Διογένους Aνδρέας Eυριπίδη Λτδ (Kτηματικές Eπιχειρήσεις) ν. Aρίστης Kώστα Eυθυμίου και Άλλων (2009) 1 ΑΑΔ 234

(2009) 1 ΑΑΔ 234

[*234]13 Μαρτίου, 2009

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΚΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

ΑΝΔΡΕΑ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

v.

1. ΑΡΙΣΤΗΣ ΚΩΣΤΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

2. S. RAFTIS COMPANY LTD,

3. RAFTIS HOLDING LTD,

4. RAFTIS TOURIST ENTERPRISES LTD,

5. RARFTIS DEVELOPMENTS LTD,

6. ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΗΡΑ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 176/2007)

 

Aποφάσεις και Διατάγματα  ― Aπαγορευτικό διάταγμα αποξένωσης ακινήτου ― Άρθρο 4(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 ― Εξουσία εκδόσεως ― Ασκείται αναφορικά με περιουσία η οποία αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής ― Επιβολή όρου από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την οριστικοποίηση του απαγορευτικού διατάγματος, ο οποίος παρείχε δικαίωμα αντικατάστασης του διατάγματος με τραπεζική εγγύηση, με το σκεπτικό ότι δεν ετύγχαναν εφαρμογής στην υπόθεση οι πρόνοιες του Άρθρου 4(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 ― Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού οριστικοποίησε προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορεύθηκε στην εφεσίβλητη 1 να πωλήσει, διαθέσει, μεταβιβάσει, υποθηκεύσει και/ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποξενώσει συγκεκριμένο κτήμα στην περιοχή Αγίου Αθανασίου Λεμεσού είτε προς τους εφεσίβλητους 2-6 είτε προς οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, μέχρι την τελική εκδίκαση κλπ. της αγωγής αρ. 200/07 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Στη σχετική ενδιάμεση απόφαση οριστικοποίησης του προαναφερθέντος προσωρινού διατάγματος προστέθηκε όρος παροχής δικαιώματος σε οποιοδήποτε εκ των εφεσιβλήτων, να ζητήσει εντός δέκα ημερών από την έκδοση της πιο πάνω απόφασης, την αντικατάσταση του απαγορευτικού διατάγματος με τραπεζική εγγύηση ύψους £300.000 για κάλυψη των εναγόντων / αιτητών [*235](εφεσειόντων) σε περίπτωση που θα εκδιδόταν υπέρ τους απόφαση στην αγωγή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κτήμα της εφεσίβλητης 1 δεν αποτελεί αντικείμενο της αγωγής, και ως εκ τούτου, δεν είχε εφαρμογή το Άρθρο 4(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.

Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης περιστρέφονται γύρω από το πιο πάνω κτήμα της εφεσίβλητης 1 και του πρώην συζύγου της (το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο διεκδίκησης και από τους δύο μέσω πολλών δικαστικών διαδικασιών, για κατοχύρωση εκατέρωθεν οικονομικών συμφερόντων) και έχουν, εν συντομία, ως ακολούθως:

Δυνάμει γραπτής συμφωνίας που έγινε το 1997, οι εφεσείοντες αγόρασαν το επίδικο κτήμα από την εφεσίβλητη 1. Η συμφωνία κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού για σκοπούς εκτέλεσης. Όταν η τελευταία παρέλειψε να εκτελέσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις, οι εφεσείοντες εξασφάλισαν διάταγμα ειδικής εκτέλεσης της συμφωνίας και η εφεσίβλητη 1, μεταβίβασε το κτήμα στους εφεσείοντες την 1.6.2001.

Λίγες ημέρες μετά την προαναφερθείσα συμφωνία πώλησης του κτήματος, ο σύζυγος της εφεσίβλητης 1 εξασφάλισε παρεμπίπτον διάταγμα από το Οικογενειακό Δικαστήριο, απαγορεύον στην εφεσίβλητη 1 να μεταβιβάσει το κτήμα. Το διάταγμα, επιδόθηκε στην εφεσίβλητη 1 στις 22.11.1997 και στις 28.11.1997 έγινε απόλυτο.

Στις 17.4.02, το Οικογενειακό Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο σύζυγος της εφεσίβλητης 1, εδικαιούτο να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης του κτήματος κατά το ½ μερίδιο του όλου. Κατόπιν έφεσης, το διάταγμα για μεταβίβαση του ½ μεριδίου στο όνομα του συζύγου της εφεσίβλητης 1, ακυρώθηκε και η απόφαση αντικαταστάθηκε με απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου υπέρ του συζύγου της εφεσίβλητης 1 για το ποσό των Λ.Κ.40.669,50 πλέον τόκους και έξοδα.

Ο σύζυγος της εφεσίβλητης 1 θεώρησε ότι η πώληση και μεταβίβαση του κτήματος προς τους εφεσείοντες ήταν προϊόν δόλου και με αίτηση που υπέβαλε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού πέτυχε την έκδοση διαταγμάτων που αντιστοίχως αφορούσαν ακύρωση της μεταβίβασης του κτήματος από την εφεσίβλητη 1 στους εφεσείοντες, κατάσχεση και πώλησή του προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους της εφεσίβλητης 1 προς αυτόν, επανεγγραφή του κτήματος στο όνομα [*236]της εφεσίβλητης 1 και εγγραφή του εξ αποφάσεως χρέους ως επιβάρυνσης επί του κτήματος.

Οι εφεσείοντες, με την αγωγή αρ. 200/07, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε και η υπό κρίση ενδιάμεση απόφαση, αξιώνουν, μεταξύ άλλων, ακύρωση της πώλησης του κτήματος προς τους εφεσίβλητους 2-6,     αποζημιώσεις καθώς και διάταγμα μεταβίβασης του κτήματος προς αυτούς από την εφεσίβλητη 1. Οι θεραπείες που ζητούν ανάγονται σε δόλο, απάτη, ψευδείς παραστάσεις κλπ. που κατ’ ισχυρισμό διέπραξαν, χωριστά και από κοινού οι εφεσίβλητοι, για να ματαιώσουν τη μεταβίβαση του κτήματος προς τους εφεσείοντες και ταυτόχρονα, να επιτύχουν τη μεταβίβαση τούτου προς τους ίδιους (εφεσίβλητους).

Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι λανθασμένα και αντινομικά τέθηκε στην εφεσιβαλλόμενη ενδιάμεση απόφαση ο προαναφερόμενος όρος για αντικατάσταση του απαγορευτικού διατάγματος με τραπεζική εγγύηση ύψους £300.000.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν με την παρούσα έφεση την ορθότητα της προαναφερθείσας ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

 1.    Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην παρούσα περίπτωση δεν ετύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 4(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, επειδή το επίδικο κτήμα δεν αποτελούσε αντικείμενο της αγωγής δεν στηρίχθηκε στο ότι η θεραπεία που ζητούν οι εφεσείοντες αφορά στην ακύρωση των συμφωνιών που συνήψαν οι εφεσίβλητοι 2-6 με την εφεσίβλητη 1 για την πώληση του κτήματος. Στηρίχθηκε στην προφανώς λανθασμένη εντύπωση ότι η ζητούμενη θεραπεία ακύρωσης της σύμβασης αφορούσε στη γραπτή συμφωνία μεταξύ εφεσειόντων και εφεσίβλητης 1 που έγινε το 1997.

 2.    Η θεραπεία την οποία επιδιώκουν οι εφεσείοντες σε συνάρτηση προς το γεγονός ότι ταυτόχρονα αξιώνουν και διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η εφεσίβλητη 1 να μεταβιβάσει το κτήμα επ’ ονόματί τους, αποτελούν στοιχεία τα οποία καθιστούν το κτήμα αντικείμενο της αγωγής.

 3.    Ενόψει των ανωτέρω, τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 4(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 στην [*237]παρούσα υπόθεση. Ο όρος, σύμφωνα με τον οποίο παρέχεται δικαίωμα σε οποιοδήποτε εφεσίβλητο να αντικαταστήσει κλπ. το διάταγμα με εγγύηση, συνιστά αντινομία εφόσον η τυχόν άσκηση του εν λόγω δικαιώματος αναποφεύκτως θα συνεπιφέρει απώλεια του αντικειμένου της αγωγής. Προκειμένου να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ο όρος με τον οποίο παρέχεται το προαναφερθέν δικαίωμα πρέπει να αφαιρεθεί. Συνακόλουθα, η ενδιάμεση απόφαση τροποποιείται αναλόγως. Το απαγορευτικό διάταγμα παραμένει σε ισχύ υπό τους ιδίους όρους που έχουν τεθεί πρωτοδίκως.

Η έφεση επιτράπηκε με €1.500 έξοδα υπέρ των εφεσειόντων. Η πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση τροποποιήθηκε ως ανωτέρω.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μιχαηλίδου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 200/07), ημερομ. 9.2.2009.

Α. Προδρόμου για Χρ. Χατζηστερκώτη, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Γεωργιάδης και Α. Γεωργιάδης για Χρ. Αδάμου, για την Εφεσίβλητη Αρ. 1.

Χρ. Γεωργιάδης και Α. Γεωργιάδης, για τους Εφεσίβλητους Αρ. 2-6.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, αμφισβητούν την ορθότητα ενδιάμεσης απόφασης με την οποία κατέστη οριστικό προσωρινό διάταγμα, με το οποίο απαγορεύθηκε στην εφεσίβλητη 1 να πωλήσει, διαθέσει, μεταβιβάσει, υποθηκεύσει και/ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποξενώσει το κτήμα με αριθμό εγγραφής 11064, αρ. τεμαχίου 104 του Φ/Σχ. 54/27 στην περιοχή Αγίου Αθανασίου Λεμεσού είτε προς τους εφεσίβλητους 2-6 είτε προς οποιοδήπο[*238]τε άλλο πρόσωπο, μέχρι την τελική εκδίκαση κλπ. της αγωγής αρ. 200/07 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

Στην ενδιάμεση απόφαση, προστέθηκε όρος με τον οποίο παρέχεται δικαίωμα, σε οποιοδήποτε εκ των εφεσιβλήτων, να ζητήσει μέσα σε δέκα ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης της ενδιάμεσης απόφασης, την αντικατάσταση του απαγορευτικού διατάγματος με τραπεζική εγγύηση ύψους £300.000 για κάλυψη των εναγόντων/αιτητών (εφεσειόντων) σε περίπτωση που θα εκδοθεί υπέρ τους απόφαση στην αγωγή.

Τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώρηση της αγωγής (200/07), πέρασαν μέσα από διάφορες δικαστικές διαδικασίες που μεταξύ άλλων, είχαν ως αντικείμενο το προαναφερόμενο κτήμα της εφεσίβλητης 1. Με συντομία θα ανατρέξουμε στα προηγηθέντα για καλύτερη κατανόηση των θεμάτων που τώρα ενδιαφέρουν.

Οι εφεσείοντες, δυνάμει γραπτής συμφωνίας που έγινε το 1997, αγόρασαν το προαναφερόμενο κτήμα από την εφεσίβλητη 1. Η συμφωνία κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης βάσει του Περί Πώλησης Γαιών (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232. Η εφεσίβλητη 1 παρέλειψε να εκτελέσει το μέρος των υποχρεώσεών της και οι εφεσείοντες ήγειραν εναντίον της αγωγή, ζητώντας, μεταξύ άλλων, ειδική εκτέλεση της συμφωνίας. Εκ συμφώνου, εκδόθηκε διάταγμα ειδικής εκτέλεσης της συμφωνίας και η εφεσίβλητη 1, μεταβίβασε το κτήμα στους εφεσείοντες την 1.6.2001.

Λίγες ημέρες μετά τη σύναψη της πιο πάνω συμφωνίας μεταξύ εφεσειόντων και εφεσίβλητης 1 για την πώληση του κτήματος, ο σύζυγος της εφεσίβλητης 1, καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο για διασφάλιση των συμφερόντων του επί του εν λόγω κτήματος. Στα πλαίσια της αίτησης, εκδόθηκε παρεμπίπτον διάταγμα, απαγορεύον στην εφεσίβλητη 1 να μεταβιβάσει το κτήμα. Το διάταγμα, επιδόθηκε στην εφεσίβλητη 1 στις 22.11.1997 και στις 28.11.1997 έγινε απόλυτο.

Στις 17.4.02, το Οικογενειακό Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο σύζυγος της εφεσίβλητης 1, Ιάκωβος Φιλίππου, εδικαιούτο να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης του κτήματος κατά το ½ μερίδιο του όλου. Κατόπιν έφεσης, το διάταγμα για μεταβίβαση του ½ μεριδίου στο όνομα του συζύγου της εφεσίβλητης 1, ακυρώθηκε και η απόφαση αντικαταστάθηκε με απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου υπέρ του συζύγου της εφεσίβλητης [*239]1 για το ποσό των Λ.Κ.40.669,50 πλέον τόκους και έξοδα.

Ο σύζυγος της εφεσίβλητης 1 θεώρησε ότι η πώληση και μεταβίβαση του κτήματος προς τους εφεσείοντες ήταν προϊόν δόλου και με αίτηση που υπέβαλε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού πέτυχε την έκδοση διαταγμάτων που αντιστοίχως αφορούσαν,

(α) ακύρωση της μεταβίβασης του κτήματος από την εφεσίβλητη προς τους εφεσειοντες,

(β) κατάσχεση και πώληση του κτήματος προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους της εφεσίβλητης 1 προς το σύζυγό της,

(γ) ταυτόχρονα με την ακύρωση της μεταβίβασης, την επανεγγραφή του κτήματος στο όνομα της εφεσίβλητης 1 και εγγραφή του εξ αποφάσεως χρέους ως επιβάρυνσης επί του κτήματος κλπ..

Οι εφεσείοντες, καταχώρησαν αιτήσεις στο Ανώτατο Δικαστήριο επιδιώκοντας την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari και prohibition προς ακύρωση της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Κατά την ακρόαση των αιτήσεων ακυρώθηκε μόνο το υπό (β), ανωτέρω, διάταγμα. Η έφεση που άσκησαν οι εφεσείοντες κατά της πρωτόδικης απόφασης απορρίφθηκε στις 11.6.2008.

Οι εφεσείοντες με την αγωγή αρ. 200/07, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η υπό κρίση ενδιάμεση απόφαση, αξιώνουν, μεταξύ άλλων, ακύρωση της πώλησης του κτήματος της εφεσίβλητης 1 προς τους εφεσίβλητους 2-6, αποζημιώσεις για διάφορες αιτίες καθώς και διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η εφεσίβλητη 1 να τους μεταβιβάσει το προαναφερόμενο κτήμα. Προκύπτει από την έκθεση απαίτησης ότι οι ζητούμενες θεραπείες απορρέουν από αιτίες, αναγόμενες σε αστικά αδικήματα (δόλος, απάτη, ψευδείς παραστάσεις κλπ.) που κατ’ ισχυρισμό διέπραξαν, χωριστά και από κοινού οι εφεσίβλητοι, για να ματαιώσουν τη μεταβίβαση του κτήματος προς τους εφεσείοντες και ταυτόχρονα, να επιτύχουν τη μεταβίβαση τούτου προς τους ίδιους (εφεσίβλητους). Στην έκθεση απαίτησης επαναλαμβάνεται, ως κατακλείδα, η αξίωση για έκδοση διατάγματος που να διατάσσει την εφεσίβλητη 1 να μεταβιβάσει επ’ ονόματί της το επίδικο ακίνητο.

Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι λανθασμένα και αντινομικά τέθηκε στην εφεσιβαλλόμενη ενδιάμεση απόφαση ο προαναφερόμενος όρος με τον οποίο παρέχεται δικαίωμα σε οποιοδήποτε εφεσίβλητο να ζητήσει με αίτηση κλπ., την αντικατάσταση του [*240]απαγορευτικού διατάγματος με τραπεζική εγγύηση ύψους £300.000 για κάλυψη των εφεσειόντων  σε περίπτωση που εκδοθεί απόφαση υπέρ τους στην αγωγή.

Ορθά σημειώνεται στην ενδιάμεση απόφαση ότι το Άρθρο 4(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις όπου η περιουσία, της οποίας ζητείται η δέσμευση με διάταγμα, συνιστά το αντικείμενο της αγωγής και ότι, προσωρινό διάταγμα που αφορά σε περιουσία η οποία είναι το αντικείμενο της αγωγής, μπορεί να εκδοθεί κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 4, ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου. (Βλ. Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231).

Το πρωτόδικο δικαστήριο, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο η περίπτωση είναι κατάλληλη για εφαρμογή του Άρθρου 4(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, εξέτασε, με αναφορά στις ζητούμενες θεραπείες, αν το κτήμα της εφεσίβλητης αποτελεί πράγματι αντικείμενο της αγωγής. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε είναι ότι το κτήμα, αυτό καθ’ εαυτό, δεν αποτελεί αντικείμενο της αγωγής αφενός, γιατί οι θεραπείες που ζητούνται είναι, μεταξύ άλλων, η ακύρωση της σύμβασης ημερ. 8.10.1997 μεταξύ των εφεσειόντων και της εφεσίβλητης 1, αποζημιώσεις για δόλο, απάτη κλπ. και αφετέρου, γιατί το κτήμα δεν θα μπορούσε να ήταν επίδικο, ενόψει της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις αιτήσεις για προνομιακά εντάλματα με την οποία επικυρωνόταν στην ουσία η ακύρωση από το Οικογενειακό Δικαστήριο της μεταβίβασης του κτήματος προς τους εφεσείοντες.

Το συμπέρασμα ότι το κτήμα της εφεσίβλητης 1 δεν αποτελεί αντικείμενο της αγωγής στηρίχθηκε στην προφανώς λανθασμένη αντίληψη ότι η ζητούμενη θεραπεία ακύρωσης της σύμβασης αφορά στη γραπτή συμφωνία μεταξύ εφεσειόντων και εφεσίβλητης 1 που έγινε το 1997 ενώ στην πραγματικότητα, η θεραπεία που ζητούν οι εφεσείοντες αφορά στην ακύρωση των συμφωνιών που αντιστοίχως συνήψαν οι εφεσίβλητοι 2-6 με την εφεσίβλητη 1 για την πώληση του κτήματος.

Η αξίωση των εφεσειόντων για ακύρωση των πιο πάνω συμφωνιών μεταξύ εφεσίβλητης 1 και εφεσιβλήτων 2-6 σε συνάρτηση προς το γεγονός ότι οι εφεσείοντες αξιώνουν ταυτόχρονα και διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η εφεσίβλητη 1 να μεταβιβάσει επ’ ονόματί τους το κτήμα, θεωρούμε ότι συνιστούν στοιχεία τα οποία καθιστούν το κτήμα  αντικείμενο της αγωγής. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το χρόνο που εκδόθηκε η εφεσι[*241]βαλλόμενη ενδιάμεση απόφαση εκκρεμούσε η έφεση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου και συνεπώς δεν υπήρχε τελεσίδικη απόφαση και ότι ο συγκεκριμένος όρος τέθηκε με πρωτοβουλία του δικάσαντος δικαστηρίου χωρίς να είχε ζητηθεί προηγουμένως από οποιοδήποτε εκ των διαδίκων.

Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε ότι τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 4(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Ο όρος, σύμφωνα με τον οποίο παρέχεται δικαίωμα σε οποιοδήποτε εφεσίβλητο να αντικαταστήσει κλπ. το διάταγμα με εγγύηση, συνιστά αντινομία εφόσον η τυχόν άσκηση του εν λόγω δικαιώματος αναποφεύκτως θα συνεπιφέρει απώλεια του αντικειμένου της αγωγής. Προκειμένου να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ο όρος με τον οποίο παρέχεται το δικαίωμα πρέπει να αφαιρεθεί. Συνακόλουθα, η ενδιάμεση απόφαση τροποποιείται διά της αφαιρέσεως του όρου με τον οποίο παρέχεται σε οποιοδήποτε εφεσίβλητο δικαίωμα αντικατάστασης του διατάγματος με εγγύηση. Το απαγορευτικό διάταγμα παραμένει σε ισχύ υπό τους ιδίους όρους που έχουν τεθεί πρωτοδίκως.

Η έφεση επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα υπέρ των εφεσειόντων. Η πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω.

Η έφεση επιτρέπεται με €1.500 έξοδα υπέρ των εφεσειόντων. Η πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο