Παναγή Ελπινίκη και Άλλοι ν. Παναγιώτη Κ. Παναγή, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Kύπρου Παναγή και Άλλων (2009) 1 ΑΑΔ 145

(2009) 1 ΑΑΔ 145

[*145]11 Φεβρουαρίου, 2009

[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 261/2006)

1.     ΕΛΠΙΝΙΚΗ ΠΑΝΑΓΗ,

2.     ΑΛΙΚΗ ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ, ΣΥΖΥΓΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

3.     ΑΝΘΟΥΛΛΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

4.     ΘΕΟΔΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1, 2, 3, & 4,

v.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΠΑΝΑΓΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ

ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤH ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ AΠOBIΩΣANTOΣ ΚΥΠΡΟΥ ΠΑΝΑΓΗ,

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 353/2006)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Κ. ΠΑΝΑΓΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ

ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤHΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ AΠOBIΩΣANTOΣ ΚΥΠΡΟΥ ΠΑΝΑΓΗ,

Εφεσείων,

v.

1.       ΕΛΠΙΝΙΚΗΣ ΠΑΝΑΓΗ,

2.       ΑΛΙΚΗΣ ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ, ΣΥΖΥΓΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

3.       ΑΝΘΟΥΛΛΗ ΑΝΔΡΕΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

4.       ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

5.       ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 261/2006, 353/2006)

 

Ακίνητη ιδιοκτησία ― Εγγραφή μη εγγεγραμμένου, αλλά απλώς φορολογημένου κτήματος αποβιώσαντος, επ’ ονόματι ενός εκ των κληρονόμων ― Αγωγή για ακύρωση της εγγραφής επειδή, κατ’ ισχυρισμόν, [*146]η εγγραφή εξασφαλίστηκε με δόλο, απάτη και ψευδείς παραστάσεις ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς εξέδωσε διάταγμα για ακύρωση της εγγραφής.

Διαχείριση περιουσίας αποβιωσάντων προσώπων ― Αξία περιουσίας αποβιώσαντος ― Άρθρο 26 (1) του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Νόμου, Κεφ. 189 ― Κατά πόσο υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής του στην παρούσα υπόθεση.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Νομοθετική βάση αγωγής ― Πρέπει να τίθεται με την ακρίβεια και λεπτομέρεια που απαιτούν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας (Δ.19, θ.13).

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Aποτελούν το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων ― Tο Δικαστήριο δεν μπορεί να επεκταθεί στην επίλυση θεμάτων που δεν περιλαμβάνονται στα δικόγραφα.

Τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής έχουν ως επίκεντρο τη διεκδίκηση κτήματος στο χωριό Πωμός της Επαρχίας Πάφου το οποίο δεν ήταν εγγεγραμμένο αλλά απλώς φορολογημένο στο Δημήτρη Παναγή. Ο Δημήτρης Παναγή είχε έξι παιδιά μεταξύ των οποίων την Ελπινίκη και τον Κύπρο, πατέρα του εφεσείοντος στην Π.Ε. 353/2006 και εφεσίβλητου στην Π.Ε. 261/2006, Παναγιώτη Παναγή. Ο Δημήτρης απεβίωσε στις 13.4.1956 έχοντας ως νόμιμους κληρονόμους της περιουσίας του τη σύζυγό του και τα παιδιά του. Ο Παναγιώτης Παναγή ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα του Κύπρου.

Η Ελπινίκη Παναγή είναι η μητέρα της Αλίκης Διογένους και η γιαγιά των Ανθούλλη και Θεόδουλου Γεωργίου. Το πιο πάνω κτήμα είχε διαδοχικά εγγραφεί επ’ ονόματι της Ελπινίκης (πρώτη εγγραφή) στις 11.4.64 μετά από αίτησή της στο Κτηματολόγιο υποστηριζόμενη από πιστοποιητικά της Χωρητικής Αρχής Πωμού και από κατάλογο διανομής της περιουσίας του πατέρα της Δημήτρη με συγκαταθέσεις όλων των κληρονόμων. Στις 22.10.70 η Ελπινίκη μεταβίβασε το κτήμα στην κόρη της Αλίκη Διογένους, η οποία στις 19.4.99, το μεταβίβασε ανά ½ μερίδιο επ’ ονόματι των παιδιών της Ανθούλλη και Θεόδουλου Γεωργίου.

Ο Παναγιώτης Παναγή διεκδίκησε με αγωγή εναντίον της Ελπινίκης, της Αλίκης και των Ανθούλλη και Θεόδουλου την επ’ ονόματί του μεταβίβαση και εγγραφή του πιο πάνω κτήματος. Ισχυρίζετο ότι το επίδικο κτήμα ανήκε στην περιουσία του αποβιώσαντος πατρός του Κύπρου στη βάση της αδιαφιλονίκητης κατοχής του από τον Κύ[*147]προ για 15 τουλάχιστον έτη πριν το θάνατό του ή στη βάση προικοδότησής του μαζί με άλλα κτήματα στον Κύπρο ή στη βάση αγοράς του από χρήματα που ο Κύπρος είχε δώσει προς τον πατέρα του Δημήτρη, για λογαριασμό όμως του Κύπρου, ενεργώντας έτσι ως καταπιστευματοδόχος του τελευταίου. Η Ελπινίκη εξασφάλισε την πρώτη εγγραφή επ’ ονόματί της με ψευδείς παραστάσεις και με δόλο και απάτη προέβη στην περαιτέρω μεταβίβαση του κτήματος με τη συνέργεια και υπαλλήλων του Κτηματολογίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος λόγω μη στοιχειοθέτησής τους. Παρά ταύτα στη βάση διαφόρων νομοθετικών προνοιών, που, κατά την άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν παρείχαν έρεισμα για την πρώτη εγγραφή επ’ ονόματι της Ελπινίκης, εξέδωσε διάταγμα ακύρωσης της εγγραφής αυτής και τους τίτλω διαδόχους της. Ως η βάση για την πάσχουσα αρχική εγγραφή του κτήματος στο όνομα της Ελπινίκης, θεωρήθηκε η απουσία της αναγκαίας αντιπροσώπευσης λόγω έλλειψης διαχείρισης αφενός, αλλά και η μεταβίβαση του κτήματος το οποίο ήταν απλώς φορολογημένο και όχι εγγεγραμμένο, αφετέρου. Το Δικαστήριο εξέδωσε επίσης διάταγμα επαναφοράς του κτήματος στην κυριότητα της περιουσίας του παππού του εφεσείοντος Δημήτρη Παναγή.

Και οι δύο πλευρές εφεσίβαλαν την πρωτόδικη κατάληξη. Ο μεν Παναγιώτης Παναγή παραπονείται, μεταξύ άλλων, για τη μη έκδοση διατάγματος εγγραφής του κτήματος επ’ ονόματί του, για την μη έκδοση διαταγής για επιδίκαση γενικών, ειδικών και παραδειγματικών αποζημιώσεων εναντίον των αντιδίκων του, για την έκδοση διαταγής επαναφοράς του κτήματος στην κυριότητα του Δημήτρη Παναγή και για λανθασμένη ερμηνεία του Άρθρου 26 του Κεφ. 189.

Οι εναγόμενοι 1 – 4 παραπονούνται ως προς το διάταγμα επαναφοράς του κτήματος στην περιουσία του Δημήτρη εφόσον η περιουσία αυτή δεν αντιπροσωπευόταν ως διάδικος στην αγωγή, χορηγώντας έτσι θεραπεία υπέρ προσώπου που δεν διεκδικούσε οτιδήποτε.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Η εκκαλούμενη απόφαση πάσχει εξ αιτίας θεμελιακού προβλήματος. Το πρόβλημα έγκειται στην έκδοση διατάγματος ακύρωσης της εγγραφής επ’ ονόματι της Ελπινίκης, σε βάση όμως άλλη από τη δικογραφημένη αξίωση.

2. Δεν υπήρχε καμιά σαφής επίκληση των Άρθρων 26(1) και 47 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Νόμου, Κεφ. 189 ή του Άρθρου 49 του [*148]περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, τα οποία συζήτησε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει ότι η επ’ ονόματι της Ελπινίκης εγγραφή ήταν τελικώς λανθασμένη.

3. Ακόμα και με τη χρήση των σχετικών νομοθετικών προνοιών, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη δυνατότητα ή μη εφαρμογής του Άρθρου 26(1) του Κεφ. 189, δεν είναι ορθή.

4. Η αξία της περιουσίας, η οποία αναφέρεται στο πιστοποιητικό της χωρητικής αρχής καθώς και στο πιστοποιητικό του Εφόρου Φόρου Κληρονομιών, συναρτάται προς την όλη περιουσία του Δημήτρη και όχι προς το συγκεκριμένο επίδικο κτήμα. Επομένως εμφιλόχωρησε πλάνη ως προς το πραγματικό ζητούμενο που ήταν η αξία του επίδικου κτήματος και μόνο. Μετέπειτα, λανθασμένα, κρίθηκε πως η φράση «δεν υπερβαίνει το ποσό των £900» σήμαινε ότι «τουλάχιστο η περιουσία είχε αξία £900».

5. Ο εφεσείων δεν είχε δικαίωμα να ζητά να περιέλθει το κτήμα στην δική του περιουσία, χωρίς να μεσολαβούσε νομότυπα η προηγούμενη εγγραφή στον πατέρα του Κύπρο, είτε δυνάμει διαχείρισης, είτε δυνάμει προικοσυμφώνου, είτε δυνάμει χρησικτησίας για την οποία και δεν έγινε πρωτόδικα οποιοδήποτε εύρημα. Αντ’ αυτού, το Δικαστήριο εξέτασε το πιθανό δικαίωμα χρησικτησίας της Ελπινίκης για να καταλήξει ότι η αξίωσή της προς εγγραφή αντλείτο από το κληρονομικό δικαίωμα στο οποίο και βασίστηκε το Κτηματολόγιο.

6. Η αγωγή έπρεπε να είχε απορριφθεί από πρωταρχικό στάδιο, με δεδομένο ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι ο Δημήτρης ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του κτήματος, ως ήταν η δικογραφημένη θέση του εφεσείοντος, αλλά απλώς ήταν φορολογημένο στο όνομά του. Εν πάση περιπτώσει εκείνος που θα είχε καθήκοντως οποιοδήποτε δικαίωμα επί της περιουσίας του προς συλλογή και διανομή της θα ήταν ο διαχειριστής και όχι οποιοσδήποτε κληρονόμος.

7. Λανθασμένα εκδόθηκε και διάταγμα για την επαναφορά του κτήματος στην προτέρα του κατάσταση, δηλαδή πριν την εγγραφή του το 1964, περιερχόμενο έτσι στην περιουσία του Δημήτρη, ενώ η διαχείριση της περιουσίας αυτής έκλεισε στις 19.10.76. Τέτοιο διάταγμα δεν ήταν δυνατό να εκδοθεί όχι μόνο διότι δεν ζητείτο με την αγωγή, αλλά και διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να χορηγήσει δικαιώματα σε μη διάδικο, δηλαδή την περιουσία του Δημήτρη, αποστερώντας έτσι και το δικαίωμα των ενα[*149]γομένων 1 – 4 να ακουστούν ως προς τούτο, ιδιαιτέρως δε ως προς το δικό τους τυχόν  δικαίωμα για επ’ ονόματί τους νόμιμη εγγραφή του κτήματος.

Η έφεση αρ. 353/06 απορρίφθηκε.

Η έφεση αρ. 261/06 επιτράπηκε. Επιδικάσθηκαν €5.000 έξοδα υπέρ των εφεσειόντων στην έφεση αρ. 261/06 και εναντίον του εφεσείοντος στην έφεση αρ. 353/06. Επιδικάσθηκαν επίσης €2.500 έξοδα εναντίον του εφεσείοντος στην έφεση αρ. 353/06 και υπέρ του εφεσίβλητου 5 στην ίδια έφεση, τόσο για την πρωτόδικη, όσο και για την κατ’ έφεση, διαδικασία.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Παμπαλλής, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 370/2000), ημερομ. 18.7.2006.

Ε. Κορακίδης, για τους Εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Αρ. 261/2006 και για τους Εφεσίβλητους 1-4 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 353/2006.

Ε. Θεοδοσίου, για τον Εφεσίβλητο 5 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 353/2006.

Ο Εφεσίβλητος στην Πολιτική Έφεση Αρ. 261/2006 εμφανίζεται προσωπικά.

Ο Εφεσείων στην Πολιτική Έφεση Αρ. 353/2006 εμφανίζεται προσωπικά.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου εξέδωσε στις 18.7.06 την απόφαση του επί κτηματικής διαφοράς που είχε προκύψει μεταξύ του Παναγιώτη Κ. Παναγή (εφεσείων στην υπ’  αρ. Πολιτική Έφεση 353/06 και ενάγοντος πρωτοδίκως) και των εναγομένων, εκ των οποίων οι τέσσερεις πρώτοι δηλαδή πλην του Γενικού Εισαγγελέως είναι οι εφεσείοντες στην υπ’ αρ. Πολιτική Έφεση 261/06. Με την απόφαση του το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα ακύρωσης της εγγραφής του επιδίκου κτήματος προς όφε[*150]λος των εναγομένων 1-4, στη βάση των λεπτομερειών που ακολουθούν, καθώς και διάταγμα επαναφοράς του στην κυριότητα της περιουσίας του παππού του εφεσείοντος, Δημήτρη Παναγή.

Την πρωτόδικη κρίση αμφισβητούν όλοι οι διάδικοι, πλην του Γενικού Εισαγγελέα, με αντίστοιχες εφέσεις, οι οποίες και λόγω της συνάφειας τους ακούστηκαν μαζί. Τα όσα ακολουθούν απορρέουν από το σύνολο των γεγονότων, το ιστορικό και τη μαρτυρία και επηρεάζουν και τις δύο εφέσεις που είναι, εν πάση περιπτώσει, θεματικά αλληλένδετες.

Ο εφεσείων Παναγή (εφεξής «ο εφεσείων»), ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ο διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα του Κύπρου Παναγή, διεκδίκησε δε με την αγωγή του μεταβίβαση και εγγραφή επ’ ονόματι του ενός κτήματος (αρ. εγγραφής 6470 Φ/Σχ.17/48, χωρίο Πωμός, επαρχία Πάφου), το οποίο βρισκόταν εγγεγραμμένο στο όνομα των Ανθούλη Ανδρέου Γεωργίου και Θεόδουλου Ανδρέου Γεωργίου (εναγομένων 3 και 4 πρωτοδίκως), τέκνα της Αλίκης Διογένους (εναγόμενης 2), που με τη σειρά της είναι παιδί της Ελπινίκης Παναγή (εναγομένης 1), η οποία είναι αδελφή του αποβιώσαντος πατέρα του εφεσείοντος.  Στις τελευταίες αυτές δύο είχε διαδοχικά εγγραφεί το κτήμα, με πρώτη εγγραφή στην Ελπινίκη, κατά τον τρόπο που θα καταγραφεί στη συνέχεια.

Το επίδικο κτήμα δεν ήταν εγγεγραμμένο, αλλά απλώς φορλογημένο στο Δημήτρη Παναγή, παππού του εφεσείοντος και πατέρα της Ελπινίκης. Παιδιά του Δημήτρη ήταν επίσης εκτός από τον Κύπρο, πατέρα του εφεσείοντος και την Ελπινίκη, η Ευαγγελία, ο Χαρίλαος, ο Αλκιβιάδης και ο Νίκος, οι οποίοι ήσαν οι κληρονόμοι του μαζί με τη σύζυγο του, όταν αυτός απεβίωσε στις 13.4.1956, έχοντας αφήσει διάφορα κτήματα εγγεγραμμένα επ’ ονόματί του, μεταξύ των οποίων, και, το επίδικο. Η Ελπινίκη υπέβαλε στις 15.9.62 αίτηση στο Κτηματολόγιο για εγγραφή επ’ ονόματί της του κτήματος υποστηριζόμενη από πιστοποιητικά της Χωρητικής Αρχής Πωμού και μεταγενέστερα, όταν της ζητήθηκε, και από κατάλογο διανομής της περιουσίας του Δημήτρη με συγκαταθέσεις όλων των κληρονόμων. Εκδόθηκε στη συνέχεια στις 11.4.64, πιστοποιητικό εγγραφής επ’ ονόματί της. Το ιστορικό συνεχίζεται στις 14.9.70, όταν η Ευαγγελία, τέκνο όπως προαναφέρθηκε του Δημήτρη, υπέβαλε αίτηση για την παραχώρηση εγγράφων διαχείρισης του αποβιώσαντος πατέρα της, όμως ο αδελφός της Κύπρος και πατέρας του αποβιώσαντος, στις 30.9.70, ημερομηνία που ο Κύπρος απεβίωσε, απέστειλε επιστολή στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ακυρώνοντας οποιοδήποτε πληρεξούσιο έγγραφο είχε δώσει στο όνομα της Ευαγγελίας. Στις [*151]22.10.70 η Ελπινίκη μεταβίβασε το επίδικο κτήμα στο όνομα της Αλίκης, η οποία με τη σειρά της στις 19.4.99, το μεταβίβασε ανά ½ μερίδιο επ’ ονόματι των παιδιών της Ανθούλλη και Θεόδουλου.

Αποτελούσε πρωτοδίκως και δικογραφικά (μέσα από μια περιπλεγμένα διατυπωμένη αγωγή), αλλά και με την προσαγωγή μαρτυρίας τη θέση του εφεσείοντος ότι το επίδικο κτήμα ανήκε στην περιουσία του αποβιώσαντος πατρός του Κύπρου, στη βάση όμως διαζευκτικών ισχυρισμών. Αφενός ότι το κτήμα κατεχόταν αδιαφιλονίκητα από τον Κύπρο για 15 τουλάχιστον έτη πριν το θάνατο του, ή εναλλακτικά ότι είχε προικοδοτηθεί μαζί με άλλα κτήματα στον Κύπρο, του προικοσυμφώνου όμως απωλεσθέντος κατά την Τουρκική εισβολή (παρ. 7 και 9 της έκθεσης απαίτησης). Διαζευκτικά, ότι το κτήμα είχε αγοραστεί από χρήματα που ο πατέρας του Κύπρος είχε δώσει προς τον παππού του Δημήτρη, για λογαριασμό όμως του Κύπρου, ενεργώντας έτσι ως καταπιστευματοδόχος του τελευταίου (παρ. 9 της έκθεσης απαίτησης). Η Ελπινίκη με στόχο να εξασφαλίσει εγγραφή επ’ ονόματί της, είχε προβεί σε ψευδείς παραστάσεις που επεκτάθηκαν και στους υπόλοιπους διαδίκους-εναγομένους 2, 3 και 4, ως προς τα όσα προηγήθηκαν της διαδικασίας της πρώτης εγγραφής επ’ ονόματί της. Παράνομη, όμως στη βάση δόλου και απάτης θεωρείτο και η διαδικασία που ακολούθησε για την περαιτέρω μεταβίβαση του κτήματος με τη συνέργεια και υπαλλήλων του Κτηματολογίου, το οποίο αντιπροσωπεύθηκε στη διαδικασία από το Γενικό Εισαγγελέα – εναγόμενο 5.

Πρωτοδίκως έδωσαν εκτεταμένη μαρτυρία ο ίδιος ο εφεσείων ως Μ.Ε.4, ο Ανδρέας Σωκράτους, κτηματολογικός υπάλληλος στο Τμήμα Επιτοπίων Ερευνών, (Μ.Ε.1), ο Κυριάκος Μακαρίου του Επαρχιακού Κτηματολογίου Πάφου, (Μ.Ε.2), ο Ματθαίος Αταλιώτης, Πρωτοκολλητής Διαθηκών στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, (Μ.Ε.3), αλλά και ο Ιωάννης Πολυβίου εκτιμητής ακινήτων, (Μ.Ε.5). Η μαρτυρία αυτή συνοψιζόμενη έδειχνε ότι στη βάση των τελικών λογαριασμών της διαχείρισης που είχε ανοιχθεί για τον αποβιώσαντα Κύπρο, αναλογούσε σε αυτόν το 1/6 μερίδιο διαφόρων κτημάτων με έρεισμα τη λίστα διανομής που είχε υποβληθεί. Περαιτέρω, ότι είχε γίνει στις 23.5.62 επιτόπια έρευνα στην παρουσία της Ελπινίκης και εκπροσώπου του κοινοτάρχη Πωμού, ο δε τίτλος εκδόθηκε στο όνομα της Ελπινίκης, αφού εξασφαλίστηκε ο κατάλογος διανομής, αλλά και οι συγκαταθέσεις των υπολοίπων κληρονόμων. Ο Μακαρίου κατέθεσε ότι ένα φορολογημένο κτήμα δεν μπορεί να μεταβιβαστεί παρά μετά από την εξασφάλιση των αναγκαίων πιστοποιητικών από το Κοινοτικό Συμβούλιο, επιτόπια έρευνα και σχετική αίτηση όπου φαίνεται ότι υπάρχει κατοχή ή κληρονομική δια[*152]δοχή του κτήματος. Τόσο ο Χαρίλαος Παναγή, όσο και ο ίδιος ο εφεσείων βρίσκονταν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Αγγλία και έτσι είχαν αντιληφθεί ένα ευρύτερο πρόβλημα με τη λίστα διανομής σε μεταγενέστερο μόνο στάδιο.

Ήταν γενικά η θέση ότι η υπογραφή του Κύπρου για τη συγκατάθεση της μεταβίβασης του κτήματος προς την Ελπινίκη είχε εξασφαλιστεί για σκοπούς άλλους, αυτή δε είχε διαπράξει δόλο, διότι τροποποίησε τη λίστα διανομής προσθέτοντας το επίδικο κτήμα στα πέντε κτήματα που της είχε προικοδοτήσει ο πατέρας της Δημήτρης Παναγή, ενώ με άλλα πέντε κτήματα είχε προικοδοτήσει ο Δημήτρης Παναγή και το γιο του Κύπρο. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα η διαφοροποίηση έγινε με λαδόκολλα, οι ημερομηνίες υπογραφών δεν συνήδαν με τις υπογραφές του εντύπου Ν3Α του Κτηματολογίου, ενώ ο αποβιώσας το 1998, Γεώργιος Πούγιουρος σε μαρτυρία του, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στο Δικαστήριο, είχε αναφέρει ότι η λίστα διανομής αποτελείτο από μόνο μια σελίδα και όχι από τέσσερεις όπως παρουσιαζόταν σε αυτή που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

Από πλευράς των εναγομένων κατέθεσε η Εναγόμενη 2 που πιστοποίησε την επ’ ονόματι της μεταβίβαση του κτήματος από τη μητέρα της, Ελπινίκη, και την εκ μέρους της μεταβίβαση του κτήματος στα δικά της παιδιά, ενώ η μαρτυρία του Ιωσήφ Χριστοδούλου, (Μ.Υ.2), κοινοτάρχη του χωριού Πωμού την περίοδο 1961-1971, έδειξε ότι το πιστοποιητικό της Χωρητικής Αρχής Πωμού, Τεκμ. «1», το υπέγραψε ο ίδιος αφού γνώριζε ότι το κτήμα ανήκε στην Ελπινίκη, διευκρινίζοντας ότι τη λίστα διανομής, Τεκμ. «13», επίσης υπέγραψε ο Κύπρος, αλλά όχι στον Πωμό, αλλά στον Άγιο Σέργιο Αμμοχώστου όπου είχε μετοικήσει. Το κτήμα ισοπεδώθηκε, όπως κατέθεσε ο Μιχαήλ Προκοπίου, (Μ.Υ.1), γεωργικός λειτουργός, μετά από αίτηση του συζύγου της Ελπινίκης και χρησιμοποιείτο για γεωργικούς σκοπούς. Ο Ανδρέας Ματσουκάρης, (Μ.Υ.4), μάρτυρας του Γενικού Εισαγγελέα, Κτηματολογικός Λειτουργός Α΄, κατέθεσε το ιστορικό του κτήματος προσδιορίζοντας τη διαδικασία μεταβίβασης όταν ένα κτήμα είναι απλώς καταχωρημένο και όχι εγγεγραμμένο. Χρειάζεται βεβαίωση της Χωρητικής Αρχής, συγκαταθέσεις κληρονόμων, όταν η αίτηση γίνει από ένα μόνο άτομο, αλλά και έλεγχος των υπογραφών στο ανάλογο έντυπο 3ΝΑ (Τεκμ. «52»).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των ανεξαρτήτων κατ’ ουσίαν μαρτύρων, χαρακτηρίζοντας όμως τον εφεσείοντα ως ανειλικρινή, υπερβολικό και ασαφή στη μαρτυρία του, διαβλέποντας σκευωρία σε βάρος του, ενώ μετατόπιζε συνεχώς τις [*153]θέσεις του ως προς το νομικό δικαίωμα του συμπλέκοντας ισχυρισμούς περί αγοράς, περί προικοδότησης, ενώ σε κάποια φάση υιοθέτησε και τη λίστα διανομής. Η αξίωσή του στη βάση ισχυρισμών περί δόλου και απάτης, ψευδών παραστάσεων και αμέλειας της Ελπινίκης, επεκτεινομένης και εναντίον του Κτηματολογίου, απορρίφθηκε λόγω μη στοιχειοθέτησής τους. Παρά ταύτα στη βάση διαφόρων νομοθετικών προνοιών που, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν παρείχαν έρεισμα για την πρώτη εγγραφή επ’ ονόματι της Ελπινίκης, εκδόθηκε διάταγμα ακύρωσης της εγγραφής αυτής και τους τίτλω διαδόχους της. Εκδόθηκε επίσης και διάταγμα επαναφοράς του κτήματος στην περιουσία του αποβιώσαντος Δημήτρη λόγω έλλειψης διαχείρισης της περιουσίας αυτού κατά τον ουσιώδη χρόνο, η οποία υπενθυμίζεται έγινε μόλις το 1970, ενώ η εγγραφή στο όνομα της Ελπινίκης έγινε το 1964. Θεωρήθηκε επίσης ότι το Κτηματολόγιο ενέγραψε το κτήμα στην Ελπινίκη δυνάμει κατ’ ισχυρισμόν κληρονομικού δικαιώματος και όχι δυνάμει χρησικτησίας ή στη βάση μεταβίβασης κτημάτων αποβιωσάντων με τη συγκατάθεση και των υπολοποίπων κληρονόμων. Η απουσία της αναγκαίας αντιπροσώπευσης λόγω έλλειψης διαχείρισης αφενός, αλλά και η μεταβίβαση του κτήματος το οποίο ήταν απλώς φορολογημένο και όχι εγγεγραμμένο αφετέρου, κρίθηκαν πρωτοδίκως ως η βάση για την πάσχουσα αρχική εγγραφή του κτήματος στο όνομα της Ελπινίκης.

Με σειρά λόγων και οι δύο πλευρές βάλλουν κατά της πρωτόδικης κατάληξης. Ο εφεσείων, ο οποίος από κάποιο στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας, αλλά και ενώπιον του Εφετείου, επέλεξε να χειριστεί πλέον την υπόθεση μόνος του, παραπονείται για τη μη έκδοση διατάγματος εγγραφής του κτήματος επ’ ονόματί του και ότι λανθασμένα το Δικαστήριο τον χαρακτήρισε ανειλικρινή μη δεχόμενο τη μαρτυρία του. Περαιτέρω, ότι το Δικαστήριο έσφαλε στο ότι «δεν καταδίκασε τους παρανομούντες» σε γενικές, ειδικές, αλλά και παραδειγματικές αποζημιώσεις για την όλη εμπλοκή τους στο ζήτημα, αλλά και την ταλαιπωρία στην οποία τον υπέβαλαν με τις ενέργειες τους. Ανάμεσα στους 15 λόγους έφεσης περιέχεται και λόγος σε σχέση με το λανθασμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα επαναφοράς του κτήματος στην κυριότητα της περιουσίας του Δημήτρη Παναγή, ενώ περιέχεται και λόγος για λανθασμένη ερμηνεία του Άρθρου 26 του Κεφ. 189.

Αλλά και οι εναγόμενοι 1-4, παραπονούνται κατ’ έφεση ως προς το διάταγμα επαναφοράς του κτήματος στην περιουσία του Δημήτρη εφόσον η περιουσία αυτή δεν αντιπροσωπευόταν ως διάδικος στην αγωγή, χορηγώντας έτσι θεραπεία υπέρ προσώπου που [*154]δεν διεκδικούσε οτιδήποτε. Κατά τα άλλα η απόφαση, κατά τον κ. Κορακίδη, είναι τρωτή διότι ενώ ορθά πρωτοδίκως οι ισχυρισμοί του εφεσείοντος περί δόλου, απάτης και συναφών θεμάτων απορρίφθηκαν, εν τούτοις το Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει και να καταλήξει, λανθασμένα, ότι η επ’ ονόματι της Ελπινίκης εγγραφή είχε γίνει παράτυπα, εκδίδοντας εν τέλει διάταγμα ακύρωσής της.

Έχοντας εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τα εγερθέντα θέματα, κρίνεται ότι όντως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέφυγε σε μια λανθασμένη αντιμετώπιση του όλου ζητήματος για τους λόγους που ακολουθούν. Ενόψει αυτού είναι αχρείαστη η ενασχόληση με το θέμα της αξιοπιστίας του εφεσείοντος και κατά πόσο ήταν ορθή ή λανθασμένη η κρίση του, διότι η απόφαση εν πάση περιπτώσει πάσχει εξαιτίας θεμελιακού προβλήματος.

Το πρόβλημα έγκειται στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δικαιούτο να επιτύχει «σ’ αυτό το σκέλος της απαίτησης του», όπως το έθεσε στη σελ. 34 της απόφασης (σελ. 415 των πρακτικών), εκδίδοντας διάταγμα ακύρωσης της εγγραφής επ’ ονόματι της Ελπινίκης, σε βάση όμως άλλη από τη δικογραφημένη αξίωση. Η σχετική αξίωση με την Έκθεση Απαίτησης ήταν η ακύρωση της «….. επ’ ονόματι της Εναγομένης 1 εγγραφή και μεταβίβαση του κτήματος κατά ή περί την 11.4.1964 ….. (και οι συνακόλουθες μεταβιβάσεις στους εναγομένους 2, 3 και 4) …. ως μεταβιβάσεις και/ή εγγραφές γενομέναι από κοινού σχεδίου και σκοπού και κατ΄ ακολουθίαν συνωμοσίας προς εξαπάτησιν του Ενάγοντος παρά των Εναγομένων 1 και/ή 2 και/ή 3 και/ή 4 και/ή 5 συνεπεία δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων …». Εμπεριέχετο στην πιο πάνω αξίωση και ισχυρισμός περί παράβασης νομίμων καθηκόντων του Κτηματολογίου, οι οποίες και εξειδικεύονται στις λεπτομέρειες της παρ. 19, με αναφορά σε λανθασμένους χειρισμούς λειτουργών του στη βάση όμως κοινού σχεδίου με την Ελπινίκη προς εξαπάτηση του Κύπρου, πατέρα του εφεσείοντος.

Δεν ήταν συνεπώς ορθή η χρήση διαφόρων νομοθετικών προνοιών, ως βάση για δικαίωση του εφεσείοντος, οι οποίες εμφανίστηκαν στο προσκήνιο μόνο κατά το σχέδιο αγόρευσης του εφεσείοντος, που ο ίδιος κατέθεσε στο Δικαστήριο κατά το καταληκτικό στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, στη βάση εγγράφου που είχε ετοιμάσει ο τότε δικηγόρος του, ο οποίος διαφωνώντας με τον εφεσείοντα ως προς τα όσα πρόσθετα ήθελε να συμπεριλάβει, ζήτησε και έλαβε άδεια να αποχωρήσει. Δεν υπήρχε καμιά σαφής επίκληση των Αρθρων 26(1) και 47 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Νόμου, Κεφ. 189 ή του Αρθρου 49 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, [*155]Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, τα οποία και συζήτησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, για να καταλήξει ότι η επ’ ονόματι της Ελπινίκης εγγραφή ήταν τελικώς λανθασμένη. Αυτή η νομοθετική βάση έπρεπε όμως να τίθετο με την ακρίβεια και τη λεπτομέρεια που απαιτούν και οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας (Δ.19, θ.13), ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά  την παραβίαση των νομίμων καθηκόντων του εναγομένου 5 και των αντιπροσώπων αυτού. (Δέστε The Annual Practice, 1958, O.19, r.15, σελ. 468-9 και Bullen & Leake & Jacob’s Precedents of Pleadings, 14η Έκδ., Τόμος 1, σελ. 19, παρ. 1-29 και για παράδειγμα  προτύπου, Τόμος 2, σελ. 1153-54, παρ. 71-S.19). Η ορθή δικογράφηση θα έδινε και το στίγμα της ανάλογης τοποθέτησης της υπεράσπισης στη δική της δικογραφία.

Αλλά ακόμη και με τη χρήση των σχετικών νομοθετικών προνοιών, διαπιστώνεται λάθος στην πρωτόδικη κρίση σε σχέση με τη δυνατότητα ή μη εφαρμογής του Αρθρου 26(1) του Κεφ. 189. Αυτό, διότι το άρθρο προνοούσε (πριν την τροποποίηση του με το Νόμο αρ. 8(Ι)/94), ότι περιουσία που υπερβαίνει τις £100 περιέρχεται, επί τω θανάτω ατόμου που δεν αφήνει διαθήκη, αλλά αφήνει κληρονόμους υπό ανικανότητα, (έννοια που περιλαμβάνει και κληρονόμους στην αλλοδαπή), και, μέχρι να γίνει διαχείριση, στον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου όπου είχε τη συνήθη διαμονή του ο αποβιώσας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεχόμενο ότι η αξία της περιουσίας του ήταν «έκδηλα μεγαλύτερη από το ποσό που καθορίζεται στο πιο πάνω άρθρο»  στη  βάση  πιστοποιητικού της χωρητικής αρχής (Τεκμ. «15»), ότι η περιουσία «δεν υπερέβαινε τις £900», καθώς και πιστοποιητικό του Εφόρου Φόρου Κληρονομιών (Τεκμ. «16»), όπου η αξία της περιουσίας υπολογίστηκε στις £560, είπε ότι η περιουσία δεν περιήλθε στην κατοχή του Προέδρου του Δικαστηρίου, αφού δεν υπήρχε τη δεδομένη στιγμή διαχείριση.

Όμως η αναφερόμενη στα δύο πιο πάνω τεκμήρια αξία συναρτάται προς την όλη περιουσία του Δημήτρη και όχι προς το συγκεκριμένο επίδικο κτήμα και επομένως εμφιλοχώρησε πλάνη ως προς το πραγματικό ζητούμενο, δηλαδή, την αξία του επίδικου κτήματος και μόνο. Μετέπειτα, λανθασμένα, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η φράση «δεν υπερβαίνει το ποσό £900» στο Τεκμ. «15», σήμαινε ότι «τουλάχιστο η περιουσία είχε αξία £900» (σελ. 29 απόφασης – σελ. 410 πρακτικών).

Η ουσία όμως του όλου εγχειρήματος ήταν ότι ο εφεσέιων δεν μπορούσε να έχει αξίωση για την εγγραφή του επιδίκου κτήματος στη δική του περιουσία ως διαχειριστής του πατέρα του, εφόσον όντως πριν τη διαχείριση της περιουσίας του παππού του Δημήτρη που έγι[*156]νε επ’ ονόματι της Ευαγγελίας το 1970, δεν είχε προηγηθεί άλλη διαχείριση, ως έπρεπε, μεταξύ του 1956, όταν απεβίωσε ο Δημήτρης, και του 1964 όταν ενεγράφη το κτήμα στο όνομα της Ελπινίκης.

Η διαχείριση της περιουσίας του Δημήτρη, είτε στη βάση αιτήσεως προς τούτο από κληρονόμους, είτε από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ορθή απόδοση του κτήματος στον ή στους δικαιούχους. Ο εφεσείων δεν είχε δικαίωμα να ζητά να περιέλθει αυτό στη δική του περιουσία, χωρίς να μεσολαβούσε νομότυπα η προηγούμενη εγγραφή στον πατέρα του Κύπρο, είτε δυνάμει διαχείρισης, είτε δυνάμει προικοσυμφώνου, είτε δυνάμει χρησικτησίας για την οποία και δεν έγινε πρωτόδικα οποιοδήποτε εύρημα. Αντ’ αυτού του τελευταίου, το Δικαστήριο εξέτασε το πιθανό δικαίωμα χρησικτησίας της Ελπινίκης για να καταλήξει ότι η αξίωση της προς εγγραφή αντλείτο από το κληρονομικό δικαίωμα στο οποίο και βασίστηκε το Κτηματολόγιο.

Το ζητούμενο όμως ήταν η αξίωση του ιδίου του εφεσείοντος και βεβαίως ο επακριβής τρόπος δικογραφικής διατύπωσης της, που έπρεπε να καθορίσει και τον τρόπο χειρισμού της από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η απόδοση εν τέλει θεραπείας ακύρωσης της εγγραφής επ’ ονόματι της Ελπινίκης, λανθασμένα δόθηκε εφόσον πολύ διαφορετική ήταν η βάση αυτής της αξίωσης από τον ίδιο τον εφεσείοντα. Το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 13 της απόφασης (σελ. 414 των πρακτικών), διατύπωσε τη θέση ότι ο εφεσείων δεν συνέδεσε τη μη τήρηση των προνοιών της νομοθεσίας, που αφορούσαν την απουσία διαχείρισης, με δόλο ή απάτη από πλευράς όλων των εναγομένων.

Ορθά ο κ. Κορακίδης στην πρωτόδικη αγόρευσή του, αλλά και ενώπιον του Εφετείου, έθεσε το ζήτημα της απόρριψης της αγωγής από πρωταρχικό στάδιο, με δεδομένο ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι ο Δημήτρης ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του κτήματος, ως ήταν η δικογραφημένη θέση του εφεσείοντος, αλλά απλώς ήταν φορολογημένο στο όνομα του και εν πάση περιπτώσει εκείνος που θα είχε καθηκόντως οποιοδήποτε δικαίωμα επί της περιουσίας του προς συλλογή και διανομή της θα ήταν ο διαχειριστής και όχι οποιοσδήποτε κληρονόμος. Δεν ζητείτο, με άλλα λόγια, οποιαδήποτε θεραπεία στα πλαίσια της γενομένης εκ των υστέρων διαχείρισης από την Ευαγγελία, ούτε και ζητείτο ακύρωση της εγγραφής επ’ ονόματι της Ελπινίκης με στόχο το κτήμα να τύχει διανομής στα πλαίσια της διαχείρισης του Δημήτρη, η οποία και θα έπρεπε εν προκειμένω να επανανοιχθεί με νομότυπο τρόπο.

Με τα πιο πάνω, είναι πρόδηλο ότι λανθασμένα εκδόθηκε και [*157]διάταγμα για την επαναφορά του κτήματος στην προτέρα του κατάσταση, δηλαδή, πριν την εγγραφή του το 1964, περιερχόμενο έτσι πίσω στην περιουσία του Δημήτρη, ενώ βέβαια όπως έδειξε και η μαρτυρία του Πρωτοκολλητή Μ. Αταλιώτη, (Μ.Ε. 3), η διαχείριση της περιουσίας αυτής έκλεισε με την καταχώρηση τελικών λογαριασμών στις 19.10.76, με την εγκριθείσα προς όφελος του Κύπρου, υιου του Δημήτρη, του 1/6 μεριδίου των κτημάτων. Και βεβαίως ορθώς εγείρεται λόγος έφεσης από τον κ. Κορακίδη ότι τέτοιο διάταγμα δεν ήταν δυνατόν να εκδοθεί όχι μόνο διότι δεν ζητείτο με την αγωγή, αλλά και διότι το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε να χορηγήσει δικαιώματα σε μη διάδικο, δηλαδή την περιουσία του Δημήτρη, αποστερώντας έτσι και το δικαίωμα των εναγομένων 1-4 να ακουστούν ως προς τούτο, ιδιαιτέρως δε ως προς το δικό τους τυχόν δικαίωμα για επ’ ονόματί τους νόμιμη εγγραφή του κτήματος.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση του εφεσείοντος στην υπ’ αρ. 353/06 έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση μαζί με τη διαταγή εξόδων παραμερίζεται και τα εκδοθέντα Διατάγματα ακυρώνονται. Η αγωγή του εφεσείοντος απορρίπτεται.

Η έφεση των εναγομένων 1-4 στην υπ’ αρ. 261/06 έφεση επιτυγχάνει στον πιο πάνω βαθμό, δηλαδή, με την απόρριψη της αγωγής του εφεσείοντος και την ακύρωση των εκδοθέντων Διαταγμάτων.

Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση, τα οποία είναι ορθό και δίκαιο όπως είναι ενιαία, εφόσον οι δύο εφέσεις προχώρησαν και ακούστηκαν από κοινού, επιδικάζονται στο ποσό των €5.000 υπέρ των εφεσειόντων στην έφεση υπ’ αρ. 261/06 και εναντίον του εφεσείοντος στην υπ’ αρ. 353/06. Επιδικάζονται επίσης €2.500 έξοδα εναντίον του εφεσείοντος στην υπ’ αρ. 353/06 έφεση και υπέρ του εφεσίβλητου 5 στην ίδια έφεση, τόσο για την πρωτόδικη, όσο και για την κατ’ έφεση, διαδικασία.

Η έφεση αρ. 353/06 απορρίπτεται.

Η έφεση αρ. 261/06 επιτρέπεται.              Επιδικάζονται €5.000 έξοδα υπέρ των εφεσειόντων στην έφεση αρ. 261/06         και εναντίον του εφεσείοντος στην       έφεση αρ. 353/06. Επιδικάζονται επίσης €2.500 έξοδα εναντίον του εφεσείοντος στην έφεση αρ. 353/06 και υπέρ του       εφεσίβλητου 5 στην ίδια έφεση, τόσο για την πρωτόδικη, όσο και για την               κατ’ έφεση, διαδικασία.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο