειψη αμέλειας εκ μέρους του Εφεσείοντος, αναφορικά με την αρχική ανάφλεξη της φωτιάς, εξετάσαμε επίσης κατά πόσον, από την στιγμή που εμφανίστηκε η φωτιά στο κατάστημα του από άγνωστα αίτια, έλαβε όλα τα εύλογα και αναγκαία μέτρα προφύλαξης για αποτροπή της επέκτασης της. Ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία, για τα προφυλακτικά μέτρα που θα έπρεπε να είχε πάρει ο Εφεσείων, ενόψει της φύσης των εργασιών του. Σύμφωνα με τον Μ.Ε.2, αρμόδιο για να καταθέσει για τα προστατευτικά μέτρα, ήταν «το Υπουργείο Εργασίας και όχι η Πυροσβεστική Υπηρεσία».
Σε ό,τι αφορά την επέκταση της φωτιάς, είναι σημαντικό ότι ο Μ.Ε.2 ανέφερε ότι ο λόγος που η φωτιά επεκτάθηκε γρήγορα ήταν η ενιαία ξύλινη οροφή των υποστατικών. Μέσα σε σύντομο χρόνο, η πυρκαγιά φούντωσε και εξαπλώθηκε με αποτέλεσμα να είναι ανθρωπίνως αδύνατο για άτομα να μπορούσαν να προβούν σε πυρόσβεση.
Και κάτι τελευταίο. Η Έκθεση Απαίτησης όπως είναι συνταγ[*83]μένη, στηρίζεται στο αστικό αδίκημα της αμέλειας και στις λεπτομέρειες αμέλειας αναφέρεται παραδόξως και η αρχή του res ipsa loquitur. Καμιά όμως αναφορά δεν γίνεται στο ότι η αγωγή της Εφεσίβλητης, στηριζόταν στο αγώγιμο δικαίωμα που απορρέει από το Άρθρο 53 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 και την γνωστή αρχή του Κοινοδικαίου στην υπόθεση Rylands v. Fletcher (ανωτέρω) η οποία στην ουσία ενσωματώθηκε στο Αρθρο 53. Ο επηρεαζόμενος ιδιοκτήτης περιουσίας, όπως επεξηγείται στη Hamza v. Vlachos, 21 C.L.R. 169, έχει διάφορα διαζευκτικά αγώγιμα δικαιώματα, όπως για παράδειγμα: (α) αμέλεια, (β) Άρθρο 53 (Rylands v. Fletcher), (γ) οχληρία και (δ) παράνομη επέμβαση. Ο παραπονούμενος θα πρέπει να φροντίσει ώστε να αναφέρει στο δικόγραφο του, όλα εκείνα τα γεγονότα τα οποία δημιουργούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να επικαλεστεί το Άρθρο 53. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Precedents of Pleadings, Bullen and Leake and Jacob’s, 12η έκδοση, στη σελίδα 803, όπου τα γεγονότα δεν είναι ξεκάθαρα, ο διάδικος θα ήταν καλό να στηρίζει την αγωγή του και επί των διαζευκτικών αστικών αδικημάτων, ιδιαίτερα εκείνο της αμέλειας.
Στην προκειμένη περίπτωση η Εφεσίβλητη στήριξε την αγωγή της εξ ολοκλήρου στο αδίκημα της αμέλειας, γι’ αυτό εξάλλου παρέθεσε και τις σχετικές λεπτομέρειες αμέλειας. Αν στηριζόταν στο Άρθρο 53, το μόνο που χρειαζόταν να ισχυριστεί δικογραφικά και να αποδείξει κατά τη δίκη, ήταν τα σχετικά γεγονότα που σχετίζονται με τις προϋποθέσεις του Άρθρου 53, δηλαδή ότι η ζημιά προκλήθηκε από φωτιά και ότι το υποστατικό από το οποίο ξεκίνησε η φωτιά, κατεχόταν από τον Εφεσείοντα.
Η πρωτόδικη Δικαστής κατά την άποψή μας, λανθασμένα θεώρησε ότι εγειρόταν θέμα διαφυγής φωτιάς στη βάση του Άρθρου 53 του Κεφ. 148.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, είναι φανερό ότι η υπόθεση της Εφεσίβλητης καταρρέει, αφού δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε αμέλεια εναντίον του Εφεσείοντος.
Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα κατ’ έφεση και πρωτοδίκως, υπέρ του Εφεσείοντος.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, υπέρ του εφεσείοντος.
* O τονισμός των λέξεων είναι δικός μας.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο